(2001) 2 ΑΑΔ 777
[*777]18 Δεκεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ABOUL KAREEM BAN OTHAN,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7191)
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Ακρόαση δικαστικής υπόθεσης ― Μάρτυρες ― Απουσία μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι δεν είχαν κλητευθεί να παρουσιαστούν στη δίκη ― Δικαιολογούσε απόρριψη της υπόθεσης ― Διάκριση της παρούσας υπόθεσης από τις υποθέσεις Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σπανιά και Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καλογήρου.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 30.2 ― Διασφαλίζει την αρχή της απονομής της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή ακρόασης δικαστικής υπόθεσης ― Η εξουσία του Δικαστηρίου είναι διακριτική και πρέπει να ασκείται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Απόρριψη ποινικών υποθέσεων ― Δικαιολογείται όταν απουσιάζουν οι μάρτυρες κατηγορίας.
Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορίες για αμελή οδήγηση και οδήγηση μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρρεια οινοπνευματωδών ποτών. Παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο στις 21.7.2000, δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση 6 περίπου μήνες αργότερα. Στη συνέχεια αναβλήθηκε επανειλημμένα κυρίως εξ υπαιτιότητος της Κατηγορούσας Αρχής. Στις 17.9.01 που ήταν η τελευταία ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση είχε ορισθεί για ακρόαση, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του δικηγόρου του κατηγορουμένου για αναβολή της ακρόασης και κάλεσε την Κατηγορούσα Αρχή να αρχίσει την υπόθεσή της. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε ότι [*778]αδυνατούσε να αρχίσει την ακρόαση της υπόθεσης γιατί δεν κλήτευσε κανένα μάρτυρα. Το Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο λόγος απόρριψης από το Δικαστήριο της υπόθεσης ήταν η αδυναμία της Κατηγορούσας Αρχής να προχωρήσει στην απόδειξη της υπόθεσής της λόγω της απουσίας των μαρτύρων κατηγορίας, απότοκο της αμέλειας της Κατηγορούσας Αρχής να εκδόσει και να επιδόσει τις κλήσεις στους μάρτυρες.
2. Η πάροδος δύο χρόνων μεταξύ της ημέρας που ο εφεσίβλητος κατ’ ισχυρισμό διέπραξε τα αδικήματα και της εκκαλούμενης απόφασης και ο περαιτέρω χρόνος που θα απαιτείτο, ένεκα ενδεχόμενης αναβολής, άγγιζε τα όρια που το Σύνταγμα και η νομολογία οριοθέτησε για τον εύλογο χρόνο εκδίκασης μιας απλής ποινικής υπόθεσης. Η αναβολή της ακρόασης μιας ποινικής υπόθεσης επαφίεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης από τη μια και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου από την άλλη. Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε ορθά.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993) 1 Α.Α.Δ. 384,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 6880/00, ημερομηνίας 17/9/01, με την οποία ο κατηγορούμενος, ο οποίος κατηγορήθηκε σε δύο κατηγορίες, της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου αρ. 86/72 και της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρρεια οινοπνευματωδών ποτών κατά παράβαση των άρθρων 9(1)(2) του ίδιου νόμου και με την οποία το πρωτόδι[*779]κο Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής και αθώωσε τον κατηγορούμενο λόγω της αδυναμίας παρουσίασης μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή λόγω μη κλήτευσης των μαρτύρων κατηγορίας
Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με B. Loyal, ασκούμενη δικηγόρο, για τον Εφεσείοντα.
Ο εφεσίβλητος είναι απών. Καμιά εμφάνιση γι’ αυτόν.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος στις 21.7.2000 κατηγορήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε δύο κατηγορίες, αυτές της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Νόμου αρ. 86/72 και της οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος υπό την επήρρεια οινοπνευματωδών ποτών κατά παράβαση των άρθρων 9(1)(2) του ίδιου νόμου. Ο εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε ενοχή και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση 6 σχεδόν μήνες αργότερα, στις 11.1.2001. Την ημέρα αυτή, μετά από δήλωση του εφεσείοντα (Κατηγορούσα Αρχή) ότι έξι από τους οκτώ μάρτυρες κατηγορίας απουσίαζαν, το Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης, τελικά για έλλειψη χρόνου, για την εκδίκαση της στις 6.4.2001. Στις 6.4.2001 ζητήθηκε αναβολή της ακρόασης από την Υπεράσπιση. Η Κατηγορούσα Αρχή (εφεσείων) δεν ενέστη στην αίτηση. Το Δικαστήριο ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσης εκ νέου για τις 17.9.01 παρατηρώντας και πάλιν ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν ήταν έτοιμη για την ακρόαση αφού απουσίαζαν επτά από τους οκτώ μάρτυρες κατηγορίας.
Στις 17.9.01, ημερομηνία που όρισε το Δικαστήριο για την ακρόαση, διεδραματίσθησαν τα γεγονότα που θα αναφέρουμε πιο κάτω, και που οδήγησαν στην απόρριψη της υπόθεσης και την απαλλαγή και αθώωση του εφεσίβλητου.
Την τελευταία πιο πάνω ημερομηνία της ακρόασης ο δικηγόρος κ. Μιχαηλίδης που παρουσιάστηκε για την υπεράσπιση του εφεσίβλητου, υπέβαλε αίτημα για αναβολή της ακρόασης με το αιτιολογικό ότι ο δικηγόρος κ. Γιωρκάτζης που χειρίζετο προσωπικά την υπόθεση του εφεσίβλητου, την ίδια ώρα εμφανίζετο σε ακρόαση άλ[*780]λης υπόθεσης ενώπιον άλλου Δικαστού. Η κα. Γιασκουρή που εμφανίζετο για τον εφεσίβλητο δεν έφερε καμιά ένσταση στο αίτημα του εφεσίβλητου δηλώνοντας συγχρόνως ότι κανένας μάρτυρας κατηγορίας δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο ασκώντας τη διακριτική του εξουσία και αφού παρέθεσε τη σχετική επί του θέματος νομολογία, απέρριψε το αίτημα του δικηγόρου του εφεσίβλητου για αναβολή της ακρόασης.
Μετά από ολιγόλεπτη διακοπή της συνεδρίας του Δικαστηρίου την οποία ζήτησε ο κ. Μιχαηλίδης, ο τελευταίος δήλωσε ότι είναι έτοιμος να χειριστεί ο ίδιος την υπεράσπιση του εφεσίβλητου. Το Δικαστήριο κάλεσε την Κατηγορούσα Αρχή να αρχίσει την υπόθεσή της.
Η κα. Γιασκουρή τότε δήλωσε ευθαρσώς ότι δεν ήταν δυνατό να αρχίσει την ακρόαση της υπόθεσης γιατί κανένας μάρτυρας κατηγορίας δεν ήταν παρών στο Δικαστήριο. Τούτο ήταν αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε κλητεύσει για τη δικάσιμο κανένα μάρτυρα. Δήλωσε δε ουσιαστικά αδυναμία για την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και την απόδειξη της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής. Ο κ. Μιχαηλίδης τότε ζήτησε την απόρριψη της υπόθεσης σημειώνοντας την απουσία των μαρτύρων κατηγορίας και στις προηγούμενες ημερομηνίες εκδίκασης της υπόθεσης.
Το Δικαστήριο απορρίπτοντας την υπόθεση και απαλλάσσοντας τον εφεσίβλητο παρατήρησε τα εξής:-
“Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 10:00 η ώρα. Μετά από υποβολή αιτήματος για αναβολή της υπόθεσης από τον κ. Μιχαηλίδη και εμμέσως από την κα. Γιασκούρη καθότι δεν υπήρχαν μάρτυρες, το Δικαστήριο απόρριψε το αίτημα για αναβολή και έδωσε την ευκαιρία στους συνηγόρους, για λίγο χρόνο, ο κάθε ένας από την πλευρά του να επικοινωνήσει με τα πρόσωπα που ανεφέρθησαν πιο πάνω. Επανερχόμενοι οι συνήγοροι και πάλιν δεν βρίσκετο κανένας μάρτυρας ενώπιον του Δικαστηρίου και ο κ. Μιχαηλίδης ζητεί απόρριψη. Με βάση τις ίδιες πιο πάνω αρχές και επειδή αυτή η υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου Σπανιά (1993) 1 Α.Α.Δ. 384 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντώνης Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6 και ενόψει της μη παρουσίασης μαρτυρίας εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής η υπόθεση απορρίπτεται και ο κατηγορούμενος αθωώνε[*781]ται και απαλλάσσεται και στις δύο κατηγορίες.”.
Ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον της πρωτόδικης απόφασης την παρούσα έφεση προβάλλοντας τρεις λόγους που κατά την άποψή του δικαιολογούν την ανατροπή της. Οι τρεις αυτοί λόγοι έχουν ως εξής:-
“1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής και αθώωσε τον κατηγορούμενο απλώς και μόνο διότι δεν παρουσιάστηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας κατά την ημέρα ακρόασης της υποθέσεως ενώ είχαν δεόντως κλητευθεί.
2. Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως αντίθετη προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.
3. Το Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία και να αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης βάσει του άρθρου 48 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155.
Ενόψει των πιο πάνω ευσεβάστως υποβάλλεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς το Νόμο επί των πραγματικών γεγονότων και/ή υπήρξε αντικανονικότητα στη διαδικασία.”.
Είναι εμπεδωμένη αρχή του Κυπριακού Δικαίου ότι η δικαιοσύνη και, ειδικότερα, η ποινική δικαιοσύνη πρέπει να απονέμεται σε εύλογο χρόνο. Η αρχή αυτή διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος που αντιστοιχεί με το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος είναι σαφής, πάγια και διαχρονική.
Το άρθρο 48(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να αναβάλλει την ακρόαση της υπόθεσης. Η εξουσία αυτή είναι διακριτική και πρέπει να ασκείται με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Ο πρώτος λόγος έφεσης, όπως διατυπώνεται στο εφετήριο δεν βρίσκει κανένα έρεισμα στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Αντίθετα ήταν ρητή η δήλωση ότι δεν είχαν εκδοθεί κλήσεις μαρτύρων κατηγορίας. Κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν είχε την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 50 για την έκδοση εντάλματος [*782]σύλληψης των μαρτύρων για να τους υποχρεώσει να παρουσιαστούν στο Δικαστήριο. Σ’ αυτό το γεγονός η υπόθεση αυτή διακρίνεται από τις υποθέσεις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου Χρ. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αντώνη Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6.
Έπεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης είναι συναφείς μεταξύ τους. Εισηγήθηκε η δικηγόρος της Δημοκρατίας που παρουσιάστηκε για τον εφεσείοντα, Γενικό Εισαγγελέα, ότι με την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης από το Δικαστήριο οδήγησε σε αδικία σε βάρος της εφαρμογής του ποινικού δικαίου και κατά συνέπεια αντίθετα με το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Ισχυρίστηκε, ενώπιόν μας, ότι το Δικαστήριο παραγνώρισε τους λόγους που οδήγησαν σε αναβολή της ακρόασης στις τρεις προηγούμενες ημερομηνίες και ότι οι λόγοι αυτοί δεν οφείλοντο στην Κατηγορούσα Αρχή στην οποία δεν απέδωσε οποιαδήποτε ευθύνη για τη μη κλήτευση των μαρτύρων κατηγορίας.
Δεν συμφωνούμε με το τελευταίο μέρος της εισήγησης του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα γεγονότα της υπόθεσης και το ιστορικό της πορείας εκδίκασης υπόθεσης. Και ασφαλώς τα έλαβε υπόψη. Παρατηρούμε δε ότι και στις δύο αναβολές το Δικαστήριο, παρά τη δοθείσα αναβολή της ακρόασης για έλλειψη χρόνου, παρατηρούσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει λόγω της απουσίας των μαρτύρων κατηγορίας. Ο λόγος δε απόρριψης από το Δικαστήριο της υπόθεσης ήταν η αδυναμία της Κατηγορούσας Αρχής να προχωρήσει στην απόδειξη της υπόθεσής της λόγω της απουσίας των μαρτύρων κατηγορίας, απότοκο της αμέλειας της Κατηγορούσας Αρχής να εκδόσει και να επιδόσει τις κλήσεις στους μάρτυρες.
Τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο ο εφεσίβλητος κατ’ ισχυρισμό διεπράχθησαν την 1.10.1999, δύο χρόνια πριν την εκκαλούμενη απόφαση. Η πάροδος του χρόνου αυτού, χωρίς να αχθεί σε πέρας η υπόθεση, και ο περαιτέρω χρόνος που θα απαιτείτο, ένεκα ενδεχόμενης αναβολής, άγγιζε τα όρια που το Σύνταγμα και η νομολογία οριοθέτησε για τον εύλογο χρόνο εκδίκασης μιας απλής ποινικής υπόθεσης. Η αναβολή της ακρόασης μιας ποινικής υπόθεσης εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης από τη μια και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου από την άλλη. Ο κάθε κατηγορούμενος έχει [*783]αναφαίρετο δικαίωμα για την εντός ευλόγου χρόνου εκδίκαση της υπόθεσής του για να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και να απαλλάττεται από το άγχος της εκκρεμοδικίας.
Κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης έχουμε καταλήξει ότι ορθά το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η�έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο