Χριστούδιας Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 1

(2002) 2 ΑΑΔ 1

[*1]8 Ιανουαρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΔΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7197)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή Κακουργιοδικείου για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσής του ― Διακριτική ευχέρεια ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Χρονική διάρκεια της κράτησης του υποδίκου ― Υπεισέρχεται στους εν λόγω παράγοντες.

Ο εφεσείων, ο οποίος δεν παραδέχθηκε ενοχή στις 48 κατηγορίες που αντιμετώπιζε και που αφορούσαν πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία και [*2]κυκλοφορία πλαστών εγγράφων, διατάχθηκε από το Κακουργιοδικείο, με ενδιάμεση απόφασή του, να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσής του, δηλαδή για χρονική περίοδο σχεδόν 5 μηνών. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση του Κακουργιοδικείου υποστηρίζοντας ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε πιθανότητα ότι θα διέπραττε μέχρι την ημερομηνία της δίκης του άλλα αδικήματα και ότι υπήρχε ενδεχόμενο μη εμφάνισής του κατά τη δικάσιμο είναι λανθασμένη. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στην ετοιμασία της υπεράσπισής του με την κράτηση για ένα χρονικό διάστημα 5 σχεδόν μηνών μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, φαίνεται ότι έγινε αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί πριν καταλήξει στη διαπίστωση ότι υπήρχε πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου στην προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στη Χριστούδιας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, έγινε για σκοπούς καθοδήγησής του ως προς την προσέγγισή του.  Στην απουσία δε διαφοροποιητικών στοιχείων η νέα απόφαση δεν θα μπορούσε να μην ήταν η ίδια με την προηγούμενη.

2.  Οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης. Στην παρούσα περίπτωση οι λεπτομέρειες επαγγελματικής και οικογενειακής κατάστασης του εφεσείοντος σε σχέση με τη σοβαρότητα των κατηγοριών, δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον.

3.  Τυχόν ύπαρξη δυσκολιών στην ετοιμασία της υπεράσπισης αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αρχές με την παραχώρηση σχετικών διευκολύνσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισης.  Στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν ζητηθεί διευκολύνσεις για τις οποίες να υπήρξε άρνηση από τις αρμόδιες αρχές.

4.  Η απόφαση για την κράτηση ενός κατηγορουμένου, μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης του, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργιοδικείου και θα πρέπει να ασκείται με αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων αντιμετωπίζει 41 κατηγορίες ορισμένες από τις οποίες επισύρουν ποινή φυλάκισης διά βίου.  Τό[*3]σο η σοβαρότητα όσο και ο αριθμός των κατηγοριών σε συνδυασμό με την υπάρχουσα μαρτυρία, δικαιολογούσαν την κράτηση του εφεσείοντος παρά τη χρονική διάρκειά της.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χριστούδιας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

X”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596.

 

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18287/2001) ημερομηνίας 10/10/2001, με την οποία διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσής του, δηλαδή για χρονική περίοδο σχεδόν πέντε μηνών, για 48 κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε για παραβάσεις των Άρθρων 331, 333, 335, 336, 339 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.

Μιχ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων συνελήφθηκε στις 4/9/2001 ως ύποπτος για τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονταν με πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων. [*4]Μετά τη συμπλήρωση των αστυνομικών ανακρίσεων προσάφθηκαν εναντίον του 48 κατηγορίες που αφορούσαν πλαστοπροσωπία, πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστών εγγράφων κατά παράβαση των άρθρων 331, 333, 335, 336, 339 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Στις 21/9/2001 η υπόθεση παραπέμφθηκε προς εκδίκαση στο Κακουργιοδικείο το οποίο θα συνερχόταν στις 8/10/2001 και μέχρι τότε διατάχθηκε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση. Στις 8/10/2001, όταν εμφανίσθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αρνήθηκε τις σχετικές κατηγορίες και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 1, 4 και 5/3/2002. Επειδή προβλήθηκε ένσταση για την κράτηση του μέχρι τότε, προσάχθηκε προφορική μαρτυρία και το Κακουργιοδικείο, με ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 10/10/2001, διέταξε όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης του.  Αυτό σήμαινε χρονική περίοδο κράτησης σχεδόν 5 μηνών.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων αμφισβητεί για διάφορους λόγους την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία διατάχθηκε όπως παραμείνει υπό κράτηση για διάφορους λόγους. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η κρίση του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε πιθανότητα ότι θα διέπραττε μέχρι την ημερομηνία της δίκης του άλλα αδικήματα και ότι υπήρχε ενδεχόμενο μη εμφάνισης του κατά τη δικάσιμο είναι λανθασμένα. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε στην ετοιμασία της υπεράσπισης του με την κράτηση για ένα χρονικό διάστημα 5 σχεδόν μηνών μέχρι την ημερομηνία ακρόασης της υπόθεσης.

(α) Η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο αντί να εξετάσει από μόνο του αν υπήρχε πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων εκ μέρους του εφεσείοντος, θεώρησε τον εαυτό του δεσμευμένο από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου σε σχέση με την κράτηση την οποία είχε διατάξει το παραπέμπον Δικαστήριο. (Bλέπε Χριστούδιας ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689.)

Ο εφεσείων είχε και τότε αμφισβητήσει την ορθότητα της κράτησης του. Το Εφετείο, απορρίπτοντας την έφεση ανέφερε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

[*5]“Τα αδικήματα φέρονται να έχουν διαπραχθεί μεταξύ 4.7.2001 και 29.8.2001. Αυτό καταδεικνύει ότι ο εφεσείων είχε τον τρόπο και την ικανότητα να αποκρύψει την ισχυριζόμενη εγκληματική δραστηριότητα του. Πρόσθετα ο μεγάλος αριθμός των ισχυριζόμενων αδικημάτων καταδεικνύει ότι ο εφεσείων μπορούσε με ευχέρεια να διαπράξει τα ισχυριζόμενα αδικήματα κάτι που επίσης δείχνει ότι έχει την πείρα και τη δεξιότητα να χρησιμοποιεί αποτελεσματικές μεθόδους για τις ισχυριζόμενες παράνομες δραστηριότητες του χωρίς να υπάρχει κίνδυνος άμεσης ανίχνευσης τους.”

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο στην παρούσα περίπτωση δεν εξέτασε εκ νέου τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων αλλά βασίσθηκε περιοριστικά στην προηγούμενη απόφαση του Εφετείου.  Δεν συμφωνούμε. 

Το Κακουργιοδικείο στην παρούσα περίπτωση αναφέρθηκε στην προηγούμενη απόφαση του Εφετείου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα για καθοδήγηση ως προς την προσέγγιση και προχώρησε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί.  Τούτο φαίνεται από το μέρος της απόφασης στην οποία αναφέρεται ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε το υλικό που είχε παρουσιασθεί και διαπίστωσε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε παράθεση άλλης μαρτυρίας που θα δικαιολογούσε “παρέκκλιση από τις πιο πάνω διαπιστώσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου τις οποίες υιοθετούμε και επαναλαμβάνουμε για σκοπούς της παρούσας απόφασής μας.” Στην απουσία διαφοροποιητικών στοιχείων η νέα απόφαση δεν θα μπορούσε να μην ήταν η ίδια με την προηγούμενη.

Με βάση τα πιο πάνω καταλήγουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση στη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου για την ύπαρξη ισχυρού ενδεχόμενου διάπραξης άλλων αδικημάτων εκ μέρους του εφεσείοντος αν αφηνόταν ελεύθερος.

(β) Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος όταν κατέληξε στην απόφαση κράτησης του μέχρι την ημερομηνία της δίκης του. Τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, συμπεριλαμβάνουν το γεγονός ότι είναι παντρεμένος, είναι πατέρας δύο παιδιών, διατηρεί τη δική του βιομηχανική μονάδα, δεν έχει προηγούμενες καταδίκες και δεν [*6]έχει κίνητρο να εγκαταλείψει τη χώρα.

Στη σχετική απόφαση του το Κακουργιοδικείο αφού εξέτασε τα πιο πάνω στοιχεία αποφάνθηκε ότι, “οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υπόδικου δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης”. Το θέμα των προσωπικών περιστατικών ως παράγων στην κράτηση ενός υπόπτου εξετάστηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, όπου τονίστηκε ότι, “οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της δικαιοσύνης”.

Στην παρούσα περίπτωση οι λεπτομέρειες επαγγελματικής και οικογενειακής κατάστασης του εφεσείοντος σε σχέση με τη σοβαρότητα των κατηγοριών, δεν μπορούν να υπερφαλαγγίσουν το γενικό δημόσιο συμφέρον. Επικροτούμε την πιο πάνω προσέγγιση του Κακουργιοδικείου και συνακόλουθα απορρίπτουμε τη σχετική εισήγηση.

(γ) Η παροχή διευκολύνσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισης

Η Υπεράσπιση υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη όταν εξέδιδε το διάταγμα κράτησης, τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε ο εφεσείων στην ετοιμασία της υπεράσπισης του, παρερμηνεύοντας σε τούτο την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση H.R. Brichmont Series A, No. 158 31.

Το Κακουργιοδικείο αφού παρέπεμψε στην απόφαση Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, η οποία υιοθέτησε την απόφαση H.R. Brichmont, απέρριψε την εισήγηση γιατί δεν είχαν τεθεί ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την πιο πάνω θέση.

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή. Ο εφεσείων είχε την υποχρέωση να προβάλει περιστατικά που θα οδηγούσαν σε συμπέρασμα ότι η κράτηση του θα του αποστερούσε το δικαίωμα να ετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπιση του. Τυχόν ύπαρξη δυσκολιών στην ετοιμασία της υπεράσπισης αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αρχές με την παραχώρηση σχετικών διευκολύνσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισης. Στην παρούσα υπόθεση δεν είχαν ζητηθεί διευκολύνσεις για τις οποίες να υπήρξε άρνηση από τις [*7]αρμόδιες αρχές.

Κάτω από τις περιστάσεις η εισήγηση του εφεσείοντος κρίνεται ανεδαφική.

(δ) Η περίοδος κράτησης του εφεσείοντος

Ο εφεσείων εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να εκτιμήσει μέσα στις ορθές του διαστάσεις το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ημερομηνία έκδοσης του διατάγματος (10/10/2001) μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης (1/3/2002).

Το Κακουργιοδικείο αφού τόνισε ότι στον ορισμό της υπόθεσης για ακρόαση είχε συνέχεια κατά νου τη συνταγματική επιταγή για γρήγορη απονομή της δικαιοσύνης, θεώρησε ότι η κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης ήταν επιβεβλημένη.

Το χρονικό διάστημα της κράτησης ενός κατηγορουμένου μέχρι την ημερομηνία της δίκης του είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να παραγνωρίζεται όταν ένα Δικαστήριο εκδίδει ένα διάταγμα κράτησης. Το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, όπου το Εφετείο με απόφαση που ετοίμασε ο Νικολάου, Δ, τόνισε ότι,

“Αλλος παράγοντας - που δεν απασχόλησε μέχρι τώρα και δεν απαντάται στη νομολογία - είναι ο χρόνος κράτησης.  Το μήκος του πρέπει να σταθμίζεται έναντι του βαθμού της πρόβλεψης του ενδεχομένου που προορίζεται να αποτελέσει το έρεισμα κράτησης.”

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν λίγο αργότερα στην υπόθεση Λ. Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596, όπου το Εφετείο με απόφαση του Πική, Π, τόνισε ότι,

“Ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε και στην              Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, στην οποία υπογραμμίζεται ότι, στην αποτίμηση των παραγόντων που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας δικαστηρίου (της πιθανολόγησης του κινδύνου μη προσέλευσης του υπόδικου κατά τη δίκη, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος και του ενδεχόμενου διάπραξης άλλων αδικημάτων στο ενδιάμεσο) υπεισέρχεται η χρονική διάρκεια της κράτησης του υποδίκου.”

[*8]Η απόφαση για την κράτηση ενός κατηγορουμένου, μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης του, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Κακουργοδικείου και θα πρέπει να ασκείται με αναφορά στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης.

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων αντιμετωπίζει 41 κατηγορίες ορισμένες από τις οποίες επισύρουν ποινή φυλάκισης δια βίου.  Τόσο η σοβαρότητα όσο και ο αριθμός των κατηγοριών σε συνδυασμό με την υπάρχουσα μαρτυρία, δικαιολογούσαν την κράτηση του εφεσείοντος παρά τη χρονική διάρκεια της.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο