Mortimer Lee Andrew ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 22

(2002) 2 ΑΑΔ 22

[*22]19 Φεβρουαρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

LEE ANDREW MORTIMER,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7160)

 

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Εισαγωγή και κατοχή για ιδίαν χρήση ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Α, δηλαδή 184 χαπιών ecstasy βάρους 40 γραμμαρίων ― Εφεσείων ηλικίας 22 ετών εστράφη στα ναρκωτικά πρόσφατα κατόπιν οικογενειακών προβλημάτων που τον οδήγησαν σε κακές συναναστροφές ― Παραδοχή ― Έλλειψη προηγουμένων καταδικών ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τριών ετών ― Κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές και μειώθηκαν σε φυλάκιση δεκαοκτώ μηνών κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Η ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής στην περίπτωση χρηστών έχει μειωμένη σημασία.

Το Κακουργιοδικείο επιβάλλοντας ποινή τριετούς φυλάκισης στον εφεσείοντα, χρήστη ναρκωτικών, θεώρησε ότι πρωταρχική σημασία στην επιμέτρηση της ποινής είχε η σοβαρότητα των αδικημάτων και η ανάγκη για προστασία της κοινωνίας.  Συμφωνώντας με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι “η ανάγκη για αποτροπή βαρύνει κατά το πλείστο σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών” εν τούτοις θεώρησε ότι “Η διάκριση όμως αυτή μεταξύ εμπόρων και χρηστών αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών”, αναφερόμενο ιδιαίτερα στην υπόθεση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την έφεση εναντίον της ποινής και μειώνοντάς την σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 18 μηνών σε κάθε κατηγορία, τόνισε ότι:

[*23]“Στην ενώπιον μας υπόθεση η έμφαση που εδόθη από το Κακουργιοδικείο ήταν σαφώς στον παράγοντα της αποτροπής, ενώ το σύνολο των περιστάσεων του εφεσείοντα καθιστούσε την ποινή της τριετούς φυλάκισης έκδηλα υπερβολική”.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585,

Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 3225/2001), ημερομηνίας 30/7/2001, με την οποία καταδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο, κατόπιν παραδοχής του, σε συντρέχουσες ποινές τριετούς φυλάκισης για κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών.

Ε. Πελεκάνος με Μ. Πελεκάνο, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤEΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο, κατόπιν παραδοχής του, σε συντρέχουσες ποινές τριετούς φυλάκισης για κατηγορίες εισαγωγής και κατοχής ναρκωτικών. Άλλες επίσης συντρέχουσες ποινές εννεάμηνης φυλάκισης, για παρακώλυση αστυνομικού και επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, αδικήματα που διαπράχθησαν κατά τη διάρκεια της σύλληψής του, δεν εφεσιβάλλονται.

Τα εν λόγω ναρκωτικά ήσαν 184 χάπια βάρους 40 γραμμαρίων που περιείχαν τη ναρκωτική ουσία MDMA, γνωστή ως [*24]ecstasy, ελεγχόμενο φάρμακο τάξης Α σύμφωνα με τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε. Ο Εφεσείων και ο Εφεσείων στην Ποινική Έφεση 7161 (η οποία απεσύρθη), που ήσαν συγκατηγορούμενοι, είναι Άγγλοι και ήρθαν στην Κύπρο ως επισκέπτες τον περασμένο Ιούνιο φέρνοντας μαζί τους τα χάπια.  Το Κακουργιοδικείο ενήργησε στη βάση ότι τα χάπια ήσαν για προσωπική τους χρήση, και οι δύο όντες χρήστες ναρκωτικών.  Το γεγονός τούτο το έλαβε υπ’ όψη όπως και τις όλες προσωπικές συνθήκες των Εφεσειόντων, από τις οποίες επισημαίνουμε ότι ο Εφεσείων είναι ηλικίας 22 ετών και εστράφη στα ναρκωτικά πρόσφατα κατόπιν οικογενειακών προβλημάτων που τον οδήγησαν σε κακές συναναστροφές. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε όμως ότι πρωταρχική σημασία στην επιμέτρηση της ποινής είχε η σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αντανακλάται στις πολύχρονες ποινές φυλάκισης που προνοεί ο νόμος, και η ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τη συνεχώς εξαπλούμενη μάστιγα των ναρκωτικών, που καθιστούσαν "την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό και την έκταση της ποινής" (σ.8).  Συμφωνώντας με την εισήγηση της υπεράσπισης ότι "η ανάγκη για αποτροπή βαρύνει κατά το πλείστο σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών" (σ. 8), εν τούτοις θεώρησε ότι "Η διάκριση όμως αυτή μεταξύ εμπόρων και χρηστών αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών" (σ. 9), αναφερόμενο ιδιαίτερα στην υπόθεση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240. Συναφώς, έλαβε υπ’ όψη του και την παρατηρούμενη έξαρση των υποθέσεων ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπ’ όψη του την παραδοχή του Εφεσείοντα, το νεαρό της ηλικίας του και την έλλειψη προηγουμένων καταδικών του, όπως και τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του, σε σχέση με τις οποίες όμως παρατήρησε ότι δεν εξουδετερώνουν την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας, κάνοντας περαιτέρω αναφορά στη νομολογία που τονίζει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών.

Η έφεση στηρίζεται στην εισήγηση ότι οι επιβληθείσες ποινές της τριετούς φυλάκισης ήσαν υπερβολικές ως προς την έκταση τους, με αναφορά ιδιαίτερα στο ότι ο Εφεσείων ήταν χρήστης ναρκωτικών και είχε τα ναρκωτικά για δική του χρήση. Το Κακουργιοδικείο, λέγεται, δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός τούτο, το οποίο το ίδιο απεδέχθη, και βασίσθηκε υπέρμετρα στη νομολογία που αναφέρεται ευρύτερα σε εμπορία ναρκωτικών. Επικουρικά, γίνεται αναφορά και στο νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντα, την έλλειψη προηγούμενων καταδικών [*25]του, την παραδοχή του και τις εν γένει προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του, στα οποία, όπως λέγεται, δεν απεδόθη η δέουσα βαρύτητα δεδομένου ότι επρόκειτο για περίπτωση κατοχής για ιδία χρήση και όχι προμήθειας σε άλλους.

Το Κακουργιοδικείο δεν πλανήθηκε ως προς τις ισχύουσες αρχές. Κρίνουμε όμως ότι όντως προκύπτει θέμα υπερβολικής ποινής. Η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών και στην περίπτωση χρηστών που έχουν τα ναρκωτικά για δική τους χρήση, στην οποία έδωσε βαρύτητα το Κακουργιοδικείο, αν και αναμφίβολα υφίσταται ως εκ των ευρύτερων διαστάσεων και συσχετισμών του όλου προβλήματος των ναρκωτικών, έχει εν τούτοις ανάλογα μειωμένη σημασία σε τέτοια περίπτωση. Στην υπόθεση Chaer ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585, ποινή φυλάκισης δύο ετών επιβληθείσα σε χρήστη για κατοχή για ιδία χρήση 124 γραμμαρίων με περιεκτικότητα 63% ηρωίνης κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε σε δεκαπέντε μηνών. Δίδοντας την απόφαση του Εφετείου, ο Πογιατζής, Δ., είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 590-591:

"..... το κείμενο της υπό έφεση απόφασης αποκαλύπτει ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε πρωτεύουσα σημασία στο στοιχείο της αποτροπής και περιορισμένη σημασία στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι εκείνη που η νομολογία έχει καθιερώσει για το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια τους σε τρίτα πρόσωπα, το οποίο δυστυχώς διαπράττεται με συνεχώς αυξημένη συχνότητα στην Κύπρο τα τελευταία χρόνια.

Το στοιχείο της αποτροπής σε υποθέσεις όπως αυτή του εφεσείοντα επενεργεί μόνο προς την κατεύθυνση προσώπων που δεν έχουν ακόμα δοκιμάσει ή εθιστεί στη χρήση ναρκωτικών.  Καμιά ποινή, όσο αυστηρή ή σκληρή και να είναι, δεν αποτρέπει την κατοχή και χρήση ναρκωτικών από πρόσωπα που, όπως ο εφεσείων, έχουν εθιστεί στη χρήση τους και η στέρησή τους προκαλεί σ’ αυτούς τα οδυνηρά συμπτώματα με τα οποία υπέφερε ο εφεσείων στη διάρκεια της αστυνομικής του κράτησης. Σ’ αντίθεση με τις υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών, σε υποθέσεις όπως αυτή του εφεσείοντα, ο εθισμός στη χρήση ναρκωτικών και τα οδυνηρά επακόλουθα της στέρησής τους, συνιστούν προσωπικές συνθήκες που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ελαφρυντικοί παράγοντες περιορισμένης μόνο σημασίας κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Σε υποθέσεις απλής κατοχής ηρωίνης με αποκλειστικό σκοπό τη χρήση της από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, οι ιδιαίτερες [*26]προσωπικές περιστάσεις κάθε κατηγορούμενου συνιστούν παράγοντα με αυξημένη και όχι περιορισμένη βαρύτητα για τους σκοπούς της επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής."

Και στις σελίδες 591-592:

"Τίποτε απ’ όσα έχουμε πει δε σημαίνει ότι το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών, ιδίως των σκληρών ναρκωτικών όπως είναι η ηρωίνη, δεν πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται ως σοβαρό αδίκημα ...... Εκείνο που θέλουμε να διευκρινίσουμε είναι ότι σε υποθέσεις όπως αυτή του εφεσείοντα, σε αντιδιαστολή με τις υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών, στην αρμόζουσα ποινή δεν επιβάλλεται να προβάλλεται έντονο το στοιχείο της αποτροπής, οι δε προσωπικές περιστάσεις του συγκεκριμένου κατηγορούμενου πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη. Ταυτόχρονα, όμως, η ποινή πρέπει να αντανακλά την αποδοκιμασία της κοινωνίας στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών και να δίδει το μήνυμα προς όλες τις κατευθύνσεις ότι η χρήση ναρκωτικών δεν καταστρέφει μόνο τον ίδιο το χρήστη."

Η ίδια προσέγγιση προκύπτει και από την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Afroughi v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 174, στην οποία ποινή τριετούς φυλάκισης για κατοχή από χρήστη 22 γραμμαρίων οπίου για ιδία χρήση κρίθηκε, ως εκ της υπέρμετρης σημασίας που εδόθη στο στοιχείο της αποτροπής, υπερβολική και μειώθηκε σε 18 μηνών. Ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση, έθεσε το πράγμα ως εξής στη σ. 177:

"Και για τους χρήστες ναρκωτικών, οι οποίοι δηλητηριάζουν την ύπαρξή τους και διανοίγουν το δρόμο για τους εμπόρους ναρκωτικών, αρμόζουν αποτρεπτικές ποινές, όχι, όμως της ίδιας έντασης με αυτές που επιβάλλονται στους εμπόρους, εκείνους που καθιστούν επάγγελμά τους τη διασπορά του θανάτου. Για τους εμπόρους, είναι δύσκολο να ανευρεθούν ερείσματα μετριασμού. Για τους χρήστες υπάρχει κάποιο περιθώριο, που, ομολογουμένως, με το χρόνο στενεύει. το περιθώριο εκείνο που σχετίζεται με την αδυναμία του ανθρώπου."

Στην ενώπιόν μας υπόθεση η έμφαση που εδόθη από το Κακουργιοδικείο ήταν σαφώς στον παράγοντα της αποτροπής, ενώ το σύνολο των περιστάσεων του Εφεσείοντα καθιστούσε την ποινή της τριετούς φυλάκισης έκδηλα υπερβολική. Δεν ήταν δε μόνο το ότι ο Εφεσείων, όπως δέχθηκε το ίδιο το Κακουργιοδικείο, έφερε και είχε τα ναρκωτικά για δική του χρήση, και δεν συνέτρεχε [*27]οποιοσδήποτε από τους επιβαρυντικούς παράγοντες που προνοούνται στο άρθρο 30(4)(α). Πρόσθετα, το νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντα, το πρόσφατο της επίδοσης του στα ναρκωτικά και η έλλειψη προηγούμενης ποινικής και αντικοινωνικής συμπεριφοράς του, αλλά και η μεταμέλεια του μέσα από την παραδοχή του, συνθέτουν μια συνολική εικόνα προσωπικών δεδομένων που, αν και δεν εξουδετερώνουν την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής φυλάκισης, μειώνουν τούτη σε βαθμό που η τριετής φυλάκιση να εκφεύγει των ορίων της αρμόζουσας.

Η έφεση επιτυγχάνει. Οι επιβληθείσες ποινές στις κατηγορίες 1 και 2 παραμερίζονται και αντικαθίστανται με ποινές φυλάκισης 18 μηνών σε κάθε κατηγορία οι οποίες θα συντρέχουν.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο