Χαρτούπαλλος Χρίστος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 28

(2002) 2 ΑΑΔ 28

[*28]19 Φεβρουαρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΡΤΟΥΠΑΛΛΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7048)

 

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Άρθρο 28.1 του Συντάγματος ― Η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται ― Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαιρέτων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Επιβολή της ίδιας ποινής σε συγκατηγορούμενους παρά την ύπαρξη γεγονότων που δικαιολογούσαν πλήρως τη διαφοροποίηση στις επιβληθείσες ποινές.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή και επιστροφή των χρημάτων σε υπόθεση πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Συνιστούν σημαντικούς ελαφρυντικούς παράγοντες ― Επίσης η αποζημίωση του θύματος λαμβάνεται υπόψη σαν στοιχείο μεταμέλειας.

Στην παρούσα έφεση, ο βασικός λόγος που προβάλλεται θίγει θέμα ανισότητας στη μεταχείριση δύο αδικοπραγούντων, του εφεσείοντος και του συγκατηγορουμένου του, κατηγορούμενου 2. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εσφαλμένα με την επιβολή της ίδιας ποινής σε αυτόν και στον κατηγορούμενο 2, ενώ υπήρχαν ενώπιον του γεγονότα αναφορικά με τον εφεσείοντα «που δικαιολογούσαν μετριασμό της ποινής, τα οποία δεν ίσχυαν για τον συγκατηγορούμενό του και τα οποία δικαιολογούσαν διαφοροποίηση της ποινής». Τα εν λόγω γεγονότα, καθώς εισηγήθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, είναι τα εξής:

[*29]α)        Ο εφεσείων παρεδέχθη ενοχήν από την αρχή, ενώ ο 2ος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία.

β) Ο εφεσείων αποζημίωσε πλήρως τους παραπονουμένους, ο κατηγορούμενος 2 όχι.

γ)  Ο εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ο κατηγορούμενος 2 είχε μιαν έστω παλαιά καταδίκη σε πολύχρονη φυλάκιση.

δ) Ο εφεσείων είναι σχετικά νεαρό άτομο με ανήλικο παιδί.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υπέβαλε περαιτέρω ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο «στην ουσία δεν πήρε θέση στο βασικό επιχείρημα του ότι εδικαιολογείτο στα πλαίσια της ίσης μεταχείρισης διαφοροποίηση της ποινής αναφορικά με τον εφεσείοντα, διαφοροποίησε την ποινή για τον άλλο συγκατηγορούμενό του, τον κατηγορούμενο 4, του οποίου την συμμετοχή στην όλη εγκληματική πράξη το Δικαστήριο χαρακτηρίζει “καθοριστική” και ως τέτοια που αν έλειπε, η όλη υπόθεση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω».

Αποφασίστηκε ότι:

Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα δεν αντανακλά επαρκώς την διαφορά που υπάρχει στην περίπτωση του εφεσείοντα. Η διαφορά αυτή αποτελείται από την παραδοχή του και την επιστροφή – από τον ίδιο – του προϊόντος της δικής του εγκληματικής συμπεριφοράς και εκείνης των συγκατηγορουμένων του. Πρόσθετα υπάρχει υπέρ του εφεσείοντα και η πεπλανημένη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και περί μη αποκάλυψης των συνεργατών του. Υπάρχει επίσης το ακηλίδωτο παρελθόν του εφεσείοντα σε σύγκριση με εκείνο του κατηγορούμενου 2.

Όλα τα πιο πάνω τείνουν να προκαλέσουν αισθήματα αδικίας στον εφεσείοντα.  Δικαιολογούν, επομένως, την επέμβαση του Εφετείου με σκοπό τη μείωση της ποινής του εφεσείοντα.  Η φυλάκιση των πέντε ετών η οποία έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα σε σχέση με τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου μειώνεται στα 3½ έτη και η φυλάκιση των 4 ετών η οποία έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα σε σχέση με τα αδικήματα της συγκάλυψης μειώνεται στα 3 έτη. Οι υπόλοιπες ποινές επικυρώνονται. Όλες οι ποινές να συντρέχουν.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546,

[*30]R. v. Quirke [1982] 4 Cr. App. R. (S) 187.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 8352/2000) ημερομηνίας 12/1/2001, με την οποία επιβλήθηκε σ’ αυτόν και στον κατηγορούμενο 2 ποινή φυλάκισης 5 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 4 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της συγκάλυψης και 2 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πλαστοπροσωπείας και συνωμοσίας (ποινές συντρέχουσες).

Γ. Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακος (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) δύο κατηγορίες για πλαστογραφία εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 336 και 20 του Ποινικού Κώδικα, δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 (δ) (1), 336, 339 και 20 του Ποινικού Κώδικα, δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα, μια κατηγορία για πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των άρθρων 360, 35 και 20 του Ποινικού Κώδικα, δύο κατηγορίες για το αδίκημα της συγκάλυψης κατά παράβαση των άρθρων 4(1) (ΙΙΙ) (ΙV) και 5(1) (στ) του περί Συγκάλυψης Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν 61(1)/96) και δύο κατηγορίες για συνωμοσία για καταδολίευση κατά παράβαση του άρθρου 302 του Ποινικού Κώδικα.

Παραδέχθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες. Τις ίδιες κατηγορίες αντιμετώπισε και ο συγκατηγορούμενος του Αντώνης Φανιέρος (ο κατηγορούμενος 2).

Ο Πέτρος Γεωργίου (κατηγορούμενος 4) αντιμετώπισε δύο [*31]κατηγορίες για συνωμοσία για καταδολίευση, τρεις κατηγορίες για πλαστογραφία εγγράφου, τρεις κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο κατηγορίες για πλαστοπροσωπία, δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και τέλος δύο κατηγορίες για το αδίκημα της συγκάλυψης. 

Οι κατηγορούμενοι 2 και 4 δεν παραδέχθηκαν ενοχή. Μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία ο κατηγορούμενος 2 βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για συνωμοσία για καταδολίευση, μια κατηγορία για πλαστογραφία εγγράφου, δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, μια κατηγορία για πλαστοπροσωπεία και τέλος δύο κατηγορίες για το αδίκημα της συγκάλυψης.

Ο κατηγορούμενος 4 βρέθηκε ένοχος σε μια κατηγορία για πλαστογραφία εγγράφου, μια κατηγορία για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και μια κατηγορία για πλαστοπροσωπεία.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα και στον κατηγορούμενο 2 ποινή φυλάκισης 5 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 4 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της συγκάλυψης και 2 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πλαστοπροσωπείας και συνωμοσίας.

Στον κατηγορούμενο 4 το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και 2 ετών στην κατηγορία της πλαστοπροσωπείας.

Όλες οι πιο πάνω ποινές ήταν συντρέχουσες.

Σημειώνουμε ότι σαν αποτέλεσμα της επίδικης εγκληματικής δραστηριότητας έγινε κατορθωτό όπως πωληθούν μετοχές σε δυο περιπτώσεις ενός ανύποπτου πολίτη της Δημοκρατίας αξίας £143,000. Ήταν παραδεκτό ότι το πιο πάνω ποσό περιήλθε στην κατοχή του κατηγορουμένου 2.

Η έφεση.

Η επιβολή της ίδιας ποινής στον κατηγορούμενο 2 αποτελεί το κύριο παράπονο του εφεσείοντα στην παρούσα έφεση. Ισχυρίζεται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εσφαλμένα. Ενώ υπήρχαν ενώπιον του γεγονότα  αναφορικά με τον εφεσείοντα «που δι[*32]καιολογούσαν μετριασμό της ποινής, τα οποία δεν ίσχυαν για τον συγκατηγορούμενο του και τα οποία δικαιολογούσαν διαφοροποίηση της ποινής» επεβλήθη και στους δύο η ίδια ποινή.

Ο κ. Γεωργίου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι τα γεγονότα τα οποία δικαιολογούσαν την διαφοροποίηση είναι τα εξής:

 «(α)  Ο Εφεσείων παρεδέχθη ενοχήν από την αρχή, ενώ ο 2ος κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος μετά από μακρά ακροαματική διαδικασία.

(β)   Ο Εφεσείων αποζημίωσε πλήρως τους  παραπονουμένους, ο κατηγορούμενος 2 όχι.

(γ)   Ο Εφεσείων ήταν λευκού ποινικού μητρώου, ο κατηγορούμενος 2 είχε μιαν έστω παλαιά καταδίκη σε πολύχρονη φυλάκιση.

(δ)   Ο Εφεσείων είναι σχετικά νεαρό άτομο με ανήλικο παιδί.»

Όλα τα πιο πάνω – συνέχισε ο κ. Γεωργίου – δημιουργούν στον εφεσείοντα το αίσθημα της ισοπεδωτικής αντιμετώπισης και της αδικίας. Ο κ. Γεωργίου υπέβαλε περαιτέρω ότι ενώ το Πρωτόδικο Δικαστήριο «στην ουσία δεν πήρε θέση ή απόφαση σε βασικό επιχείρημα της υπεράσπισης ότι εδικαιολογείτο στα πλαίσια της ίσης μεταχείρησης διαφοροποίηση της ποινής αναφορικά με τον εφεσείοντα, διαφοροποίησε την ποινή για τον κατηγορούμενο 4 του οποίου την συμμετοχή στην όλη εγκληματική πράξη χαρακτηρίζει ‘καθοριστική’ και ως τέτοια που αν έλειπε η όλη υπόθεση δεν θα μπορούσε να προχωρήσει περαιτέρω».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής σε σχέση με  τον εφεσείοντα σημείωσε τα εξής:

«Λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι ο ρόλος του ήταν καθοριστικός και ότι η δράση του επεκτείνεται από τη στιγμή της παραλαβής των τίτλων μέχρι και της παράδοσης των επιταγών στον 2ο κατηγορούμενο για την εξαργύρωση τους. Ο ρόλος του υπήρξε σημαντικός γι’ αυτό και ο μεγάλος αριθμός των κατηγοριών που αντιμετωπίζει. Σημειώνουμε βεβαίως υπέρ του την παραδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου. Θέλουμε όμως να πούμε ότι η παραδοχή λαμβάνεται υπόψη σαν μέρος της μεταμέλειας του κατηγορουμένου. Δεν μπορούμε να πούμε ότι με [*33]τον τρόπο που συμπεριφέρθηκε ο κατηγορούμενος όντως εξέφραζε την μεταμέλεια του από τη στιγμή που δεν συνεργάστηκε με τις αστυνομικές αρχές, δεν αποκάλυψε τους συνεργάτες του και στην ουσία δέχθηκε να πάρει ο ίδιος το βάρος της εγκληματικής δραστηριότητας άλλων.  Υπέρ του κατηγορουμένου θα λάβουμε υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο και θα το λάβουμε αυτό σοβαρά υπόψη εφόσον στην ηλικία των 32 περίπου ετών δεν έχει καμιά προηγούμενη καταδίκη. Λαμβάνουμε υπόψη τις άλλες προσωπικές και οικογενειακές του περιστάσεις όπως εξετέθησαν από το συνήγορο του και όπως προκύπτουν από την έκθεση του Γραφείου Ευημερίας. Πρόκειται για πρόσωπο που προέρχεται από συγκροτημένη οικογένεια και δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε προβλήματα στο κοινωνικό του περιβάλλον. Σημειώνουμε επίσης τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ο ίδιος και τα μέλη της οικογένειας του.»

Ο κ. Γεωργίου επέκρινε ιδιαίτερα το υπογραμμισμένο μέρος του πιο πάνω αποσπάσματος. Τόνισε ότι δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει τα όσα ανέφερε το Πρωτόδικο Δικαστήριο περί μη συνεργασίας του εφεσείοντα με τις αστυνομικές αρχές και περί μη αποκάλυψης των συνεργατών του.

Η κα. Κλεόπα, εκ μέρους της εφεσίβλητης, με πολύ ακριβοδίκαιο τρόπο, δέχθηκε ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι ο εφεσείων κάλυπτε άλλους.

Διαπιστώνουμε, επομένως, ότι η σχετική αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πεπλανημένη. Δεν βρίσκει έρεισμα στο αποδεικτικό υλικό.

Κατά την ενασχόληση του με την περίπτωση του κατηγορουμένου 2 το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα εξής:

«Όσον αφορά τον 2ο κατηγορούμενο λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται από τα πρώτα στάδια της εγκληματικής δράσης, λέμε όμως ότι η συμμετοχή του υπήρξε καθοριστική στην τελική υλοποίηση των όσων η δράση και των τριών απέφερε διότι χωρίς τις ενέργειες του δεν θα ήταν δυνατή η εξαργύρωση των επιταγών που ήταν ο τελικός στόχος.  Θέλουμε δε να σημειώσουμε ότι από τα ενώπιον μας γεγονότα ολόκληρο το ποσό και των δύο επιταγών είχε περιέλθει στην κατοχή του κατηγορούμενου αμέσως μετά την εξαργύρωση τους. Όσον αφορά την προηγούμενη καταδίκη του λέμε ότι δεν θα της αποδώσουμε οποιαδήποτε ιδιαίτερη βαρύτητα και θα θεω[*34]ρήσουμε ουσιαστικά τον κατηγορούμενο σαν λευκού ποινικού μητρώου έχοντας υπόψη μας αφενός μεν το μακρύ χρονικό διάστημα από τη διάπραξη των αδικημάτων και την καταδίκη αφετέρου δε το γεγονός ότι πρόκειται για αδικήματα εντελώς διαφορετικά από τα παρόντα. Σημειώνουμε τέλος τα προβλήματα υγείας που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει.»

Ο κ. Γεωργίου άσκησε κριτική και κατά της προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με την προηγούμενη καταδίκη του κατηγορούμενου 2. Υπέβαλε ότι ο εφεσείων, ο οποίος δεν βαρυνόταν με οποιαδήποτε προηγούμενη καταδίκη, έπρεπε να τύχει κάποιας έκπτωσης σε σύγκριση με τον κατηγορούμενο 2.

Θεωρούμε ότι υπό τις περιστάσεις το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε τον κατηγορούμενο 2 ως «λευκού ποινικού μητρώου». Ο κ. Γεωργίου, όμως, έχει επιχειρήσει σύγκριση μεταξύ των δύο. Υπέβαλε ότι στο πεδίο αυτό ο εφεσείων υπερτερεί γιατί το ποινικό του μητρώο είναι ακηλίδωτο. Κρίνουμε ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου ευσταθεί. Η πτυχή αυτή έπρεπε να μετρήσει ευνοϊκά υπέρ του εφεσείοντα σε σύγκριση με τον κατηγορούμενο 2.

Ο βασικός λόγος της έφεσης στην ουσία θίγει θέμα ανισότητας στην μεταχείριση των δύο αδικοπραγούντων. Στην Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 546, έχει γίνει επισκόπηση της σχετικής νομολογίας. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Η εισήγηση για ανισότητα έχει σαν έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. Έχει νομολογηθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις επιμέτρησης της ποινής (Βλ. Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120, Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Παναγιώτου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 354). Ωστόσο, η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ο όρος ‘ίσοι ενώπιον του Νόμου’ στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρα[*35]τίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στην Koukos (πιο πάνω) λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Δ. – όπως ήταν τότε – στη σελ. 16:

‘For disparity to make an impact on appeal, the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the position of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appellant.  Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice.’

Σε μετάφραση:

‘Για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική, τέτοια που να προτείνει, παρά την μεγάλη ομοιότητα της θέσης των κατηγορουμένων, ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό τείνει να προκαλέσει αισθήματα αδικίας εκ μέρους του εφεσείοντα. Αδικαιολόγητες διαφορές στην μεταχείριση συγκατηγορουμένων τείνουν να υπονομεύσουν την πίστη προς το Νόμο και την απονομή της δικαιοσύνης.’

Στην Μπαλής (πιο πάνω) λέχθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Περαιτέρω στην ίδια απόφαση υιοθετήθηκε απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing, 2nd ed. του D.A. Thomas στη σελ. 71 στο οποίο αναφέρεται: ‘Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής.  Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης’.

Σχετικό με το θέμα που μας απασχολεί είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα ‘Sentencing References 1998’ του David Thomas, σελ. 45:

‘There is no disparity if a difference in sentence reflects a difference in the respective responsibilities of the offenders, or a difference in their ages, previous convictions, or the existence of personal mitigating factors peculiar to one of them. Where one offender has the benefit of personal mitigation which is not available to other offenders, the other offenders should not be given the benefit of that mitigation.’

Σε μετάφραση:

‘Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς. Όπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού.’»

Στην παρούσα υπόθεση υπέρ του εφεσείοντα υπήρχαν δύο στοιχεία τα οποία έχουν αναγνωρισθεί από τη νομολογία ως σημαντικοί ελαφρυντικοί παράγοντες. Αυτά ήταν η παραδοχή του και η επιστροφή των χρημάτων στον παραπονούμενο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τους λόγους οι οποίοι εξουδετερώνουν τα πιο πάνω δύο ελαφρυντικά και δικαιολογούν την επιβολή της ίδιας ποινής στον εφεσείοντα και στον κατηγορούμενο 2. Τονίζουμε συναφώς ότι η παραδοχή ενοχής πρέπει να αμείβεται με σχετική έκπτωση στην ποινή. Αυτό ενθαρρύνει τους αδικοπραγούντες να παραδέχονται ενοχή με συνέπεια να μη σπαταλάται πολύτιμος χρόνος στην εκδίκαση υποθέσεων. Αποτελεί πορεία που προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Επίσης η αποζημίωση του θύματος της εγκληματικής συμπεριφοράς λαμβάνεται υπόψη σαν στοιχείο μετάνοιας. Εξυπηρετεί τα συμφέροντα του θύματος.  Πρέπει να ενθαρρύνεται μέσα από την μείωση της ποινής.

Έχει νομολογηθεί ότι υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα οσάκις σε δύο συγκατηγορουμένους επιβάλλεται η ίδια ποινή παρά την ύπαρξη διαφοράς ως προς το βαθμό ενοχής τους ή στις προσωπικές του περιστάσεις* (Thomas Current Sentencing Practice, σελ. 10907).

[*37]Ο ευπαίδευτος συγγραφέας αναφέρεται την R. v. Quirke [1982] 4 Cr. App. R. (S) 187, στην οποία ο εφεσείων, ο οποίος ήταν καλού χαρακτήρα, παραδέχθηκε ενοχή σε δύο κατηγορίες χειρισμού κλοπιμαίας περιουσίας και ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη ακόμη δύο αδικήματα. Ο συγκατηγορούμενος του βρέθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, για διάπραξη των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή και για διάπραξη δύο άλλων αδικημάτων. Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 12 μηνών. Το Εφετείο έκρινε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε γιατί θα ήταν δίκαιο να έδιδε στον εφεσείοντα κάποια σημαντική έκπτωση για την παραδοχή του και την συνεργασία του με την Αστυνομία από την αρχή.  Η ορθή αντανάκλαση – συνέχισε το Εφετείο – της διαφοράς μεταξύ των δύο κατηγορουμένων, λόγω της παραδοχής του εφεσείοντα και της βοήθειας του προς την Αστυνομία, είναι η μείωση της ποινής του εφεσείοντα σε φυλάκιση 8 μηνών.

Στην παρούσα υπόθεση η ποινή που έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα δεν αντανακλά επαρκώς την διαφορά που υπάρχει στην περίπτωση του εφεσείοντα. Η διαφορά αυτή αποτελείται από την παραδοχή του και την επιστροφή – από τον ίδιο – του προϊόντος της δικής του εγκληματικής συμπεριφοράς και εκείνης των συγκατηγορουμένων του. Πρόσθετα υπάρχει υπέρ του εφεσείοντα και η πεπλανημένη αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές και περί μη αποκάλυψης των συνεργατών του. Υπάρχει επίσης το ακηλίδωτο παρελθόν του εφεσείοντα σε σύγκριση με εκείνο του κατηγορούμενου 2.

Όλα τα πιο πάνω τείνουν να προκαλέσουν αισθήματα αδικίας στον εφεσείοντα. Δικαιολογούν, επομένως, την επέμβαση μας με σκοπό τη μείωση της ποινής του εφεσείοντα. Η φυλάκιση των πέντε ετών η οποία έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα σε σχέση με τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου μειώνεται στα 3½ έτη και η φυλάκιση των 4 ετών η οποία έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα σε σχέση με τα αδικήματα της συγκάλυψης μειώνεται στα 3 έτη. Οι υπόλοιπες ποινές επικυρώνονται. Όλες οι ποινές να συντρέχουν.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο