(2002) 2 ΑΑΔ 48
[*48]19 Μαρτίου, 2002
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΚΡΙΝΟΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΑΒΒΑ,
3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
4. ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
5. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑ,
6. ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΛΑΘΑΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινικές Εφέσεις Αρ. 7237, 7239, 7240, 7241, 7242, 7244)
Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα για κράτηση κατηγορουμένων μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής τους από το Κακουργιοδικείο ― Διακριτική ευχέρεια ― Παράγοντες που εξετάζονται ― Βασικός παράγων είναι η μη προσέλευση των κατηγορουμένων στη δίκη ― Ο εν λόγω παράγων συνεκτιμάται με τη σοβαρότητα του αδικήματος, τη πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή ― Επίσης ο χρόνος κράτησης συνιστά μετρήσιμο παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Η κυπριακή νομολογία είναι απόλυτα ταυτισμένη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και επίσης με την αγγλική νομολογία ― Ανάγκη αιτιολογίας του διατάγματος κράτησης ― Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αυτής οι κατηγορούμενοι έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση.
Οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν κατηγορίες για συνωμοσία προς καταδολίευση, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, δεκασμό, απόσπαση χρημάτων, κατάχρηση εξουσίας και έκδοση ψευδών πιστοποιητικών από δημόσιο λειτουργό και κλεπταποδοχή κατά παράβαση άρθρων του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Επίσης για διαφθορά κατά παράβαση του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου Κεφ. 161 και για συγκάλυψη κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96) όπως τροποποιήθηκε.
Το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτηση των εφεσειόντων από τις 8.1.02 μέχρι τις 27.5.02, επειδή «ενυπάρχουν εξ αντικειμένου ου[*49]σιαστικοί λόγοι που να τον καθιστούν υπαρκτό (τον κίνδυνο μη προσέλευσης των κατηγορουμένων) σε περίπτωση που αφήνονταν ελεύθεροι με εγγύηση ....». Απέρριψε συναφώς, με αναφορά στη μαρτυρία αλλά και στο ίδιο το γεγονός της παραπομπής των εφεσειόντων σε δίκη από το Κακουργιοδικείο, την εισήγησή τους πως το «μαρτυρικό υλικό δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύλογη πιθανότητα καταδίκης».
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Υποστήριξαν ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε συμπεράσματα για ενδεχόμενη μη εμφάνισή τους, στη βάση μόνο της εξ αντικειμένου σοβαρότητας των αδικημάτων, κατά παραγνώριση της πληθώρας των άλλων στοιχείων τα οποία, συνυπολογιζόμενα, εκδήλως θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η πιθανότητα μη προσέλευσης σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων.
2. Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν θα πρέπει να απομονώνεται. Δεν αποτελεί από μόνη της κριτήριο. Συνιστά ένα παράγοντα κατά την εξέταση της πιθανότητας της προσέλευσης κατηγορουμένου στη δίκη του.
3. Η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση επί εγγυήσει.
4. Στην παρούσα υπόθεση δεν ασκήθηκε ορθά η διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου. Δεν συνυπολογίσθηκαν ιδιαιτέρως σχετικά στοιχεία. Εκεί δε που γίνεται αναφορά σε μερικά από αυτά, δεν αποτιμήθηκε ορθά η σημασία τους στο πλαίσιο του συνόλου. Γι’ αυτό και οι εφέσεις πρέπει να επιτύχουν.
5. Η κατάληξη του Εφετείου πως οι εφέσεις πρέπει να επιτύχουν, λαμβάνει ως ορθή την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ως προς την πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων στις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν. Εκδόθηκε διαταγή όπως οι εφεσείοντες αφεθούν ελεύθεροι [*50]υπό όρους, μεταξύ των οποίων, και η υπογραφή εγγύησης για ποσό £10.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Rodosthenous a.ο. v. Police (1961) C.L.R. 50,
Mavros a.ο. v. Police (1977) 2 C.L.R. 349,
Loukaides v. Police (1988) 2 C.L.R. 119,
Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373,
Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415,
Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 432,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Διονύση Μανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639,
Ψύλλας v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801,
Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,
Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444,
Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 369,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαραλάμπους (1997) 2 Α.Α.Δ. 431,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Neumeister v. Austria A8 p.39 [1968],
Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603,
[*51]Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,
Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105,
Καλαθάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 38.
Eφέσεις εναντίον Διαταγμάτων Κράτησης.
Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 10866/2001) ημερομηνίας 8/1/2002, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή τους μέχρι την ημερομηνία της δίκης τους, στις 27/5/2002.
Μ. Κυπριανού με Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7237.
Κ. Καλλής, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7239.
Ε. Ευσταθίου με Σπ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες στις Εφέσεις Αρ. 7240, 7241, 7242.
Γ. Γιάλλουρος, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 7244.
Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη Δημοκρατία.
Οι Εφεσείοντες είναι παρόντες.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Εφεσιβάλλεται η απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία διατάχθηκε η κράτηση των κατηγορουμένων – εφεσειόντων από τις 8.1.02 μέχρι τις 27.5.02, ημέρα της δίκης τους. Οι εφεσείοντες παραπέμφθησαν για δίκη από το Κακουργιοδικείο και το κατηγορητήριο που κατατέθηκε περιλαμβάνει 60 κατηγορίες, ανάλογα με το ρόλο και την ιδιότητα του κάθε κατηγορουμένου. Στον πυρήνα τους βρίσκεται η εγγραφή επ’ ονόματι δυο προσώπων τριών ακινήτων στον Άγιο Θεόδωρο Τυλληρίας και η μεταγενέστερη πώλησή τους σε εταιρεία προς £972.000. Οι κατηγορίες συνιστούν σε μεγάλο βαθμό εναλλακτικές εκφάνσεις της ίδιας κατ’ ισχυρισμόν εγκληματικής δράσης και αφορούν, όπως τις καταγράφει και το Κακουρ[*52]γιοδικείο, σε συνωμοσία προς καταδολίευση, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, δεκασμό, απόσπαση χρημάτων, κατάχρηση εξουσίας και έκδοση ψευδών πιστοποιητικών από δημόσιο λειτουργό και κλεπταποδοχή κατά παράβαση άρθρων του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154. Επίσης για διαφθορά κατά παράβαση του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου Κεφ. 161 και για συγκάλυψη κατά παράβαση του περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμου του 1996 (Ν. 61(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε). Όπως σημειώνει περαιτέρω το Κακουργιοδικείο, για τα αδικήματα που προκύπτουν από το Κεφ. 154 και εκείνο της διαφθοράς, προβλέπεται ποινή φυλάκισης μέχρι δυο και πέντε ετών και για τα αδικήματα της συγκάλυψης ποινή φυλάκισης μέχρι 14 ετών.
Η κατηγορούσα αρχή εισηγήθηκε την κράτηση των εφεσειόντων πρώτα επειδή, όπως υποστήριξε, υπήρχε πιθανότητα να επηρεάσουν μάρτυρες και να καταστρέψουν τεκμήρια. Προσάχθηκε μαρτυρία από την κατηγορούσα αρχή και το Κακουργιοδικείο δεν συμμερίστηκε αυτούς τους φόβους. Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, τους έκρινε χωρίς αντικειμενική στήριξη και αδικαιολόγητους. Αυτή η πτυχή της απόφασης δεν περιλαμβάνεται στα θέματα της έφεσης και δεν θα μας απασχολήσει.
Η δεύτερη εισήγηση της κατηγορούσας αρχής αφορούσε στην πιθανότητα να μη εμφανιστούν οι εφεσείοντες την ημέρα της δίκης τους. Η άποψή της ήταν πως ο κίνδυνος να μή εμφανιστούν οι εφεσείοντες προέκυπτε από τη σοβαρότητα των αδικημάτων που φέρονταν να έχουν διαπράξει σε συνδυασμό με την πιθανότητα καταδίκης τους και επιβολής σ’ αυτούς αυστηρής ποινής. Και το Κακουργιοδικείο, αφού καθοδηγήθηκε από τη νομολογία ως προς την εγγενή σημασία αυτών των παραγόντων, κατέληξε πως, «ενυπάρχουν εξ αντικειμένου ουσιαστικοί λόγοι που να τον καθιστούν υπαρκτό (τον κίνδυνο μή προσέλευσης των κατηγορουμένων) σε περίπτωση που αφήνονταν ελεύθεροι με εγγύηση...». Απέρριψε συναφώς, με αναφορά στη μαρτυρία αλλά και στο ίδιο το γεγονός της παραπομπής των εφεσειόντων σε δίκη από το Κακουργιοδικείο, την εισήγησή τους πως το «μαρτυρικό υλικό δεν μπορεί να οδηγήσει σε εύλογη πιθανότητα καταδίκης».
Οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι και όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, με αναφορά και στο Άρθρο 11 του Συντάγματος, ως ζήτημα γενικής αρχής πρέπει να αφήνονται ελεύθεροι. Εκτός εάν συντρέχουν ισχυροί λόγοι για το αντίθετο, όπως η πιθανότητα να μη προσέλθουν κατά τη δίκη τους. Και είναι πάγια η [*53]νομολογία μας, στην οποία οι ευπαίδευτοι συνήγοροι αναφέρθηκαν σε έκταση, πως, πράγματι, η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό προς την πιθανότητα καταδίκης και επιβολής αυστηρής ποινής αποτελούν τους βασικούς δείκτες σε σχέση με την πιθανότητα προσέλευσης των κατηγορουμένων κατά τη δίκη τους. Θα σημειώναμε εδώ τις υποθέσεις: Lefkios Christodoulou Rodosthenous and Another v. The Police (1961) C.L.R. 50, Georghios P. Mavros and Others v. The Police (1977) 2 C.L.R. 349, Loukaides v. Police (1988) 2 C.L.R. 119, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, Δαυίδ Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένος Κώστα Κυριάκου κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Νεόφυτος Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415, Νικόλας Κυριάκου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 432, Παντελής Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596, Γενικός Εισαγγελέας ν. Διονύση Mανουσαρίδη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 639, Ψύλλας v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 801, στις οποίες αυτά λειτούργησαν ως θεμελιώνοντα πιθανότητα μή προσέλευσης που δικαιολογούσε την κράτηση των κατηγορουμένων.
Είναι όμως επίσης νομολογημένο πως σε καμιά περίπτωση δεν εκτιμάται η πιθανότητα μη προσέλευσης με κατά απομόνωση αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την επιβληθησόμενη ποινή, αυτόματα δηλαδή, χωρίς συνυπολογισμό άλλων σχετικών δεδομένων. Το εγχείρημα συνίσταται όχι απλώς στην αποτίμηση γενικών ενδεχομένων από την κατ’ ισχυρισμόν διάπραξη αδικήματος ορισμένης σοβαρότητας για το οποίο μπορεί να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος αλλά στην αποτίμηση της πιθανότητας να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος.
Στη Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, ανασκοπήθηκε η νομολογία και εξηγήθηκε ακριβώς πως η πρόβλεψη σε σχέση με τα ενδεχόμενα μπορεί να έχει ως πηγή «εγγενείς ενδείξεις» που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της υπόθεσης αλλά και το ιστορικό του υποδίκου και στοιχεία από την ίδια την υπόθεση. Τα αδικήματα ήταν σοβαρά (πλαστογραφία επιταγής και άλλα), ο κατηγορούμενος βαρυνόταν και με παλαιότερη προηγούμενη καταδίκη αλλά το διάταγμα κράτησης παραμερίστηκε και κατά το ισοζύγιο που αναδείκνυαν τα περιστατικά κρίθηκε πως ο κατηγορούμενος θα έπρεπε να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους. Αυτό, ενόψει δυο καίριων, όπως αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της περίπτωσης εκείνης, σφαλμάτων. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Νικολάου Δ.:
[*54]«Στην προκείμενη περίπτωση διακρίνουμε στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου δύο καίρια σφάλματα. Πρώτο, δε συνεκτίμησε το ότι ο εφεσείων, έχοντας αφεθεί από το παραπέμπον δικαστήριο ελεύθερος με όρους, εμφανίστηκε στο Κακουργιοδικείο για να δικαστεί. Στη Χαραλάμπους (ανωτέρω) το Εφετείο δέχθηκε την άποψη ότι η συμμόρφωση υπόδικου με τους όρους που είχαν τεθεί προηγουμένως για εξασφάλιση της προσέλευσής του, αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην πρόβλεψη ως προς μελλοντική προσέλευση και συνεκτιμάται στο πλαίσιο των όσων είναι διαθέσιμα κατά τη νέα εξέταση η οποία βέβαια γίνεται εξ υπαρχής. Αυτή η άποψη βρήκε απήχηση και στη Βασιλείου (ανωτέρω).
Δεύτερο, το Κακουργιοδικείο δε φαίνεται να κατηύθυνε την προσοχή του στην χρονική έκταση της κράτησης ώστε να τη σταθμίσει έναντι του βαθμού της πρόβλεψης (α) περί κινδύνου μη προσέλευσης ακόμα και αν η πρόβλεψη δεν έπασχε από την παράλειψη συνεκτίμησης σχετικού παράγοντα στον οποία αναφερθήκαμε και (β) περί διάπραξης, στο ενδιάμεσο, άλλων αδικημάτων. Αυτά τα σφάλματα αποτελούν λόγο για παρέμβαση του Εφετείου. Γιατί είναι, ως θέμα αρχής, ασυμβίβαστα με τη δυνατότητα ορθής άσκησης της διακριτικής εξουσίας για την κράτηση υπόδικου.»
Στην υπόθεση Νεόφυτος Χριστοφόρου (ανωτέρω) που αφορούσε σε συνομωσία και αδικήματα σχετικά με ναρκωτικά επικυρώθηκε η κράτηση αλλά είναι σχετικό το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Νικολαΐδης Δ.:
«Η σοβαρότητα του αδικήματος δεν θα πρέπει να απομονώνεται. Δεν αποτελεί από μόνη της κριτήριο. Συνιστά ένα παράγοντα κατά την εξέταση της πιθανότητας της προσέλευσης κατηγορουμένου στη δίκη του».
Στην υπόθεση Δαυίδ Θεοδωρίδης (ανωτέρω) η οποία αφορούσε σε συνομωσία και απόπειρα ένοπλης ληστείας, στην απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Πικής Π. εξηγήθηκε πως
«η σοβαρότητα του αδικήματος αποτελεί σημαίνοντα παράγοντα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπό την αίρεση πάντα της προσέγγισης ότι η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση επί εγγυήσει».
Και κατά την επικύρωση της κράτησης κρίθηκε πως δικαιο[*55]λογημένα λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας το σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι τη δίκη.
Στη Θεόδουλος Συνέση Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444, που αφορούσε μεταφορά πυροβόλων όπλων, επισημάνθηκε από τον Αρτεμίδη Δ. πως
«Οι περιστάσεις υπό τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα διαδραματίζουν επίσης ρόλο για να κριθεί το στοιχείο της πιθανότητας μη προσέλευσης στη δίκη».
Στη Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 369, που αφορούσε ληστεία και βιασμό, παρά την προηγούμενη συμμόρφωση των κατηγορουμένων στους όρους της απόλυσής τους από το παραπέμψαν Δικαστήριο, επικυρώθηκε η κράτηση αφού όμως, όπως προκύπτει, δεν έγινε δεκτό πως το Κακουργιοδικείο είχε ενεργήσει με την αντίληψη πως σε περιπτώσεις διάπραξης σοβαρών αδικημάτων ακολουθεί νομοτελειακά η κράτηση. Το Κακουργιοδικείο, όπως διαπιστώθηκε, είχε συνυπολογίσει όλα τα δεδομένα.
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαραλάμπους (1997) 2 Α.Α.Δ. 431, παραμερίστηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου και διατάχθηκε η κράτηση του κατηγορουμένου. Οι κατηγορίες αφορούσαν σε απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες και απειλή βιαιοπραγίας και ο εφεσείων δεν είχε παρουσιαστεί κατά την πρώτη δικάσιμο με αποτέλεσμα την έκδοση εντάλματος σύλληψής του.
Στην Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, έγινε εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία με παραπομπή και σε εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Καλλής Δ. είναι ιδιαιτέρως σχετικό και σε σχέση με τον κίνδυνο διαφυγής (danger of flight).
«Σύγκριση της κυπριακής νομολογίας με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκαλύπτει ότι οι δύο νομολογίες είναι απόλυτα ταυτισμένες. Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Law of the European Convention on Human Rights» των D.J. Harris, M.D. Boyle και C. Warbrick, σελ. 139:
"It is well established that a person must be released pending trial [*56]unless the state can show that there are ‘relevant and sufficient’ reasons to justify his continued detention. The Court has identified four grounds upon which the refusal of bail may be justified: the danger of flight, interference with the course of justice, the prevention of crime and the preservation of public order.
DANGER OF FLIGHT
Most cases have concerned the danger of flight. The general test the Court applies when assessing the refusal of bail on this ground is found in the Stogmuller case, A9 p.44 [1969], where it said:
‘There must be a whole set of circumstances … which give reason to suppose that the consequences and hazards of flight will seem to him to be a lesser evil than continued imprisonment’.
Αs to the ‘circumstances’ that are relevant, clearly the severity of the sentence that the accused may expect if convicted is important."
Άλλοι σχετικοί παράγοντες είναι εκείνοι που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορουμένου, την κατοικία του, το επάγγελμά του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με τη χώρα εις την οποία διώκεται (Βλ. Νeumeister v. Austria A8 p.39 [1968]).
Ο κ. Μάτσας μας παρέπεμψε και στο σύγγραμμα Blackstone, Criminal Practice 2000 στη σελ. 1114 κ. επ., σε άλλη έκδοση του οποίου αναφέρθηκε και το Κακουργιοδικείο, σε σχέση με τη ρύθμιση του θέματος στην Αγγλία αλλά και εκεί, όπως θα δούμε, δεν είναι διαφορετική η προσέγγιση. Αναλύονται νομοθετικές ρυθμίσεις, εξηγείται πως οι παράγοντες που καθορίζονται δεν τίθενται εξαντλητικά και, μαζί με τη φύση του αδικήματος σε συνάρτηση με τον πιθανό τρόπο μεταχείρισης του κατηγορουμένου γι’ αυτό, εξειδικεύονται:
Ο χαρακτήρας, το ιστορικό, οι συναναστροφές και οι δεσμοί του κατηγορούμενου στην κοινότητα (the character, andecedents, associations and community ties of the accused). Το ιστορικό ("record") του κατηγορουμένου σε σχέση με τη συμμόρφωση του με τους όρους προηγούμενης απόλυσής του, και η δύναμη της μαρτυρίας εναντίον του. Ειδικά δε σε σχέση με τους δεσμούς του κατηγορούμενου με την κοινότητα αναφέρονται τα ακόλουθα:
[*57]«"Community ties" (referred to in subparagraph (b)) encompass matters such as how long the accused has lived at his present address, whether he is married or single, in employment or not, and whether he is buying or renting his house or merely "squatting". An accused of "no fixed abode" or living in short-term accommodation is not automatically debarred from bail, but the ease with which he could disappear to another address is a factor to be considered.»
Eίναι συναφώς σχετικές και οι παρατηρήσεις σε σχέση με το ενδεχόμενο μή προσέλευσης του κατηγορούμενου στην υπόθεση Arkadiia Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603. Mε αναφορά στο γεγονός ότι δεν είχε υποβληθεί εισήγηση και δεν διατυπώθηκαν ερωτηματικά πως δεν θα εμφανιζόταν ο αλλοδαπός κατηγορούμενος, σημειώθηκε το γεγονός ότι διέμενε σε γνωστή διεύθυνση με τους γονείς του, όπως ισχυριζόταν μετά από άδεια παραμονής. Υπό κρίση ήταν η νομιμότητα της παραμονής του στην Κύπρο και το διάταγμα κράτησης που εκλάμβανε ως δεδομένη την ενοχή του, ακυρώθηκε.
Στην Καραγιώργης και Αλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν κατηγορία για συνωμοσία και εμπρησμό. Είχαν συμμορφωθεί με τους όρους της προηγούμενης απόλυσής τους και εμφανίστηκαν στο Κακουργιοδικείο. Το Κακουργιοδικείο ανέβαλε την υπόθεση και διέταξε την κράτησή τους, με απόφαση όμως εντελώς αναιτιολόγητη όπως διαπιστώθηκε. Οπότε το διάταγμα κράτησης ακυρώθηκε και οι κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι με τους αρχικούς όρους.
Στη Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105, παρά τη συμμόρφωση του κατηγορουμένου στους όρους της αρχικής απόλυσής του, το Κακουργιοδικείο διέταξε την κράτησή του ενόψει του μεγάλου αριθμού των σοβαρών κατηγοριών για πλαστογραφία και άλλα παρεμφερή αδικήματα, που αντιμετώπιζε. Επίσης επειδή θεωρήθηκε ότι υπήρχε κίνδυνος να επηρεάσει μάρτυρες. Η κατηγορούσα αρχή δεν είχε επικαλεστεί τέτοιο κίνδυνο ούτε και είχε ζητήσει την κράτησή του. Η κράτηση παραμερίστηκε αφού ο κατηγορούμενος είχε επιστρέψει οικειοθελώς στην Κύπρο από το εξωτερικό ακριβώς για να αντιμετωπίσει τις κατηγορίες που του προσάπτονταν.
Βρίσκεται στο επίκεντρο των επιχειρημάτων των εφεσειόντων η εισήγηση πως το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε συμπεράσματα για ενδεχόμενη μη εμφάνισή τους, στη βάση μόνο της εξ [*58]αντικειμένου σοβαρότητας των αδικημάτων, κατά παραγνώριση της πληθώρας των άλλων στοιχείων τα οποία, συνυπολογιζόμενα, εκδήλως θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Σ΄αυτό το πλαίσιο έγινε αναφορά και στους χειρισμούς του ίδιου Κακουργιοδικείου σε σχέση με άλλη παρόμοιας φύσης υπόθεση κατά μερικών από τους παρόντες εφεσείοντες, στην οποία αφέθηκαν ελεύθεροι. Για να απαντήσει ο κ. Μάτσας με αναφορά σε άλλη στην οποία ένας από αυτούς κρατήθηκε. (Βλ. την υπόθεση αρ. 10303/01 και τη Μιχάλης Καλαθάς ν. Γενικού Εισαγγελέα (2002) 2 Α.Α.Δ. 38).
Δεν νομίζουμε ότι πρέπει να επεκταθούμε σε τέτοιους συσχετισμούς. Καθήκον μας είναι να εκτιμήσουμε τα δεδομένα της υπόθεσης που τίθενται ενώπιόν μας και αφού τα εξετάσαμε, καταλήξαμε πως, πράγματι, ασκήθηκε κατά τρόπο πλημμελή η διακριτική εξουσία του Κακουργιοδικείου. Δεν συνυπολογίστηκαν ιδιαιτέρως σχετικά στοιχεία. Εκεί δε που γίνεται αναφορά σε μερικά από αυτά, όπως το γεγονός της προηγούμενης εμφάνισής τους, εκδήλως δεν αποτιμήθηκε ορθά η σημασία τους στο πλαίσιο του συνόλου:
1. Ο εφεσείων Καλαθάς κρατείται από τις 26.10.01 σε σχέση με άλλη υπόθεση αλλά όλοι οι υπόλοιποι εφεσείοντες είχαν κατ’ επανάληψη εμφανιστεί στο Δικαστήριο όποτε κλήθηκαν. Συγκεκριμένα: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου στις 12.12.01 και στη συνέχεια, όταν αναβλήθηκε το ζήτημα της παραπομπής τους, στις 18.12.01. Τότε ο Επαρχιακός Δικαστής που τους παρέπεμψε έκρινε, παρά την ένσταση της κατηγορούσας αρχής, πως έπρεπε να απολυθούν υπό όρους και εμφανίστηκαν στις 8.1.02 στο Κακουργιοδικείο ενώπιον του οποίου και δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός, πως είχαν τηρήσει όλους τους όρους υπό τους οποίους είχαν απολυθεί. Σημειώνουμε συναφώς πως με διατάγματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου που εκδόθηκαν δυνάμει του Ν. 61(Ι)/96 όπως τροποποιήθηκε διατάχθηκε παγοποίηση και επιβάρυνση σοβαρών χρηματικών καταθέσεών τους συνολικού ύψους £617.869 και ακινήτων που είναι εγγεγραμμένα στο όνομά τους.
2. Ο εφεσείων Κρ. Θεοχάρους είναι ο εκλελεγμένος κοινοτάρχης Κ. Πύργου. Διαμένει μόνιμα εκεί Ριζωμένος, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε, στον τόπο του. Είναι νυμφευμένος, έχει παιδιά και εγγόνια και δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
3. Ο εφεσείων Α. Σάββα ζει μόνιμα στον Κ. Πύργο όπου ασκεί το [*59]επάγγελμα του εμπόρου καρβούνων. Δυο μήνες πριν τη σύλληψή του υπέστη εγχείρηση ανοικτής καρδιάς, είναι νυμφευμένος, έχει παιδιά και εγγόνια και δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
4. Ο εφεσείων Κ. Κωνσταντίνου είναι ιδιοκτήτης εμπορικής επιχείρησης στη Λευκωσία. Διαμένει εκεί σε μόνιμη κατοικία αλλά και στον Κ. Πύργο από όπου κατάγεται. Δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
5. Ο εφεσείων Χ. Χαραλάμπους είναι ο μόνιμος Γραμματέας του Συμβουλίου Βελτιώσεως Κ. Πύργου, όπου και κατοικεί. Είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών και δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
6. Ο εφεσείων Γ. Σάββα είναι ο μόνιμος Βοηθός Γραμματέας του Συμβουλίου Βελτιώσεως Κ. Πύργου, όπου κατοικεί, είναι νυμφευμένος και πατέρας τριών παιδιών και δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
7. Ο εφεσείων Καλαθάς είναι μόνιμος δημόσιος υπάλληλος εδώ και 22 χρόνια. Είναι νυμφευμένος και πατέρας δυο παιδιών με μόνιμη κατοικία στη Λευκωσία. Δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και πάσχει από καρκίνο για την αντιμετώπιση του οποίου υποβλήθηκε σε επανειλημμένες εγχειρήσεις και υποβάλλεται σε φυσιοθεραπεία. Σημειώνουμε επί του προκειμένου πως λανθασμένα το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα της υγείας του απλώς ως προσωπική περίσταση που θα έπρεπε να υποχωρήσει μπροστά στο δημόσιο συμφέρον που θα εξυπηρετούσε η κράτησή του. Ενώ και αυτό, όπως και τα άλλα ως προς τα προσωπικά στοιχεία, θα έπρεπε, σε πρώτο στάδιο, να συνυπολογιστούν ως ενδείξεις σχετικές με την πιθανότητα να μή εμφανιστούν.
Αναπτύχθηκαν και εξειδικευμένα επιχειρήματα σε σχέση με την πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων. Όπως ορθά τόνισε και το Κακουργιοδικείο δεν μπορεί να τίθεται τώρα ζήτημα οριστικών απαντήσεων. Η κατάληξή μας πως οι εφέσεις πρέπει να επιτύχουν, λαμβάνει ως ορθή την εκτίμηση του Κακουργιοδικείου ως προς την πιθανότητα καταδίκης των εφεσειόντων στις σοβαρές κατηγορίες που αντιμετωπίζουν.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η διαταγή για την κράτηση των εφεσειόντων παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες θα αφεθούν ελεύθεροι υπό τους ακόλουθους όρους:
[*60]1. Να υπογράψουν έκαστος εγγύηση για ποσό £10.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές που θα εγκρίνει ο Πρωτοκολλητής.
2. Να παραδώσουν στην αστυνομία τα διαβατήριά τους και οποιαδήποτε άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα έχουν.
3. Να παρουσιάζονται μια φορά την ημέρα στον πλησιέστερο στην κατοικία τους αστυνομικό σταθμό.
Οι εφέσεις επιτρέπονται. Εκδίδεται διαταγή όπως οι εφεσείοντες αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους, μεταξύ των οποίων, και η υπογραφή εγγύησης για ποσό £10.000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο