Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μάριου Χριστοδούλουκαι Άλλων (2002) 2 ΑΑΔ 67

(2002) 2 ΑΑΔ 67

[*67]22 Μαρτίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7143)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΜΑΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Eφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7144)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείων,

v.

IMPRINTA LIMITED,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7143, 7144)

 

Έφεση ― Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης ― Η έφεση είχε ως λόγο ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η μαρτυρία ― Κρίθηκε ότι τέτοιος λόγος έφεσης δεν μπορεί να προβληθεί κατά αθωωτικής απόφασης σύμφωνα με το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει με τις παρούσες εφέσεις την αθώωση των εφεσιβλήτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, σε τρεις κατηγορίες για οχληρία κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου 91/68.

[*68]Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης οι εφεσίβλητοι λειτουργούν επιχείρηση τυπογραφείου από το 1989 στο ισόγειο κτιρίου ιδιοκτησίας του γιου του παραπονουμένου. Ο παραπονούμενος είναι ηλικίας 75 ετών και διαμένει στο σπίτι που βρίσκεται πάνω από το τυπογραφείο. Είναι δε ο μόνος παραπονούμενος στην υπόθεση.  Ο τελευταίος κατήγγειλε στην αστυνομία πως προκαλείτο από τη λειτουργία του τυπογραφείου πολύς θόρυβος κατά τις ώρες ανάπαυσής του. Στην δίκη εκτός από τον παραπονούμενο, κατέθεσε και ο εξεταστής της υπόθεσης ο οποίος ανέφερε ότι λόγω της έντασης και της συχνότητας του θορύβου, αν ζούσε ο ίδιος εκεί, δεν θα μπορούσε να ξεκουραστεί κατά τις ώρες της ανάπαυσης. Προσκομίστηκε επίσης μαρτυρία από λειτουργό του τμήματος επιθεώρησης εργασίας του υπουργείου εργασίας και κοινωνικών ασφαλίσεων ο οποίος ανέφερε πως υπήρχε αρκετή διαφορά του θορύβου στο θόρυβο που δημιουργείτο όταν η μηχανή βρισκόταν σε λειτουργία από όταν σε ακινησία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, διαπιστώνοντας πως δεν ήταν ειλικρινής γιατί δόθηκε με αλλότρια ελατήρια.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την προσαχθείσα μαρτυρία, απορρίπτοντας δηλαδή αυτή του παραπονουμένου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την έφεση αποφάνθηκε ότι:

Τέτοιος λόγος έφεσης δεν μπορεί να προβληθεί κατά αθωωτικής απόφασης σύμφωνα με το Αρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155. Η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας πως οι λόγοι έφεσης εμπίπτουν στο εδάφιο 1 παρα. ΙΙΙ, ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε εσφαλμένα επί των γεγονότων της υπόθεσης δεν είναι ορθή, ενόψει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που βασίστηκαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Εφέσεις από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 2306/2000) ημερομηνίας 20/6/2001, με την οποία ο εφεσίβλητος στην Έφεση Αρ. 7143, φυσικό πρόσωπο, και η εφεσίβλητη στην Έφεση Αρ. 7144, εγγεγραμμένη οικογενειακή του εταιρεία πε[*69]ριορισμένης ευθύνης, αθωώθηκαν από τις τρεις κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζαν για οχληρία κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3 του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου 91/68.

Π. Ευθυβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Ηλιάδης για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος στην έφεση 7143 είναι φυσικό πρόσωπο, ενώ στην 7144 η εγγεγραμμένη οικογενειακή του εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Με τις εφέσεις, που καταχωρίστηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα, προσβάλλεται η αθώωση των εφεσιβλήτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, όπου αντιμετώπιζαν  τρεις κατηγορίες για οχληρία κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 του περί Διασφάλισης και Προστασίας της Κοινής Ησυχίας Νόμου 91/68. Οι κατηγορίες ήταν παρόμοιες και αφορούσαν στο ίδιο αδίκημα που διαπράχθηκε σε ισάριθμες διαφορετικές ημερομηνίες, δηλαδή στις 9, 12 και 14 Ιουλίου 1999.

Οι εφεσίβλητοι λειτουργούν επιχείρηση τυπογραφείου από το 1989  σε υποστατικό, που είναι στο ισόγειο κτιρίου ιδιοκτησίας του γιου του παραπονούμενου στην υπόθεση. Ο τελευταίος κατήγγειλε στην αστυνομία πως προκαλείτο από τη λειτουργία του εργαστηρίου πολύς θόρυβος κατά τις ώρες ανάπαυσης, σε βαθμό που παρεμπόδιζε την ησυχία του.  Στη δίκη, εκτός από τον παραπονούμενο κατέθεσε και ο λοχίας της αστυνομίας - εξεταστής της υπέθεσης, ο οποίος επισκέφθηκε επιτόπου το υποστατικό των εφεσιβλήτων, και μάλιστα την ώρα που λειτουργούσε το μηχάνημα από το οποίο δημιουργείτο ο θόρυβος. Περιέγραψε το είδος, την ένταση και τη συχνότητα του  θορύβου, προσθέτοντας πως αν ζούσε ο ίδιος εκεί δεν θα μπορούσε να ξεκουραστεί κατά τις ώρες της ανάπαυσης. Προσκομίστηκε επίσης μαρτυρία από λειτουργό του τμήματος επιθεώρησης εργασίας του υπουργείου εργασίας και κοινωνικών ασφαλίσεων, ο οποίος μέτρησε με ειδικό μηχάνημα το επίπεδο θορύβου που εκπεμπόταν από την επίδικη κοπτική μηχανή για να αναφέρει πως υπήρχε αρκετή διαφορά του θορύβου στο θόρυβο που δημιουργείτο όταν η μηχανή βρισκόταν σε λειτουργία από όταν σε ακινησία.

[*70]Ο πρωτόδικος δικαστής απέρριψε τη μαρτυρία του παραπονούμενου, διαπιστώνοντας πως δεν ήταν ειλικρινής γιατί δόθηκε με αλλότρια ελατήρια. Συγκεκριμένα, τα παράπονα του για το θόρυβο άρχισαν περί τα τέλη του 95 ή τις αρχές του 96 ενώ, όπως είπαμε προηγουμένως, το τυπογραφείο εργαζόταν από το 1989. Και σ’ αυτό υπήρχε πάντοτε η επίδικη κοπτική μηχανή. Ο παραπονούμενος, έκρινε το Δικαστήριο, επεδίωκε την έξωση των εφεσιβλήτων με την πρόφαση πως χρειαζόταν το υποστατικό ο γιος του, ενώ διαζευκτικά ζητούσε αύξηση του ενοικίου από £230 σε £1000 μηνιαίως. Πρόταση η οποία απορρίφθηκε από τους εφεσίβλητους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τη νομική πτυχή της υπόθεσης, κάνοντας βέβαια  ιδιαίτερη αναφορά στο άρθρο 3 του Νόμου και τη σχετική νομολογία, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως δεν είχε πεισθεί ότι ο θόρυβος ήταν υπερβολικός ή περιττός ή ουσιώδης, σε βαθμό που να παρεμποδίζει την ησυχία των κατοίκων της περιοχής. Να σημειώσουμε εδώ πως μόνος παραπονούμενος στην υπόθεση ήταν ο 75χρόνος ένοικος του σπιτιού που βρίσκεται πάνω από το τυπογραφείο, πατέρας του ιδιοκτήτη της οικοδομής.

Και οι 5 λόγοι έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα, όπως είναι διατυπωμένοι, καλύπτονται από το μανδύα μιας ουσιαστικά εισήγησης, ότι δηλαδή το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την προσαχθείσα μαρτυρία, απορρίπτοντας δηλαδή αυτή του παραπονούμενου. Τέτοιος λόγος έφεσης δεν μπορεί να προβληθεί κατά αθωωτικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 137 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155. Η εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας πως οι λόγοι έφεσης εμπίπτουν στο εδάφιο 1 παρα.ΙΙΙ, ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε εσφαλμένα επί των γεγονότων της υπόθεσης δεν είναι ορθή, ενόψει των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που βασίστηκαν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο