Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 97

(2002) 2 ΑΑΔ 97

[*97]11 Απριλίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7177)

 

Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση υπόθεσης κατά διαταγή Εφετείου ― Ο περί Δικαστηρίων Νόμος του 1960 (Ν. 14/60) Άρθρο 25(3) και ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 145(1)(δ) ― Πότε και ποιοι παράγοντες λαμβάνονται υπόψη για να διαταχθεί επανεκδίκαση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 και 30.3(β)(γ) του Συντάγματος ― Παραβίαση του εν λόγω δικαιώματος οδηγεί σε ακύρωση της καταδίκης.

Ποινική Δικονομία ― Παραδοχή ενοχής ― Όταν τα γεγονότα που αναφέρονται στο πρωτόδικο Δικαστήριο για μετριασμό της ποινής κατηγορουμένου, ισοδυναμούν με μη παραδοχή, το Δικαστήριο οφείλει να απορρίψει την παραδοχή και να προχωρήσει στην εκδίκαση της υπόθεσης.

Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα πρόστιμο £300 και δέσμευση με εγγύηση £500 για δύο χρόνια σε κατηγορία για επίθεση που προξένησε πραγματική σωματική βλάβη, κατηγορία στην οποία ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή.  Στις κατηγορίες στις οποίες ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε που αφορούσαν (α) κατηγορία κακόβουλης ζημιάς και (β) κατηγορία κοινής επίθεσης, τον καταδίκασε σε πρόστιμο £300 και £150 αντίστοιχα.  Σε καμμιά από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις δεν είχε προηγηθεί δίκη, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσμοθετεί το Άρθρο 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση επειδή δεν υπήρξε συμμόρφωση με το νόμο και τη νομολογία με άμεσο δυ[*98]σμενή αντίκτυπο στα δικαιώματα του εφεσείοντος και επίσης για τον λόγο ότι όταν ο εφεσείων αναφέρθηκε στα ελαφρυντικά, το Δικαστήριο του επέτρεψε να προβεί σε ισχυρισμούς που ήταν κατάδηλα ασυμβίβαστοι με την παραδοχή ενοχής στην κατηγορία στην οποία είχε παραδεχθεί ενοχή.

Το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης ενόψει:

α) Της σοβαρότητας και της συχνότητας των κατηγοριών.

β) Της ύπαρξης μαρτυρίας που μπορεί να θεμελιώσει καταδίκη αν η Κατηγορούσα Αρχή πετύχει την εξουδετέρωση του στοιχείου της άμυνας.

γ)  Η υπόθεση δεν ήταν χρονοβόρα ή πολύπλοκη που απαιτεί χρόνο και μεγάλη δαπάνη για να διεκπεραιωθεί.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Alan Abraham 57 Cr. App. Rep. 799,

Demosthenous v. Police (1985) 2 C.L.R. 1,

Δεσπότη ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 1731/2001) ημερομηνίας 20/6/2001, με την οποία καταδικάστηκε σε κατηγορίες για (1) επίθεση που προξένησε πραγματική σωματική βλάβη στον Γεώργιο Αντωνίου από την Αγλαντζιά (2) πρόκληση κακόβουλης ζημιάς στο αυτοκίνητο το ιδίου προσώπου· και (3) κοινή επίθεση κατά της Χρύσως Αντωνίου, συζύγου του προμνησθέντος και του επέβαλε πρόστιμο £300 στην πρώτη κατηγορία , και τον δέσμευσε με εγγύηση £500 για δύο χρόνια, ενώ στην κατη[*99]γορία κακόβουλης ζημιάς τον καταδίκασε σε πρόστιμο £300 και £150 για την κοινή επίθεση χωρίς και στις τρεις περιπτώσεις να προηγηθεί δίκη, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσμοποιεί το Άρθρο 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Ι. Αβρααμίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατηγορήθηκε μπροστά σε δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας για: (1) επίθεση που προξένησε πραγματική σωματική βλάβη στον Γεώργιο Αντωνίου από την Αγλαντζιά· (2) πρόκληση κακόβουλης ζημίας στο αυτοκίνητο του ιδίου προσώπου· και (3) κοινή επίθεση κατά της Χρύσως Αντωνίου, συζύγου του προμνησθέντος. Παραδέχθηκε ενοχή στην 1η κατηγορία. Αρνήθηκε όμως τις υπόλοιπες.

Δεν έγινε η δίκη την ημερομηνία που ορίστηκε. Κιαυτό γιατί ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για νομική αρωγή. Ο ίδιος δικαστής ανέβαλε σε άλλη ημερομηνία την εξέταση του θέματος για να δοθεί η ευχέρεια στο Γραφείο Ευημερίας να ετοιμάσει σχετική έκθεση για την οικονομική κατάσταση του εφεσείοντα. Τελικά το αίτημα απορρίφθηκε. Δόθηκε νέα δικάσιμος για την ακρόαση των κατηγοριών (2) και (3) και επιβολή ποινής στην κατηγορία (1), που δημιουργεί το άρθρ. 243 του Ποινικού Κώδικα.

Κατά τον κρίσιμο χρόνο, της υπόθεσης επιλήφθηκε άλλος δικαστής (ο πρωτόδικος δικαστής). Ο εφεσείων παρέστη χωρίς συνήγορο. Ο πρωτόδικος δικαστής άκουσε και τα γεγονότα, για σκοπούς επιβολής ποινής, που αφορούν τις κατηγορίες 2 και 3.  Ακολούθησε τη διαδικασία αυτή παρόλο που ο εφεσείων δεν τις παραδέχθηκε. Παρατηρούμε εδώ πως ο πρωτόδικος δικαστής θα μπορούσε εύκολα και με ένα πρόχειρο βλέμμα στο πρακτικό να εξακριβώσει την απάντηση του εφεσείοντα σε κάθε κατηγορία.

Δεν ήταν μόνο η αβλεψία του αυτή. Όταν ο δικαστής έδωσε το λόγο στον εφεσείοντα, για να αναφερθεί στα ελαφρυντικά, ο τελευταίος προέβη σε ισχυρισμούς που ήταν κατάδηλα ασυμβίβαστοι με την παραδοχή ενοχής στην 1η κατηγορία. Πρόβαλε αυτοάμυνα, [*100]θεώρησε, δηλαδή, τις ενέργειες του ως απαραίτητες για να υπερασπισθεί τον εαυτό του από επίθεση του παραπονουμένου.

Θα μπορούσε εδώ να υπογραμμισθεί ότι η άμυνα δεν αποτελεί, με την αυστηρή έννοια του όρου, υπεράσπιση. Όμως στην υπόθεση Alan Abraham, 57 Cr. App. Rep. 799, το Δικαστήριο εξήγησε πως τέτοιοι ισχυρισμοί δεν συνιστούν:

"...... defences in respect of which any onus rests upon the accused, but are matters which the prosecution must disprove as an essential part of their case before a verdict of Guilty is justified."

Σε μετάφραση:

".... υπερασπίσεις σε σχέση με τους οποίους (ισχυρισμούς) ο κατηγορούμενος φέρει οποιοδήποτε βάρος απόδειξης, αλλά είναι θέματα που η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αναιρέσει για να δικαιολογείται η ετυμηγορία ενοχής."

Για να είναι πλήρης η εικόνα, όπως αποτυπώνεται στο πρακτικό, πρέπει να λεχθεί ότι ο πρωτόδικος δικαστής έψεξε δριμύτατα τον εφεσείοντα επειδή επέμεινε πως βρισκόταν σε κατάσταση άμυνας αντί, όπως ο δικαστής στην ουσία τού είπε, να μεταμεληθεί για τις παράνομες πράξεις του. Άνκαι ο τελευταίος αναγνώρισε τη φύση του ισχυρισμού που πρόβαλε ο εφεσείων, τού επέβαλε πρόστιμο £300 στην πρώτη κατηγορία, και τον δέσμευσε με εγγύηση £500 για δύο χρόνια, ενώ στην κατηγορία κακόβουλης ζημίας τον καταδίκασε σε πρόστιμο £300 και £150 για την κοινή επίθεση. Χωρίς και στις τρεις περιπτώσεις  να προηγηθεί δίκη, σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσμοποιεί το άρθρ. 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι παραπάνω χειρισμοί της υπόθεσης από τον πρωτόδικο δικαστή έπληξαν θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα ως κατηγορουμένου, τα οποία κατοχυρώνει το άρθρ. 12.5 και το άρθρ. 30(2), (3)(β) και (γ) του Συντάγματος. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικαίως, συμφώνησε σε τούτο και δεν υποστήριξε την καταδίκη και τις παραπάνω ποινές.

Διαπιστώνουμε ότι πράγματι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το νόμο και τη νομολογία με άμεσο δυσμενή αντίκτυπο στα δικαιώματα του κατηγορουμένου, που προστατεύει το Σύνταγμα.  Ουσιαστικά στερήθηκε του δικαιώματος της δίκης και των δικαιω[*101]μάτων που είναι συνυφασμένα με αυτή.

Αναφορικά με την υποχρέωση ενός Δικαστηρίου να διεξάγει δίκη σε κάθε περίπτωση που οι ισχυρισμοί, που προβάλλει κατηγορούμενος ή ο δικηγόρος του στην αγόρευση του για μετριασμό της ποινής, έρχονται σε σύγκρουση με την παραδοχή ενοχής, αξίζει να παραθέσουμε την Demosthenous v. Police (1985) 2 C.L.R. 1:

"Held that if at any stage of the address in mitigation reference is made to facts inconsistent with the plea of the accused the proper course for the trial Court to follow, is to draw counsel’s attention to the inconsistency and if counsel insists on the accuracy of such facts, then the Court should not accept the plea of guilty and should enter instead a plea of not guilty and proceed to hear the case; that it was the duty of the trial Judge to clarify the position before proceeding to impose sentence; and that, therefore, the conviction and sentence must be quashed and a retrial before another Judge be ordered."

Kαι η μετάφραση:

"....... αποφασίστηκε ότι αν σε οποιοδήποτε στάδιο της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής γίνεται αναφορά σε γεγονότα που έρχονται σε αντίθεση με την παραδοχή του κατηγορουμένου η σωστή διαδικασία για το δικαστήριο, είναι να επισύρει την προσοχή του δικηγόρου (εδώ του εφεσείοντα) στην αντίθεση και αν ο συνήγορος επιμένει στην ακρίβεια τέτοιων γεγονότων τότε το δικαστήριο δεν πρέπει να δεχθεί την παραδοχή αλλά θα θεωρήσει ότι δεν έγινε παραδοχή και θα προχωρήσει να ακούσει την υπόθεση. ότι ήταν καθήκον του εκδικάσαντος δικαστή να αποσαφηνήσει την κατάσταση προτού προχωρήσει σε επιβολή ποινής. και ότι, επομένως, η καταδίκη και ποινή πρέπει να ακυρωθούν και να διαταχθεί επανεκδίκαση ενώπιον άλλου δικαστή."

Ο εφεσείων εδώ δεν έθεσε μπροστά στον πρωτόδικο δικαστή απλώς μία πιο ευνοϊκή γιαυτόν εκδοχή των γεγονότων, η οποία βρίσκεται όμως μέσα στις παραμέτρους της παραδοχής. Το ζήτημα που έθιξε μόνο ύστερα από πλήρη ακροαματική διαδικασία θα μπορούσε να διαγνωσθεί. Λόγω της παράλειψης αυτής, αλλά και της πλάνης του πρωτόδικου δικαστή να θεωρήσει ότι ο εφεσείων παραδέχτηκε κατηγορίες τις οποίες είχε αρνηθεί, ακυρώνουμε την καταδίκη και την ποινή και στις 3 κατηγορίες.

Παραμένει το θέμα της επανεκδίκασης στο οποίο υπήρξαν διϊστά[*102]μενες απόψεις και εισηγήσεις. Η κα Ταλαρίδου μας παρέπεμψε στην απόφαση Δεσπότη ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287, και υποστήριξε ότι η κρινόμενη είναι κατάλληλη περίπτωση για να διατάξουμε επανεκδίκαση. Ο κ. Αβρααμίδης εξέφρασε, αφού αναφέρθηκε στη νομολογία, αντίθετη άποψη. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι: αυτό δεν πρέπει να συμβεί διότι ο εφεσείων έχει ήδη δικασθεί και καταδικασθεί, υπέστη από την εμπειρία του ψυχική και σωματική ταλαιπωρία (έμεινε ένα βράδυ στα κρατητήρια), οι προσαφθείσες κατηγορίες δεν είναι τόσο σοβαρές, και διέρρευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία που, κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορίας, διαπράχθηκαν τα αδικήματα, δηλαδή, το Σεπτέμβριο του 2000. Άλλα σχετικά στοιχεία με το θέμα είναι ότι το κατηγορητήριο κατατέθηκε στις 25/1/01 και του επιβλήθηκε ποινή στις 21/8/01.

Η εξουσία Δικαστηρίου να διατάζει επανακρόαση ξεπηγάζει από νομοθετικές διατάξεις: βλ. άρθρ. 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 και το άρθρ 145(1)(δ) του Κεφ. 155.  Ασκείται δε με τα εχέγγυα της δικαστικής κρίσης. Αναζητήθηκαν από τη νομολογία, όπως και σε άλλους τομείς του δικαίου, οι ισορροπίες μεταξύ αντίθετων σκοπών και αντίθετων αρχών. Απέληξαν δε σε εξισορρόπηση του συμφέροντος του κατηγορουμένου και εκείνου της κοινωνίας στην αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Τα κριτήρια δεν καθορίστηκαν εξαντλητικά. Έχουν ωστόσο προσδιορισθεί από τη νομολογία οι κύριοι παράγοντες, που συνήθως διαμορφώνουν τη γνώμη του δικαστηρίου.

Στη Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, στις σελ. 100-101, κρίθηκε ότι:

"(2) Where a conviction is quashed by reason of a faulty direction the case for a new trial is strong, if the evidence before the Court could, on a proper direction, ground a conviction, and is not of such a nature as to justify the application of the proviso. The seriousness of the offence, the prevalence of the offence, its complexity, the time that elapsed and the expense involved are some of the factors to which the Court should have regard in deciding whether to order a retrial."

Kαι σε μετάφραση:

"Όπου ακυρώνεται η καταδίκη λόγω λανθασμένης καθοδήγησης υπάρχει ισχυρή υπόθεση για επανεκδίκαση, αν η μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου θα μπορούσε, με την κατάλληλη καθοδήγηση, να θεμελιώσει καταδίκη, και δεν είναι τέτοιας φύσε[*103]ως ώστε να δικαιολογεί την εφαρμογή της επιφύλαξης. Η σοβαρότητα των αδικημάτων, η συχνότητα τους, η πολυπλοκότητα, ο χρόνος που διέρρευσε και η δαπάνη που συνεπάγεται είναι μερικοί από τους παράγοντες που το Δικαστήριο θα λάβει υπόψη για να αποφασίσει αν θα διατάξει επανεκδίκαση."

Στην Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, τονίστηκε ότι η επανεκδίκαση δεν έχει σκοπό να δώσει στην Κατηγορούσα Αρχή μια δεύτερη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση της.  Οι άλλες αποφάσεις που αναφέρθηκαν ουσιαστικά επαναλαμβάνουν τα ίδια κριτήρια. Και δείχνουν πως αυτά εφαρμόστηκαν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Βλ. επίσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, 150.

Δε συμμεριζόμαστε την άποψη ότι οι κατηγορίες δεν έχουν το στοιχείο της σοβαρότητας. Πρόκειται μάλιστα για αδικήματα που συμβαίνουν με ανησυχητική συχνότητα. Ο ίδιος ο εφεσείων φαίνεται να δέχθηκε στην απολογία του ότι προέβη στις ενέργειες που του καταλογίζονται και αποτελούν το αντικείμενο του κατηγορητηρίου. Άρα υπάρχει μαρτυρία που μπορεί να θεμελιώσει καταδίκη αν η Κατηγορούσα Αρχή πετύχει την εξουδετέρωση του στοιχείου της άμυνας. Θα μπορούσε ακόμη να λεχθεί ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε χρονοβόρα ή πολύπλοκη υπόθεση που απαιτεί χρόνο και μεγάλη δαπάνη για να διεκπεραιωθεί.

Ως προς την πάροδο του χρόνου, έχοντας κατά νουν τα διάφορα χρονικά σημεία καθώς και τα διαβήματα του ίδιου του εφεσείοντα, έχουμε τη γνώμη ότι δεν είναι παράγων, όπως και η παραμονή για μια νύκτα στο κρατητήριο, που μπορούν να υπερακοντίσουν το συμφέρον του δημοσίου στη διεξαγωγή της δίκης. Το ίδιο θα μπορούσε να λεχθεί και για την κάποια ταλαιπωρία του εφεσείοντα, που είναι συνυφασμένη πάντοτε με τις ποινικές διαδικασίες. Τέλος, και θα θέλαμε να επιμείνουμε σε αυτό, εδώ δεν έγινε καν δίκη, με την έννοια της ακροαματικής διαδικασίας, που ακολουθείται, σύμφωνα με το άρθρ. 74 του Κεφ.155, σε περιπτώσεις μη παραδοχής ενοχής.

Δικαιολογείται, υπό τις συνθήκες που εξηγήσαμε, η επανεκδίκαση της υπόθεσης, που θα γίνει από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Εκδίδεται επομένως διαταγή επανεκδίκασης.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο