Βασιλείου Αντώνης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104

(2002) 2 ΑΑΔ 104

[*104]19 Απριλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6937)

 

Ποινή ― Πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Εφεσείων, κατόπιν σχεδίου, πλαστογράφησε πληρεξούσιο έγγραφο και χρησιμοποιώντας το, κατάφερε να αποξενώσει σημαντική ακίνητη περιουσία και να αποκομίσει μεγάλο χρηματικό ποσό ― Μία προηγούμενη καταδίκη για κλοπή στην οποία λήφθηκαν υπόψη 41 άλλες παρόμοιες υποθέσεις ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 10 ετών ― Μειώθηκαν κατ’ έφεση σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών λόγω μη απόδοσης της δέουσας βαρύτητας (α) στον παράγοντα του ρόλου τρίτων προσώπων στη διάπραξη του αδικήματος και (β) στον παράγοντα καθυστέρησης μεταξύ του χρόνου διάπραξης του αδικήματος και επιβολής ποινής.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ανάμειξη και άλλων προσώπων στη διάπραξη αδικήματος, άσχετα με το κατά πόσο ήταν αδύνατη η διώξή τους ― Συνιστά ισχυρό μετριαστικό παράγοντα.

Απόδειξη ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων ― Υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για κλήση μάρτυρα προκύπτει μόνο εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι αξιόπιστος, έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσει είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μεγάλη πάροδος χρονικού διαστήματος μεταξύ του χρόνου διάπραξης του αδικήματος και του χρόνου τιμωρίας.

Εκδίκαση δικαστικής υπόθεσης ― Παράλειψη Δικαστηρίου να σχολιάσει τα επιχειρήματα της υπεράσπισης ― Δεν επηρεάζει την [*105]εγκυρότητα της εκκαλούμενης απόφασης.

Δικαστική απόφαση ― Προσέγγιση Εφετείου σε αποφάσεις ποινικών Δικαστηρίων ― Το Εφετείο δεν τις εξετάζει μικροσκοπικά ― Τις εξετάζει στο σύνολό τους.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Η μη δίωξη τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής ― Μόνο όπου οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.

Μαρτυρία ― Προηγούμενες καταδίκες και μαρτυρία σε σχέση με τον χαρακτήρα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να μη αντεξεταστεί ― Διέπεται από το Άρθρο 1 (e)(f) της Αγγλικής Criminal Evidence Act, 1898, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του Άρθρου 3 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Οσάκις όμως ο κατηγορούμενος καταστήσει τον καλό του χαρακτήρα επίδικο θέμα, το Άρθρο 1(1)(f) επιτρέπει τέτοια αντεξέταση ― Έννοια του όρου “καλός χαρακτήρας” στην αγγλική νομολογία ― Εκτενής αναφορά στην σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των ευρημάτων και διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στις οποίες κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή της.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Το κατά πόσο η δίκη δεν είναι δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ― Ισχυρισμός για μη δίκαιη δίκη δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο ― Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς (actually prejudiced).

Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Η γνώση, ως συστατικό στοιχείο αδικήματος, αποδεικνύεται με περιστατική μαρτυρία.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

1. Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371, 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (η κατηγορία 1).

[*106]2.       Πλαστογραφία πληρεξουσίου εγγράφου κατά παράβαση των Αρθρων 331, 333(δ)(i)(iv), 336 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2 και 3).

3. Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Αρθρων 331, 336, 339 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 4 και 6).

4. Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Αρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 5, 7, 8 και 9).

5. Εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Αρθρων 305 και 20 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 10).

Σύμφωνα με την ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων οργάνωσε και εξετέλεσε στη βάση σχεδίου που ετοίμασε ο ίδιος την πλαστογραφία γενικού πληρεξουσίου εγγράφου, με πληρεξουσιοδότη μια άγνωστη γυναίκα, η οποία παρουσιάστηκε ως η ιδιοκτήτρια οικίας στην οδό Κλήμεντος στη Λευκωσία και χρησιμοποιώντας το εν λόγω πληρεξούσιο προέβη στην πώληση της οικίας. Η οικία στην πραγματικότητα ανήκε στη Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου (η παραπονούμενη) η οποία βρισκόταν στο Λονδίνο. Αποτέλεσμα της ενέργειάς του αυτής ήταν να εισπράξει και να επωφεληθεί του ποσού των £100.000 που ήταν το προϊόν της πώλησης της εν λόγω οικίας πρώτα προς την εταιρεία Bellapais Abbey (Estates) Ltd και μετά στην εταιρεία Allocay Holdings Ltd.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ενόρκως ότι δεν γνώριζε ότι το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο, και που παρουσιάστηκε ως η ιδιοκτήτρια της οικίας, δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια. Το πρόσωπο εκείνο πήρε όλα τα χρήματα που εισέπραξε ο εφεσείων από την πώληση εκτός από το ποσό των £10.000 που κράτησε ο ίδιος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιόν του από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν στην μεγαλύτερη τους έκταση αδιαμφισβήτητα «τόσο γιατί με δηλώσεις της υπεράσπισης μέρος τους έγινε δεκτό ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και γιατί ένα άλλο μέρος κατατέθηκε από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής χωρίς αυτοί να αντεξεταστούν και επί πλέον δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να τ’ αντικρούει».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής τους οποίους, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα, έκρινε αξιόπιστους.

Αναφορικά με τη νομική πτυχή της υπόθεσης το Δικαστήριο σημείωσε πως η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εξαρτάτο από το κατά πόσο έχει επιτύχει να αποδείξει ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα που του υπόγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο και την οποία [*107]αντιπροσώπευε δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια αλλά κάποιο πρόσωπο το οποίο πλαστά παρίστανε την πραγματική ιδιοκτήτρια.

Το Δικαστήριο αφού ασχολήθηκε με τις αρχές της περιστατικής μαρτυρίας, με την οποία αποδεικνύεται η ύπαρξη γνώσης, κατέληξε στη διαπίστωση ότι υπήρχε περιστατική μαρτυρία η οποία οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα η οποία υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια.  Το Δικαστήριο κατέληξε στα ακόλουθα τελικά συμπεράσματα:

1.     Ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα που υπόγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο τεκμ. 2 δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια.

2.     Η πλαστογραφημένη υπογραφή τέθηκε από την άγνωστη γυναίκα. Για να γίνει όμως αυτό η συμμετοχή του εφεσείοντα ήταν θετική και συνεχής σε όλες τις φάσεις πριν και κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου.

3.     Ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι το πληρεξούσιο ήταν πλαστό το χρησιμοποίησε ώστε να επιτύχει την υπογραφή του συμβολαίου με την εταιρεία που αγόρασε την οικία, παρουσιάζοντας το σαν γνήσιο.

4.     Ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό και ενώ γνώριζε ότι δεν εδικαιούτο στην πληρωμή του κτήματος και στην είσπραξη οποιουδήποτε ποσού σαν τίμημα πώλησης απέσπασε δόλια από το διευθυντή της εταιρείας Bellapais Abbey (Estates) Ltd αρχικά ποσό £8.000 στις 27.10.95 και αργότερα στις 1.11.95 ποσό £5.000 και την ίδια μέρα ποσό £12.000.

5.     Ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι το εν λόγω πληρεξούσιο ήταν πλαστό το κατέθεσε την 1.11.95 στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας και στη συνέχεια μεταξύ 31.10.95 και 29.11.95 διά του πληρεξουσίου αυτού προχώρησε στη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος στο όνομα της εταιρείας Allocay Holdings Ltd. Ο εφεσείων παρουσιάζοντας ψευδώς τον εαυτό του σαν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας Δήμητρας Πέτρου Χριστοδούλου είχε στις 16.11.95 πωλήσει το κτήμα αφού προηγουμένως ακυρώθηκε με δική του και πάλιν υπογραφή το προηγούμενο συμβόλαιο με την εταιρεία Bellapais Abbey (Estates) Ltd, και είσπραξε από τον διευθυντή της νέας αγοράστριας εταιρείας το ποσό των £75.000.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, 2 ετών στη κάθε μια από τις δύο κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, 3 ετών στην τρίτη κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και ενός έτους στην κατηγορία της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις.

[*108]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του.  Εφεσίβαλε επίσης και την ποινή φυλάκισης των 10 ετών ως έκδηλα υπερβολική.

Στην έφεση κατά της καταδίκης διατυπώθηκαν λόγοι σε σχέση με:

1. Ενδιάμεσες αποφάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις οποίες είχε επιτραπεί αντεξέταση του εφεσείοντος σε σχέση με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του για κλοπές.

2. Την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντος.

3. Την απόρριψη της εξήγησης του εφεσείοντος ως μιας λογικής δυνατότητας.

4. Την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να κατηγορήσει ή να καλέσει σαν μάρτυρες δύο πρόσωπα τα οποία ήταν συναυτουργοί.

5. Την αντεξέταση του εφεσείοντος επί του περιεχομένου εγγράφου (τεκ. 58) το οποίο είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο μόνο για τον περιορισμένο σκοπό της υπογραφής του εφεσείοντος στη θέση μάρτυρα και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου του.

6. Την καταστρατήγηση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και των αρχών της δίκαιης δίκης επειδή το πρωτόδικο Δικαστήριο «υπέβαλε σε έντονο ύφος στον εφεσείοντα να αναφέρει το όνομα μάρτυρα υπεράσπισης που θα ερχόταν να μαρτυρήσει στο Δικαστήριο επιβάλλοντας του ότι θα πρέπει να πει το όνομα του είτε το θέλει είτε όχι».

7. Την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να σχολιάσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποβάλει στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι ο μοναδικός λόγος που είχε σχέσεις με την γυναίκα που του έδωσε το πληρεξούσιο ήταν για να την ξεγελάσει και να της πάρει τα χρήματα της «πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με την κατηγορία για συνωμοσία του εφεσείοντα με την ίδια γυναίκα για την εκτέλεση των αδικημάτων».

Οι νομικές αρχές, που ανάλυσε το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεση εναντίον της καταδίκης, και οι λόγοι για τους οποίους η επιβληθείσα ποινή της δεκαετούς φυλάκισης μειώθηκε σε οκταετή ποινή φυλάκισης για το αδίκημα της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, εμφαίνονται ικανοποιητικά στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση κατά της ποινής επιτράπηκε. Οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των δέκα ετών για την πλαστογραφία και την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, μειώθηκαν σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ ετών.

[*109]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Maxwell v. D.P.P. [1935] A.C. (H.L.) 309,

Stirland v. D.P.P. [1944] A.C. (H.L.) 315,

R. v. Powell [1986] 1 All E.R. 193,

R. v. Ferguson [1909] 2 Cr. App. R. 250,

R. v. Baker [1912] 7 Cr. App. R. 252,

R. v. Coulman [1927] 20 Cr. App. R. 106,

Selvey v. D.P.P. [1968] 2 All E.R. 497,

Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 29,

Δημοκρατίας ν. Ford κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361,

Khadar a.ο. v. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 132,

Charitonos a.ο. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257,

Agathocleous v. Republic (1978) 2 C.L.R. 1,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 20443/99) με την οποία ο κατηγορούμενος, στις 25/5/2000, βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε για τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κα[*110]κουργήματος κατά παράβαση των Άρθρων 371, 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, πλαστογραφίας πληρεξουσίου εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(δ)(i) και (iv), 336 και 20 του Κεφ. 154, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 336, 339 και 20 του Κεφ. 154, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154 και εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 305 και 20 του Κεφ. 154 και του επιβλήθηκαν ποινή φυλάκισης 10 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, φυλάκιση 2 ετών στην κάθε μια από τις δύο κατηγορίες της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φυλάκιση 3 ετών στην τρίτη κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και φυλάκιση ενός έτους για την κατηγορία της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, ποινές συντρέχουσες.

Ν. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ταλαρίδου με Ρ. Βραχίμη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:

(1)       Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος κατά παράβαση των άρθρων 371, 331, 333 και 336 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (η κατηγορία 1).

(2)       Πλαστογραφία πληρεξουσίου εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 (δ) (ι) και (ιν), 336 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2 και 3).

(3)       Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των άρθρων 331, 336, 339 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 4 και 6).

(4)       Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297 και 298 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 5, 7, 8 και 9).

(5)       Εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις κατά παρά[*111]βαση των άρθρων 305 και 20 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 10).

Η επίδικη εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντα είχε σαν αποτέλεσμα την εγγραφή μιας οικίας στη Λευκωσία, η οποία ανήκε στην Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου (η παραπονούμενη), στο όνομα της εταιρείας Alocay Holdings Ltd έναντι του ποσού των £100.000, το οποίο είσπραξε και καρπώθη ο εφεσείων. Η εγγραφή πραγματοποιήθηκε με την υπογραφή πληρεξουσίου εγγράφου από κάποια γυναίκα που πλαστοπροσώπησε την παραπονούμενη. Με το πληρεξούσιο έγγραφο ο εφεσείων είχε καταστεί πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της παραπονούμενης.  Με την ιδιότητα αυτή διαπραγματεύθηκε την πώληση της οικίας την οποία και ενέγραψε στο όνομα της πιο πάνω εταιρείας.

Αρχικά ο εφεσείων είχε συμφωνήσει να πωλήσει την οικία στην εταιρεία Bellapais Abbey Estates Ltd, της οποίας διευθυντής και μέτοχος ήταν ο κτηματομεσίτης-επιχειρηματίας Ανδρέας Τσιάρτας (Μ.Κ. 15), έναντι του ποσού των £100.000. Ο Τσιάρτας πληροφόρησε τον εφεσείοντα ότι έπρεπε να έρθει η ιδιοκτήτρια για να υπογράψει το συμβόλαιο. Ο εφεσείων του ανέφερε ότι η ιδιοκτήτρια είχε έρθει στην Κύπρο αλλά λόγω ασθένειας αδυνατούσε να το πράξει. Ο Τσιάρτας του εισηγήθηκε να εξασφαλίσει από δικηγόρο ένα γενικό πληρεξούσιο και του πρότεινε τον δικηγόρο Λάμπρο Πελεκάνο. Η πιστοποίηση της υπογραφής του πληρεξουσιοδότη θα γινόταν από τον πιστοποιούντα υπάλληλο Γιώργο Αντωνίου (Μ.Κ. 5).

Σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής οι συνθήκες κατάρτισης του πληρεξουσίου εγγράφου και πώλησης της οικίας έχουν ως εξής:

Στις 26.10.95 ο εφεσείων επισκέφθηκε το γραφείο του δικηγόρου Λάμπρου Πελεκάνου (Μ.Κ.4) συνοδευόμενος από μια κυρία και ζήτησε όπως του ετοιμάσει γενικό πληρεξούσιο με πληρεξουσιοδότη την άγνωστη αυτή κυρία. Σύμφωνα με περιγραφή που έδωσε ο Μ.Κ.4 επρόκειτο για μια ευπαρουσίαστη κοπέλα καστανόξανθη γύρω στην ηλικία των 45 ετών, υψηλού αναστήματος με μακριά μαλλιά η οποία δεν είχε καμιά σχέση με την Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου (Μ.Κ.6) – την παραπονούμενη. Κατά τη διάρκεια δε της παραμονής της στο γραφείο του ήταν λιγομίλητη και αγέλαστη και φαινόταν στεναχωρημένη ενώ ο εφεσείων νευρικός. Ο Μ.Κ.4, αφού εξήγησε και στους δύο τη φύση ενός τέτοιου εγγράφου, πήρε το δελτίο ταυτότητας της κυρίας και συμπλήρωσε κάποιο έντυπο που είχε γι’ αυτούς τους σκοπούς (τεκ. 2) καταγράφοντας το όνομα της κυρίας, που ήταν Δήμητρα Πέτρου του Ανδρέα και τον αριθμό ταυ[*112]τότητας της στη θέση του πληρεξουσιοδότη και το όνομα και αριθμό ταυτότητας του εφεσείοντα στη θέση του γενικού πληρεξούσιου. Σε κάποιο στάδιο αργότερα ήλθε στο γραφείο του ο Γιώργος Αντωνίου (Μ.Κ.5) πιστοποιών υπάλληλος. Εκεί αυτός αφού υπέβαλε κάποιες ερωτήσεις στην κυρία αναφορικά με το σκοπό που επιθυμούσε την ετοιμασία γενικού πληρεξουσίου εγγράφου έλεγξε το δελτίο ταυτότητας της και αφού ικανοποιήθηκε ότι αφορούσε το πρόσωπο της πιστοποίησε την υπογραφή που αυτή είχε θέσει στη δεύτερη σελίδα του τεκμ. 2 τοποθετώντας τη σφραγίδα του και συμπληρώνοντας το όνομα και τον αριθμό ταυτότητας της στην ίδια σελίδα. Σημειώνεται ότι στις ερωτήσεις που υπέβαλλε προς την άγνωστη κυρία τις απαντήσεις τις λάμβανε από τον εφεσείοντα.

Την επόμενη μέρα, 27.10.95, ο εφεσείων επισκέφθηκε τον Αντωνίου στο γραφείο του και του ζήτησε όπως προσθέσει το όνομα Χριστοδούλου στην πιστοποίηση που είχε κάμει προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι θα έκαμναν κάποια μεταβίβαση και στον σχετικό τίτλο ιδιοκτησίας το όνομα της ιδιοκτήτριας συμπεριλάμβανε και το Χριστοδούλου. Ο Αντωνίου το έκαμε θεωρώντας ότι αυτό δε διαφοροποιούσε την εκτελεσθείσα πιστοποίηση εφόσον παρέμεναν σ’ αυτή αναλλοίωτα τα στοιχεία της ταυτότητας του πληρεξουσιοδότη.

Την ίδια μέρα, δηλαδή στις 27.10.95, ο εφεσείων επισκέφθηκε τον Τσιάρτα έχοντας μαζί του το γενικό πληρεξούσιο (τεκ. 2).  Στη συνάντηση εκείνη συνομολογήθηκε συμφωνία πώλησης της οικίας έναντι ποσού £100.000 μεταξύ του εφεσείοντα ως γενικού πληρεξούσιου της Δήμητρας Χριστοδούλου για την πλευρά του πωλητή και της εταιρείας Bellapais Abbey (Estates) Ltd για την πλευρά του αγοραστή. Έναντι του πιο πάνω ποσού ο Τσιάρτας κατέβαλε ποσό £25.000. Το υπόλοιπο θα καταβάλλετο μέχρι την 15.11.95 ταυτόχρονα με την μεταβίβαση της οικίας. Για την αποπληρωμή του υπόλοιπου του τιμήματος πώλησης υπεβλήθη αίτηση δανείου στη ΣΠΕ Καϊμακλίου για ποσό £90.000, τεκ. 48, η οποία εν τέλει δεν παρουσιάστηκε για σκοπούς έγκρισης λόγω του χρονικού διαστήματος που χρειαζόταν να παρέλθει για το σκοπό αυτό. Εν όψει αυτής της εξέλιξης η πλευρά των αγοραστών ζήτησε από τον εφεσείοντα παράταση τριών μηνών γι’  αποπληρωμή την οποία ο εφεσείων απέρριψε. Απέρριψε επίσης πρόταση για παραχώρηση τραπεζικής εγγύησης και επέμενε στην εκπλήρωση της συμφωνίας πώλησης ή στην εξεύρεση τρίτου που θα ενδιαφερόταν να το αγοράσει διαφορετικά έλεγε στον Τσιάρτα ότι θα έχανε το ποσό της προκαταβολής. Ο Τσιάρτας ευρισκόμενος σ’ αυτή τη θέση έκαμε προσπάθειες για την εξεύρεση άλλου ενδιαφερόμενου αγοραστή και ενεργώντας στα [*113]πλαίσια αυτά προσέγγισε τον Παναγιώτη Αποστόλου (Μ.Κ. 22) ο οποίος επέδειξε ενδιαφέρον για την αγορά της οικίας εκ μέρους της εταιρείας του Allocay Holdings Ltd. Κατόπιν διαπραγματεύσεων που έγιναν μεταξύ των δύο πλευρών συμφωνήθηκε στις 15.11.95 όπως η εταιρεία Bellapais Abbey (Estate) Ltd ακυρώσει το πωλητήριο έγγραφο που είχε συνομολογήσει με την ιδιοκτήτρια του ακινήτου μέσω του γενικού της πληρεξουσίου, τεκ. 3, και να γίνει μεταβίβαση της οικίας στο Κτηματολόγιο απευθείας από το γενικό πληρεξούσιο της ιδιοκτήτριας στην εταιρεία Allocay Holdings Ltd. Όσον αφορά το τίμημα πώλησης αυτό συμφωνήθηκε στις £100.000 και η εταιρεία Allocay Holdings Ltd θα κατέβαλλε στον γενικό πληρεξούσιο της ιδιοκτήτριας το ποσό των £75.000 ενώ το ποσό των £25.000 που είχε καταβληθεί στον εφεσείοντα από την εταιρεία Bellapais Abbey (Estate) Ltd, με βάση τη συμφωνία τεκ. 3, θα καταβάλλετο στην εταιρεία αυτή σε διάστημα ενός ή ενάμισυ μηνός από την εταιρεία Allocay Holdings Ltd. Πράγματι η εταιρεία Bellapais Abbey (Estate) Ltd προέβη στην ακύρωση της συμφωνίας με βάση σχετικό ακυρωτικό έγγραφο, τεκ. 31, το οποίο υπεγράφη και από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές στις 15.11.96. Και αυτό το έγγραφο υπογράφηκε από τον εφεσείοντα.

Στις 16.11.95 υπεβλήθη στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων Λευκωσίας Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας για σκοπούς καθορισμού του πληρωτέου φόρου κεφαλαιουχικών κερδών σε σχέση με την πώληση της οικίας προς την εταιρεία Allocay Holdings Ltd για το ποσό των £100.000 (τεκ. 6).  Την ίδια μέρα καταβλήθηκε από τον εφεσείοντα με επιταγή στο τμήμα Εσωτερικών Προσόδων ποσό £5104,90 σεντ που αντιπροσώπευε το ποσό του φόρου κεφαλαιουχικών κερδών που καθορίστηκε με βάση την εν λόγω Δήλωση. Την ίδια και πάλι μέρα κατατέθηκε στον Κλάδο Δηλώσεων του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας δήλωση μεταβίβασης ακινήτου με αντικείμενο την επίδικη οικία συνοδευόμενη με τα αναγκαία για το σκοπό έγγραφα.

Ο Παναγιώτης Αποστόλου κατέβαλε στις 16.11.95 εκ μέρους της εταιρείας Allocay Holdings Ltd προς το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας το καθορισθέν μεταβιβαστικό τέλος για το κτήμα έναντι σχετικής απόδειξης (τεκμ. 15). Η Δήλωση Μεταβίβασης Ακινήτου κατ’ ακολουθία των πιο πάνω έγινε αποδεκτή από τον αρμόδιο λειτουργό του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας την ημέρα που είχε κατατεθεί. Την ίδια πάντοτε μέρα ο Παναγιώτης Αποστόλου παρέδωσε στον εφεσείοντα την τραπεζική επιταγή με αριθμό 93459 για το ποσό των £75.000 (τεκμ. 5), η οποία είχε εκδοθεί από το υποκατάστημα της Τράπε[*114]ζας Κύπρου στη Φανερωμένη, επ’ ονόματι του εφεσείοντα κατόπιν οδηγιών του Αποστόλου.

Στις 27.11.95 η οικία ενεγράφη στο όνομα της εταιρείας Allocay Holdings Ltd. Την ίδια μέρα το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας εξέδωσε νέο πιστοποιητικό εγγραφής του κτήματος στο όνομα της εταιρείας Allocay Holdings Ltd (Τεκμ. 17).

Ο Παναγιώτης Αποστόλου κατέβαλε στον Α. Τσιάρτα το ποσό των £25.000 εντός του Ιανουαρίου 1996.

Ο εφεσείων κατέθεσε το ποσό των £75.000, που είχε εισπράξει από τον Αποστόλου, σε δικό του τρεχούμενο λογαριασμό όψεως στην Τράπεζα Κύπρου στις 16.11.95. Τις αμέσως επόμενες 4-5 μέρες με επιταγές που φέρουν την υπογραφή του εφεσείοντα εισπράχθηκε ένα μεγάλο μέρος του πιο πάνω ποσού.

Η εκδοχή του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ενόρκως ότι δεν γνώριζε ότι το πρόσωπο που υπέγραψε το πληρεξούσιο, και που παρουσιάστηκε ως η ιδιοκτήτρια της οικίας, δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια. Το πρόσωπο εκείνο πήρε όλα τα χρήματα που είσπραξε ο εφεσείων από την πώληση εκτός από το ποσό των £10.000 που κράτησε ο ίδιος.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του από την Κατηγορούσα Αρχή ήταν στην μεγαλύτερη τους έκταση αδιαμφισβήτητα «τόσο γιατί με δηλώσεις της υπεράσπισης μέρος τους έγινε δεκτό ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και γιατί ένα άλλο μέρος κατατέθηκε από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής χωρίς αυτοί να αντεξεταστούν και επί πλέον δεν προσκομίστηκε μαρτυρία που να τ’ αντικρούει».

Σε σχέση με τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε: Αφού τους άκουσε να καταθέτουν καθώς και τον εφεσείοντα οι μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής στην ολότητα τους ήταν αξιόπιστοι μάρτυρες. Έλεγαν την αλήθεια στο Δικαστήριο και η μαρτυρία τους σε κάθε της λεπτομέρεια έγινε δεκτή. Σημείωσε επίσης ότι  ήταν σαφείς και  συνεπείς στις θέσεις τους. Για τον εφεσείοντα ανέφερε ότι δεν έκαμε καθόλου καλή εντύπωση. Ήταν αντιφατικός και ήταν έντονη η προσπάθεια του να ξεφύγει ψευδόμενος όταν από την αντεξέταση τα γεγονότα [*115]οδηγούσαν σε άλλο συμπέρασμα από την εκδοχή που αυτός είχε δώσει αρχικά. Το Δικαστήριο προχώρησε και έδωσε παραδείγματα της στρεψόδικης – όπως τη χαρακτήρισε – συμπεριφοράς του.

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη νομική πτυχή της υπόθεσης και προέβη σε μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της.  Σημείωσε ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εξαρτάται βασικά από ένα πράγμα.  Κατά πόσο έχει επιτύχει ν’  αποδείξει ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα που του υπόγραψε πληρεξούσιο έγγραφο και την οποία αντιπροσώπευσε δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια ότι δεν ήταν δηλαδή η Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου η οποία κατέθεσε σαν μάρτυρας στο Δικαστήριο αλλά κάποιο πρόσωπο το οποίο πλαστά παρίστανε την πραγματική Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου. Σημείωσε, επίσης, τα εξής:  «Ο Κατηγορούμενος στην πραγματικότητα δέχεται την πλαστογραφία. Λέγει  όμως ότι υπήρξε και αυτός θύμα πλάνης και απάτης. Είναι αυτό που η Κατηγορούσα Αρχή έχει το βάρος να ανταποδείξει. Οποτεδήποτε συστατικό στοιχείο ενός αδικήματος είναι η γνώση, η απόδειξη του καθίσταται πολλές φορές δύσκολη. Εκτός και αν ο δράστης παραδέχεται τη γνώση, πράγμα που συνήθως δεν γίνεται όπως και στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι εύκολο εγχείρημα κάποιος να μπει στο μυαλό του κατηγορούμενου για να διαπιστώσει τη σκέψη του την ώρα τέλεσης ενός αδικήματος. Η γνώση σε τέτοιες περιπτώσεις αποδεικνύεται με περιστατική μαρτυρία. Θα πρέπει να υπάρχουν τέτοια άλλα πρωτογενή γεγονότα αποδεκτά από το Δικαστήριο τα οποία να οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ύπαρξης γνώσης και ενοχής του κατηγορουμένου».

Αφού ασχολήθηκε με τις αρχές που διέπουν το θέμα της περιστατικής μαρτυρίας όπως αυτές έχουν εκτεθεί στις υποθέσεις Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 119, 120, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε με τη διαπίστωση ότι υπάρχει περιστατική μαρτυρία η οποία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα την οποία συνόδευε όταν πήγε στο γραφείο του δικηγόρου Πελεκάνου και η οποία υπόγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια.

Παραθέτουμε μερικά από τα στοιχεία που οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο σ’ αυτό το συμπέρασμα:

«(1)  Ο κατηγορούμενος είχε τον τίτλο της οικίας, αλλά δεν είχε το κλειδί. Του έγινε λόγος γι’ αυτό από το Τσιάρτα αλλά δεν έδωσε καμιά λογική εξήγηση. Ούτε στο Δικαστήριο [*116]έδωσε καμιά λογική εξήγηση. Αν η γυναίκα που συνόδευε ήταν η πραγματική τι πιο απλό να κρατούσε το κλειδί και να μη έβλεπε με τους ενδιαφερόμενους την οικία απ’  έξω.

(2)   Η μοναδική περίπτωση που η υποτιθέμενη για τον κατηγορούμενο Δήμητρα εμφανίστηκε σε τρίτους, ήταν στους Πελεκάνο και Αντωνίου. Αν ήταν η πραγματική Δήμητρα δεν υπήρχε λόγος να ήταν στεναχωρημένη και λιγομίλητη. Αλλά ας υποθέσουμε ότι ήταν έτσι γιατί η ίδια εξαπατούσε και τον κατηγορούμενο. Γιατί τότε ο κατηγορούμενος είχε όλη την πρωτοβουλία των κινήσεων στο γραφείο του Πελεκάνου και απαντούσε αυτός τις ερωτήσεις που της εγίνοντο αντί της ιδίας. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι δεν ήταν η πραγματική και απαντούσε για λογαριασμό της. Ο Αντωνίου μάλιστα ρητά είπε ότι ο κατηγορούμενος έδειξε ότι αυτός γνώριζε τι ήθελε.

(3)   Ο κατηγορούμενος μετά τη μεταβίβαση προσπάθησε μέσω του Τσιάρτα και Λεβέντη να περάσει το μήνυμα στον Αποστόλου να καθυστερήσει την κατεδάφιση για 8-10 μέρες γιατί δήθεν θα μετακινούσε τα πράγματα από την πωληθείσα κατοικία όταν όμως, όπως ο ίδιος δέχθηκε στον Τσιάρτα, δεν είχε κλειδί. Αυτή η κίνηση του κατηγορουμένου δείχνει την προσπάθεια του να μη αποκαλυφθεί η πώληση του σπιτιού η οποία θ’ απεκαλύπτετο άμεσα με την κατεδάφιση ώστε να μη γίνει γνωστό στην πραγματική ιδιοκτήτρια ώστε να έχει το χρόνο να φύγει από την Κύπρο όπως και έκαμε.

(4)   Η παραδοχή του κατηγορουμένου προς τον Τσιάρτα ότι η ιδιοκτήτρια ήταν ηλικιωμένη και ζούσε στην Αγγλία είναι σημαντικό στοιχείο για τη γνώση του κατηγορούμενου σε σχέση με την πραγματική Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου.  Αυτό δείχνει ότι ο κατηγορούμενος είχε πληροφορίες έστω και αν δεν την είχε γνωρίσει προσωπικά ότι η ιδιοκτήτρια ήταν ηλικιωμένη. Η ίδια είπε είναι 73 ετών και αυτό δείχνει και η ταυτότητά της. Έχουμε δει τη Δήμητρα Πέτρου Χριστοδούλου και είναι όντως ηλικιωμένη. Δεν έχει καμιά σχέση με το πρόσωπο που ο κατηγορούμενος παρουσίασε σαν Δήμητρα. Κατά τον κατηγορούμενο αυτή ήταν 55 χρονών και κατά τους Πελεκάνο και Αντωνίου 45 χρονών. Καμιά περιγραφή από αυτές δεν μπορεί να είναι αυτή ηλικιωμένης γυναίκας. Δεν μπορεί εξάλλου παρά να προσεχθεί το γεγονός ότι δύο άνθρωποι που είδαν την πλαστή Δήμητρα δίδουν σαν ηλικία της τα 45 ενώ ο κατηγορούμενος δίδει τα 55 χρόνια. Αυτό δεν είναι άσχετο με όσα ήδη είπε στον Τσιάρτα για την ηλικία της [*117]ιδιοκτήτριας. Για μια γυναίκα στα 55 μπορείς να κάμεις κάποιο επιχείρημα όσο δύσκολο και να είναι, ότι δηλαδή είναι κάποιας ηλικίας, αλλά δεν μπορείς να πεις το ίδιο για μια γυναίκα των 45 χρόνων. Είναι και αυτό ένα άλλο δείγμα της ένοχης συμπεριφοράς του κατηγορουμένου.

(5)   Ο κατηγορούμενος έδειξε να βιάζεται σε μεγάλο βαθμό ώστε να γίνει η πώληση και μεταβίβαση το συντομότερο. Δεν περίμενε τους Τσιάρτα και Λεβέντη να τακτοποιηθούν με δάνειο για να τον πληρώσουν και αργότερα όταν βρέθηκε ο νέος αγοραστής ήθελε η μεταβίβαση να γίνει χωρίς χρονοτριβή και η είσπραξη της τιμής πώλησης να γίνει άμεσα. Ενώ το συμβόλαιο που ετοίμασε ο δικηγόρος Αμπίζας πρόβλεπε αρχικά πληρωμή και μεταβίβαση στις 30.11.95, ο κατηγορούμενος επέμενε όπως αυτά γίνουν την επόμενη της υπογραφής του συμβολαίου δηλαδή στις 16.11.95. Την ίδια επιμονή και βιασύνη έδειξε με τους νέους αγοραστές δηλαδή την εταιρεία του Αποστόλου. Προς τι όμως η βιασύνη. Αν όπως ισχυρίζεται τελικός προορισμός των χρημάτων ήταν η πραγματική όπως νόμιζε ιδιοκτήτρια δεν υπήρχε λόγος ο ίδιος να βιάζεται. Θα μπορούσαν τα χρήματα να τεθούν σε λογαριασμό στο όνομα της ιδιοκτήτριας και αυτή ν’ αποσύρει σταδιακά όποτε ήθελε. Ο ίδιος δεν θα είχε να κάμει τίποτε με τα χρήματα αφού μετά τη μεταβίβαση θα τα κατάθετε στο όνομα της ιδιοκτήτριας και αυτή θα χειριζόταν το λογαριασμό όπως ήθελε όταν βρισκόταν στην Κύπρο.

(6) Ο κατηγορούμενος μέσα σε τέσσερις-πέντε μέρες απέσυρε χρήματα σε μετρητά από διαφορετικά καταστήματα της Τράπεζας Κύπρου επιστρατεύοντας μάλιστα και άλλα πρόσωπα για να τα δίδει όπως ισχυρίστηκε σταδιακά στην ιδιοκτήτρια.  Αν όμως είχε ενώπιόν του όπως πίστευε την πραγματική ιδιοκτήτρια προς τι όλη αυτή η ιστορία των ύποπτων αποσύρσεων σε μετρητά. Αφού τελικώς η ιδιοκτήτρια όπως αυτός ισχυρίζεται ήταν στην Κύπρο τη μέρα που έλαβε την επιταγή των £75.000 γιατί δεν της την παράδωσε αφού θα την είχε οπισθογραφήσει.»

Εκτός από τα πιο πάνω στοιχεία το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και κάποια ψέματα που ο εφεσείων προώθησε και που αποδείχθηκαν με ανεξάρτητη μαρτυρία καθώς και άλλα ψέματα «που προσθέτουν στον κρίκο της αλυσίδας εναντίον του κατηγορουμένου».

[*118]Τελικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:

(1)       Ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα που υπόγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο τεκμ. 2 δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια.  Είχε συμφωνήσει με την άγνωστη αυτή γυναίκα σε χρόνο που προηγήθηκε αμέσως πριν την υπογραφή του τεκμ. 2 ή την ίδια μέρα της υπογραφής του δηλαδή στις 26.10.95 όπως η άγνωστη γυναίκα υπογράψει το πληρεξούσιο έγγραφο σαν ιδιοκτήτρια της οικίας στην οδό Κλήμεντος αρ. 38 στη Λευκωσία αντί της πραγματικής ιδιοκτήτριας χωρίς η τελευταία να γνωρίζει κάτι τέτοιο και χωρίς να έχει δώσει τη συγκατάθεση της.

(2)       Η πλαστογραφημένη υπογραφή τέθηκε από την άγνωστη γυναίκα. Για να γίνει όμως αυτό η συμμετοχή του εφεσείοντα ήταν θετική και συνεχής σε όλες τις φάσεις πριν και κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου. Ήταν ο εφεσείων που έκαμε όλες τις διευθετήσεις για να συμπληρωθεί το πληρεξούσιο από τον πιστοποιούντα υπάλληλο. Ο εφεσείων ήταν παρών κατά την υπογραφή του πληρεξουσίου από την άγνωστη  γυναίκα και ήταν αυτός που έδιδε στο δικηγόρο αλλά και στον πιστοποιούντα υπάλληλο τις απαντήσεις όταν χρειάζονταν πληροφορίες για τη συμπλήρωση και πιστοποίηση του εγγράφου. Ήταν ο εφεσείων που ζήτησε από τον Αντωνίου την προσθήκη του ονόματος «Χριστοδούλου» στην πιστοποίηση που ο Αντωνίου είχε κάμει την προηγούμενη μέρα.

(3)       Ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό το χρησιμοποίησε στις 27.10.95 ώστε να επιτύχει την υπογραφή του συμβολαίου (τεκμ. 3) με την εταιρεία της οποίας ο Τσιάρτας ήταν μέτοχος και διευθυντής παρουσιάζοντας το προς τον Τσιάρτα σαν γνήσιο.

(4)       Ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν πλαστό και ενώ γνώριζε ότι δεν εδικαιούτο στην πληρωμή του κτήματος και στην είσπραξη οποιουδήποτε ποσού σαν τίμημα πώλησης απέσπασε δόλια από το Τσιάρτα, διευθυντή της εταιρείας Bellapais Abbey (Estate) Ltd αρχικά ποσό £8.000 στις 27.10.95 και αργότερα στις 1.11.95 ποσό £5.000 και την ίδια μέρα ποσό £12.000.

(5)       Ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι το εν λόγω πληρεξούσιο ήταν πλαστό το κατέθεσε την 1.11.95 στο Κτηματολόγιο Λευκωσίας [*119]και στη συνέχεια μεταξύ 31.10.95 και 29.11.95 δια του πληρεξουσίου αυτού προχώρησε στη μεταβίβαση και εγγραφή του κτήματος με αριθμό εγγραφής 673, Φ/Σ ΧΧΙ/543.ΙΙ, τεμάχιο 224, συνοικία Αγ. Αντώνιος στην οδό Κλήμεντος αρ. 38 στο όνομα της εταιρείας Allocay Holdings Ltd. Ο εφεσείων παρουσιάζοντας ψευδώς τον εαυτό του σαν πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της ιδιοκτήτριας Δήμητρας Πέτρου Χριστοδούλου είχε στις 16.11.95 πωλήσει το κτήμα αφού προηγουμένως ακυρώθηκε με δική του και πάλιν υπογραφή το προηγούμενο συμβόλαιο με την εταιρεία του Τσιάρτα, και είσπραξε από τον διευθυντή της νέας αγοράστριας εταιρείας το ποσό των £75.000.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω συμπερασμάτων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατηγορούσα αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία της κάθε μιας από τις κατηγορίες που ο εφεσείων αντιμετώπιζε με τη βεβαιότητα που χρειάζεται σε ποινική υπόθεση και τον βρήκε ένοχο σε όλες τις κατηγορίες.

Η έφεση.

(Α) Η έφεση κατά της καταδίκης.

Έχουν διατυπωθεί λόγοι έφεσης σε σχέση με:

(1)    Ενδιάμεσες αποφάσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου με τις οποίες είχε επιτραπεί αντεξέταση του εφεσείοντα σχετιζόμενη με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του για κλοπές (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3)

(2)    Την αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα (λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7).

(3)    Την απόρριψη της εξήγησης του εφεσείοντα ως μιας λογικής δυνατότητας (λόγος έφεσης 8).

(4)    Την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να κατηγορήσει ή να καλέσει σαν μάρτυρες δύο πρόσωπα – τον Κανάρη και τον Ευθυμίου – τα οποία ήταν συναυτουργοί (λόγοι έφεσης 9 και 10).

(5)    Την αντεξέταση του εφεσείοντα επί του περιεχομένου εγγράφου (τεκ. 58) το οποίο είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο μόνο για τον περιορισμένο σκοπό της υπογραφής του εφεσείοντα στη θέση μάρτυρα και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου του (λόγοι έφεσης 11 και 12).

[*120](6)     Την καταστρατήγηση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και των αρχών της δίκαιης δίκης επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο «υπέβαλε σε έντονο ύφος στον εφεσείοντα να αναφέρει το όνομα μάρτυρα υπεράσπισης που θα ερχόταν να μαρτυρήσει στο Δικαστήριο επιβάλλοντας του ότι θα πρέπει να πεί το όνομα του είτε το θέλει είτε όχι» (λόγος έφεσης 13).

(7)    Την παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να σχολιάσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποβάλει στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι ο μοναδικός λόγος που είχε σχέσεις με την γυναίκα που του έδωσε το πληρεξούσιο ήταν για να την ξεγελάσει και να της πάρει τα χρήματα της «πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με την κατηγορία για συνωμοσία του εφεσείοντα με την ίδια γυναίκα για την εκτέλεση των αδικημάτων» (λόγος έφεσης 14).

1.  Η αντεξέταση του εφεσείοντα σε σχέση με το χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του (λόγοι έφεσης 1, 2 και 3).

Ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της υπεράσπισης κατά την αντεξέταση του εφεσείοντα από την Κατηγορούσα Αρχή και επέτρεψε ερωτήσεις σχετιζόμενες με το ποιόν του χαρακτήρα του εφεσείοντα και τις προηγούμενες καταδίκες του για κλοπές και συναφή αδικήματα, εφόσον ο εφεσείων δεν είχε φέρει μαρτυρία είτε ο ίδιος είτε με άλλους μάρτυρες για τον καλό του χαρακτήρα και δεν είχε επομένως καταστήσει το θέμα επίδικο. Εσφαλμένα – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη μαρτυρία που αφορούσε καταδίκες του εφεσείοντα για κλοπές και εσφαλμένα και αυθαίρετα την αξιολόγησε και έκρινε τον εφεσείοντα σαν αναξιόπιστο μάρτυρα. Το γεγονός – κατέληξε ο κ. Κληρίδης – ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε να τεθεί ενώπιον του η πιο πάνω μαρτυρία επηρέασε την δίκαιη διεξαγωγή της δίκης «εφόσον εδημιούργησε δυσμενή προκατάληψη στο μυαλό του Δικαστηρίου σε βάρος του εφεσείοντα πράγμα που επιμόλυνε την ετυμηγορία του Δικαστηρίου εν σχέσει με όλες τις πτυχές της υπόθεσης που εξέτασε».

Το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου να μην αντεξετασθεί σε σχέση με τον χαρακτήρα του και τις προηγούμενες καταδίκες του διέπεται από το άρθρο 1 (e) (f) της Αγγλικής Criminal Evidence Act, 1898, η οποία τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο δυνάμει του άρθρου 3 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το σχετικό μέρος του άρθρου 1 (e) (f) έχει ως εξής:

[*121]"Every person charged with an offence … shall be a competent witness for the defence at every stage of the proceedings … Provided as follows: … (e) A person charged and being a witness in pursuance of this Act may be asked any question in cross-examination notwithstanding that it would tend to criminate him as to the offence charged: (f) A person charged and called as a witness in pursuance of this Act shall not be asked, and if asked shall not be required to answer, any question tending to show that he has committed or been convicted of or been charged, with any offence other than that wherewith he is then charged, or is of bad character, unless – (i) the proof that he has committed or been convicted of such other offence is admissible evidence to show that he is guilty of the offence wherewith he is then charged; or (ii) he has personally or by his advocate asked questions of the witnesses for the prosecution with a view to establish his own good character, or has given evidence of his good character, or the nature or conduct of the defence is such as to involve imputations on the character of the prosecutor or the witnesses for the prosecution; or (iii) he has given evidence against any other person charged with the same offence …".

Σε μετάφραση:

«Κάθε πρόσωπο που κατηγορείται  για διάπραξη αδικήματος .... θα είναι ικανός μάρτυρας για την υπεράσπιση σε όλα τα στάδια της διαδικασίας ... Νοείται ότι:  ... (e) Σε πρόσωπο που κατηγορείται και καταθέτει ως μάρτυρας δυνάμει αυτού το Νόμου μπορεί να υποβληθεί οποιαδήποτε ερώτηση στην αντεξέταση άσχετα αν τείνει να το ενοχοποιήσει για το αδίκημα που κατηγορείται: (f) Σε πρόσωπο που κατηγορείται και καλείται ως μάρτυρας δυνάμει του Νόμου τούτου δεν θα υποβληθεί, και αν υποβληθεί δεν θα υπάρξει υποχρέωση να απαντηθεί, οποιαδήποτε ερώτηση που τείνει να δείξει ότι τούτο έχει διαπράξει ή ότι έχει καταδικασθεί ή έχει κατηγορηθεί για ένα αδίκημα άλλο από εκείνο για το οποίο κατηγορείται ή ότι είναι κακού χαρακτήρα εκτός αν (ι)  η απόδειξη ότι έχει διαπράξει ή ότι έχει καταδικασθεί για τη διάπραξη τέτοιου άλλου αδικήματος είναι για να δείξει ότι είναι ένοχος για το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται· ή (ιι)  έχει ο ίδιος ή μέσω του δικηγόρου υποβάλει ερωτήσεις στους μάρτυρες κατηγορίας με σκοπό να αποδείξει το δικό του καλό χαρακτήρα ή έχει καταθέσει για το δικό του καλό χαρακτήρα, ή η φύση και ο τρόπος προβολής της υπεράσπισης του είναι τέτοια που ν’ αφηνει υπονοούμενα για το χαρακτήρα του κατήγορου ή των μαρτύρων της Κατηγορούσας [*122]Αρχής ή (ιιι) έχει καταθέσει ως μάρτυρας εναντίον άλλου προσώπου που κατηγορείται για το ίδιο αδίκημα ...».

Το εδάφιο (f) του άρθρου 1 έχει ερμηνευθεί σε σειρά υποθέσεων από την Αγγλική Νομολογία. Στην Maxwell v. D.P.P. [1935] A.C. (H.L.) 309, ο Λόρδος Sankey υποδεικνύει (βλ. σελ. 317) ότι σκοπός της σχετικής πρόνοιας ήταν να μη καταστεί ο κατηγορούμενος ένας συνηθισμένος μάρτυρας. Αν αυτό επιτρεπόταν ο κατηγορούμενος θα αντεξεταζόταν επί των προηγούμενων καταδικών του με αποτέλεσμα την σπάνια αθώωση ενός αδικοπραγήσαντος. Μια τέτοια πορεία – συνεχίζει ο Λόρδος Sankey - θα παραβίαζε μια από τις πλέον θεμελιώδεις αρχές του Ποινικού Δικαίου η οποία όπως έχει διατυπωθεί στην Makin v. Attorney-General of New South Wales [1894] A.C. 57, 65, έχει ως εξής:

"It is undoubtedly not competent for the prosecution to adduce evidence tending to show that the accused has been guilty of criminal acts other than those covered by the indictment for the purpose of leading to the conclusion that the accused is a person likely from his criminal conduct or character to have committed the offence of which he is being tried."  

Σε μετάφραση:

«Χωρίς αμφιβολία δεν είναι ορθό για την Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάζει μαρτυρία που να τείνει να δείξει ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος εγκληματικών πράξεων άλλων από εκείνες που καλύπτονται από το κατηγορητήριο με σκοπό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είναι πρόσωπο το οποίο λόγω της εγκληματικής συμπεριφοράς του ή του χαρακτήρα του πιθανόν να διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται.»

Ο Λόρδος Sankey συνεχίζει ως εξής στη σελ. 319:

"…. if the prisoner by himself or his witnesses seeks to give evidence of his own good character, for the purpose of showing that it is unlikely that he committed the offence charged, he raises by way of defence an issue as to his good character, so that he may fairly be cross-examined on that issue, just as any witness called by him to prove his good character may be cross-examined to show the contrary."

[*123]Σε μετάφραση:

«... αν ο κατηγορούμενος από μόνος του ή τους μάρτυρες του επιδιώξει να καταθέσει για το δικό του καλό χαρακτήρα, με σκοπό να δείξει ότι είναι απίθανο να διέπραξε το επίδικο αδίκημα, εγείρει με τη μορφή υπεράσπισης επίδικο θέμα ως προς τον καλό χαρακτήρα του, έτσι ώστε να μπορεί να αντεξεταστεί με ακριβοδίκαιο τρόπο επί του επίδικου εκείνου θέματος, με τον ίδιο τρόπο που θα αντεξεταζόταν οποιοσδήποτε μάρτυρας που είχε καλέσει για να αποδείξει τον καλό χαρακτήρα του για να καταδειχθεί το αντίθετο.»

Η ερμηνεία του πιο πάνω άρθρου 1(1) (f) εξετάστηκε και στην Stirland v. D.P.P. [1944] A.C. (H.L.) 315, 323:

"I should agree with the learned judge that, if an accused person, in the witness box makes a statement of fact which the prosecution does not accept, he is liable to be cross-examined on the statement with a view to showing that it is not true, and this applies to a statement as to the accused’s past record where he puts his character in issue just as much as to a statement on any other matter. But this is all subject, as explained below, to the judge’s discretion to disallow any question which in the circumstances he thinks to be unfair."

Σε μετάφραση:

«Θα συμφωνούσα με τον ευπαίδευτο Δικαστή ότι, αν ένας κατηγορούμενος, στο εδώλιο του μάρτυρα, προβαίνει σε δήλωση σε σχέση με ένα γεγονός το οποίο δεν γίνεται αποδεκτό από την Κατηγορούσα Αρχή, υπόκειται σε αντεξέταση επί της δήλωσης με σκοπό να καταδειχθεί ότι δεν είναι αληθής, και αυτό τυγχάνει εφαρμογής σε σχέση με δήλωση ως προς το προηγούμενο μητρώο του κατηγορουμένου όπου καθιστά τον χαρακτήρα του επίδικο  θέμα με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόζεται σε σχέση με δήλωση που σχετίζεται με οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ωστόσο αυτό υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστή να μη επιτρέψει οποιαδήποτε ερώτηση την οποία υπό τις περιστάσεις θεωρεί άδικη.»

Στην Stirland (πιο πάνω) ο Λόρδος Simon πραγματεύθηκε και την έννοια του όρου «καλός χαρακτήρας». Έθεσε το θέμα ως εξής στη σελ. 324:

"There is perhaps some vagueness in the use of the term ‘good [*124]character’ in this connexion. Does it refer to the good reputation which a man may bear in his own circle, or does it refer to the man’s real disposition as distinct from what his friends and neighbours may think of him? In Reg. v. Rowton [1865] 10 Cox c.c. 25, on a re-hearing before the full court, it was held by the majority that evidence for or against a prisoner’s good character must be confined to the prisoner’s general reputation, but Erle C.J. and Willes J. thought that the meaning of the phrase extended to include actual moral disposition as known to an individual witness, though no evidence could be given of concrete examples of conduct. In the later case of Rex v. Dunkley [1927] 1 K.B. 323, the question was further discussed in the light of the language of the section, but not explicitly decided. I am disposed to think that in para. (f) (where the word ‘character’ occurs four times) both conceptions are combined."

Σε μετάφραση:

«Πιθανόν να υπάρχει κάποια ασάφεια στη χρήση του όρου ‘καλός χαρακτήρας’ υπό αυτή την έννοια. Αναφέρεται στην καλή φήμη την οποία ένας δυνατόν να έχει στον δικό του κύκλο, ή αναφέρεται στην πραγματική προδιάθεση κάποιου άλλη από εκείνη που οι φίλοι του και οι γείτονες του πιστεύουν για τον ίδιο;  Στην Reg. v. Rowton [1865] 10 Cox c.c. 25 κατά την επανακρόαση ενώπιον του Πλήρους Δικαστηρίου, κρίθηκε από την πλειοψηφία ότι μαρτυρία υπέρ ή εναντίον του καλού χαρακτήρα του κατηγορουμένου πρέπει να περιορίζεται στη γενική φήμη του κατηγορουμένου αλλά ο Αρχιδικαστής Erle και ο Δικαστής Willes ήταν της άποψης ότι η έννοια της φράσης επεκτεινόταν για να περιλάβει την πραγματική ηθική προδιάθεση όπως αυτή είναι γνωστή σε ένα μάρτυρα, παρόλο ότι δεν μπορούσε να δοθεί μαρτυρία για συγκεκριμένα παραδείγματα συμπεριφοράς. Στη μεταγενέστερη απόφαση Rex v. Dunkley [1927] 1 K.B. 323, το ζήτημα συζητήθηκε περαιτέρω εν όψει του λεκτικού του  άρθρου αλλά δεν έχει αποφασισθεί καθαρά. Είμαι διατεθειμένος να θεωρήσω ότι στην παραγ. (f) (όπου η λέξη ‘χαρακτήρας’ χρησιμοποιείται 4 φορές) είναι συνενωμένες και οι δύο έννοιες.»

Στην R. v. Powell [1986] 1 All E.R. 193, ο εφεσείων καταδικάστηκε για το αδίκημα του αποζείν από τα κέρδη της πορνείας.   Η υπεράσπιση του ήταν ότι η μαρτυρία της Αστυνομίας ήταν κατασκευασμένη. Ο εφεσείων έδωσε μαρτυρία. Είπε ότι ουδέποτε πήρε χρήματα από πόρνες ή άσκησε οποιοδήποτε έλεγχο πάνω σε αυτές. Δέχθηκε ότι οι πόρνες χρησιμοποιούσαν ένα από τα δωμάτια του [*125]αλλά ισχυρίσθηκε ότι αυτό έγινε χωρίς την συγκατάθεση του και παρά τις προσπάθειες του να τις εμποδίσει. Είπε, επίσης, ότι δεν είχε ανάγκη να πάρει χρήματα από πόρνες. Είχε έρθει στην Αγγλία το 1955 και έκτοτε είχε εργασθεί σκληρά να οικοδομήσει τη φήμη του ως ιδιοκτήτης 25 κτημάτων στην περιοχή από τα οποία έπαιρνε σημαντικό ενοίκιο. Είπε ότι τον Αύγουστο του 1983 ήταν με εγγύηση και αντιλήφθηκε ότι η αστυνομία θα τον παρακολουθούσε. Επομένως δεν θα είχε ονειρευθεί ποτέ ότι θα έπαιρνε χρήματα από τις πόρνες.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την αντεξέταση του σε σχέση με τις προηγούμενες καταδίκες του για το λόγο ότι είχε καταστήσει τον χαρακτήρα του επίδικο. Εφόσον είχε επιτεθεί κατά των μαρτύρων της Κατηγορούσης Αρχής και περαιτέρω είχε καταστήσει το χαρακτήρα του επίδικο οι ένορκοι θα είχαν μια λανθασμένη εντύπωση αν δεν γνώριζαν για τις προηγούμενες καταδίκες του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε καθαρή καθοδήγηση προς τους ενόρκους. Τους είπε ότι η μαρτυρία αφορούσε αποκλειστικά την αξιοπιστία και δεν πρέπει να λάβουν υπόψη ότι ο κατηγορούμενος είχε τάση ή προδιάθεση να διαπράξει το επίδικο αδίκημα. Το Εφετείο απέρριψε την έφεση κατά της καταδίκης. Έκρινε ότι αν υπάρχει εσκεμμένη επίθεση κατά των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής, αν υπάρχει πραγματικό θέμα για την συμπεριφορά ενός σημαντικού μάρτυρα το οποίο πρέπει να αποφασισθεί από τους ενόρκους για να καταλήξουν στην ετυμηγορία τους, ο Δικαστής δικαιούται να επιτρέψει στους ενόρκους να λάβουν γνώση των προηγούμενων καταδικών του προσώπου ο οποίος προβαίνει στην επίθεση. Έκρινε, επίσης, ότι η επίθεση κατά των μαρτύρων της Αστυνομίας και το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε καταστήσει τον καλό χαρακτήρα του επίδικο θέμα ήσαν σωρευτικοί και όχι διαζευκτικοί παράγοντες. Αν οποιοσδήποτε από αυτούς τους παράγοντες υφίστατο από μόνος του και το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεπε την αντεξέταση το Εφετείο δεν θα επέμβαινε.

Στον Cross on Evidence, 5η έκδοση, σελ. 425, υποδεικνύεται ότι γενικώς ομιλούντες η μαρτυρία του κατηγορουμένου για τον χαρακτήρα του παίρνει την μορφή υπαινιγμών σε σχέση με το αθώο ή αξιέπαινο παρελθόν του και οι αποφάσεις σίγουρα δεν δείχνουν οποιαδήποτε μεγάλη απροθυμία εκ μέρους των Δικαστηρίων να κρίνουν ότι έχει καταστήσει τον χαρακτήρα του επίδικο με μια τέτοια αναφορά. Ισχυρισμός κάποιου σε σχέση με τον τακτικό εκκλησιασμό του (R. v. Ferguson [1909] 2 Cr. App. R. 250), ισχυρισμός του ότι εκέρδιζε τίμια το ψωμί του για σημαντικό χρονικό διάστημα (R. v. Baker [1912] 7 Cr. App. R. 252) και η θετική απάντηση του στην ερώτηση κατά πόσο είναι παντρεμένος με οικογένεια και σταθερή εργασία (R. v. Coulman [1927] 20 Cr. App. R. 106) έχουν θεωρηθεί ως περιπτώσεις στις οποίες θα χαθεί η προστασία που προσφέρεται από το άρθρο 1 (f)*.

Οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες έχει επιτραπεί η μαρτυρία αντικείμενο των λόγων έφεσης 1-3 έχουν ως εξής:

Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο τίτλος ιδιοκτησίας είχε κλαπεί από το διαμέρισμα της πραγματικής ιδιοκτήτριας της επίδικης οικίας, μετά από διάρρηξη του διαμερίσματος. Στη διάρκεια της αντεξέτασης του εφεσείοντα από την συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής η τελευταία ρώτησε τον εφεσείοντα αν γνώριζε ότι έγινε διάρρηξη και κλοπή τίτλων ιδιοκτησίας. Ο εφεσείων απάντησε: «Όχι πρώτη φορά το άκουσα στο Δικαστήριο». Στη συνέχεια η αντεξέταση πήρε την πιο κάτω μορφή:

«Ε. Σας υποβάλλω ότι εσείς πήρατε μέρος στη διάρρηξη και ότι εσείς κλέψατε τους τίτλους από το διαμέρισμα.

Α. Δεν έχω καμιά σχέση εγώ και δεν υπήρξα ποτέ κλέφτης.

Ε. Έχετε οποιεσδήποτε προηγούμενες καταδίκες για κλοπή;

κ. Κληρίδης: Έχω ένσταση. Αναφέρεται στο χαρακτήρα του κατηγορουμένου.

κα. Ταλαρίδου: Πιστεύω ότι αυτή η περίπτωση εμπίπτει μέσα σε μια από τις εξαιρέσεις.

Δικαστήριο: Γίνεται δεκτή η ερώτηση. Είναι θέμα αξιοπιστίας του μάρτυρα από την στιγμή που λέει ότι δεν είναι κλέφτης.

Α. Μάλιστα, καταδικάστηκα δεν θυμάμαι χρονολογία.  Μεταξύ ορισμένων υποθέσεων που καταδικάστηκα καταδικάστηκα [*127]για υπόθεση κλοπής η οποία ήταν για λόγους εκδικητικούς από τον αδελφό της πρώην γυναίκας μου. Λέω λόγους εκδικητικούς επειδή χώρισα από την αδελφή του θεώρησε σωστό να με κατηγορήσει για κλοπή την οποία και εκδιώχθηκα.»

Σημειώνεται ότι όταν η Κατηγορούσα Αρχή επανήλθε επί του θέματος και υπέβαλε περαιτέρω ερωτήσεις το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε σχετική ένσταση της υπεράσπισης. Έκρινε ότι ο εφεσείων είχε καταστήσει τον καλό του χαρακτήρα επίδικο γιατί ανέφερε ότι δεν υπήρξε ποτέ κλέφτης.

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε περαιτέρω ότι η υποβολή ότι ο εφεσείων έλαβε μέρος στη διάρρηξη ήταν ανεπίτρεπτη γιατί αποτελούσε υποβολή ότι ο εφεσείων διέπραξε ένα άλλο αδίκημα για το οποίο δεν είχε κατηγορηθεί.

Ήταν μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο τίτλος της επίδικης οικίας, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάπραξη της επίδικης πλαστογραφίας, είχε κλαπεί από το διαμέρισμα της πραγματικής ιδιοκτήτριας. Επομένως η σχετική υποβολή ήταν τόσο συνδεδεμένη με το επίδικο αδίκημα έτσι ώστε να αποτελεί μέρος της μαρτυρίας που χρειάζεται για την απόδειξη του. Καλύπτεται επομένως από την εξαίρεση (ι) (βλ. Maxwell (πιο πάνω)).

Πρέπει να προστεθεί ότι μαρτυρία για διάπραξη άλλων αδικημάτων απαγορεύεται αν αυτή σκοπό έχει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος λόγω της εγκληματικής συμπεριφοράς του ή του χαρακτήρα του είναι πρόσωπο που πιθανόν να διέπραξε το αδίκημα (βλ. Makin, πιο πάνω). Στην παρούσα υπόθεση η ερώτηση δεν στόχευε να οδηγήσει σε τέτοιο συμπέρασμα. Δεν ήταν  μέρος της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής να αποδείξει ότι λόγω της διάρρηξης του διαμερίσματος ο εφεσείων ήταν πρόσωπο που πιθανόν να διέπραξε τα επίδικα αδικήματα.

Ερχόμαστε τώρα στην αντεξέταση του εφεσείοντα επί των προηγούμενων καταδικών του. Το άρθρο 1(1) (f) επιτρέπει τέτοια αντεξέταση οσάκις ένας κατηγορούμενος καταστήσει τον καλό του χαρακτήρα επίδικο θέμα. Λαμβάνουμε υπόψη την έννοια του όρου «καλός χαρακτήρας» όπως έχει διατυπωθεί στην Stirland (πιο πάνω) από τον Lord Simon (βλ. σελ. 123-124, πιο πάνω). Αναφέρεται στην «καλή φήμη» την οποία έχει ένα άτομο στο κύκλο του και στην πραγματική προδιάθεση του. Ο εφεσείων αντεξεταζόμενος ανέφερε «δεν υπήρξα ποτέ κλέφτης». Αυτό υποδηλώνει ότι ο εφεσείων εννοούσε ότι στον κύκλο του είχε καλή φήμη και ότι δεν είχε την προ[*128]διάθεση να κλέπτει. Πρόσθετα η σχετική αναφορά είχε σχέση με το αθώο ή αξιέπαινο παρελθόν του (βλ. Cross, πιο πάνω). Επομένως ο εφεσείων έθεσε ευθέως θέμα του καλού χαρακτήρα του (Βλ. Stirland και Powell, πιο πάνω). Πρέπει να προστεθεί ότι το θέμα του αποκλεισμού αντεξέτασης εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκτός αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διαπράξει σφάλμα αρχής (error in principle) ή αν δεν υπήρχε υλικό επί του οποίου ορθά θα κατέληγε στην απόφαση του (or there is no material on which he could properly have arrived at his decision) (Selvey v. D.P.P. [1968] 2 All E.R. 497, 511). Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Τα γεγονότα δικαιολογούσαν πλήρως την πορεία που έχει υιοθετηθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Ορθά το τελευταίο επέτρεψε την αντεξέταση του εφεσείοντα επί των προηγούμενων καταδικών του. Ούτε και μπορεί να λεχθεί ότι η επίδικη αντεξέταση έχει καταστήσει την δίκη μη δίκαιη. Κύριος – και μοναδικός σκοπός – του άρθρου 1(1) (f) είναι η προστασία των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Οι κανόνες που έχουν τεθεί από το επίμαχο άρθρο στοχεύουν στο να καταστήσουν τη δίκη δίκαιη.  Αποτελούν πτυχές της δίκαιης δίκης. Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει τη σχετική διακριτική του ευχέρεια μέσα στα πλαίσια που έχουν διαμορφωθεί από τη Νομολογία δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μη δίκαιη δίκη. Έπεται πως οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

2. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα – (λόγοι έφεσης 4, 5, 6 και 7).

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του εφεσείοντα ήταν εσφαλμένη και αυθαίρετη. Το σχετικό επιχείρημα του στηρίζεται στους εξής λόγους:

(α)       Η σύγκριση της μαρτυρίας του εφεσείοντα με μαρτυρία που είχε δώσει ο ίδιος σε αστική διαδικασία – στην Πολιτική Αγωγή 421/96 – και όχι με μαρτυρία που είχε δοθεί στην παρούσα υπόθεση ήταν ανεπίτρεπτη.

(β)       Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει δικαιολογήσει δεόντως το εύρημα του ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ήταν αναξιόπιστη και ότι όλοι οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής ήταν αξιόπιστοι.

(γ)        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη ισχυριζόμενα ψέματα και να απορρίψει την εξήγηση που έδωσε ο εφε[*129]σείων ως μη αληθή και αναξιόπιστη εφόσο τα ψέματα «δεν άπτοντο της ουσίας της υπόθεσης και ήσαν άνευ σημασίας».

(δ)       Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ως αληθή τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας Δημητρίου και Σοφοκλέους που αναφέρετο σε συμμετοχή τρίτων προσώπων τα οποία προετοίμασαν την εκτέλεση των αδικημάτων δεν έπρεπε να απορρίψει ως μη λογική την εξήγηση της υπεράσπισης ότι τα τρίτα αυτά πρόσωπα μαζί με την άγνωστη συνεργάτιδα του εφεσείοντα είχαν συνωμοτήσει, σχεδιάσει και εκτελέσει τα αδικήματα και χρησιμοποίησαν και τον εφεσείοντα  χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει ότι η άγνωστη γυναίκα δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια της οικίας.

(ι) Η σύγκριση της μαρτυρίας του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση με τη μαρτυρία που έδωσε στην Πολιτική Αγωγή 421/96.

Η πιο πάνω αγωγή καταχωρήθηκε από την παραπονούμενη – την πραγματική ιδιοκτήτρια. Στη διάρκεια της εκδίκασης της αγωγής δόθηκε μαρτυρία από τον εφεσείοντα. Αντίγραφο των πρακτικών της μαρτυρίας του παρουσιάσθηκε ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. τεκ. 50). Ο εφεσείων αντεξετάσθηκε επί του περιεχομένου του τεκ. 50. Δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης για το παραδεκτό της αντεξέτασης. Ούτως εχόντων των πραγμάτων τα όσα ανέφερε ο εφεσείων στην αντεξέταση του αποτελούσαν μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί.

(ιι) Η αιτιολογία της απόρριψης της μαρτυρίας του εφεσείοντα και η αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.

Έχουμε ήδη αναφερθεί (βλ. σελ. 114, πιο πάνω) στους λόγους αποδοχής της μαρτυρίας των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Θεωρούμε ότι συνιστούν πλήρη και δέουσα αιτιολογία της σχετικής κατάληξης. Αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα κύριος λόγος της απόρριψης της ήταν η αντιφατικότητα του εφεσείοντα. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε πολλά παραδείγματα των αντιφάσεων. Παραθέτουμε – από την πρωτόδικη απόφαση – ένα από τα παραδείγματα:

«Δέχθηκε ότι απάντησε στη σελ. 9 του τεκμ. 50 ότι τη μέρα μεταβίβασης η ‘ιδιοκτήτρια’ ήταν εκτός Κύπρου. Στη συνέχεια [*130]όμως της αντεξέτασης του ενώπιον μας ανέφερε ότι δεν είπε ότι δεν την ξανάδε μεταξύ 16 και 20 Νοεμβρίου. Μάλιστα είχε σε άλλο σημείο αναφέρει ότι της έδιδε χρήματα από 16 μέχρι 20 Νοεμβρίου. Η αντιφατικότητα όσων είπε στη μαρτυρία του στην αγωγή έγκειται στο γεγονός ότι στη μια περίπτωση είπε ότι η ‘ιδιοκτήτρια’ τη μέρα της μεταβίβασης δεν ήταν στην Κύπρο ενώ στην άλλη περίπτωση λέγει ότι την ίδια μέρα την είδε και μάλιστα άρχισε να της δίδει χρήματα από την πώληση.»

Θεωρούμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αιτιολογήσει δεόντως τα σχετικά συμπεράσματα του.  Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

(ιιι) Τα ψέματα του εφεσείοντα.

Παρατηρούμε:  Ενώ με τον σχετικό λόγο έφεσης (αρ. 6) ο εφεσείων παραπονείται ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε την εξήγηση που έδωσε ο εφεσείοντας ως μη αληθή και αναξιόπιστη με την αιτιολογία ότι ο εφεσείων είπε ψέματα με την ενώπιον μας επιχειρηματολογία του ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι τα «ισχυριζόμενα ψεύδη του εφεσείοντα δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν μαρτυρία που να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής». Κρίνουμε, επομένως, ότι το επιχείρημα αυτό του κ. Κληρίδη δεν καλύπτεται με τους λόγους έφεσης.  Κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξεταστεί. Όσον αφορά τον συγκεκριμένο λόγο της έφεσης θεωρούμε ότι τα ψέματα του εφεσείοντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας του. Έπεται πως η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

(ιν)       Η αποδοχή της μαρτυρίας των  μαρτύρων κατηγορίας περί συμμετοχής τρίτων προσώπων τα οποία προετοίμασαν την εκτέλεση των αδικημάτων έπρεπε να οδηγήσει στην αποδοχή της εξήγησης του εφεσείοντα ως λογικής (λόγος έφεσης 7).

Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής σε σχέση με συμμετοχή τρίτων προσώπων αναφερόταν στην κατοχή – από τα τρίτα πρόσωπα – του τίτλου ιδιοκτησίας της επίδικης οικίας και στις προσπάθειες τους για πώληση της. Η εμπλοκή του εφεσείοντα στην υπόθεση αποτελείται κυρίως από τις προσπάθειες του για πώληση της οικίας, την πώληση της, την ετοιμασία του πληρεξουσίου εγγράφου και την μεταβίβαση της οικίας. Η επίδικη εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντα έλαβε χώραν ενώ ο ίδιος είχε στην κατοχή του τον τίτλο ιδιοκτησίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο για τους λόγους που εξήγησε (βλ. σελ. 115-116, [*131]πιο πάνω) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι η γυναίκα την οποία συνόδευε όταν πήγε στο γραφείο του δικηγόρου Πελεκάνου και η οποία υπέγραψε το πληρεξούσιο έγγραφο δεν ήταν η πραγματική ιδιοκτήτρια. Κρίνουμε ότι το συμπέρασμα αυτό του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται πλήρως από τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη το Πρωτόδικο Δικαστήριο (βλ. σελ. 115-116, πιο πάνω). Το γεγονός της προηγούμενης εμπλοκής τρίτων προσώπων αποτελεί στοιχείο το οποίο δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το πιο πάνω συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

3.  Απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ως μιας λογικής δυνατότητας (λόγος έφεσης 8).

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αυθαίρετα απέρριψε την εξήγηση του εφεσείοντα σαν μια λογική δυνατότητα στηριζόμενο στον συλλογισμό ότι «η θέση της υπεράσπισης δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να έχει την ένοχη γνώση». Ωστόσο – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – η υπεράσπιση δεν χρειαζόταν να αποκλείσει την ένοχη γνώση με την θέση της αλλά απλώς να δώσει μια διαζευκτική εξήγηση που να μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν λογική δυνατότητα.

Το υπογραμμισμένο μέρος του λόγου της έφεσης φαίνεται στο πιο κάτω απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης:

«Το επιχείρημα ότι ίσως η πλαστή Δήμητρα ενεργούσε εκ μέρους αυτών που τελικά είχαν στα χέρια τους τον τίτλο ιδιοκτησίας δεν οδηγεί την υπόθεση της υπεράσπισης πουθενά γιατί με την ίδια λογική θα μπορούσε κάποιος να πεί ότι ίσως ο κατηγορούμενος να ενεργούσε για λογαριασμό τους. Βεβαίως δεν καταλήγουμε σ’ αυτό το συμπέρασμα γιατί στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης τίποτε δεν αποφασίζεται από το Δικαστήριο με πιθανότητες αλλά με βάση θετικά γεγονότα που οδηγούν σε θετικά συμπεράσματα. Χρησιμοποιήσαμε όμως τον πιο πάνω συλλογισμό για να δείξουμε ότι η πιο πάνω εισήγηση της υπεράσπισης δεν αποκλείει καθόλου το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να είχε την ένοχη γνώση ότι δηλαδή η ιδιοκτήτρια δεν ήταν η γυναίκα που υπόγραψε το πληρεξούσιο. Αν αυτή ενεργούσε για τους Ευθυμίου και Κανάρη, είτε για έναν από αυτούς, δεν είναι κάτι που από μόνο του ρίχνει σκιά αμφιβολίας στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε τη γνώση την οποία το Δικαστήριο αναζητεί για τον κατηγο[*132]ρούμενο. Αν τα υπόλοιπα περιστατικά της υπόθεσης με βάση τη μαρτυρία οδηγούν σ’ αυτό το συμπέρασμα της γνώσης δηλαδή του κατηγορούμενου τότε το πώς και γιατί η πλαστή Δήμητρα συνεργάστηκε με τον κατηγορούμενο και πώς οι τίτλοι που κλάπηκαν από το διαμέρισμα της Δήμητρας έφθασαν στον κατηγορούμενο είναι θέματα ανοικτά για εικασίες αλλά δεν ενδιαφέρουν το Δικαστήριο.»

Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει σαφώς ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έχει εναποθέσει υποχρέωση στον εφεσείοντα να αποκλείσει την ένοχη γνώση. Αυτό που εξέτασε είναι κατά πόσο τα περιστατικά της υπόθεσης οδηγούν στο συμπέρασμα της γνώσης και έδωσε θετική απάντηση. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην σχετική προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

4.  Παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να κατηγορήσει ή να καλέσει σαν μάρτυρες δύο πρόσωπα – τον Κανάρη και τον Ευθυμίου – τα οποία ήσαν συναυτουργοί (λόγοι έφεσης 9 και 10).

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε επιλεκτικά να σχολιάσει και να λάβει υπ’ όψη ότι ενώ η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι ο εφεσείων είχε πάρει τον τίτλο ιδιοκτησίας της επίδικης οικίας από τον Κανάρη και ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής οι Κανάρης και Ευθυμίου ήσαν συναυτουργοί και συμμετείχαν στον σχεδιασμό και εκτέλεση των αδικημάτων εν τούτοις η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να τους κατηγορήσει και ή να τους φέρει σαν μάρτυρες κατηγορίας στην υπόθεση χωρίς να προσφέρει οποιοδήποτε εύλογη εξήγηση γι’ αυτή την παράλειψη. Η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής – συνέχισε ο κ. Κληρίδης – να προσάψει κατηγορίες και να φέρει μαρτυρία από τους δύο συναυτουργούς Κανάρη και Ευθυμίου άφησε κενά στην υπόθεση της σε τέτοιο βαθμό που το Δικαστήριο θα έπρεπε να σχολιάσει, ν’ αξιολογήσει και να λάβει υπ’ όψη δίνοντας το ευεργέτημα της αμφιβολίας στον εφεσείοντα.

Αναφορικά με την μη δίωξη των πιο πάνω δύο προσώπων η Κατηγορούσα Αρχή πρόβαλε τη θέση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία που να δικαιολογούσε τη δίωξη τους. Δεν υπήρξε αντίλογος σ’  αυτή τη θέση. Έπεται πως ο λόγος έφεσης περί απουσίας εξήγησης δεν ευσταθεί.

Αναφορικά με την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρες τα πιο πάνω δύο πρόσωπα η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής εξήγησε ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα αρνήθηκαν να δώσουν κατάθεση στην Αστυνομία.

Στην Νικολαΐδη ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 29, με αναφορά στις υποθέσεις R. v. Oliva [1965] 49 Cr. App. R. 298, 310* και Dallison v. Caffery [1965] 1 Q.B. 348, 369, κρίθηκε ότι η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για κλήση μάρτυρα προκύπτει μόνο εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει ότι ο συγκεκριμένος μάρτυρας είναι αξιόπιστος. Στη συνέχεια το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Στην παρούσα υπόθεση η Κατηγορούσα Αρχή προσέγγισε το συγκεκριμένο μάρτυρα αλλά αυτός αρνήθηκε να συνεργαστεί.   Το περιεχόμενο της μαρτυρίας του ήταν, επομένως, άγνωστο στην Κατηγορούσα Αρχή. Η έλλειψη αυτής της γνώσης στερεί από την Κατηγορούσα Αρχή τη δυνατότητα να αξιολογήσει κατά πόσο είναι αξιόπιστος μάρτυρας, αφού, ανάμεσα σ’ άλλα, δεν έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει ή να παραβάλει τη μαρτυρία του με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό που έχει στη διάθεση της. Εν όψει λοιπόν της άρνησης του συγκεκριμένου μάρτυρα να βοηθήσει τις διωκτικές αρχές ελλείπουν οι προϋποθέσεις που έχει θέσει η νομολογία (Βλ. Oliva και Dallison, πιο πάνω) για τη δημιουργία κάποιας  υποχρέωσης [*134]της Κατηγορούσας Αρχής.»

Τα όσα λέχθηκαν στη Νικολαΐδης (πιο πάνω) ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση. Η άρνηση των συγκεκριμένων μαρτύρων να συνεργασθούν με τις διωκτικές αρχές αφαιρεί από την Κατηγορούσα Αρχή την υποχρέωση να τους καλέσει ως μάρτυρες. Πρόσθετα, εφόσον επρόκειτο για δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για να κληθούν ως μάρτυρες έπρεπε στο στάδιο της παραπομπής του εφεσείοντα σε δίκη από το Κακουργιοδικείο να δοθεί αντίγραφο της κατάθεσης τους στον κατηγορούμενο ή στο δικηγόρο του (βλ. άρθρο 3 (β) του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1974). Αυτό δεν μπορούσε να γίνει γιατί δεν είχαν δώσει κατάθεση στην Αστυνομία. Αν η Κατηγορούσα Αρχή αποφάσιζε να καλέσει τα δύο εκείνα πρόσωπα στο στάδιο της δίκης τότε είχε υποχρέωση να δώσει στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του «γραπτή ειδοποίηση που περιέχει το όνομα του μάρτυρα που θα κληθεί και την ουσία της μαρτυρίας που θα δοθεί». (βλ. άρθρο 111 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155). Η απουσία κατάθεσης στην Αστυνομία καθιστά αδύνατη την κλήση των δύο προσώπων να δώσουν μαρτυρία δυνάμει του άρθρου 111. Επομένως και σαν θέμα εφαρμογής των δικονομικών κανόνων η κλήση των δύο προσώπων ήταν αδύνατη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

5.  Η αντεξέταση του εφεσείοντα επί του περιεχομένου του Τεκ. 58 (λόγοι εφέσεως 11 και 12).

Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι η σχετική αντεξέταση ήταν εσφαλμένη και αυθαίρετη γιατί το τεκ. 58 είχε κατατεθεί σαν τεκμήριο μόνο για τον περιορισμένο σκοπό της υπογραφής του εφεσείοντα και όχι για την αλήθεια του περιεχομένου του.

Το τεκ. 58 τιτλοφορείται «Έκθεση Ένορκης Εξέτασης Μάρτυρα» και είναι ημερ. 11.2.99. Είναι έγγραφο προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελληνικής Δημοκρατίας και έγινε από Ανακριτή του 20ου Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Πρόκειται για κάποιο κείμενο στο τέλος του οποίου υπάρχουν τρεις υπογραφές του «μάρτυρα», της «ανακρίτριας» και του «γραμματέα». Ο συνήγορος του εφεσείοντα με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 86/86 έκαμε παραδεκτό και το Δικαστήριο ενέκρινε ότι στο τεκ. 58 κάτω από τη λέξη μάρτυρα η υπογραφή είναι αυτή του κατηγορούμενου. Η Κατηγορούσα Αρχή αντεξέτασε τον εφεσείοντα σε έκταση με βάση το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει ως εξής το θέμα [*135]του τεκ. 58:

«Δεν θα λάβουμε υπόψιν το τεκ. 58 για την αλήθεια του περιεχομένου του, ή εν πάση περιπτώσει δεν θα το αξιολογήσουμε σαν έγγραφο που περιέχει την ελεύθερη βούληση του κατηγορουμένου. Όταν το έγγραφο αυτό κατατέθηκε ενώπιόν μας ήταν για τον περιορισμένο σκοπό της ύπαρξης υπογραφής του κατηγορουμένου και έτσι το δέχθηκε και ο κατηγορούμενος. Δεν το παρουσίασε ενώπιόν μας το πρόσωπο που έλαβε τη δήλωση ώστε να μπορούν αν χρειαζόταν να διακριβωθούν οι συνθήκες λήψης της δήλωσης αυτής. Ο κατηγορούμενος δεν είχε την ευκαιρία να ενστεί στην παρουσίαση του εγγράφου και να προβάλει ισχυρισμούς για τη μη θεληματικότητα της δήλωσης του την ώρα παρουσίασης του αφού είχε κατατεθεί για ένα και συγκεκριμένο σκοπό.

.......................................................................................................

Υπό τις περιστάσεις το θεωρούμε εντελώς ανασφαλές να δεχθούμε οτιδήποτε έχει σχέση με το περιεχόμενο του τεκμ. 58.»

Παρά την πιο πάνω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι «αυτό δεν απαλλάσσει το Δικαστήριο από το καθήκον του να διεξάγει τη δίκη κατά τρόπο δίκαιο και αμερόληπτο και η όλη στάση του Δικαστηρίου δεικνύει μεροληπτική μεταχείριση του εφεσείοντα κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του Συντάγματος και των Διεθνών Συμβάσεων περί Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Το κατά πόσο η δίκη ήταν δίκαιη αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης (Δημοκρατία ν. Alan Ford κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, 234). Ισχυρισμός περί μη δίκαιης δίκης δεν αποφασίζεται με τρόπο αφηρημένο (βλ. απόφαση Τριανταφυλλίδη, Π. στην Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, 388). Ο κατηγορούμενος πρέπει να αποδείξει ότι πράγματι έχει επηρεασθεί δυσμενώς (actually prejudiced) (D.J. Harris, M. O’ Βoyle και C. Warrick, Law of the European Convention on Human Rights, σελ. 255 και Re Κορέλλης (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718).

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί οποιοσδήποτε δυσμενής επηρεασμός του εφεσείοντα από την επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

6.  Καταστρατήγηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης και [*136]των αρχών της δίκαιης δίκης λόγω του ύφους που χρησιμοποίησε το Δικαστήριο όταν ζήτησε από τον εφεσείοντα να αναφέρει το όνομα μάρτυρα υπεράσπισης (λόγος έφεσης 13).

Tο ύφος του Δικαστηρίου δεν είναι δυνατό να αποτυπωθεί στα πρακτικά. Για το λόγο αυτό είναι αδύνατο να σχολιασθεί και αδύνατο να κριθεί κατά πόσο οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης ευσταθούν.

Ανεξάρτητα από το ύφος του Δικαστηρίου  ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχέση με τον προηγούμενο λόγο της έφεσης.  Ο εφεσείων δεν έχει αποδείξει οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

7.  Παράλειψη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου να σχολιάσει την υποβολή της Κατηγορούσας Αρχής προς τον εφεσείοντα αναφορικά με τα κίνητρα της σχέσης του με την άγνωστη γυναίκα (λόγος έφεσης 14).

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι εσφαλμένα και αυθαίρετα το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποβάλει στον εφεσείοντα κατά την αντεξέταση του ότι ο μοναδικός λόγος που είχε σχέσεις με την άγνωστη γυναίκα ήταν για να την ξεγελάσει και να της πάρει τα χρήματα της πράγμα που έρχεται σε σύγκρουση με την κατηγορία για συνωμοσία του εφεσείοντα με την ίδια γυναίκα για τη διάπραξη των αδικημάτων.

Παρατηρούμε:

Ο κ. Κληρίδης δεν έχει υποδείξει με ποιό τρόπο η σχετική υποβολή έρχεται σε σύγκρουση με την κατηγορία για συνωμοσία. Σύμφωνα με την κατηγορία της συνωμοσίας ο εφεσείων συνωμότησε με άγνωστη γυναίκα να διαπράξει κακούργημα δηλαδή να πλαστογραφήσει πληρεξούσιο έγγραφο. Θεωρούμε ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που εμποδίζει ένα αδικοπραγούντα από του να επιδιώκει από τη μια να ξεγελάσει ένα συνεργάτη του και από την άλλη να συνωμοτεί μαζί του για να εξαπατήσουν ένα τρίτο πρόσωπο. Πρόσθετα τα Πρωτόδικα Δικαστήρια δεν έχουν υποχρέωση να σχολιάζουν το κάθε ένα από τα επιχειρήματα της υπεράσπισης. Όπως έχει λεχθεί στην Khadar and Another v. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 132, 243, 244, η έλλειψη σχολιασμού «δεν μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα, ενόψει και των ευρημάτων και των συμπερασμάτων που είχαν εξαχθεί, ότι το Δικαστήριο δεν τα είχε κατά νου ή δεν τα με[*137]λέτησε» (βλ. και Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 54).

Στην παρούσα υπόθεση η απουσία σχολιασμού της σχετικής υποβολής δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της εκκαλούμενης απόφασης. Το Εφετείο δεν εξετάζει μικροσκοπικά την εκκαλούμενη απόφαση. Εξετάζει το σύνολο της (Charitonos and Others v.  Republic (1971) 2 C.L.R. 40).

Έχοντας εξετάσει την εκκαλούμενη απόφαση σε συνάρτηση με το σύνολο της μαρτυρίας θεωρούμε ότι το συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αποδείξεως των συστατικών στοιχείων της κάθε μιας από τις κατηγορίες με την βεβαιότητα που χρειάζεται σε ποινική υπόθεση έχει παραμείνει άτρωτο. Ακολουθεί πως η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται και η καταδικαστική απόφαση επικυρώνεται. 

(Β) Η έφεση κατά της ποινής.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 ετών στη κάθε μια από τις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Επέβαλε, επίσης, φυλάκιση 2 ετών στη κάθε μια από τις δύο κατηγορίες της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, φυλάκιση 3 ετών στην τρίτη κατηγορία για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και φυλάκιση ενός έτους για την κατηγορία της εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις. Όλες οι ποινές να συντρέχουν.  Δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της συνωμοσίας.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει μόνο την ποινή φυλάκισης 10 ετών. Υποστηρίζει ότι είναι έκδηλα υπερβολική.

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη τους εξής παράγοντες:

(1)   Το γεγονός ότι η συνεργάτιδα του εφεσείοντα ουδέποτε προσήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου για να δικαστεί για τα ίδια αδικήματα.

(2)   Το γεγονός ότι στη διάπραξη των αδικημάτων ενεπλέκοντο και άλλα πρόσωπα πλην του εφεσείοντα παρ’ όλον που αυτή ήταν και η θέση της Κατηγορούσας Αρχής.

[*138](3)    Το χρονικό διάστημα 5 ετών το οποίον παρήλθε από την ημέρα διάπραξης των αδικημάτων σε συνάρτηση με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα.

(α) Μη δίωξη της συνεργάτιδας του εφεσείοντα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν θα λάβει υπόψη με οποιοδήποτε τρόπο το γεγονός ότι η άγνωστη γυναίκα με την οποία ο εφεσείων συμφώνησε και συνεργάστηκε για τη διάπραξη των αδικημάτων δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό – συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο – δεν οφείλεται σε οποιαδήποτε πλημμελή συμπεριφορά των διωκτικών αρχών, αλλά, όπως φαίνεται οφείλεται στο ίδιο τον κατηγορούμενο. Η άγνωστη γυναίκα φαίνεται ότι ήταν πειθήνιο όργανο του κατηγορουμένου και την χρησιμοποίησε ο ίδιος. Μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό και τη σύλληψη της πράγμα που δεν έκαμε.

Η Κατηγορούσα Αρχή εξήγησε ότι η συνεργάτιδα του εφεσείοντα δεν είχε διωχθεί γιατί είχε διαφύγει στο εξωτερικό και δεν είχε εντοπιστεί.

Έχει νομολογηθεί ότι η μη δίωξη τρίτου προσώπου αναμεμειγμένου σε εγκληματική δράση δεν συνιστά αφ’ εαυτής παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Μόνο όπου αυτή οφείλεται σε ευνοϊκή μεταχείριση του παραβάτη από την Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο στο πλαίσιο της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257).

Λαμβανομένων υπόψη των λόγων οι οποίοι οδήγησαν στη μη δίωξη της συνεργάτιδας του εφεσείοντα κρίνουμε ότι ορθά η μη δίωξη δεν είχε προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο.

(β) Εμπλοκή και άλλων προσώπων στη διάπραξη των αδικημάτων.

Επί του προκειμένου το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι θα λάβει υπόψη, σε μικρό όμως βαθμό, το γεγονός ότι είναι πιθανό στη διάπραξη αυτών των αδικημάτων να εμπλέκονται και άλλα πρόσωπα τα οποία δε βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δηλαδή ο Ευθυμίου και ο Κανάρης. Συνέχισε ως εξής: «Πριν ο τίτλος ιδιοκτησίας του κτήματος στην οδό Κλήμεντος εμφανιστεί στα χέρια του κατηγορουμένου ήταν διαδοχικά στα χέρια των πιο πάνω δυο προσώπων. Όμως δεν μπορούμε να πούμε ποιος ήταν ο πραγματικός ρόλος τους και πώς οι τίτλοι τελικώς κατέληξαν στα χέρια του κατηγορούμενου. Ο κατηγορούμενος επέλεξε – και ήταν βεβαίως δικαίωμα του – να μην αποκαλύψει τον τρόπο που ο τίτλος περιήλθε στην κατοχή του. Για σκοπούς μετριασμού της ποινής και μόνο λαμβάνουμε υπόψη ότι πιθανόν τα δύο αυτά πρόσωπα ή ένας από αυτούς να ήταν αναμεμειγμένα στην εγκληματική δραστηριότητα του κατηγορουμένου (βλ. Athina Agathocleous v. Republic (1978) 2 C.L.R. 1)».

Στην Agathocleous (πιο πάνω) η εφεσείουσα παραδέχθηκε ενοχή για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας. Είχε ρίξει δυο πέτρες κατά του θύματος. Τα τραύματα του θύματος ήταν τέτοια που για να προκληθούν έπρεπε να είχε ασκηθεί περισσότερη βία κατά του θύματος από όση είχε ασκηθεί από την εφεσείουσα. Για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να αποκλεισθεί η δυνατότητα να είχε συμβάλει και ο συγκατηγορούμενος της στην πρόκληση του θανάσιμου τραυματισμού του θύματος.

Το Εφετείο μείωσε την ποινή φυλάκισης των 12 ετών σε ποινή φυλάκισης 9 ετών. Έκρινε ότι «θα αποτελούσε σφάλμα αρχής αν μόνη της η εφεσείουσα υποστεί όλες τις συνέπειες του τί είχε συμβεί»*.

Κρίνουμε, επομένως, ότι σαν θέμα αρχής η ανάμειξη και άλλων προσώπων στη διάπραξη του αδικήματος, άσχετα με το κατά πόσο ήταν αδύνατη η δίωξη τους, συνιστά ισχυρό μετριαστικό παράγοντα.

(γ) Η παρέλευση πέντε ετών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τον πιο πάνω παράγοντα. Υπέδειξε ότι η καθυστερημένη δίωξη και σύλληψη του εφεσείοντα και προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην εσπευσμένη έξοδο του από την Κύπρο η οποία είχε άμεση σχέση με την προσπάθεια του να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεων του. Δεν μπορεί αυτό εκ των υστέρων να επενεργεί και προς όφελος του εφεσείοντα.

Στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, έγινε επισκόπηση της νομολογίας που σχετίζεται με τον παράγοντα της καθυστέρησης. Υποδείχθηκε ότι όπου για την [*140]καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ευθύνεται ο ίδιος ο κατηγορούμενος ο τελευταίος δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα.

Παρόλο ότι – στην Πεγειώτη, πιο πάνω - για την καθυστέρηση ευθύνοντο οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι κρίθηκε ότι ορθά λήφθηκε υπόψη ως παράγων μετριαστικός της ποινής. Το θέμα τέθηκε ως εξής:

«Πρέπει στο σημείο αυτό να υποδείξουμε ότι η διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αναφορικά με το χρόνο εκδίκασης των υποθέσεων αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068). Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να είχε λάβει πρόσφορα και δραστικά μέτρα για την απρόσκοπτη εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε εύλογο χρόνο όπως επιτάσσουν οι πρόνοιες του Συντάγματος.

Παρά τη θέση της νομολογίας ως προς τις επιπτώσεις της καθυστέρησης όταν για αυτήν ευθύνεται ο κατηγορούμενος και τη θέση της ως προς την ευθύνη του δικαστηρίου για τη διεξαγωγή της μέσα σε εύλογο χρόνο παραμένει το γεγονός της επιβολής ποινής μετά την παρέλευση 40 μηνών από τη διάπραξη των αδικημάτων.

Στην Αρέστη (πιο πάνω) ο Πικής, Π. υπέδειξε ότι:

‘Η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει την απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του.’

Το θέμα της καθυστέρησης εξετάζεται για να κριθεί αν η δίκη ήταν δίκαιη, όπως ορίζεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Ωστόσο ο λόγος για τον οποίο συνήθως προσμετρά η καθυστέρηση είναι η μεταβολή των συνθηκών του παραβάτη. Στην παρούσα υπόθεση η μεταβολή των συνθηκών των εφεσιβλήτων ήταν ιδιάζουσα. Έχουν στο μεταξύ αποκτήσει άλλα δύο παιδιά. Κρίνουμε, επομένως, πως ορθά λήφθηκε υπόψη η καθυστέρηση στο σύνολο της ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής και το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση στον καθορισμό της ποινής.»

Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε ότι μετά τη διάπραξη του αδικήματος – το 1995 – οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα έχουν μετα[*141]βληθεί γιατί στο μεταξύ έχει αποκτήσει δύο δίδυμα τέκνα με μια γυναίκα με την οποία συζούσε στην Ελλάδα.  Θεωρούμε λοιπόν ότι παρά το ότι η ευθύνη για την καθυστέρηση στη δίωξη του εφεσείοντα βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο η μεταβολή – στο μεταξύ – των προσωπικών του συνθηκών λειτουργεί σε κάποιο βαθμό ως ελαφρυντικό στοιχείο. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα σ’ αυτό τον παράγοντα.

Σε πλήρη συμφωνία με το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνουμε:

Ο εφεσείων οργάνωσε και εξετέλεσε με βάση σχέδιο που ετοίμασε ο ίδιος την πλαστογραφία πληρεξουσίου εγγράφου το οποίο οδήγησε στην αποξένωση σημαντικής περιουσίας και είχε σαν αποτέλεσμα να εισπράξει και να επωφεληθεί του ποσού των £100.000.- που ήταν το προϊόν της πώλησης.  Θύμα του δεν ήταν μόνο η ανύποπτη ιδιοκτήτρια της οποίας η περιουσία αποξενώθηκε αλλά και δύο άλλα πρόσωπα από τα οποία ο εφεσείων απέσπασε μεγάλα χρηματικά ποσά. Έδρασε μεθοδικά με σχέδιο καλά οργανωμένο και εξαπάτησε σωρεία ανθρώπων, δικηγόρους, πιστοποιούντες υπαλλήλους και απλούς πολίτες, από τους οποίους απέσπασε μεγάλα χρηματικά ποσά. Εξαπάτησε επιπλέον επίσημες κρατικές υπηρεσίες όπως είναι αυτές του Κτηματολογίου. Με μεγάλη ευκολία μεταβίβασε ολόκληρη ακίνητη περιουσία κάποιας γυναίκας που βρισκόταν ανύποπτη στο Λονδίνο.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι πρόκειται για πολύ σοβαρά αδικήματα για τα οποία προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης.

Τέλος σημειώνουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη – ημερ. 28.9.92 – για το αδίκημα της κλοπής από κλειδωμένο κιβώτιο στην οποία λήφθηκαν υπόψη άλλες 41 υποθέσεις παρόμοιας φύσης αδικημάτων που αφορούσαν απόσπαση εμπορευμάτων ή χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και έκδοση ακάλυπτων επιταγών.

Παρά τις πιο πάνω επισημάνσεις μας έχουμε την άποψη πως στην επιμέτρηση της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στον παράγοντα του ρόλου τρίτων προσώπων στη διάπραξη των αδικημάτων και – όπως έχουμε ήδη αποφανθεί – δεν απέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στον παράγοντα της καθυστέρησης. Για το λόγο αυτό θεωρούμε ότι πρέπει να παρέμβουμε και να μειώσουμε την ποινή στα 8 έτη φυλάκισης στην κάθε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες. Οι ποινές να συντρέχουν.

[*142]

Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται ως ανωτέρω.

Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται. Η έφεση κατά της ποινής επιτρέπεται. Οι επιβληθείσες συντρέχουσες ποινές φυλάκισης των δέκα ετών για την πλαστογραφία και την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, μειώνονται σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ ετών.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο