Γιαννίδης Γεώργιος Ιωάννη ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 143

(2002) 2 ΑΑΔ 143

[*143]26 Aπριλίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΓΙΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7007)

 

Μαρτυρία ― Παραδεκτά γεγονότα ― Εκεί όπου υπάρχει σύγκρουση μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων υπερισχύουν τα παραδεκτά γεγονότα.

Μαρτυρία ― Αντιφατική μαρτυρία ― Οι αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία, η οποία είναι γενικά πειστική ― Αντίθετα, τέτοιες αντιφάσεις καταδείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τι θα κατέθεταν.

Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει επί των διαπιστώσεων που ανάγονται ή σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων μόνο όταν αυτές εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατες ή όταν είναι παράλογες ή αυθαίρετες ή όταν δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Μαρτυρία ― Δεκτότητα μαρτυρίας ― Μαρτυρία η οποία λαμβάνεται κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του ― Κατά πόσο τα αποτσίγαρα του κατηγορουμένου που λήφθηκαν από την Αστυνομία για να υποβληθούν σε εξέταση για τη διαπίστωση D.N.A. αποτελούσαν ή όχι αποδεκτή μαρτυρία.

Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Τότε μόνο αποκτά σημασία όταν η ίδια αυτή μαρτυρία, είναι αξιόπιστη ― Η μαρτυρία μπορεί να είναι άμεση ή και περιστατική.

[*144]Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Ψευδείς δηλώσεις κατηγορουμένου ― Αποτελούσαν ενίσχυση της μαρτυρίας συναυτουργού του κατηγορουμένου, η οποία ενέπλεκε άμεσα τον κατηγορούμενο στη διάπραξη ενόπλων ληστειών.

Μαρτυρία ― Περιστατική μαρτυρία ― Μαρτυρία για ύπαρξη γενετικού υλικού (DNA) που να συνδέει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη αδικήματος ― Δεν είναι από μόνη της καθοριστική για την ενοχή του ― Συνεκτιμούμενη όμως μαζί με άλλα περιστατικά του εγκλήματος, μπορεί σωρευτικά να οδηγήσει σε συμπέρασμα ενοχής εφόσον τα συγκεκριμένα περιστατικά δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης εκτός από την ενοχή του κατηγορουμένου.

Μαρτυρία ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τις αρχές της νομολογίας που διέπουν την προσέγγιση μαρτυρίας συναυτουργού.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 15.1 ― Διασφαλίζει το δικαίωμα για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ― Δεν σημειώθηκε παραβίαση του Άρθρου 15.1, λόγω της παραλαβής από τις ανακριτικές αρχές αποτσιγάρων του κατηγορουμένου για σκοπούς διαπίστωσης του γενετικού του υλικού.

Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του Δ. Ταντής κατηγορήθηκαν για τη διάπραξη ένοπλης ληστείας του κεντρικού καταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λεμεσό, στις 13.10.99 και στις 5.1.00. Από την πρώτη ληστεία αποκόμισαν ΛΚ57750 και από τη δεύτερη ΛΚ18546 και αριθμό ξένων χαρτονομισμάτων.  Για τη διαφυγή τους χρησιμοποίησαν αγωνιστική μοτοσικλέτα και στη συνέχεια αυτοκίνητο. Μέσα σε σύντομο χρόνο από τη διάπραξη της δεύτερης ληστείας, η αστυνομία εντόπισε στην Τριμίκλινη το αυτοκίνητο διαφυγής των δραστών. Μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκαν τεκμήρια που οδήγησαν στην εξιχνίαση των ληστειών. Ανάμεσα στα τεκμήρια που βρέθηκαν ήταν και ένα καλτσόν/κουκούλα πάνω στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό (DNA) του εφεσείοντα.

Οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν επίσης τις ακόλουθες κατηγορίες:  παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε για τη ληστεία στις 13.10.99, παράνομη μεταφορά του ιδίου όπλου, παράνομη κατοχή κυνηγετικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε για τη ληστεία στις 5.1.00, παράνομη μεταφορά του ιδίου όπλου και παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών.

[*145]Ο Δ. Ταντής παραδέχθηκε τις κατηγορίες για τη διάπραξη των ληστειών, κατηγορίες για παράνομη κατοχή και μεταφορά κυνηγετικού όπλου καθώς και κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών.  Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων μόνο στις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκαν ποινές.

Ο εφεσείων, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία και στις επτά κατηγορίες, που προσάφθηκαν εναντίον του. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων μόνο στις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες. Δεν επιβλήθηκαν ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Τα ουσιώδη γεγονότα αναφορικά με τον τρόπο που έγιναν οι ληστείες είναι παραδεκτά. Κατά στάδια, έγιναν δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης.  Ωστόσο, περιγραφή του τρόπου δράσης των ληστών, έγινε και από αριθμό μαρτύρων κατηγορίας. Μεταξύ της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων και των παραδεκτών γεγονότων, εντοπίστηκαν επουσιώδεις διαφορές.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επισήμανε ότι η νομική αρχή είναι ότι εκεί όπου υπάρχει σύγκρουση μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων υπερισχύουν τα παραδεκτά γεγονότα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Δ. Ταντή (ΜΚ 8, που ήταν ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας και ο οποίος ενέπλεξε άμεσα τον εφεσείοντα στη διάπραξη των ληστειών) ως αξιόπιστης, είναι εσφαλμένη.

2.  Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Δρα Μ. Καριόλου που ταύτισε το γενετικό υλικό του εφεσείοντος στο καλτσόν/κουκούλα που είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο που χρησιμοποίησαν οι δράστες για τη διαφυγή τους, με γενετικό υλικό που βρέθηκε σε αποτσίγαρο τσιγάρου που είχε καπνίσει ο εφεσείων μπροστά σε αστυνομικούς οι οποίοι, το παρέλαβαν ως τεκμήριο για σκοπούς εξιχνίασης της υπόθεσης αμέσως μετά την απόρριψή του σε σταχτοδοχείο.

3.  Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε και/ή δεν έλαβε υπόψη του «τον ισχυρισμό των μαρτύρων κατηγορίας, υπαλλήλων της Τράπεζας οι οποίοι μιλούν για το δράστη των λη[*146]στειών που κρατούσε όπλο και ήταν έξω από το χώρο των ταμείων και υποτίθεται πως είναι ο εφεσείων, να μιλά και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ήταν η καθαρή κυπριακή διάλεκτος».

4.  Η μαρτυρία η οποία ανάγεται στον τρόπο λήψης των αποτσίγαρων για σκοπούς ανίχνευσης γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντος είναι αποτέλεσμα παγίδευσης του από τους αστυνομικούς και λήφθηκε κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 15.1 του Συντάγματος, και δεν έπρεπε να είχε γίνει αποδεχτή.

5.  Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα θεώρησε ότι το ψέμα του εφεσείοντος αναφορικά με την ώρα που ξεκίνησαν και διακινήθηκαν το πρωί στις 5.1.00 αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία και υποδηλοί ενοχή του εφεσείοντος.

     Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού ανέλυσε τις νομικές αρχές που εμφαίνονται ικανοποιητικά στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις, κατέληξε ότι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως ο εφεσείων ήταν χωρίς αμφιβολία ο ένας από τους δύο δράστες των ληστειών, είναι ορθό.  Αποφάνθηκε δε ότι: η μαρτυρία του Δ. Ταντή ενισχυμένη από άλλη ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία, οδηγεί σ’ αυτό και μόνο το συμπέρασμα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,

Αντρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498,

Κ.Ο.Τ. ν. Πάμπου Χαραλάμπους (2000) 2 Α.Α.Δ. 186,

Demetriou v. The Republic (1961) C.L.R. 309,

Saad a.ο. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106,

Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,

Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390,

[*147]Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,

Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Shioukouroglou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,

Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,

Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

R. v. Sang [1979] 2 All E.R. 1222,

D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. (H.L.) 729,

D.P.P. v. Hester [1973] A.C. (H.L.) 296,

Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34,

Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 571,

Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 824/2000), ημερομηνίας 27/10/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για διάπραξη ληστειών, παράνομη κατοχή και μεταφορά κυνη[*148]γετικού όπλου και κατοχή εκρηκτικών υλών και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων μόνο στις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες.

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κυριακίδου, Ε. Παπαγαπίου και Γ. Βλάμης, για την Εφεσίβλητη.

Ο εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κεντρικό κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας στη Λεμεσό, υπήρξε στόχος δύο ένοπλων ληστειών που διαπράχθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα η μία από την άλλη. Η πρώτη ληστεία έγινε στις 13.10.99 και οι ληστές αποκόμισαν ΛΚ57750. Η δεύτερη, διαπράχθηκε στις 5.1.00 και οι ληστές πήραν μαζί τους ΛΚ18546 και αριθμό ξένων χαρτονομισμάτων.  Σε κάθε περίπτωση, οι δράστες ήταν δύο και ο τρόπος δράσης σχεδόν ταυτόσημος. Για τη διαφυγή τους χρησιμοποίησαν αγωνιστική μοτοσικλέτα και στη συνέχεια αυτοκίνητο. Μέσα σε σύντομο χρόνο από τη διάπραξη της δεύτερης ληστείας, η αστυνομία εντόπισε στην Τριμίκλινη το αυτοκίνητο διαφυγής των δραστών. Μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκαν τεκμήρια που οδήγησαν  στην εξιχνίαση των ληστειών. Ανάμεσα στα τεκμήρια που βρέθηκαν ήταν και ένα καλτσόν/κουκούλα πάνω στο οποίο εντοπίστηκε γενετικό υλικό (DNA) του εφεσείοντα.

Οι υποψίες της αστυνομίας με βάση τα στοιχεία, επικεντρώθηκαν σε τέσσερα πρόσωπα. Θεωρήθηκαν ύποπτοι για τη διάπραξη των δύο ληστειών, ο εφεσείων και κάποιος Δημήτρης Ταντής. Οι εν διαστάσει γονείς του Δημήτρη Ταντή θεωρήθηκαν ύποπτοι για συνέργεια των ληστών και κλεπταποδοχή. Εναντίον όλων, ασκήθηκε ποινική δίωξη. Ο Δημήτρης Ταντής παραδέχθηκε τις δύο κατηγορίες για τη διάπραξη των ληστειών,  κατηγορίες για παράνομη κατοχή και μεταφορά κυνηγετικού όπλου καθώς και κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών. Καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων μόνο στις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες.  Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκαν ποινές.

Η Χρυσάνθη Μιχαήλ, μητέρα του Δημήτρη Ταντή, κατόπιν παραδοχής, κρίθηκε ένοχη για συνέργεια μετά τη διάπραξη του αδικήματος της ληστείας και για κλεπταποδοχή προϊόντος της ληστείας ήτοι, ποσού ΛΚ3000. Αυτή καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 και 15 μηνών αντίστοιχα.  Ο Μηνάς Ταντής, πατέρας του Δημήτρη Ταντή, ύστερα από καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης, απαλλάχθηκε όλων των κατηγοριών που αντιμετώπισε για την υπόθεση των ληστειών.

Ο εφεσείων, κατόπιν ακρόασης, κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία και στις επτά κατηγορίες* που προσάφθηκαν εναντίον του. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων μόνο στις κατηγορίες για τις ένοπλες ληστείες. Δεν επιβλήθηκαν ποινές στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Η έφεση στρέφεται  εναντίον της καταδίκης. Αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται η ανατροπή της.

Τα ουσιώδη γεγονότα αναφορικά με τον τρόπο που έγιναν οι ληστείες είναι παραδεκτά. κατά στάδια, έγιναν δηλώσεις παραδεκτών γεγονότων αναφορικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης.  Ωστόσο, περιγραφή του τρόπου δράσης των ληστών, έγινε και από αριθμό μαρτύρων κατηγορίας. Μεταξύ της μαρτυρίας των εν λόγω μαρτύρων και των παραδεκτών γεγονότων, εντοπίστηκαν επουσιώδεις διαφορές. Όπως ορθά επισημαίνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, η νομική αρχή είναι ότι εκεί όπου υπάρχει σύγκρουση μαρτυρίας και παραδεκτών γεγονότων υπερισχύουν τα παραδεκτά γεγονότα. Βλ. Ευριπίδης Ανδρέα Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, Ανδρέας Μ. Ανδρέα κ.ά. ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498 και ΚΟΤ ν. Πάμπου Χαραλάμπους (2000) 2 Α.Α.Δ. 186, 603.

Οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τα γεγονότα, στη βάση των οποίων θεμελιώθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα σύμφωνα με την ετυμηγορία της πλειοψηφίας, παρατίθενται:

[*150]«1)   Ο 2ος κατηγορούμενος κατάγεται από την Γεωργία. Είναι αρραβωνιασμένος με την Χριστοθέα Χάρπα από την Λάρνακα. Μετανάστευσε μαζί με την οικογένεια του από την Γεωργία στην Ελλάδα το 1980 όπου και παρέμεινε μέχρι το 1995. Αφίχθηκε στην Κύπρο στις 26.10.95. Η πρώην κατηγορούμενη 3 (Μ.Κ.24) είναι μητέρα του πρώην κατηγορούμενου 1 (Μκ.Κ.8) και πρώην σύζυγος του πρώην κατηγορούμενου 4 ο οποίος είναι πατέρας του πρώην κατηγορούμενου 1.

2) Το κεντρικό κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας βρίσκεται στην οδό Αθηνών και Ν. Ξιούτα στη Λεμεσό. Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, μεσοπάτωμα και ακόμα έναν όροφο.  Στο ισόγειο (στο οποίο έλαβαν χώρα οι δύο ληστείες) βρίσκονται τα ταμεία εξυπηρέτησης πελατών. Στο μεσοπάτωμα βρίσκονται τα εμπορικά τμήματα, έγγραφα και πιστώσεις. Το ισόγειο αποτελείται από ένα μεγάλο χώρο ο οποίος χωρίζεται με πάγκο από μπετόν αρμέ (βλ. σχεδιάγραμμα Τεκμήριο 13 και φωτογραφίες 3-7 του Τεκμηρίου 1). Πίσω από τον πάγκο βρίσκονται τα ταμεία και πιο πίσω τα γραφεία του υπόλοιπου προσωπικού· στις δύο άκρες του πάγκου υπάρχουν ανοίγματα που χρησιμοποιούνται κυρίως από το προσωπικό.

3) Ακριβώς στη γωνιά των οδών Αθηνών και Ν. Ξιούτα βρίσκεται η κεντρική είσοδος η οποία είναι δίφυλλη (βλ. φωτογραφίες 3 και 4 του Τεκμηρίου 1). Αυτή είναι στεγασμένη και μπροστά καλύπτεται από τοίχο κατά τρόπο ώστε οι πελάτες να εισέρχονται και εξέρχονται στην τράπεζα από και προς τις δύο οδούς. Το προσωπικό της τράπεζας αποτελείται από 65 περίπου άτομα, από τα οποία τα 30 εργάζονται στο ισόγειο.

4) Στις 13.10.99 περί την 10.30 π.μ. ενώ στο χώρο των πελατών βρίσκονταν 5-6 πελάτες εισήλθαν από την κυρία είσοδο δύο άγνωστα τότε πρόσωπα που φορούσαν κράνη μοτοσικλετιστών και προσωπίδες τα οποία διέπραξαν ένοπλη ληστεία στην εν λόγω τράπεζα. Ο ένας από τους δύο ληστές παρέμεινε έξω από τον πάγκο των ταμείων, ο δεύτερος εισήλθε από το αριστερό άνοιγμα του πάγκου μέσα στο χώρο των ταμείων από τα οποία έκλεψε χρήματα τα οποία τοποθέτησε σε τσάντα που κρατούσε.  Στη συνέχεια αυτός βγήκε από το δυτικό άνοιγμα του πάγκου, κατευθύνθηκε προς την έξοδο και ακολουθούμενος από το άλλο πρόσωπο που παρέμεινε έξω από τον πάγκο, βγήκαν από την τράπεζα. Επιβιβάστηκαν τότε σε αγωνιστική μοτοσικλέτα που βρισκόταν σταθμευμένη παρά την είσοδο της τράπεζας και εξαφανίστηκαν. Η όλη επιχείρηση των δραστών διήρκεσε περί τα [*151]δύο λεπτά. Στο μεταξύ η Ριάνα Αγγελίδου, υπάλληλος της τράπεζας που αντιλήφθηκε τους δράστες, τηλεφώνησε στην Αστυνομία όπου το τηλεφώνημα πήρε ο υπαστυνόμος Α. Παναγιώτου. Την ίδια ώρα η Λένια Γεωργίου που εργάζεται απέναντι στο Κτηματολόγιο, τηλεφώνησε και αυτή στην Αστυνομία. Σχεδόν ταυτόχρονα κτύπησε και το σύστημα συναγερμού της τράπεζας. Αμέσως ειδοποιήθηκαν το ΤΑΕ Λεμεσού, όλοι οι τοπικοί αστυνομικοί σταθμοί, το Αρχηγείο Αστυνομίας και τα περιπολικά. Ο Υπαστυνόμος Ν. Σοφοκλέους κατά τη διάρκεια ερευνών και εξετάσεων προς εντοπισμό μοτοσικλέτας στις 13.10.99 και ώρα 12.05 περίπου εντόπισε την μοτοσικλέτα που φαίνεται στο Τεκμήριο 1 στη πάροδο της οδού Κώστα Χαράκη στην Λεμεσό. Η πάροδος αυτή απέχει περίπου 1 χιλιόμετρο από την Τράπεζα σε βάρος της οποίας διαπράχθηκε ληστεία.

5) Οι φωτογραφίες του Τεκμηρίου 1 που σχετίζονται με την μοτοσικλέτα έχουν ληφθεί στην εν λόγω οδό μετά τον εντοπισμό της μοτοσικλέτας. Αναφορικά με την εν λόγω μοτοσικλέτα έγιναν επιστημονικές έρευνες από τις οποίες όμως δεν προέκυψε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό για τον κατηγορούμενο. Η ληστεία είχε μείνει ανεξιχνίαστη μέχρι τις 5.1.00.

6) Στις 5.1.2000 και ώρα 9.02 π.μ. διαπράχθηκε δεύτερη ένοπλη ληστεία στο ίδιο κατάστημα της Λαϊκής Τράπεζας που περιγράφεται πιο πάνω και ουσιαστικά με τον ίδιο τρόπο όπως και την προηγούμενη φορά. Συγκεκριμένα κατά την πιο πάνω ημερομηνία και ώρα και ενώ στο χώρο πελατών βρίσκονταν 3-4 πελάτες και η όλη εργασία διεξαγόταν ομαλά, εισήλθαν από την κυρία είσοδο δύο άγνωστα τότε πρόσωπα που φορούσαν κράνη μοτοσικλετιστών. Είναι εύρημά μας ότι ο οπλοφόρος που στεκόταν στο χώρο των πελατών και φορούσε κράνος του οποίου το χρώμα είχε σαν βάση το άσπρο (Τεκμήριο 30) ήταν ο κατηγορούμενος, ο δε άλλος ληστής που ήταν μέσα από τα ταμεία και μάζευε τα χρήματα και φορούσε κράνος χρώματος βασικά μαύρου (Τεκμήριο 31) ήταν ο Μ.Κ.8 Δημήτρης Ταντής που παραδέχθηκε ήδη ενοχή. Ο Μ.Κ.8 ο οποίος κρατούσε στρατιωτική τσάντα παραλλαγής (Τεκμήριο 33), προχώρησε στα ταμεία και έκλεψε χρήματα. Ο κατηγορούμενος που παρέμεινε έξω από τον πάγκο κρατούσε όπλο (Τεκμήριο 37) και πηγαινοερχόταν μπροστά από τον πάγκο των ταμείων κρατώντας τους πελάτες και τους υπαλλήλους ακινητοποιημένους. Αφού πήραν τα χρήματα εξήλθαν της τράπεζας και επιβιβάστηκαν σε αγωνιστική μοτοσικλέτα που είχαν σταθμευμένη έξω από την είσοδο στην οδό Αθηνών και πήγαν αρχικά την πολυκατοικία OCEANIC στην οδό Αυ[*152]γούστας Θεοδώρας παρά την παραλία όπου τους περίμενε με το Ζ αυτοκίνητο η Μ.Κ.24 και αφού τους έβαλε στο καπό του αυτοκινήτου τους μετέφερε σε άλλη παρακείμενη πολυκατοικία όπου άφησαν τον κατηγορούμενο για να πάρει το δικό του TROOPER αυτοκίνητο, οι δε Μ.Κ.8 και Μ.Κ.24 με το Ζ αυτοκίνητο επέστρεψαν στην Τριμίκλινη. Στο μεταξύ ειδοποιήθηκε η Αστυνομία και αφού επισκέφθηκαν την τράπεζα απέκοψαν τη σκηνή και άρχισαν εξετάσεις.

7) Το βράδυ της 5.1.00 και περί ώρα 9.30 η Αστυνομία (Μ.Κ.10) εντόπισε στην Τριμίκλινη παρά το κατάστημα που διατηρούσε τότε η Χρυσάνθη Μιχαήλ (Μ.Κ.24) το αυτοκίνητο ΖΕΖΖ563 το οποίο όμως μπροστά δεν είχε αριθμό εγγραφής και το οποίο ήταν κλειδωμένο. Από τη στιγμή αυτή άρχισε η φρούρηση του αυτοκινήτου μέχρι και τις 00.50 ώρα της 6.1.00 όταν έφθασαν στο μέρος το κλιμάκιο του ΤΑΕ (κ. Α. Καρυόλαιμος και κ. Γ. Πετρή) από τις Πλάτρες. Ο Υπαστυνόμος Γ. Πετρή (Μ.Κ.9) που έφθασε στο μέρος με φως φαναριού εντόπισε στο πίσω κάθισμα κάποια ρούχα και μία μαύρη κουκούλα και έδωσε οδηγίες για συνέχιση της φρούρησης του αυτοκινήτου.  Το αυτοκίνητο αυτό το είχε ενοικιάσει η Χρυσάνθη Μιχαήλ και το χρησιμοποιούσε ο γιός της Δημήτρης Ταντής.  Το αυτοκίνητο σφραγίστηκε και μεταφέρθηκε με ρυμουλκό από την Τριμίκλινη και με τη συνοδεία του Υπ. Γ.Πετρή στην Αστυνομία στις 2:25 ώρα της 6.1.00 και το παράλαβε στις 3:20 ώρα της ίδιας μέρας ο Μ.Κ.5 Λοχίας 347. Ανοίχθηκε αρχικά στις 6.1.00 το πρωί (βλέπε μαρτυρία Ν. Κερίμη και φωτογραφίες 1-8 του Τεκμ. 3) στην παρουσία του Δημήτρη Ταντή (Μ.Κ.8) και όχι του κατηγορούμενου. Στη συνέχεια ξανασφραγίστηκε και ανοίχθηκε ξανά (αφού πρώτα φωτογραφήθηκε από το Μ.Κ.1) στις 7.1.00 το απόγευμα πάντοτε στην απουσία του κατηγορούμενου αλλά στην παρουσία του Δημήτρη Ταντή. Παρόντες ήσαν ο Υπ. Ν. Κερίμης (Μ.Κ.11), Αναπλ. Υπ. Γ. Γεωργίου (Μ.Κ.27) εξεταστής της υπόθεσης, ο Λοχ. 347 (Μ.Κ.5), Λοχ. 4526 (Μ.Κ.1) και Αστ. 837 (Μ.Κ.2).  Σε αυτό ανευρέθηκαν διάφορα τεκμήρια, μεταξύ των οποίων η κουκούλα (Τεκμήριο 26), δύο κράνη (Τεκμήρια 30 και 31), ένα σακάκι μαύρο (Τεκμήριο 34), ένα σακάκι μοβ (Τεκμήριο 35), ένα όπλο (Τεκμήριο 37), καλτσόν με τρύπες σε στυλ κουκούλας (Τεκμήριο 38) τα οποία στάληκαν για σχετικές εξετάσεις. Τα εν λόγω αντικείμενα που βρέθηκαν στο χώρο αποσκευών του Ζ αυτοκινήτου και που ήσαν μέσα σε δύο τσάντες (Τεκμήριο 29 η μπλε και Τεκμήριο 33 η τσάντα παραλλαγής) φαίνονται και στις φωτογραφίες αρ. 42-57 του Τεκμηρίου 4. Στις φωτογραφίες 60-63 του ιδίου Τεκμηρίου φαίνονται τα αντικείμενα που βρέθηκαν στα πισινά [*153]καθίσματα και πάτωμα του εν λόγω αυτοκινήτου.

8) Αποτελεί κοινό έδαφος και εύρημα μας ότι το πρωί της 5.1.00 ο κατηγορούμενος με το αυτοκίνητο του ISUZU TROOPER ABA468 μετέφερε τους Δημήτρη Ταντή (Μ.Κ.8), μητέρα του Χρυσάνθη (Μ.Κ.24) και Μιχαήλ Μιχαήλ (Μ.Κ.30) στην Τριμίκλινη.

9) Είναι περαιτέρω εύρημά μας από τη μαρτυρία όπως την έχουμε αποδεχθεί ότι στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πήγε στη Λεμεσό με το δικό του αυτοκίνητο και ο Δημήτρης Ταντής με τη μητέρα του με το αυτοκίνητο Ζ όπου συναντήθηκαν και διέπραξαν την ληστεία της 5.1.00 κάτω από τις συνθήκες που ισχυρίσθηκε ο Δημήτρης Ταντής και η μητέρα του και απορρίπτουμε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι τους άφησε απλώς εκεί στην Τριμίκλινη και αφού έμεινε για λίγο βοηθώντας την Μ.Κ.24 στο μαγαζί της ψώνισε από διπλανό σούπερμαρκετ και επέστρεψε στις Πλάτρες.

10)  Στο καλτσόν τύπου κουκούλας (Τεκμήριο 38) που είχε βρεθεί μέσα στο εν λόγω αυτοκίνητο και συγκεκριμένα μέσα στη στρατιωτική τσάντα (Τεκμήριο 33) που ήταν μέσα στο χώρο αποσκευών, έχει ανευρεθεί γενετικό υλικό (DNA) του κατηγορουμένου όπως με λεπτομέρεια αναφέραμε πιο πάνω.

11)  Τόσο η μοτοσικλέτα που χρησιμοποιήθηκε κατά την πρώτη ληστεία (βλέπε φωτογραφίες 18-28 του Τεκμηρίου 1) όσο και αυτή της δεύτερης ληστείας (φωτογραφίες 11-41 του Τεκμηρίου 2) κλάπηκαν από κατάστημα που βρισκόταν στο δρόμο Λάρνακας Δεκέλειας μεταξύ των ωρών 20:20 της 28.9.99 και 7:30 π.μ. της 29.9.99.

12)  Από την πρώτη ληστεία στις 13.10.99 έχει κλαπεί το ποσό των £57,750 από τους δύο δράστες της ληστείας, όπως διαλαμβάνεται και στην 1η κατηγορία. Δεν έχει ανευρεθεί οιοδήποτε ποσό.

13) Από την δεύτερη ληστεία στις 5.1.00 έχει κλαπεί το ποσό των £18,546, 4,610 Αγγλικές Στερλίνες, 2,662 Δολάρια Αμερικής, 420 Γερμανικά Μάρκα, 3,000 Βελγικά Φράγκα και 85,900 δραχμές, όπως διαλαμβάνεται και στην 6η κατηγορία.  Βρέθηκαν τα ποσά των Τεκμηρίων 17, 17Α  και 18 στην κατοχή του Μ.Κ.8 (υποστατικά του πατέρα του στη Λάρνακα) όλα περίπου Λκ18,000 πλέον ΛΚ3,000 σε ξένο νόμισμα.

[*154]14) Για τη 2η ληστεία είχαν συλληφθεί ως ύποπτοι το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Δημήτρης Ταντής (Μ.Κ.8), η μητέρα του Χρυσάνθη Μιχαήλ (Μ.Κ.24), ο ξάδελφος του Μιχάλης Μιχαήλ (Μ.Κ.30) και ο κατηγορούμενος. Οι Μ.Κ.8 και Μ.Κ.30 συνελήφθηκαν στην Τριμίκλινη, ο δε κατηγορούμενος και η Μ.Κ.24 στο διαμέρισμα των Πλατρών. Ο κατηγορούμενος κατά τη σύλληψή του που ήταν με βάση δικαστικό ένταλμα αφού του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο απάντησε «δεν έκαμα τίποτε».

15) Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε κατά τις δύο ληστείες είναι το ΔΟΚΟ (Τεκμ. 37) με κομμένες κάννες και κοντάκι και το κρατούσε κατά τις δύο ληστείες ο 2ος κατηγορούμενος. Το όπλο αυτό σύμφωνα με παραδεκτά γεγονότα (βλέπε Τεκμήριο 12) είναι σε καλή και χρησιμοποιήσιμη κατάσταση όπως είναι και τα 7 πλήρη φυσίγγια (Τεκμήριο 44) που είχαν επίσης βρεθεί μέσα στο ΖΕΖΖ563 αυτοκίνητο μαζί με το όπλο. Το όπλο είχε κλαπεί από το κατάστημα του Φρίξου Θεοδούλου (Μ.Κ.18) από τη Λευκωσία περί τις 19:20 ώρα της 30.9.99, έτσι, που η ύπαρξη και χρήση του ήταν δυνατή και κατά την πρώτη ληστεία όπως ήταν ο ισχυρισμός του Μ.Κ.8.»

Οι λόγοι έφεσης 1-6 έχουν ως αντικείμενο την εκτίμηση της μαρτυρίας του Δημήτρη Ταντή (ΜΚ8) και την αξιολόγησή της από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστης.

Ο Δημήτρης Ταντής ο οποίος, καθώς έχει ειπωθεί, καταδικάστηκε για τις δύο ληστείες σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, ήταν ένας από τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας. Ήταν ο μάρτυρας που ενέπλεξε άμεσα τον εφεσείοντα στη διάπραξη των ληστειών.  Ο εν λόγω μάρτυρας περιέγραψε τις καλές φιλικές/οικογενειακές σχέσεις που διατηρούσε με τον εφεσείοντα και αναφέρθηκε στις συνθήκες κάτω από τις οποίες ο εφεσείων τον έπεισε να ληστέψουν Τράπεζα στη Λεμεσό. Περιέγραψε τις προπαρασκευαστικές τους ενέργειες και μίλησε για την εμπλοκή και το ρόλο της μητέρας του Χρυσάνθης στο έγκλημα.  Κατέθεσε για τη δράση τους κατά τη διάπραξη των ληστειών και τη διαφυγή τους από τη σκηνή του εγκλήματος.  Κατέθεσε επίσης ότι ο εφεσείων κατά τη διάπραξη των ληστειών, κρατούσε το δίκαννο κυνηγετικό με τις κομμένες κάννες και ότι φορούσε, και στις δύο περιπτώσεις, γάντια και σκούρα κουκούλα στο πρόσωπο.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο, λανθασμένα αποφάσισε ότι η μαρτυρία του Δ. Ταντή είναι κατά βάση αξιόπιστη, τη στιγμή που το ίδιο το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε [*155]πληθώρα αντιφάσεων όχι μόνο αυτών που μνημονεύονται στην απόφαση αλλά και άλλων που δεν αναφέρονται στην απόφαση. Λέγει ο εφεσείων ότι πρόκειται περί ουσιωδών αντιφάσεων και όχι επουσιωδών όπως εσφαλμένα εκτιμά το δικαστήριο. Διατείνεται, πως μόνο ο αριθμός των αντιφάσεων που απαριθμούνται στην απόφαση, είναι τέτοιος που δεν άφηνε άλλη επιλογή  στο Κακουργιοδικείο εκτός από την απόρριψη της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα ως αναξιόπιστης.

Το Κακουργιοδικείο, υπό το φως και της υπόλοιπης μαρτυρίας και με ορθή αναφορά στις αρχές και αυθεντίες που διέπουν το θέμα της αξιολόγησης μαρτυρίας συνενόχου (accomplice) και του τρόπου με τον οποίο το δικαστήριο προσεγγίζει και χρησιμοποιεί μια τέτοια μαρτυρία, εξέτασε ενδελεχώς αλλά και με υποψία, τη μαρτυρία του συγκεκριμένου μάρτυρα και κατέληξε σε ανάλογα συμπεράσματα. Βλ. Lazaris Demetriou v. The Republic (1961) C.L.R. 309, Saad and Another v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 106, Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, Καύκαρος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.

Στη μαρτυρία του Δημήτρη Ταντή υπάρχουν πράγματι  αντιφάσεις. Οι πλείστες καταγράφονται στην απόφαση όπου γίνονται ανάλογα σχόλια και εκτιμήσεις. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε επιμελώς κατά πόσο οι αντιφάσεις ήταν τέτοιες που θα επηρέαζαν την πειστικότητα του μάρτυρα. Η κατάληξη ήταν πως όλες οι αντιφάσεις αφορούσαν λεπτομέρειες και όχι ουσιώδη γεγονότα. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα που παρατίθενται στην απόφαση, προκειμένου να καταδειχθεί ότι οι αντιφάσεις ήταν πραγματικά τόσο επουσιώδεις ώστε άφηναν αλώβητη την πειστικότητα του μάρτυρα. Οι αντιφάσεις για να οδηγούν σε απόρριψη της μαρτυρίας πρέπει να είναι ουσιώδεις δηλαδή, να είναι «τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που καθίσταται επικίνδυνη ή άδικη η αποδοχή της από το δικαστήριο». Βλ. Χρίστος Σ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390. Η νομολογία δέχεται πως οι αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία η οποία, είναι γενικά πειστική· αντίθετα, τέτοιες αντιφάσεις καταδείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τί θα κατέθεταν. Βλ. Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76 και Ιερόθεος Χριστοδούλου, άλλως ΡΟΠΑΣ ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 628.

Το Κακουργιοδικείο, εκτός από αντιφάσεις στην όλη μαρτυρία και ιδιαίτερα τη μαρτυρία των μαρτύρων Δ. Ταντή (ΜΚ8) [*156]και Χρυσάνθης Μιχαήλ (ΜΚ24), εντόπισε κενά στη μαρτυρία του Δ. Ταντή καθώς και αντιφάσεις μεταξύ της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα και της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία.  Το Κακουργιοδικείο, ασχολήθηκε ενδελεχώς με τις αδυναμίες  της μαρτυρίας και χωρίς να είχε διαφύγει της προσοχής του η ιδιότητα του Δημήτρη Ταντή (ΜΚ8) ως συνενόχου, στάθμισε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν κατά βάση αξιόπιστη. Βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172 και Πουτζιουρής και άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309.

Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ’  εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των μαρτύρων την ώρα που καταθέτουν.  Το Εφετείο επεμβαίνει επί των διαπιστώσεων που ανάγονται ή σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων μόνο όταν αυτές εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατες ή όταν είναι παράλογες ή αυθαίρετες ή όταν δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Βλ. Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Iordanis Pavlou Shioukiouroglou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 39, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41. Στην προκείμενη περίπτωση, η μαρτυρία αξιολογήθηκε στο σύνολό της και σε συνάρτηση προς άλλους σχετικούς παράγοντες και στοιχεία της υπόθεσης. Οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν συνιστούν αποσπασματικές αναφορές σε επουσιώδη γεγονότα που δεν πλήττουν με οποιοδήποτε τρόπο το βασικό κορμό της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη. Εξετάσαμε όσα εν προκειμένω έθεσε υπόψη μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα πλην όμως δεν έχουμε διαπιστώσει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη δική μας επέμβαση προς ανατροπή της κατάληξης ότι η μαρτυρία του Δ. Ταντή είναι κατά βάση αξιόπιστη. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1-6 κρίνονται ως ανεδαφικοί.

Το Κακουργιοδικείο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Δ. Ταντή ήταν κατά βάση αξιόπιστη, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία. Τέτοια μαρτυρία, εντοπίστηκε στην ύπαρξη γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντα στο καλτσόν/κουκούλα που είχε βρεθεί στο αυτοκίνητο υπ’ αριθμ. εγγραφής ΖΕΖΖ 563 που χρησιμοποίησαν οι δράστες για τη διαφυγή τους μετά τη διάπραξη της ληστείας και βρέθηκε κλειδωμένο στην Τριμίκλινη. Οι επιστημονικές εξετάσεις που οδήγησαν στην ανεύρεση του γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντα στο καλτσόν, έγιναν από τον Δρα Μάριο Καριόλου του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετι[*157]κής. Το γενετικό αυτό υλικό, ταυτίστηκε επιστημονικά με το γενετικό υλικό που βρέθηκε σε αποτσίγαρο τσιγάρου που είχε καπνίσει ο εφεσείων μπροστά σε αστυνομικούς οι οποίοι, το παρέλαβαν ως τεκμήριο για σκοπούς εξιχνίασης της υπόθεσης αμέσως μετά την απόρριψή του σε σταχτοδοχείο.

Ο εφεσείων λέγει στην έφεσή του (λόγος έφεσης αρ. 7) ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του κ. Καριόλου αναφορικά με το DNA του εφεσείοντα. Προβάλλει ως αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης ότι ο κ. Καριόλου «ανέφερε στη μαρτυρία του ότι είχε στη διάθεσή του δύο τεκμήρια για να ανιχνεύσει DNA και τούτα ήταν τρία αποτσίγαρα και ένα μπουκαλάκι που περιείχε έξι ελαιοπυρήνες. Έκανε εξετάσεις εις τα αποτσίγαρα αλλά δεν προέβη σε καμιά εξέταση αναφορικά με τους ελαιοπυρήνες αφού τούτο ήταν αχρείαστο για το λόγο ότι ήδη επείσθη πως το DNA ανήκε εις τον εφεσείοντα διότι ήδη το σύγκρινε με το DNA της μητέρας του εφεσείοντα. Ο μάρτυρας αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη δική του μαρτυρία η οποία περιέχεται στην έκθεση που ετοίμασε και αποτελεί τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου με βάση την οποία φαίνεται ότι η ανάλυση δείγματος αίματος από τη μητέρα του ελήφθη πολύ αργότερα δηλαδή μια βδομάδα περίπου οπόταν ήταν αδύνατο να ευσταθήσει αυτός ο ισχυρισμός». 

Ο λόγος έφεσης αρ. 7 είναι ανεδαφικός. Προκύπτει από τη μαρτυρία του κ. Καριόλου ότι οι εξετάσεις πάνω στα αποτσίγαρα έγιναν στις 18.1.00 και στο δείγμα αίματος της μητέρας του εφεσείοντα στις 3.2.00. Η ταύτιση του γενετικού υλικού που βρέθηκε στα αποτσίγαρα με εκείνο του αίματος της μητέρας του εφεσείοντα κατέστησε αχρείαστη την εξέταση των ελαιοπυρήνων. Δεν έχουμε διαπιστώσει οποιαδήποτε διάσταση ή αντινομία του μέρους αυτού της μαρτυρίας του κ. Καριόλου προς το περιεχόμενο της έκθεσης που ετοίμασε.

Ο εφεσείων υποβάλλει (λόγος έφεσης αρ. 8) ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν αποδέχθηκε και/ή δεν έλαβε υπόψη του «τον ισχυρισμό των μαρτύρων κατηγορίας, υπαλλήλων της Τράπεζας οι οποίοι μιλούν για το δράστη των ληστειών που κρατούσε όπλο και ήταν έξω από το χώρο των ταμείων και υποτίθεται πως είναι ο εφεσείων, να μιλά και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ήταν η καθαρή κυπριακή διάλεκτος». Είναι εν προκειμένω η θέση του εφεσείοντα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι οι εν λόγω μάρτυρες δυνατό να μη αντιλήφθηκαν επαρκώς τη γλώσσα που μιλούσε το εν λόγω πρόσωπο επειδή αυτοί ήταν τρομαγμένοι και συγχυσμένοι και ότι η διάρκεια του επει[*158]σοδίου ήταν μόνο δύο λεπτά είναι εσφαλμένο.

Το Δικαστήριο, ενόψει των ταλαντεύσεων των υπαλλήλων της Τράπεζας αναφορικά με την προφορά/διάλεκτο των λιγοστών φράσεων του ληστή που κρατούσε το όπλο, έκρινε πως δεν έπρεπε να αποδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία τους αναφορικά με το θέμα της προφοράς/διαλέκτου και άφησε να κριθεί το όλο θέμα με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία. Το σκεπτικό γι’ αυτή την κατάληξη παρατίθεται:

«Είμαστε της γνώμης ότι ενόψει και του πολύ συντόμου των φράσεων που έχουν αναφερθεί είναι ανασφαλές να καταλήξει ένας με βεβαιότητα ότι λέχθηκαν είτε με κυπριακή, είτε με ελληνική προφορά. Σίγουρα δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι ο ένας από τους ληστές ήταν Ελληνοπόντιος ή Ρωσοπόντιος. Από την άλλη ούτε μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα που να αποκλείει ένα αλλοδαπό, ιδιαίτερα αν γνωρίζει έστω και λίγα ελληνικά, από του να είναι ο ένας από τους ληστές.  Επομένως η μαρτυρία των τραπεζικών υπαλλήλων στο θέμα αναγνώρισης εθνικότητας του οπλοφόρου ληστή δεν βοηθά άμεσα την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής και το όλο θέμα παραμένει να αποφασιστεί με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή του Μ.Κ.8 Δημήτρη Ταντή.»

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα. Έχουμε τη γνώμη πως η ποιότητα της μαρτυρίας επί του συγκεκριμένου θέματος δεν επέτρεπε στο Κακουργιοδικείο να προβεί σε διαπιστώσεις καθοριστικές της διαλέκτου/προφοράς που χρησιμοποίησε ο οπλοφόρος ληστής κατά τον κρίσιμο χρόνο και συνεπώς καταλήγουμε πως ούτε αυτός ο λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει.

Ο λόγος έφεσης αρ. 9 έχει ως αντικείμενο τη δεχτότητα μαρτυρίας η οποία ανάγεται στον τρόπο λήψης των ελαιοπυρήνων και αποτσίγαρων για σκοπούς ανίχνευσης γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι η λήψη των συγκεκριμένων τεκμηρίων έγινε κατορθωτή ύστερα από παγίδευση του εφεσείοντα από τους αστυνομικούς και κατά παράβαση των άρθρων 8 και 15.1 του Συντάγματος. Λέγει συναφώς ο εφεσείων ότι οι ανακριτές είχαν προσχεδιάσει τη συλλογή των τεκμηρίων και ότι μεθόδευσαν εκ των προτέρων τον τρόπο παραλαβής και φύλαξης των εν λόγω τεκμηρίων.

Μαρτυρία η οποία λαμβάνεται κατά παράβαση των συνταγματι[*159]κών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του.  Πρόκειται για μαρτυρία παρανόμως ληφθείσα η οποία αυτομάτως αποκλείεται και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Βλ. ενδεικτικά Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37, David Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, είχε καπνίσει στον αστυνομικό σταθμό τρία τσιγάρα και άφησε τα αποτσίγαρα στο καθαρό σταχτοδοχείο από το οποίο οι αστυνομικοί τα παρέλαβαν στη συνέχεια. Όπως ορθά παρατηρεί το δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, το δικαίωμα του κατηγορουμένου που διασφαλίζεται από το άρθρο 15.1 του Συντάγματος για «ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή» δεν επεκτείνεται στα αποτσίγαρα των τσιγάρων που κάπνισε. Αλλά και αν ακόμα είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, η εγκατάλειψή τους στο σταχτοδοχείο χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη πρόθεσης ότι τα διεκδικεί, λογικά θεωρείται ότι εγκατέλειψε κάθε δικαίωμα επί των εν λόγω αντικειμένων.

Ο ισχυρισμός για παραβίαση του άρθρου 8 του Συντάγματος που προβλέπει ότι «Ουδείς υποβάλλεται εις βασανιστήρια ή εις απάνθρωπον ή ταπεινωτικήν τιμωρίαν ή μεταχείρισιν» είναι κατά τη γνώμη μας παντελώς ανεδαφικός.  Ο τρόπος με τον οποίον ενήργησαν οι αστυνομικοί κατά την παραλαβή των τεκμηρίων δεν ήταν νομικά επιλήψιμος. Οι αστυνομικοί δεν έπραξαν ο,τιδήποτε που να συνιστά ταπεινωτική μεταχείριση του εφεσείοντα όπως έχει βασικά διαμορφώσει το παράπονό του ο εφεσείων ούτε βέβαια, συνιστά παραβίαση οποιουδήποτε άλλου συνταγματικού δικαιώματος.

Το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στην R. v. Sang [1979] 2 All E.R. 1222, που εκτενώς μνημονεύεται στην David Parris v. Δημοκρατίας (ανωτέρω), εξέτασε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί εξαπάτησης του από τους αστυνομικούς προκειμένου οι τελευταίοι να επιτύχουν λήψη των αποτσίγαρων. Το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με τους ελαιοπυρήνες προφανώς γιατί δεν αποτέλεσαν στοιχείο μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντα.  Νομίζουμε πως αξίζει τον κόπο να παραθέσουμε την περικοπή της πρωτόδικης απόφασης όπου το Κακουργιοδικείο, ύστερα από ορθή αναφορά στη νομολογία που διέπει το θέμα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η λήψη των αποτσίγαρων δεν δημιούργησε αδικία που να οδηγεί στον αποκλεισμό της μαρτυρίας. Η προσέγγιση είναι ορθή και συμφωνούμε με την κατάληξη. Η περικοπή που ακολουθεί είναι από τις σελίδες 59 [*160]και 60 της εκκαλούμενης απόφασης.

«Στην παρούσα υπόθεση είμαστε της γνώμης ότι τα γεγονότα όπως τα έχουμε αποδεχθεί που προηγήθηκαν της λήψης των τριών αποτσίγαρων από τον κατηγορούμενο έστω και αν δεν αποκάλυψαν στον κατηγορούμενο τον σκοπό για τον οποίο τοποθέτησαν στο γραφείο που θα τον ανέκριναν καθαρό τασάκι δηλαδή για να πάρουν τα αποτσίγαρα, κάτι που αν έκαμναν δυνατό ή ακόμα θα λέγαμε σίγουρα ο κατηγορούμενος δεν θα προχωρούσε να καπνίσει, εν τούτοις δεν θεωρούμε την εν λόγω ενέργεια ως τέτοια που να δημιουργεί θετική εξαπάτηση του κατηγορουμένου. Άλλωστε ο κατηγορούμενος κάπνισε από δικά του τσιγάρα. Εξαπάτηση θα ήταν να πουν κάποια ψέματα στον κατηγορούμενο για να τον πείσουν να καπνίσει. Για παράδειγμα στην υπόθεση R. v. Mason [1987] 3 All E.R. 481, η Αστυνομία είχε δηλώσει ψευδώς στον κατηγορούμενο καθώς και στον δικηγόρο του ότι βρέθηκαν τα αποτυπώματα του κατηγορουμένου στο αυτοκίνητο του γείτονα για το οποίο κατηγορείτο ότι προκάλεσε ζημιά, ενέργεια που οδήγησε το συνήγορό του να τον συμβουλεύσει να ομολογήσει. Το ίδιο στην υπόθεση R. v. Payne [1963] 1 All E.R. 848 (που σημειώνουμε ότι αποφασίστηκε πριν την R. v. Sang (πιο πάνω)) σαν αποτέλεσμα ψευδών δηλώσεων της Αστυνομίας ο κατηγορούμενος δέχθηκε να εξεταστεί από γιατρό και η μαρτυρία του γιατρού οδήγησε σε καταδίκη του κατηγορουμένου ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ όπου και πάλι αποφασίστηκε ότι η διακριτική ευχέρεια έπρεπε να ήταν υπέρ του αποκλεισμού της μαρτυρίας. Στην υπόθεση Lonsdale Nathaniel [1995] 2 Cr. App.R. 565 η καταδίκη του κατηγορουμένου για βιασμό ακυρώθηκε όταν αυτή στηρίχθηκε σε μαρτυρία DNA  που είχε εξασφαλιστεί από τον κατηγορούμενο σε μια άλλη υπόθεση στην οποία όμως είχε αθωωθεί καθότι εκεί το DNA κρατήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 64(1) του Police and Criminal Evidence Act 1984 που προέβλεπε ότι δακτυλικά αποτυπώματα ή δείγματα που παίρνονται από κάποιο πρόσωπο κατά τη διερεύνηση ενός αδικήματος και το οποίο στη συνέχεια αθωώνεται θα πρέπει να καταστρέφονται το συντομότερο δυνατό. Περαιτέρω τα δείγματα DNA κρατήθηκαν κατά παράβαση υποσχέσεων ότι θα καταστρέφοντο.  Το Εφετείο έκρινε ότι αυτά τα γεγονότα επηρέαζαν δυσμενώς το δίκαιο (fairness) της δίκης και έτσι έπρεπε να αποκλειστεί η μαρτυρία με βάση το άρθρο 78 του ιδίου Νόμου. Στην Parpa v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5, η Αστυνομία είχε συλλάβει τον κατηγορούμενο με δικαστικό ένταλμα ως ύποπτο για αδικήματα κατοχής εκρηκτικών υλών [*161]και κατά τη διάρκεια της κράτησής του εξασφάλισε δείγματα του γραφικού του χαρακτήρα τα οποία όμως αργότερα χρησιμοποίησαν σε άλλη υπόθεση για πλαστογραφία επιταγών για τα οποία και καταδικάστηκε. Η καταδίκη ακυρώθηκε διότι με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης φάνηκε ότι ο σκοπός της αρχικής σύλληψης ήταν για εξασφάλιση μαρτυρίας (δείγματα γραφικού χαρακτήρα) τα οποία η Αστυνομία ήθελαν να χρησιμοποιήσουν κατά τη διερεύνηση άλλης υπόθεσης, πράγμα που καθιστούσε την αρχική σύλληψη αντισυνταγματική.

Στη δική μας υπόθεση, όπως ήδη αναφέραμε, τίποτε το θετικό δεν έκαναν οι δύο Λοχίες που να θεωρείται εξαπάτηση ή τέχνασμα προς τον κατηγορούμενο. Το ότι φρόντισαν να καθαρίσουν το εν λόγω τασάκι, αυτό το έπραξαν στην προσδοκία τους ότι ο κατηγορούμενος θα κάπνιζε. Επίσης «το γεγονός ότι η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας είναι μεγάλη δεν την καθιστά απαράδεκτη. Αντίθετα όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική της αξία τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της. Ένα κομμάτι μαρτυρίας δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο επειδή είναι ενοχοποιητικό. Τέτοιος επηρεασμός υπάρχει αν η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη.  Ο δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το «δίκαιο της δίκης». Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης (Καλλής, Δ. στη σελ. 226 της υπόθεσης Parris (πιο πάνω). Είμαστε λοιπόν της γνώμης ότι η λήψη των τριών αποτσίγαρων δεν δημιουργεί τέτοια αδικία που να οδηγεί σε αποκλεισμό της μαρτυρίας. Προχωρούμε λοιπόν να εξετάσουμε τη σημασία ανεύρεσης DNA στο καλτσόν Τεκμήριο 38.»

Έχει ήδη ειπωθεί ότι η ύπαρξη γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντα στο καλτσόν, θεωρήθηκε από το δικαστήριο ότι συνιστά ανεξάρτητη μαρτυρία, ενισχυτική της μαρτυρίας του Δ.Ταντή (ΜΚ8).  Ο εφεσείων εισηγείται τώρα (λόγος έφεσης αρ. 8) ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα δέχθηκε αυτή τη μαρτυρία. Θα υπενθυμίσουμε ότι το Κακουργιοδικείο αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία αφού πρώτα πείσθηκε ότι η μαρτυρία του Δ. Ταντή ήταν κατά βάση αξιόπιστη. Βλ. D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. (H.L.) 729 και Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.

Η ενισχυτική μαρτυρία τότε μόνο αποκτά σημασία, όταν η ίδια αυτή μαρτυρία, είναι αξιόπιστη. Βλ. D.P.P. v. Hester [1973] A.C. (H.L.) 296, Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34 και Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Η μαρτυρία μπορεί να είναι άμεση ή και περιστατική. Στην προκείμενη περίπτωση η ύπαρξη γενετικού [*162]υλικού (DNA) στο καλτσόν που βρέθηκε στο κλειδωμένο αυτοκίνητο ενοικίασης ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι αποτελούσε μέρος περιστατικής μαρτυρίας υπό την έννοια ότι το εν λόγω υλικό τείνει να συνδέσει τον εφεσείοντα με τη διάπραξη του αδικήματος εφόσον η ύπαρξη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα στο καλτσόν, που ήταν σύνεργο του εγκλήματος, επιμαρτυρεί επαφή του εφεσείοντα με αυτό το αντικείμενο. Βλ. Γρηγόρης Σίμου Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 571 και Σάββας Πλαστήρα Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195. Σαφώς, πρόκειται για γεγονός σχετικό με το ποιος διέπραξε το έγκλημα μολονότι, το ίδιο το γεγονός από μόνο του δεν είναι καθοριστικό της ενοχής του (εφεσείοντα). Ωστόσο, συνεκτιμούμενο τούτο μαζί με άλλα περιστατικά του εγκλήματος, μπορεί σωρευτικά να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ενοχής εφόσον τα συγκεκριμένα περιστατικά δεν επιδέχονται λογικά άλλης ερμηνείας ή εξήγησης εκτός από την ενοχή του κατηγορούμενου. Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία ανεύρεσης γενετικού υλικού (DNA) του εφεσείοντα πάνω στο καλτσόν, αποτέλεσε μέρος της περιστατικής μαρτυρίας και ορθά έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο ως ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία του συναυτουργού Δ. Ταντή. Η ευτελής εξήγηση που δόθηκε από τον εφεσείοντα αναφορικά με την ύπαρξη του γενετικού του υλικού πάνω στο καλτσόν, ορθά κατά τη γνώμη μας δεν έγινε πιστευτή από το Κακουργιοδικείο το οποίο, για να καταλήξει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα, έλαβε σοβαρά υπόψη την εμπεριστατωμένη επιστημονική μαρτυρία του κ. Καριόλου.

Ερχόμαστε τώρα στον τελευταίο λόγο έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα θεώρησε ότι το ψέμα του εφεσείοντα αναφορικά με την ώρα που ξεκίνησαν και διακινήθηκαν το πρωί στις 5.1.2000 αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία και υποδηλοί ενοχή του εφεσείοντα. Το ψέμα για το οποίο γίνεται λόγος είναι ψέμα που είχε ειπωθεί εκτός δικαστηρίου δηλαδή, στην κατάθεση που ο εφεσείων έδωσε στην αστυνομία. Ο εφεσείων, ανέφερε στην κατάθεσή του ότι ο ίδιος μαζί με τον Δ. Ταντή τον Μ. Μιχαήλ και τη Χρ. Μιχαήλ έφυγαν από τις Πλάτρες στις 08.40 και σε μισή ώρα έφθασαν όλοι στην Τριμίκλινη στο μαγαζί της Χρ. Μιχαήλ. Ήταν βέβαιος για την ώρα γιατί είδε όπως είπε, ρολόι. Από την Τριμίκλινη έφυγαν οι άλλοι και  έμεινε μόνος του γύρω στα 15 λεπτά.

Σύμφωνα με ανεξάρτητη μαρτυρία, αλλά και με βάση τα παραδεκτά γεγονότα, ο Δ. Ταντής με τον οποίο ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν μαζί εκείνο το πρωί, βρισκόταν στις 9.02 π.μ. στο μέρος της ληστείας. Όταν ο εφεσείων κατάλαβε ότι αυτή η μαρτυρία ήταν ακλόνητη, προσπάθησε να ανατρέψει εκείνο που δήλωσε στην κα[*163]τάθεση. Πρόβαλε εν προκειμένω τον ισχυρισμό ότι τις ώρες που καταγράφονται στην κατάθεση, τις έγραψε αυθαίρετα ο αστυνομικός, ισχυρισμός που δεν έγινε δεκτός από το δικαστήριο.

Το ψέμα αυτό του εφεσείοντα, ότι δηλαδή κατά ουσιώδη χρόνο ήταν με τον Δ. Ταντή στην Τριμίκλινη ενώ δεν ήταν, κρίθηκε, ορθά κατά τη γνώμη μας, ότι μπορούσε να αποτελέσει ενίσχυση της μαρτυρίας του Δ. Ταντή εφόσον ταυτόχρονα, επληρούντο και τα καθορισμένα από τη νομολογία κριτήρια. Βλ. Ανδρέας Προδρόμου Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260 και Ευριπίδης Ανδρέα Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

Στην υπόθεση που εξετάζουμε η επιμονή του εφεσείοντα για την ορθότητα της ώρας, κατέθεσε ότι είδε το ρολόι, αποδεικνύει το «ηθελημένο του ψέματος». Και εφόσον η ληστεία διαπράχθηκε σύμφωνα με τη μαρτυρία / παραδεκτά γεγονότα στις 9.02 δηλαδή, την ώρα που ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ήταν μαζί με τον Δ. Ταντή και άλλα πρόσωπα, καθίσταται σαφές ότι το ψέμα αποσκοπούσε στη θεμελίωση άλλοθι.  Κάτω από αυτές τις περιστάσεις,  το Κακουργιοδικείο ορθά έκρινε πως το ψέμα του εφεσείοντα μπορούσε να προσδώσει ενίσχυση στη μαρτυρία του Δ. Ταντή.

Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγουμε ότι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως ο εφεσείων ήταν χωρίς αμφιβολία ο ένας από τους δύο δράστες των ληστειών είναι ορθό. Η μαρτυρία του Δ. Ταντή ενισχυμένη από την άλλη ανεξάρτητη ενισχυτική μαρτυρία, οδηγεί σ’ αυτό και μόνο το συμπέρασμα. Οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίφθηκε.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο