Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεώργιου Ευριπίδου (2002) 2 ΑΑΔ 236

(2002) 2 ΑΑΔ 236

[*236]4 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7236)

 

Ποινή ―  Εμπορία αγέννητων παιδιών προς υιοθεσία ― Ιατρός, ειδικός μαιευτήρ, ηλικίας 42 ετών ύπανδρος με λευκό ποινικό μητρώο παραδέχθηκε ενοχή και κρίθηκε ένοχος: (α) για τη διάπραξη τεσσάρων αδικημάτων αποδοχής χρηματικών ποσών σε σχέση με διευθετήσεις για την υιοθεσία ανηλίκων και (β) για απόπειρα εξασφάλισης άδειας παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, με την υποβολή ψευδούς έκθεσης ― Προσχεδιασμός και καλή οργάνωση των αδικημάτων ― Αποκόμιση κέρδους £17.750,00 ― Επιβολή προστίμου £750,00 σε κάθε μια από τις πέντε κατηγορίες ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε κατ’ έφεση με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων μηνών σε κάθε κατηγορία.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 28.1 ― Κατοχυρώνει το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης των παραβατών ― Η μη δίωξη ή η αναστολή της δίωξης κατηγορουμένου επενεργεί ως παράγων μετριαστικός της ποινής που θα επιβληθεί σε συγκατηγορούμενό του προς διασφάλιση της αρχής της ισότητας των παραβατών.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας, ως μετριαστικού στοιχείου, στη μη δίωξη των επιδιώκοντων την υιοθεσία γονέων και στις μητέρες των νεογέννητων κατά την επιβολή ποινής σε ιατρό ο οποίος κρίθηκε ένοχος για εμπορία νεογέννητων παιδιών προς υιοθεσία.

Ποινή ― Ανεπάρκεια ― Αναντιστοιχία μεταξύ του προστίμου και του κέρδους το οποίο αποκομίζει ο κατηγορούμενος από την παράνομη του δράση ― Κατά πόσο καθιστά, αφ’ εαυτής, την ποινή ανεπαρκή – Πότε η ποινή θεωρείται ως καταφανώς ανεπαρκής.

[*237]Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή προστίμου £750,00 που το Δικαστήριο επέβαλε, σε κάθε μια από τις τέσσερις κατηγορίες, στον εφεσίβλητο, ιατρό ειδικό μαιευτήρα, ο οποίος καταδικάστηκε για εμπορία νεογέννητων παιδιών προς υιοθεσία, κατά παράβαση του Άρθρου 27(3)(4) του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995, (Ν. 19(Ι)/95). Το Δικαστήριο επέβαλε το ίδιο πρόστιμο στον εφεσίβλητο και στην κατηγορία της απόπειρας εξασφάλισης άδειας παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, με την υποβολή ψευδούς έκθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(α)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

Η επιβληθείσα ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής.  Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:

α) Εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος.

β) Αναντιστοιχία μεταξύ του προσπορισθέντος (από τον εφεσίβλητο) κέρδους από τις παράνομες πράξεις, και της χρηματικής τιμωρίας που του επιβλήθηκε.

γ)  Απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στη μη δίωξη των αλλοδαπών μητέρων και των άτεκνων ζευγαριών, ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής, και

δ) Μη πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην επιβληθείσα ποινή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία στοιχειοθετούν και περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Ο εφεσίβλητος εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη “ζήτηση” από άτεκνα ζευγάρια για νεογέννητα τέκνα προς υιοθεσία, κατάρτισε σχέδιο για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, με την εξεύρεση γυναικών από τη Ρουμανία, χώρα στην οποία είχε σπουδάσει, οι οποίες, επ’ ανταλλάγματι χρηματικής αμοιβής, ήταν έτοιμες να φέρουν στον κόσμο παιδιά, τα οποία θα διέθεταν, ευθύς μετά τη γέννησή τους, προς υιοθεσία. Μετά τη σύλληψη και κυοφορία στη Ρουμανία, οι μητέρες έρχονταν στην Κύπρο, με το πρόσχημα ότι θα εργάζονταν ως καλλιτέχνιδες, και επέστρεφαν μετά τον τοκετό.

Σε μία περίπτωση, προς το σκοπό παράτασης της παραμονής μιας από τις φυσικές μητέρες στην Κύπρο μέχρι τη γέννηση, ο εφεσίβλητος εξέδωσε ψευδές πιστοποιητικό ότι η παραμονή της ήταν αναγκαία, για να υποστεί χειρουργική επέμβαση για ανύπαρκτη επιπλοκή της υγείας της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως μετριαστικό παράγοντα τη μη δίωξη των φυσικών μητέρων και των ζευγαριών που παρέλαβαν τα παιδιά προς υιοθεσία, κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας, ειδικά της [*238]πτυχής που άπτεται τη ίσης μεταχείρισης και αντιμετώπισης των παραβατών.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, της ίσης μεταχείρισης από κάθε αρχή της Πολιτείας και ο αποκλεισμός κάθε μορφής διάκρισης, διασφαλίζεται περιεκτικά από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η ίση μεταχείριση των παραβατών και οι συνέπειες παρεκκλίσεων από αυτή αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων.

2. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση.

3. Στην παρούσα υπόθεση, παρόλο που τυπικά οι επιδιώκοντες την υιοθεσία γονείς και οι μητέρες των νεογέννητων, εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή για τη διάθεση των νεογέννητων, διέπραξαν, κατά νόμο, αδικήματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία διέπραξε ο εφεσίβλητος, η θέση τους διακρίνεται, ως προς την ουσία του πράγματος, από εκείνη του εφεσίβλητου. Διάφορα ήταν τα κίνητρά τους και ο σκοπός της ανάμειξής τους στην εμπορία. Ενώ στις περιπτώσεις των υιοθετούντων και των φυσικών μητέρων η ανάμειξη τους είχε ως αντικειμενικό σκοπό την πλήρωση ανάγκης – συναισθηματικής ή ακόμα φυσικής, στην περίπτωση των πρώτων, και μεγάλης οικονομικής, στην περίπτωση των δευτέρων – στην περίπτωση του εφεσίβλητου το κίνητρο ήταν η εκμετάλλευση αυτής της ανάγκης, χάριν του κέρδους. Το στοιχείο της εγκληματικότητας, που συνοδεύει την πράξη του εφεσίβλητου, διακρίνεται από εκείνο των άλλων παραβατών, οι οποίοι δεν άχθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Τούτου δοθέντος, η έκταση της βαρύτητας που δόθηκε σ’ αυτό τον παράγοντα, ως μετριαστικό στοιχείο, ήταν, κατ’ ουσία, εσφαλμένη.

4. Στην προκείμενη περίπτωση, κανένα ελαφρυντικό δεν μπορεί να εντοπισθεί αναφορικά με τη διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσίβλητο. Αν αυτός απλώς διευκόλυνε την υιοθεσία διαφορετική θα ήταν η θέση του. Έπραξε όμως αυτό που αντιστρατεύεται ο απώτερος σκοπός της απαγόρευσης του νόμου – την εμπορία νεογέννητων παιδιών προς υιοθεσία. Το ότι τα επιθυμούντα την υιοθεσία ζευγάρια αισθάνονται [*239]ευγνωμοσύνη προς τον εφεσίβλητο για τις υπηρεσίες του, το οποίο προβλήθηκε ως μετριαστικό στοιχείο τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Εφετείου, δεν αλλοιώνει τη σοβαρότητα των αδικημάτων.

5. Η αναντιστοχία μεταξύ του προστίμου και του κέρδους, το οποίο προσπορίστηκε ο εφεσίβλητος από την παράνομη δράση του, δεν καθιστά την ποινή, αφ’ εαυτής, ανεπαρκή.

6. Η σοβαρότητα του αδικήματος είναι εκείνη η οποία αποτελεί, κατ’ εξοχή, το δείκτη της τιμωρίας.  Η επιβληθείσα ποινή θεωρείται ως καταφανώς ανεπαρκής, εφόσον δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή στοιχειοθετείται από τα περιστατικά που το περιβάλλουν ως η παρούσα περίπτωση. Η μόνη αρμόζουσα ποινή, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία διαπράχθηκαν, ήταν η ποινή φυλάκισης, μειωμένη σε βαθμό που δικαιολογούν τα παραδεκτά περιστατικά μετριασμού της, που, στην προκείμενη περίπτωση, εντοπίζονται στην ηλικία του εφεσίβλητου, στα προσωπικά του περιστατικά, περιλαμβανομένων των πειθαρχικών κυρώσεων που του επιβλήθηκαν και, γενικότερα, των συνεπειών στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και στο λευκό του μητρώο. Η αρμόζουσα ποινή, η οποία και επιβάλλεται είναι η ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές θα συντρέχουν.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 371,

Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141,

Georghiou a.ο. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Yeates κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303.

[*240]Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 27/12/2001 (Yπόθεση Aρ. 33837/01) στις κατηγορίες διάπραξης τεσσάρων αδικημάτων αποδοχής χρηματικών ποσών σε σχέση με διευθετήσεις για την υιοθεσία ανηλίκων και στην κατηγορία διάπραξης πέμπτου αδικήματος ήτοι απόπειρας εξασφάλισης άδειας παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, με την υποβολή ψευδούς έκθεσης, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Υιοθεσίας Νόμου 19(Ι)/95 και του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ευσταθίου, με Θ. Ανδρέου και Α. Κατσούρη, Ασκούμενη Δικηγόρος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος είναι ιατρός, ειδικός μαιευτήρ, ασκών το λειτούργημά του στη Λευκωσία. Είναι ηλικίας 42 ετών, ύπανδρος με λευκό ποινικό μητρώο.

Βάσει της δικής του παραδοχής, ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη τεσσάρων αδικημάτων αποδοχής χρηματικών ποσών σε σχέση με διευθετήσεις για την υιοθεσία ανηλίκων, αδικήματα τιμωρητέα με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή/και χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις £1.000,00 – (Άρθρο 27(3)(4) του περί Υιοθεσίας Νόμου του 1995, (Ν. 19(Ι)/95)).

Παραδέχτηκε και καταδικάστηκε και για πέμπτο αδίκημα, τουτέστιν για απόπειρα εξασφάλισης άδειας παραμονής αλλοδαπού στην Κύπρο, με την υποβολή ψευδούς έκθεσης, επαγόμενο την ίδια τιμωρία όπως και τα άλλα τέσσερα αδικήματα τα οποία διέπραξε – (Άρθρο 19(1)(α)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105).

Το Επαρχιακό Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο πρόστιμο £750,00 σε κάθε μια από τις πέντε κατηγορίες.

[*241]Ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή, προβάλλοντας εννέα λόγους προς υποστήριξη της θέσης του, οι οποίοι μπορεί να συμπτυχθούν στους ακόλουθους τέσσερις:-

(α)   Εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος.

(β)   Αναντιστοιχία μεταξύ του προσπορισθέντος (από τον εφεσίβλητο) κέρδους από τις παράνομες πράξεις, ανερχόμενου, όπως έγινε δεκτό, σε £16.750,00, και της χρηματικής τιμωρίας που του επιβλήθηκε.

(γ)   Απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στη μη δίωξη των αλλοδαπών μητέρων και των άτεκνων ζευγαριών, ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής· και

(δ)   Μη πρόσδοση αποτρεπτικού χαρακτήρα στην επιβληθείσα ποινή.

Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν και περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων είναι, σε συντομία, τα ακόλουθα:-

Ο εφεσίβλητος, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη «ζήτηση» από άτεκνα ζευγάρια για νεογέννητα τέκνα προς υιοθεσία, κατάρτισε σχέδιο για την ικανοποίηση αυτής της ανάγκης, με την εξεύρεση γυναικών από τη Ρουμανία, χώρα στην οποία είχε σπουδάσει, οι οποίες, επ’ ανταλλάγματι χρηματικής αμοιβής, ήταν έτοιμες να φέρουν στον κόσμο παιδιά, τα οποία θα διέθεταν, ευθύς μετά τη γέννησή τους, προς υιοθεσία.  Μετά τη σύλληψη και κυοφορία στη Ρουμανία, οι μητέρες έρχονταν στην Κύπρο, με το πρόσχημα ότι θα εργάζονταν ως καλλιτέχνιδες, και επέστρεφαν μετά τον τοκετό.  

Σε μία περίπτωση, προς το σκοπό παράτασης της παραμονής μιας από τις φυσικές μητέρες στην Κύπρο μέχρι τη γέννηση, ο εφεσίβλητος εξέδωσε ψευδές πιστοποιητικό ότι η παραμονή της ήταν αναγκαία, για να υποστεί χειρουργική επέμβαση για ανύπαρκτη επιπλοκή της υγείας της.

Η παράνομη δράση του εφεσίβλητου μπορεί να χαρακτηριστεί ως επίδοση στην εμπορία νεογέννητων παιδιών, την οποία διευκόλυνε με την επιστράτευση των επιστημονικών του γνώσεων, με αντικείμενο το κέρδος. Σε προγενέστερο στάδιο, καθώς προκύπτει από τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν στο Δικαστήριο, στο σχέδιο εμπορίας μετείχε και άλλος ιατρός, ο οποίος απεβίωσε πριν έρθει σε φως η υπόθεση αυτή. 

[*242]Τα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν τα διαπραχθέντα αδικήματα, προσδιορίζονται στις σωστές τους διαστάσεις από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό:-

«Συνάγεται αβίαστα από τα γεγονότα, ότι ο κατηγορούμενος δρούσε προσχεδιασμένα και εκμεταλλευόμενος την επιθυμία άτεκνων ζευγαριών που αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην εξεύρεση παιδιού για υιοθεσία, διαμεσολαβούσε ο ίδιος έναντι αμοιβής για να τους εξεύρει παιδί να υιοθετήσουν. Δεν δίστασε, προκειμένου να υλοποιήσει το σκοπό του, να συντάξει αναληθή ιατρική βεβαίωση, παραπλανώντας τις Αρχές της Δημοκρατίας που εξέδωσαν άδεια παράτασης της διαμονής για τη συγκεκριμένη αλλοδαπή, βασιζόμενες στη βεβαίωση του.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως μετριαστικό παράγοντα τη μη δίωξη των φυσικών μητέρων και των ζευγαριών που παρέλαβαν τα παιδιά προς υιοθεσία, κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας, ειδικά της πτυχής που άπτεται της ίσης μεταχείρισης και αντιμετώπισης των παραβατών, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από τη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λοΐζου κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 371:-

«Η ίση μεταχείριση των παραβατών βαρύνει εξίσου όλες τις αρχές της Δημοκρατίας. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει τη χωρίς διάκριση και χωρίς εξαίρεση, προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η μεταχείριση και η τιμωρία των παραβατών αποτελεί πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και αποκλειστική ευθύνη των δικαστικών αρχών.»

Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου, της ίσης μεταχείρισης από κάθε αρχή της Πολιτείας και ο αποκλεισμός κάθε μορφής διάκρισης, διασφαλίζεται περιεκτικά από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Η ίση μεταχείριση των παραβατών και οι συνέπειες παρεκκλίσεων από αυτή αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων, αρχής γενομένης από τη Georghios Yiasoumis Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120. Η νομολογία επί του θέματος παρατίθεται και εξετάζεται στην απόφασή μας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141.

Στη Georghiou and Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, υπογραμμίστηκε ότι:- (σελ. 126)

"Equality of treatment, safeguarded by Article 28, is an all embracing concept, encompassing the criminal process in its entirety."

[*243](Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:-

«Η διασφαλιζόμενη από το Άρθρο 28 ισότης είναι περιεκτική έννοια, η οποία καλύπτει το σύνολο της ποινικής διαδικασίας.») 

Οι επιπτώσεις από τη μη δίωξη παραβατών προσδιορίζονται στο ακόλουθο απόσπασμα από την Κάττου & άλλος ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498:- (σελ. 513)

«Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση. Η ισότητα στη μεταχείριση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»

Παρόλο που τυπικά οι επιδιώκοντες την υιοθεσία γονείς και οι μητέρες των νεογέννητων, εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή για τη διάθεση των νεογέννητων, διέπραξαν, κατά νόμο, αδικήματα ανάλογα προς εκείνα τα οποία διέπραξε ο εφεσίβλητος, η θέση τους διακρίνεται, ως προς την ουσία του πράγματος, από εκείνη του εφεσίβλητου. Διάφορα ήταν τα κίνητρά τους και ο σκοπός της ανάμειξής τους στην εμπορία. Ενώ στις περιπτώσεις των υιοθετούντων και των φυσικών μητέρων η ανάμειξη τους είχε ως αντικειμενικό σκοπό την πλήρωση ανάγκης – συναισθηματικής ή ακόμα φυσικής, στην περίπτωση των πρώτων, και μεγάλης οικονομικής, στην περίπτωση των δευτέρων – στην περίπτωση του εφεσίβλητου το κίνητρο ήταν η εκμετάλλευση αυτής της ανάγκης, χάριν του κέρδους. Το στοιχείο της εγκληματικότητας, που συνοδεύει την πράξη του εφεσίβλητου, διακρίνεται από εκείνο των άλλων παραβατών, οι οποίοι δεν άχθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης.  Τούτου δοθέντος, η έκταση της βαρύτητας που δόθηκε σ’ αυτό τον παράγοντα, ως μετριαστικό στοιχείο, ήταν, κατ’ ουσία, εσφαλμένη. 

Ο κ. Ευσταθίου, για τον εφεσίβλητο, έκαμε αναφορά στις προσωπικές του συνθήκες, στη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας της [*244]συζύγου του και στο λευκό του μητρώο. ακόμα και στη μεγάλη δημοσιότητα που δόθηκε στο αδίκημα και, κατά κάποιο τρόπο, στη διαπόμπευσή του. Επίσης, αναφέρθηκε στις εξωδικαστικές κυρώσεις που αναμένεται ότι ο εφεσίβλητος θα αντιμετωπίσει από το πειθαρχικό όργανο του Ιατρικού Συλλόγου. Στο σημείο αυτό, έκαμε αναφορά στη Yeates κ.ά ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320, όπου λήφθηκαν υπόψη οι αναμενόμενες επιπτώσεις από την καταδίκη άγγλων στρατιωτών σε ποινή φυλάκισης στη σταδιοδρομία τους, επαγόμενη την απόλυσή τους από το στράτευμα. Στην απόφαση του Εφετείου να μην εγκρίνει ποινή φυλάκισης για αδικήματα κοινής επίθεσης και επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, μέθης, ανησυχίας και δημόσιας εξύβρισης, προσμέτρησε και η μέθη, κάτω από την οποία τελούσαν οι καταδικασθέντες, καθώς επίσης και η απώλεια αυτοελέγχου, στην κατάσταση που αυτοί ευρίσκοντο.

Κατά την ορισθείσα προς έκδοση της απόφασης ημερομηνία – 31 Μαΐου, 2002 – και πριν την απαγγελία της, ο κ. Ευσταθίου έθεσε υπόψη μας ότι οι πιθανολογηθείσες κατά τη συζήτηση της έφεσης κυρώσεις πήραν σάρκα και οστά, με τη στέρηση από το Πειθαρχικό Συμβούλιο των Ιατρών της άδειας άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος του εφεσείοντος για ένα έτος. Τούτου δοθέντος, αναστείλαμε την έκδοση της απόφασής μας για σήμερα, προς συνεκτίμηση του οριστικού πλέον χαρακτήρα των εξωδικαστικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, γεγονός που λήφθηκε δεόντως υπόψη στην εξέταση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης. 

Στην προκείμενη περίπτωση, τα αδικήματα του εφεσίβλητου ήταν προσχεδιασμένα και καλά οργανωμένα. Ο εφεσίβλητος στράτευσε, στην πορεία, τις μαιευτικές του γνώσεις και δεξιότητες, προς αποκόμιση κέρδους. Έπραξε ηθελημένα εκείνο το οποίο απαγορεύει ο νόμος, χάριν του κέρδους. Σε σχέση με τη διάπραξη των αδικημάτων, κανένα ελαφρυντικό δεν μπορεί να εντοπισθεί. Το ότι τα επιθυμούντα την υιοθεσία ζευγάρια αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τον εφεσίβλητο για τις υπηρεσίες του, γεγονός που προβλήθηκε τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιόν μας ως μετριαστικό στοιχείο, δεν αλλοιώνει τη σοβαρότητα των αδικημάτων. Η ευαρέσκεια των ανθρώπων αυτών είναι αποκαλυπτική του μέτρου της ανάγκης που είχαν να υιοθετήσουν νεογέννητα παιδιά. Στην αντιμετώπιση του ανθρωπιστικού αυτού θέματος ο νόμος απαγορεύει τη συναλλαγή, κυρίως προς αποτροπή της εμπορίας. Αν ο εφεσίβλητος απλώς διευκόλυνε την υιοθεσία, διαφορετική θα ήταν η θέση του. Έπραξε, όμως, αυτό που αντιστρατεύεται ο απώτερος σκοπός της απαγόρευσης – την εμπορία νεογέννητων παιδιών προς υιοθεσία. 

[*245]Δε συμφωνούμε με την εισήγηση που έγινε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα – ότι η αναντιστοιχία μεταξύ του προστίμου και του κέρδους, το οποίο προσπορίστηκε ο εφεσίβλητος από την παράνομη δράση του, καθιστά την ποινή, αφ’ εαυτής, ανεπαρκή, ή ότι η αντιστοιχία μεταξύ των δύο είναι προσδιοριστική του μέτρου της ποινής. Αυτό, βέβαια, δεν εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος, που αποτελεί και τον άξονα της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα για τον παραμερισμό της επιβληθείσας ποινής, υπό το πρίσμα των καθιερωθεισών προς τούτο νομολογιακών αρχών – (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).

Η σοβαρότητα του αδικήματος είναι εκείνη η οποία αποτελεί, κατ’ εξοχή, το δείκτη της τιμωρίας. Η επιβληθείσα ποινή θεωρείται ως καταφανώς ανεπαρκής, εφόσον δεν αντανακλά τη σοβαρότητα του αδικήματος, όπως αυτή στοιχειοθετείται από τα περιστατικά που το περιβάλλουν – (βλ., μεταξύ άλλων, Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303), ως η παρούσα περίπτωση. Η μόνη αρμόζουσα ποινή, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων τα οποία διαπράχθηκαν, ήταν η ποινή φυλάκισης, μειωμένη σε βαθμό που δικαιολογούν τα παραδεκτά περιστατικά μετριασμού της, που, στην προκείμενη περίπτωση, εντοπίζονται στην ηλικία του εφεσίβλητου, στα προσωπικά του περιστατικά, περιλαμβανομένων των πειθαρχικών κυρώσεων που του επιβλήθηκαν και, γενικότερα, των συνεπειών στην επαγγελματική του σταδιοδρομία και στο λευκό του μητρώο.

Παραμεριζομένης της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καθίσταται δικό μας έργο ο καθορισμός της ποινής. Είναι η απόφασή μας ότι αρμόζει ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών σε κάθε κατηγορία. Εφόσον τα αδικήματα ανάγονται σε κοινό κύκλο εγκληματικής δράσης και συνάπτονται, σ’ ένα βαθμό, οι ποινές θα συντρέχουν.

Η έφεση επιτρέπεται. 

Οι επιβληθείσες ποινές παραμερίζονται και αντικαθίστανται με ποινή τεσσάρων μηνών φυλάκισης σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές θα συντρέχουν. Η έκτισή τους θ’ αρχίσει από σήμερα.

H έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο