Καττής Στέλιος Γεωργίου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 262

(2002) 2 ΑΑΔ 262

[*262]28 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 6918)

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΤΤΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 6919)

ELIAS ABRAHAM ACHKHANIAN,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6918, 6919)

 

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Η υποκίνηση κατηγορουμένου από τις Αστυνομικές Αρχές προς διάπραξη αδικήματος με σκοπό την παγίδευσή του και την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου, αποτελεί εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ― Αρχή η οποία αναγνωρίζεται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Teixeira de Castro v. Portugal ― Ό,τι καθιστά άδικη τη δίκη είναι η θεμελίωσή της σε μαρτυρία μολυσμένη από την υποκίνηση διάπραξης του αδικήματος ― Ακύρωση καταδίκης, κατά πλειοψηφία, επειδή το σύνολο της μαρτυρίας στο οποίο εθεμελιώνετο, ήταν το αποτέλεσμα υποκίνησης από την Αστυνομία.

Παγίδευση κατηγορουμένου ― Δεν είναι παραδεκτό για την Αστυνομία να ενθαρρύνει τη διάπραξη εγκλήματος προς το σκοπό ανίχνευσής του.

[*263]Ποινή ― Ναρκωτικά ― Προμήθεια κατηγορουμένου με μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δέκα ετών ― Μειώθηκε κατ’ έφεση σε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών, που αποτελεί το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης από το σχετικό Νόμο ποινής.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Κακουργιοδικείο ― Η ποινική δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου εκτείνεται και στην εκδίκαση ορισμένων εγκληματικών πράξεων, οι οποίες διαπράττονται εκτός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας ― Άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Δικαιοδοσία Δικαστηρίων ― Ανώτατο Δικαστήριο ― Εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για καθορισμό του Δικαστηρίου το οποίο επιλαμβάνεται της εκδίκασης αδικημάτων που διαπράττονται από Κύπριο σε ξένη χώρα ― Άρθρο 6(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφαρμοστέα κριτήρια ως προς τον καθορισμό του Δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Μεταβολή στη θέση του Δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό συγκεκριμένης μαρτυρίας ― Δεν επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα του κατηγορουμένου αναφορικά με την προβολή της υπεράσπισής του.

Στις 28 Ιουνίου 1999, μετά από πληροφορίες για αναμενόμενη άφιξη ναρκωτικών στην Κύπρο από τον Λίβανο καταστρώθηκε σχέδιο για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών. Οργανώθηκαν αστυνομικές περιπολίες κατά μήκος του παραλιακού δρόμου Λάρνακας-Δεκέλειας. Την προσοχή μιας των περιπολιών προσέλκυσε η κάθοδος του Λιβάνιου Elias Abraham Achkhanian, ο οποίος είναι εγκατεστημένος στην Κύπρο, σε παραλιακό ξενοδοχείο. Ο Achkhanian θεάθηκε να εισέρχεται στο ξενοδοχείο απ’ όπου εξήλθε μετά 20, περίπου λεπτά, μεταφέροντας δύο τσάντες τις οποίες φόρτωσε στο αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς τη Δεκέλεια. Ανακόπηκε από την περίπολο που τον ακολουθούσε και όταν ρωτήθηκε τι περιείχαν οι τσάντες ανέφερε ότι περιείχαν ρητίνη κάνναβης σε υγρή μορφή – χασισέλαιο – ποσότητας 30 κιλών. Ο Achkhanian συνελήφθη και ανακρινόμενος ανέφερε ότι τα ναρκωτικά προορίζονταν να παραδοθούν στον Στέλιο Γεωργίου Καττή, ο οποίος έμενε στην Ορμήδεια, σε σημείο εντός των Βρεττανικών Βάσεων Δεκέλειας. Οι Αστυνομικές Αρχές κατάστρωσαν σχέδιο για τη μεταφορά του Achkhanian στα υποστατικά του Καττή, προς το σκοπό παράδοσης των ναρκωτικών σ’ αυτόν και σύλληψής του.

Σύμφωνα με το καταρτισθέν σχέδιο δράσης, ο Achkhanian μετα[*264]φέρθηκε κάτω από αστυνομική φρούρηση στα υποστατικά του Καττή όπου του τα παρέδωσε και απεχώρησε. Μετά πάροδο περίπου πέντε λεπτών τα Αστυνομικά όργανα επέδραμαν, βάσει εντάλματος έρευνας, και ανηύραν τα ναρκωτικά σε σκουπιδότοπο έξω από το σπίτι του Καττή και σε αχρησιμοποίητο ψυγείο του σπιτιού. Ο Καττής πρόβαλε εξ αρχής τον ισχυρισμό ότι πρόθεσή του ήταν να γνωστοποιήσει προς την Αστυνομία την παραλαβή των ναρκωτικών, εκδηλώνοντας την ετοιμότητά του να συνδράμει στην κατάσχεσή τους και στη σύλληψη των ενόχων.

Οι κατηγορούμενοι Achkhanian και Καττής παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας και κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:

Την προμήθεια τους με ναρκωτικά, την κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών και την κατοχή των ναρκωτικών με σκοπό την προμήθειά τους, ο μεν Achkhanian στον Καττή, ο δε Καττής σε τρίτα πρόσωπα. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε συντρέχουσες ποινές δεκαετούς φυλάκισης στην πρώτη και τρίτη κατηγορία στον Achkhanian και δεκατετραετούς φυλάκισης στην πρώτη και τρίτη κατηγορία στον Καττή.

Ο Καττής εφεσίβαλε με την έφεση υπ’ αρ. 6918 τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή. Ο Achkhanian εφεσίβαλε με την έφεση υπ’ αρ. 6919 μόνο την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Αμφισβήτησε, επίσης, το κατά νόμο παραδεκτό της ποινής του στην πρώτη κατηγορία, για το λόγο ότι υπερέβαινε το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος.

Οι προβληθέντες λόγοι έφεσης για ακύρωση της καταδίκης του Καττή συμπτύσσονται στους ακόλουθους:

1.  Έλλειψη δικαιοδοσίας, εκ μέρους του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, να επιληφθεί του κατηγορητηρίου, λόγω του γεγονότος ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε περιοχή των Βρεττανικών Βάσεων χωρίς αυτά να στρέφονται εναντίον Κυπρίου και χωρίς να καταφαίνεται πρόθεση παράνομης εμπορίας επικίνδυνων φαρμάκων.

2.  Αποστέρηση του δικαιώματος προσαγωγής μαρτυρίας, αναφορικά με θέματα που αφορούσαν καταγραφές ηλεκτρονικού υπολογιστή, λόγω αποδοχής των προσαχθέντων από την Κατηγορούσα Αρχή εγγράφων ως μαρτυρίας αφενός και της απόρριψής τους [*265]στο τελικό στάδιο της δίκης ως απαράδεκτης μαρτυρίας, αφετέρου.

3.  Παγίδευση του εφεσείοντος στη διάπραξη του εγκλήματος και/ή παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης για τους λόγους που προσδιορίζονται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Teixeira de Castro v. Portugal.

     Η παγίδευση προβάλλεται από τον εφεσείοντα Καττή τόσο ως υπεράσπιση, με αναφορά στο λόγο της Teixeira de Castro v. Portugal, όσο και ως λόγος μετριασμού της ποινής και από τους δύο εφεσείοντες.

     Το Εφετείο αποδέχθηκε, κατά πλειοψηφία, τον λόγο έφεσης για την παγίδευση του εφεσείοντος Καττή και ακύρωσε την καταδίκη του. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης του εν λόγω εφεσείοντος απορρίφθηκαν.

     Το Εφετείο αποδέχθηκε την έφεση του εφεσείοντος Achkhanian και μείωσε την ποινή του σε οκταετή ποινή φυλάκισης.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Πική, Π., συμφωνούντος και του Κρονίδη, Δ.:

1.  Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Teixeira de Castro v. Portugal, προσδίδει, κάτω από ορισμένες συνθήκες, υπόσταση υπεράσπισης στην παγίδευση.  Ο λόγος της μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Όπου το έγκλημα υποκινείται (incited) από αστυνομικά όργανα, η προσαγωγή του παραβάτη ενώπιον του δικαστηρίου συνιστά παραβίαση της έννοιας της δικαίας δίκης, ως αντανακλάται στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, αρχή η οποία, στην Κύπρο, ενσωματώνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου από τις διατάξεις των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος. Η παραβίαση προκύπτει από το μεμπτό και, κατ’ επέκταση, από το απαράδεκτο αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας κατά τη δίκη. Η προσαγωγή της ανατρέπει το θεμέλιο της δικαίας δίκης.

2.  Η υποκίνηση του εγκλήματος, προς το σκοπό σύλληψης του υποκινούμενου, μεταθέτει, σε μεγάλο βαθμό, την ευθύνη για [*266]το έγκλημα στις ίδιες τις Αστυνομικές Αρχές και τις εκτρέπει από την προδιαγεγραμμένη αποστολή τους, που είναι η καταστολή και όχι η συνεργία στη διάπραξη του εγκλήματος.

3.  Στην Teixeira de Castro v. Portugal, διακρίνεται η παθητική συμμετοχή οργάνων της τάξης, με την παροχή ευκαιρίας στον επίδοξο παραβάτη να εκπληρώσει τους σκοπούς του, που είναι ανεκτή, από την υποκίνηση (incitement) του εγκλήματος, που είναι απαράδεκτη.

4.  Η καταδίκη του Achkhanian στην δεύτερη και τρίτη κατηγορία θα ακυρωθεί παρόλον ότι δεν εφεσιβλήθηκε, ενόψει της βέβαιης διαπίστωσης ότι η καταδίκη στοιχειοθετήθηκε έξω από το πλαίσιο της δίκαιης δίκης.

5.  Το σύνολο της μαρτυρίας στο οποίο θεμελιώνεται η καταδίκη του Καττή είναι εξ υπαρχής μολυσμένη. Το μίασμα δεν εξαλείφεται ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο προσάγεται.  Ως εκ τούτου η μαρτυρία ήταν απαράδεκτη, διαπίστωση που κλονίζει το θεμέλιο της καταδίκης του Καττή και στις τρεις κατηγορίες.

6.  Η ποινή που επιβλήθηκε στον Achkhanian στην πρώτη κατηγορία υπερβαίνει το ανώτατο όριο που προβλέπει ο Νόμος.  Έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου που περιβάλλουν τη διάπραξη αυτού του αδικήματος και τη μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, δικαιολογείται η επιβολή του ανώτατου ορίου της ποινής που προβλέπει ο Νόμος και που είναι η οκταετής φυλάκιση.

Β. Υπό Αρτεμίδη, Δ.:

1.  Δεν υπάρχει καμιά παρότρυνση της Αστυνομίας προς τον Καττή να παραλάβει τα ναρκωτικά. Η Αστυνομία ήταν απαθής-«passive» στην εξέλιξη των εγκλημάτων σε ό,τι αφορά τον Καττή. Παρακολούθησε απλώς την ολοκλήρωση του σχεδίου, το οποίο είχε ήδη οργανωθεί και καταρτισθεί πριν από τη σύλληψη του Achkhanian, και στο οποίο εμπλεκόταν συνωμοτικά και ο Καττής. Αυτό προκύπτει από τη συμπεριφορά του Καττή, όταν επέδραμε η Αστυνομία στο υποστατικό του και από τις απαντήσεις που έδωσε όταν βρέθηκαν τα ναρκωτικά, όπως περιγράφεται στα σχετικά αποσπάσματα της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν υπάγονται στη νομική αρχή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση [*267]Teixeira de Castro v. Portugal.

2.  Η αξιολόγηση των σχετικών γεγονότων οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε καμιά παραβίαση των αρχών της χρηστής δίκης, όπως αυτές διασφαλίζονται στο Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, και στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Επομένως η καταδικαστική απόφαση και γι’ αυτόν τον εφεσείοντα είναι ορθή.

Ποινική Έφεση 6918

Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίσθηκε. Ο κατηγορούμενος (εφεσείων Καττής) αθωώθηκε και απαλλάγηκε.

Ποινική Έφεση 6919

Η καταδίκη στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία παραμερίσθηκε και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε. Η έφεση κατά της ποινής στην πρώτη κατηγορία επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Teixeira de Castro v. Portugal [1998] 4 BHRC 533,

Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510,

Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52,

R v. Looseley [2001] 4 All E.R. 897,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33.

Έφεση εναντίον Ποινής και Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο (Έφεση Aρ. 6919) εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λάρνακας (Yπόθεση Aρ. 11399/99) ημερομηνίας 27/3/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες ότι (α) προμηθεύτηκε τα ναρκωτικά, χωρίς την άδεια του Yπουργού Yγείας· (β) είχε κατοχή των ναρκωτικών· και (γ) είχε την κατοχή των ναρκωτικών, με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτους και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές δεκαετούς φυλάκισης, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών και Έφεση από τον κατηγορούμενο (Έφεση Aρ. 6918) τόσο κατά της καταδίκης, όσο και κατά της ποινής που του επιβλήθηκε, συντρέχου[*268]σες ποινές δεκατετραετούς φυλάκισης στην πρώτη και τρίτη κατηγορία, ως έκδηλα υπερβολικής.

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6918.

Στ. Στυλιανού, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6919.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Μ. Πασιαρδή, Ασκούμενη Δικηγόρος, για την Εφεσίβλητη Δημοκρατία.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Με την απόφασή μου, που ακολουθεί, συμφωνεί ο Δικαστής Κρονίδης, καθιστώντας την την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου.

Διάφορη είναι η θέση του Αρτεμίδη, Δ., ως προς την έκβαση της Ποινικής Έφεσης 6918, για τους λόγους που εξηγεί στη ξεχωριστή του απόφαση.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στις 28 Ιουνίου, 1999, επίκειτο η μεταφορά στην Κύπρο από το Λίβανο μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, σύμφωνα με πληροφορίες που περισυνέλεξε η Υπηρεσία Ναρκωτικών της Αστυνομίας.

Οι πληροφορίες για την αναμενόμενη άφιξη των ναρκωτικών λήφθηκαν στην Κύπρο και βεβαιώθηκαν, ως φαίνεται, από κλιμάκιο της Υπηρεσίας Διώξεως Ναρκωτικών, που είχε επισκεφθεί το Λίβανο για το σκοπό αυτό.

Καταστρώθηκε σχέδιο για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών στις 28 Ιουνίου, 1999, που αναμενόταν η μεταφορά των ναρκωτικών. Οργανώθηκαν αστυνομικές περιπολίες κατά μήκος του παραλιακού δρόμου Λάρνακας – Δεκέλειας. Την προσοχή μιας των περιπόλων προσέλκυσε, γύρω στις 2.30 μ.μ., η κάθοδος του Elias Abraham Achkhanian, Λιβάνιου, εγκατεστημένου στην Κύπρο, στο παραλιακό ξενοδοχείο Sandy Beach, ο οποίος τέθηκε υπό παρακολούθηση. O Achkhanian θεάθηκε να εισέρχεται στο ξενοδοχείο, απ’ όπου εξήλθε μετά 20, περίπου, λεπτά, μεταφέροντας δύο τσάντες, τις οποίες φόρτωσε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του (διπλοκάμπινου). 

Από το ξενοδοχείο ο Achkhanian κατευθύνθηκε προς τη Δεκέ[*269]λεια. Ανακόπηκε σε απόσταση 500 μέτρων από την περίπολο που τον παρακολουθούσε. Στο ερώτημα των αστυνομικών τι περιείχαν οι τσάντες, απάντησε ευθέως «ναρκωτικά-λάδι». Επρόκειτο για ρητίνη κάνναβη σε υγρή μορφή – χασισέλαιο – ποσότητας 30 κιλών, συσκευασμένη σε πακέτα, τυλιγμένα με κολλητική ταινία.

Ο Achkhanian συνελήφθη και τα ναρκωτικά παραλήφθηκαν από την Αστυνομία και μεταφέρθηκαν, μαζί με τον κρατούμενο, στον Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας. Εκεί ο Achkhanian έκαμε συγκεχυμένες δηλώσεις για την προέλευση των ναρκωτικών και, παράλληλα, αποκάλυψε την ταυτότητα του προσώπου στο οποίο προοριζόταν να τα παραδώσει. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο Στέλιος Γεωργίου Καττής, ο οποίος διέμενε στην Ορμήδεια, σε σημείο εντός της περιοχής των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας. 

Κάτω από την επίβλεψη των Αστυνομικών Αρχών, ο Achkhanian έκαμε δύο τηλεφωνήματα, απευθυνόμενα στον Καττή, γνωστοποιώντας του, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ότι θα του παρέδιδε το «πράμα» αργότερα την ημέρα εκείνη. Προς τούτο, καταστρώθηκε σχέδιο από τις Αστυνομικές Αρχές για τη μεταφορά του Achkhanian στα υποστατικά του Καττή, προς το σκοπό παράδοσης των ναρκωτικών σ’ αυτόν και σύλληψής του.

Στην επιχείρηση μετείχαν, μετά από συνεννόηση, και οι Αστυνομικές Αρχές των Βάσεων Δεκέλειας, οι οποίες εξασφάλισαν δικαστικό ένταλμα για την έρευνα των υποστατικών του Καττή, το οποίο θα εκτελείτο μετά την παραλαβή των ναρκωτικών από τον ίδιο στα υποστατικά του. 

Σύμφωνα με το καταρτισθέν σχέδιο δράσης, ο Achkhanian μεταφέρθηκε κάτω από αστυνομική φρούρηση στον τόπο όπου ευρίσκοντο τα υποστατικά του Καττή. Εισήλθε σ’ αυτά και του παρέδωσε τα ναρκωτικά. Τα υποστατικά ήταν περικυκλωμένα από αστυνομικά όργανα της Δημοκρατίας και των Βάσεων Δεκέλειας. Η παράδοση των ναρκωτικών και τα διαμειφθέντα μεταξύ Achkhanian και Καττή διάρκεσαν τέσσερα με πέντε λεπτά.

Μετά την παράδοση των ναρκωτικών και το τέλος της συνομιλίας του με τον Καττή, ο Achkhanian αποχώρησε, χωρίς να γίνει αντιληπτό, ως προκύπτει, από τον Καττή, ότι η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από την Αστυνομία. Ο Achkhanian παραδόθηκε εκ νέου στις Αστυνομικές Αρχές, οι οποίες τον οδήγησαν στην κατοικία του στην Ορμήδεια (όπου διέμενε με την οικογένειά του) για τη διεξαγωγή έρευνας σ’ αυτή.

[*270]Μετά την πάροδο περίπου πέντε λεπτών από την αποχώρηση του Achkhanian, τα αστυνομικά όργανα επέδραμαν στην κατοικία του Καττή, την οποία ερεύνησαν, βάσει εντάλματος.  Τα ναρκωτικά ανευρέθηκαν σε σκουπιδότοπο έξω από το σπίτι του, κάτω από χάρτινο κιβώτιο, πάνω από το οποίο υπήρχαν σκουπίδια, και μέρος τους σε αχρησιμοποίητο ψυγείο του σπιτιού. Ο Καττής πρόβαλε εξ αρχής τον ισχυρισμό ότι πρόθεσή του ήταν να τηλεφωνήσει στις Αστυνομικές Αρχές και να τους γνωστοποιήσει την παραλαβή των ναρκωτικών και ότι αυτός ήταν στη διάθεσή τους. Υποστήριξε ότι είχε επαφή με αστυνομικά όργανα, τα οποία προϊδέασε για το ενδεχόμενο άφιξης ναρκωτικών, εκδηλώνοντας την ετοιμότητά του να συνδράμει στην κατάσχεσή τους και στη σύλληψη των ενόχων. Σ’ αυτό το πλαίσιο ενέταξε ο Καττής την παραλαβή των ναρκωτικών. 

Μετά την παραπομπή των εφεσειόντων από το Επαρχιακό Δικαστήριο σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προσάφθηκαν εναντίον του καθενός από τους δύο, Achkhanian και Καττή, τρεις κατηγορίες, που περιλήφθηκαν στο ίδιο κατηγορητήριο, λόγω της συνάφειας του αντικειμένου τους. Οι πρώτες τρεις (κατηγορίες) στρέφονταν εναντίον του Achkhanian για:-

(α)       Την προμήθειά του με τα ναρκωτικά, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας – (παραλαβή στο ξενοδοχείο).

(β)       Την κατοχή της ίδιας ποσότητας ναρκωτικών, μετά την παραλαβή τους από τον προμηθευτή του στο ξενοδοχείο Sandy Beach· και

(γ)        Την κατοχή των ναρκωτικών, προς το σκοπό προμήθειάς τους στον Καττή. Εδώ η κατοχή σχετίζεται με την επαναδιάθεση των ναρκωτικών από τις Αστυνομικές Αρχές στον Achkhanian, τη μεταφορά τους, κάτω από την επίβλεψή τους, στην Ορμήδεια και τη μετέπειτα παράδοσή τους στον Καττή.

Όμοιες κατηγορίες προσάφθηκαν και εναντίον του Καττή – ότι:-

(α)       Προμηθεύτηκε τα ναρκωτικά, χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας, παραλαμβάνοντάς τα από τον Achkhanian.

(β)       Είχε κατοχή των ναρκωτικών· και

(γ)        Είχε την κατοχή των ναρκωτικών, με σκοπό να τα προμηθεύσει σε τρίτους.

[*271]Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ενοχή και κατέθεσαν ως μάρτυρες προς υπεράσπισή τους.

Αποτέλεσε μέρος της υπεράσπισης του Achkhanian ότι η όλη υπόθεση ήταν σκηνοθετημένη από την Αστυνομία και ότι, γι’ αυτό το λόγο, οι Αστυνομικές Αρχές απέφυγαν να εντοπίσουν και να συλλάβουν το Λιβάνιο Kanan Kanan, ο οποίος του παρέδωσε τα ναρκωτικά στο δωμάτιο 106 του ξενοδοχείου Sandy Beach, όπου διέμενε.

Το Κακουργιοδικείο, μετά από εκτενή θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας, έκρινε τον Achkhanian αναξιόπιστο και την εκδοχή του – ότι υπήρξε θύμα καλά προγραμματισμένου σχεδίου της Αστυνομίας να τον παγιδεύσει να διαπράξει το έγκλημα –  (το αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας) – ανυπόστατη. Επέκρινε τις Αστυνομικές Αρχές για την ολιγωρία που επέδειξαν να προβούν στη σύλληψη του ατόμου που προμήθευσε τα ναρκωτικά στον Achkhanian. Ο Kanan Kanan έφυγε από το ξενοδοχείο λίγο μετά την παράδοση των ναρκωτικών στον Achkhanian και, στη συνέχεια, ως συνάγεται, αναχώρησε από την Κύπρο.

Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι, παρά τη μεγάλη Αστυνομική Δύναμη που ήταν αποσπασμένη για τη σύλληψη των δραστών, η προσοχή της δε στράφηκε στη σύλληψη του προμηθευτή των ναρκωτικών, παρόλο που είχε όλα τα στοιχεία για τον τόπο διαμονής του.  Το βέβαιο είναι ότι η Αστυνομία επικεντρώθηκε στη σύλληψη του παραλήπτη των ναρκωτικών, ενώ αδράνησε για τη σύλληψη του προμηθευτή. 

Υπό το φως των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της παραλαβής, κατοχής και, μεταγενέστερα, της προμήθειας των ναρκωτικών, κάτω από τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει, στον Καττή, ο Achkhanian κρίθηκε ένοχος και στις τρεις κατηγορίες.  Εναντίον του, επίσης, προσμέτρησαν παραδοχές, στις οποίες προέβη σε κατάθεσή του στην Αστυνομία.

Το Κακουργιοδικείο διευκρινίζει, στην απόφασή του, ότι η συνεκδίκαση υποθέσεων εναντίον δύο ή περισσοτέρων ατόμων δεν παρέχει οποιοδήποτε έρεισμα για την παράκαμψη των αποδεικτικών κανόνων, σε σχέση με το αποδεκτό μαρτυρίας εναντίον οποιουδήποτε από αυτούς. Κατά συνέπεια, η κατάθεση του Achkhanian, η οποία έγινε δεκτή ως θεληματική, στην οποία αναφέρει ότι παρέλαβε νωρίτερα ποσό £5.000,00 από τον Καττή, δεν αποτελεί μαρτυρία εναντίον του τελευταίου, γεγονός το οποίο, [*272]άλλωστε, ο ίδιος αρνήθηκε. 

Η μαρτυρία εναντίον του Καττή, απογυμνωμένη από το μέρος που ήταν παραδεκτή μόνο εναντίον του Achkhanian, περιορίζεται, κατ’ ουσίαν, στα διαδραματισθέντα στα υποστατικά του κατά το χρόνο παράδοσης των ναρκωτικών σ’ αυτό από τον Achkhanian και στις πράξεις σχετικές με τη φύλαξή τους μέχρι τη σύλληψή του. 

Η εκδοχή του Καττή – ότι παρέλαβε τα ναρκωτικά, προς το σκοπό παράδοσής τους στις Αστυνομικές Αρχές, στο πλαίσιο δρομολογηθείσας συνεργασίας του με αυτές – απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι:-

(α)   Ο τρόπος φύλαξης των ναρκωτικών από τον Καττή, μετά την παραλαβή τους, κυρίως η τοποθέτηση μεγάλου μέρους τους σε δοχείο κάτω από τα σκουπίδια, υποδήλωνε πρόθεση απόκρυψης τους· και

(β)   Το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε μεταξύ της παραλαβής των ναρκωτικών και της εισόδου της Αστυνομίας στα υποστατικά του, απέκλειε την ύπαρξη πρόθεσης, εκ μέρους του, να γνωστοποιήσει την παραλαβή τους στις Αστυνομικές Αρχές.

Ο Achkhanian δεν εφεσίβαλε την καταδίκη του. Εφεσίβαλε μόνο την ποινή που του επιβλήθηκε, συντρέχουσες ποινές δεκαετούς φυλάκισης στην πρώτη και τρίτη κατηγορία ως έκδηλα υπερβολική.  Αμφισβήτησε, επίσης, το κατά νόμο παραδεκτό της ποινής του στην πρώτη κατηγορία, για το λόγο ότι υπερέβαινε το ανώτατο όριο ποινής που προβλέπει ο Νόμος. Στη δεύτερη κατηγορία δεν του επιβλήθηκε καμιά ποινή, λόγω του επάλληλου των γεγονότων που την στοιχειοθετούν με εκείνα της τρίτης κατηγορίας. 

Ο Καττής προσέβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε, συντρέχουσες ποινές δεκατετραετούς φυλάκισης στην πρώτη και τρίτη κατηγορία, ως έκδηλα υπερβολική. Στη δεύτερη κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή, λόγω του επάλληλου των γεγονότων της με εκείνα της τρίτης κατηγορίας. 

Θα επιληφθούμε πρώτα της έφεσης Καττή, αναφερόμενοι, κατά την εξέτασή της, και σε κάθε συναφές θέμα προς αυτή, περιλαμβανομένων και πτυχών της που αφορούν τον Achkhanian, [*273]στο βαθμό που συμπλέκονται.

Οι προβληθέντες στην Ειδοποίηση Έφεσης λόγοι για ακύρωση της καταδίκης μπορεί να συμπτυχθούν στους ακόλουθους τρεις:-

1.  Έλλειψη δικαιοδοσίας, εκ μέρους του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, να επιληφθεί του κατηγορητηρίου, λόγω του γεγονότος ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν σε ξένη χώρα, δηλαδή σε περιοχή των Βρετανικών Βάσεων, χωρίς αυτά να στρέφονται εναντίον Κυπρίου και χωρίς να καταφαίνεται πρόθεση παράνομης εμπορίας επικίνδυνων φαρμάκων.

2.  Αποστέρηση του δικαιώματος προσαγωγής μαρτυρίας, αναφορικά με θέματα που αφορούσαν καταγραφές ηλεκτρονικού υπολογιστή, λόγω αποδοχής των προσαχθέντων από την Κατηγορούσα Αρχή εγγράφων ως μαρτυρίας, αφενός, και της απόρριψής τους στο τελικό στάδιο της δίκης ως απαράδεκτης μαρτυρίας, αφετέρου.

     Πλημμελής θεώρηση της μαρτυρίας της Μόνικας Kaludewage και, συνακόλουθα, αμφισβήτηση της κρίσης του Δικαστηρίου ότι αυτή υπήρξε αναξιόπιστη.

3.  Δυσμενής επίδραση μαρτυρίας, αποδεκτής εναντίον του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντος Καττή, απαράδεκτης ως μαρτυρίας εναντίον του ιδίου στην αξιολόγηση της εκδοχής και της υπεράσπισής του.

Με τους πρόσθετους λόγους έφεσης, τίθενται ακόμα δύο ζητήματα:-

(α)   Η παγίδευση του εφεσείοντος στη διάπραξη του εγκλήματος· και διαζευκτικά

(β)   Η παραβίαση της αρχής της δικαίας δίκης, για τους λόγους που προσδιορίζονται στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Teixeira de Castro v Portugal 44/1997/828/1034 ECt HR 533.

Θα επιληφθούμε των λόγων έφεσης με τη σειρά που τους έχουμε εκθέσει.

Η Ποινική Δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου εκτείνεται και στην εκδίκαση ορισμένων εγκληματικών πράξεων, οι οποίες δια[*274]πράττονται εκτός της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πρόνοια περί τούτου γίνεται στο Άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, που παρέχει, συν τοις άλλοις, δικαιοδοσία για την εκδίκαση παντός αδικήματος που διαπράττεται από Κύπριο στην αλλοδαπή, τιμωρητέου με φυλάκιση πέραν των δύο ετών από την κυπριακή νομοθεσία και το οποίο, παράλληλα, συνιστά αδίκημα κατά το δίκαιο της ξένης χώρας. Δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 5(ε)(iv) του ΚΕΦ. 154, παρέχεται δικαιοδοσία εκδίκασης κάθε αδικήματος που διαπράττεται σε ξένη χώρα, εφόσον αυτό «αφορά παράνομη εμπορία επικίνδυνων φαρμάκων».

Εξουσιοδότηση για την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας, εφόσον ο κατηγορούμενος ήθελε παραπεμφθεί προς δίκη από το Επαρχιακό Δικαστήριο, δόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα 4/99 – 22 Ιουλίου, 1999.

Το Δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της εκδίκασης αδικημάτων που διαπράττονται από Κύπριο σε ξένη χώρα, καθορίζεται από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6(1) του ΚΕΦ. 154. Ως τέτοιο καθορίστηκε, μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο Λάρνακας.  Δύο είναι τα κριτήρια για τον καθορισμό του δικαστηρίου που θα εκδικάσει την υπόθεση:-

1.  Η φύση των αδικημάτων, ως διαφαίνεται από τις λεπτομέρειές τους, προς διαπίστωση της δικαιοδοσίας κυπριακού δικαστηρίου να επιληφθεί του αντικειμένου τους· και, εφόσον υφίσταται δικαιοδοσία, 

2.  Ο καθορισμός του τόπου εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης η οποία στοιχειοθετείται.  

Στην προκείμενη περίπτωση, συνυπολογίστηκαν όλα τα δεδομένα. Υπό το φως τους, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι τα περί ου ο λόγος αδικήματα ενέπιπταν στις δικαιοδοτικές διατάξεις των παραγράφων 5(1)(δ) και (ε)(iv) του ΚΕΦ. 154. Η στοιχειοθέτηση της δικαιοδοσίας έγινε με αναφορά στα προρρηθέντα στοιχεία. Αποτυχία εδραίωσής τους κατά τη δίκη, εκθεμελιώνει το βάθρο της δικαιοδοσίας.

Παραπονείται ο εφεσείων ότι δεν ακούστηκε κατά την ακρόαση της αίτησης για τον καθορισμό του αρμόδιου δικαστηρίου στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα 4/99. Κατά πάγια πρακτι[*275]κή, αιτήσεις αυτής της κατηγορίας ακούγονται μονομερώς, λόγω του ρυθμιστικού χαρακτήρα του αντικειμένου τους, χωρίς να αποκλείεται, βέβαια, η επίδοση της αίτησης στον μέλλοντα κατηγορούμενο, εφόσον είναι δυνατό, που ίσως να είναι και το καλύτερο. Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι ο καθορισμός αρμόδιου δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης δεν προδικάζει ο,τιδήποτε. Περιορίζεται η απόφαση στην, εξ αντικειμένου, θεώρηση των πραγμάτων και τον καθορισμό του, κατά νόμο, αρμόδιου δικαστηρίου.  Εάν τα ευρήματα του δικαστηρίου, σε σχέση με τα γεγονότα στα οποία βασίζονται οι κατηγορίες, τείνουν να αποκαλύψουν την έλλειψη δικαιοδοσίας, τότε, αναμφιβόλως, το δικαστήριο θα αποποιηθεί την άσκηση δικαιοδοσίας. Η εξουσιοδότηση, η οποία παρέχεται, περιορίζεται στον καθορισμό του δικαστηρίου το οποίο θα επιληφθεί των κατηγοριών, οι λεπτομέρειες των οποίων στοιχειοθετούνται στο συγκεκριμένο αίτημα.

Στην προκείμενη περίπτωση, η εξουσιοδότηση, η οποία παρασχέθηκε, αφορούσε, κατ’ ουσίαν, τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν και δικάστηκαν οι κατηγορούμενοι από το Κακουργιοδικείο, με μόνη επιφύλαξη την εσφαλμένη αναφορά στον τόπο διάπραξης των αδικημάτων, για τα οποία κατηγορήθηκε ο Καττής. Αναγράφεται ότι αυτά διαπράχθηκαν στη Λάρνακα, ενώ διαπράχθηκαν στην Ορμήδεια, κοινότητα που ανήκει διοικητικά στην επαρχία Λάρνακας, αλλά ευρίσκεται (εκεί όπου διαπράχθηκαν τα αδικήματα) στο έδαφος των Κυρίαρχων Βρετανικών Βάσεων. Η μαρτυρία δεν άφησε καμιά αμφιβολία ως προς τον τόπο του εγκλήματος ή το δικαιοδοτικό έρεισμα στο οποίο βασίστηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης από αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στη Λάρνακα, που ήταν ευχερέστερο να εκδικαστεί.  Αβάσιμος κρίνεται ο λόγος έφεσης που εξετάσαμε.

Το παραδεκτό μαρτυρίας, κατά το Δίκαιο της Αποδείξεως, αποφασίζεται κατά το χρόνο της προσαγωγής της. Αυτό επιβάλλει η θεμελιακή αρχή του Δικαίου της Αποδείξεως, που ορίζει ότι μόνο μαρτυρία σχετική προς τα επίδικα θέματα – η λογική τάξη – και παραδεκτή κατά το Δίκαιο της Αποδείξεως – η αποδεικτική τάξη – γίνεται δεκτή κατά την ακρόαση οποιασδήποτε υποθέσεως. Η διασφάλιση της τάξης αυτής των πραγμάτων σχετίζεται και με τα εχέγγυα της δικαίας δίκης, εκείνα που αφορούν την υπεράσπιση, η προετοιμασία της οποίας συναρτάται και προς τη μαρτυρία που γίνεται αποδεκτή.

Στη Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510, υποδείχθηκε:-

[*276]«Ο αποκλεισμός μαρτυρίας, η οποία διαφαίνεται ως απαράδεκτη, αποτελεί αξίωμα της δίκης στο δικό μας σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και απόρροια των αρχών της δίκαιης δίκης, ως διαγράφονται στο Άρθρο 30.2 και 3 και στο Άρθρο 12.5 του Συντάγματος, που συναρτούν το αντικείμενο της υπεράσπισης με την παραδεκτή, κατά το δίκαιο, μαρτυρία.»

Στην προκείμενη περίπτωση, ενώ έγινε δεκτή γραπτή μαρτυρία, αναπαράγουσα τις εγγραφές ηλεκτρονικού υπολογιστή, το Δικαστήριο, κατά το πέρας της δίκης, αναθεώρησε την απόφασή του ως προς το παραδεκτό της μαρτυρίας και αγνόησε το περιεχόμενό της, ως απαράδεκτο.

Το παράπονο, το οποίο διατυπώνεται από τον εφεσείοντα Καττή, είναι ότι η μεταβολή στη θέση του Δικαστηρίου επέδρασε δυσμενώς στην παρουσίαση της υπεράσπισης, σε σχέση με τον προσχεδιασμό του εγκλήματος προς το σκοπό παγίδευσης των κατηγορουμένων, στο ότι δεν επιχείρησε να προσαγάγει μαρτυρία, αποδεικτική των στοιχείων τα οποία κατέγραψαν οι υπολογιστές και τα οποία έτειναν να υποστηρίξουν την παρουσία του Kanan Kanan στο ξενοδοχείο και να διαφωτίσουν για τις κινήσεις του.

Η πρώτη μας παρατήρηση είναι ότι τα περί της παγίδευσης, σχετικά με την παραλαβή των ναρκωτικών, αφορούσαν, κατά κύριο λόγο, την υπεράσπιση του εφεσείοντος Achkhanian. Η υπεράσπιση του εφεσείοντος Καττή είχε ως λόγο την προσυνεννόησή του με τις αρχές για την παγίδευση επίδοξων εμπόρων ναρκωτικών και την παράδοση σ’ αυτό του παράνομου εμπορεύματος, ο οποίος, στη συνέχεια, θα το παρέδιδε στην Αστυνομία. Η προϊστορία της υπεράσπισης αυτής, όπως προβλήθηκε από τον ίδιο, ήταν άσχετη με τη συγκεκριμένη παραλαβή του εμπορεύματος ή τις συνθήκες παραλαβής του. Ήταν μέρος της υπεράσπισης του Achkhanian – ότι την παράδοση των εμπορευμάτων σ’ αυτό μηχανεύτηκε η Αστυνομία, προς το σκοπό σύλληψής του. Τα καταγραφέντα από τους υπολογιστές στοιχεία είχαν άμεση σχέση με την υπεράσπιση του Achkhanian, όχι μ’ εκείνη του Καττή. Ούτε ο ίδιος (ο Καττής) στη μαρτυρία του έκαμε αναφορά, άμεσα ή έμμεσα, σε γεγονότα που σχετίζονται με την άφιξη και παραλαβή των ναρκωτικών, είτε ως μέρος της υπεράσπισής του, είτε ως γεγονός επεξηγηματικό της νοητικής του κατάστασης. Η εκδοχή του Καττή σχετικά με την παγίδευσή του, που κρίθηκε ανυπόστατη από το Κακουργιοδικείο, είχε άλλο υπόβαθρο, συνυφασμένο με επαφές του με τρίτο πρόσωπο.

[*277]Με αυτά υπόψη, κρίνουμε ότι η μεταβολή στη θέση του Δικαστηρίου, ως προς το παραδεκτό της συγκεκριμένης μαρτυρίας, δεν είχε οποιεσδήποτε επιπτώσεις στην προβολή της υπεράσπισης του Καττή. 

Τόσο ο Achkhanian όσο και ο Καττής, οι οποίοι κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης, κρίθηκαν αναξιόπιστοι και η μαρτυρία τους απορρίφθηκε. Κάτω από αυτά τα δεδομένα, ως μόνη ενοχοποιητική μαρτυρία εναντίον του Καττή παρέμεινε η σχετιζόμενη με την παράδοση, κάτω από αστυνομική επίβλεψη και παρακολούθηση, των ναρκωτικών σ’ αυτόν και, κατ’ ακολουθίαν, με τη φύλαξή τους. 

Παραπονείται ο εφεσείων Καττής ότι, στην κρίση της ποινικής του ευθύνης, επέδρασε δυσμενώς μαρτυρία, η οποία ήταν μόνο αποδεκτή εναντίον του συγκατηγορουμένου του. Σ’ αυτό επικεντρώνεται η τρίτη ενότητα των λόγων έφεσης, όπως την έχουμε προσδιορίσει. 

Εναντίον του Achkhanian προσμέτρησαν ενοχοποιητικές καταθέσεις του στις Αστυνομικές Αρχές, στις οποίες εμπλέκει και τον εφεσείοντα Καττή. Σε μια από αυτές, ο Achkhanian ανάφερε ότι παρέλαβε από τον Καττή ποσό £5.000,00 για τα ναρκωτικά ή έναντι της τιμής τους. Προδήλως η μαρτυρία αυτή δεν ήταν παραδεκτή εναντίον του εφεσείοντος Καττή. Το Κακουργιοδικείο αναφέρεται ρητά σ’ αυτή τη διάσταση της δίκης και διευκρινίζει ότι, στην κρίση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος Καττή, αγνοήθηκε μαρτυρία η οποία δεν ήταν παραδεκτή εναντίον του. 

Δεν υπάρχει τίποτε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, το οποίο να αφήνει αμφιβολίες αναφορικά με το πλαίσιο μέσα στο οποίο κρίθηκε η ποινική ευθύνη του εφεσείοντος ή ως προς τη μαρτυρία που προσμέτρησε εναντίον του. Αυτή συνίστατο στη μαρτυρία παραλαβής και φύλαξης των ναρκωτικών, κάτω από τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει.

Πριν προχωρήσουμε σε εξέταση του επόμενου κεφαλαίου της έφεσης, κρίνεται πρόσφορο να κάμουμε αναφορά στις επικρίσεις του Δικαστηρίου για την παράλειψη σύλληψης του Kanan Kanan, που ήταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο προμηθευτής των ναρκωτικών στον Achkhanian.

Στο κεφάλαιο αυτό έκαμε ειδική αναφορά ο κ. Ευσταθίου, σε συσχετισμό με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, υποστηρίζοντας [*278]ότι η όλη υπόθεση αποτελεί σκευωρία της Αστυνομίας.  Την ίδια θέση υιοθέτησε και ο κ. Στυλιανού, σε σχέση με την έφεση του Achkhanian κατά της ποινής.

Η Αστυνομία επικρίνεται για ολιγωρία για την αδράνεια που επέδειξε να αναζητήσει και να συλλάβει τον προμηθευτή των ναρκωτικών, του οποίου η παρουσία στο ξενοδοχείο Sandy Beach ήταν πρόδηλος και η σύλληψη ευχερής, από τις διακινούμενες στην περιοχή περιπόλους. Ήταν η θέση του Achkhanian κατά τη δίκη, την οποία πρόβαλε και ο εφεσείων Καττής κατά την έφεση, ότι η φαινομενική ολιγωρία δεν ανάγεται σε σφάλμα των Αστυνομικών Αρχών, αλλά σε προσχεδιασμένη δράση, μια από τις παραμέτρους της οποίας ήταν η ανεμπόδιστος έξοδος του προμηθευτή από την Κύπρο. Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι ο σχεδιασμός αυτός αποτελούσε το προοίμιο της παγίδας που έστησε η Αστυνομία για τη σύλληψη του Achkhanian και, παρεπόμενα, του Καττή. Η παγίδευση συνιστά στοιχείο μετριασμού της ποινής, στο οποίο δε δόθηκε η πρέπουσα σημασία ή βαρύτητα. 

Κατ’ ουσίαν, αμφισβητούνται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με αναφορά στα περιστατικά που περιβάλλουν τη μη σύλληψη του Kanan. Το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε και αξιολόγησε τη μαρτυρία των αστυνομικών που κατέθεσαν, αποδέχτηκε τη μαρτυρία τους ως αληθή. Διαπίστωσε ότι η αργοπορία, την οποία επέδειξε η Αστυνομία, δεν ήταν προσχεδιασμένη. 

Δεν υπάρχουν στοιχεία τέτοια, που καταλυτικά να μας επιτρέπουν να ανατρέψουμε το εύρημα του Δικαστηρίου. Πιθανόν, αν εμείς είχαμε να κρίνουμε τη μαρτυρία πρωτογενώς, να καταλήγαμε σε διαφορετικά ευρήματα. Ήταν, όμως, παραδεκτό για το Κακουργιοδικείο να προβεί στα ευρήματα στα οποία προήλθε, υπό το φως της προσαχθείσας ενώπιόν του μαρτυρίας, έστω και αν αυτή ήταν, εξ αντικειμένου, μια απίθανη τροπή των πραγμάτων. Γι’ αυτό δεν παρέχεται πεδίο για ανατροπή των σχετικών ευρημάτων. Τούτου δοθέντος, οι επικρίσεις της Αστυνομίας από το Κακουργιοδικείο ήταν δικαιολογημένες, πλην όχι αρκούντως αποκαλυπτικές της ανικανότητας που επέδειξε η Αστυνομία να προβεί στη σύλληψη του προμηθευτή των ναρκωτικών.

Η τελευταία ενότητα των λόγων έφεσης αφορά την παγίδευση και, διαζευκτικά, τις συνέπειες του λόγου της Teixeira de Castro v Portugal, (ανωτέρω), στη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντος Καττή. 

[*279]Παγίδευση

Η παγίδευση προβάλλεται από τον εφεσείοντα Καττή τόσο ως υπεράσπιση, με αναφορά στο λόγο της Teixeira de Castro v. Portugal, όσο και ως λόγος μετριασμού της ποινής και από τους δύο εφεσείοντες.

Στη Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 52, την οποία επικαλέστηκε ο κ. Ευσταθίου, υιοθετείται η πατροπαράδοτη θέση του αγγλικού δικαίου – ότι η παγίδευση δεν αποτελεί υπεράσπιση, αλλά προσμετρά ως λόγος μετριασμού της ποινής. Συναρτά, όπως εξηγείται, ο Νόμος την ενοχή με τη συνύπαρξη των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος. Αναφέρεται:- (σελ. 57)

«Εφόσο συνυπάρχει η προβλεπόμενη από το νόμο εγκληματική πρόθεση (mens rea) και εκδηλώνεται με την απαγορευμένη από το νόμο πράξη (actus reus), στοιχειοθετείται το έγκλημα.»

Η επενέργεια της παγίδευσης ως μετριαστικού παράγοντα έχει ως λόγο και την αποδοκιμασία της αστυνομικής δράσης.  Ως δε αναφέρεται στη Haggag v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω):- (σελ. 57-58)

«Αναμφιβόλως, ο μετριασμός μεγεθύνεται, ανάλογα με την έκταση της αστυνομικής επίδρασης στην εξώθηση του κατηγορουμένου στη διάπραξη του εγκλήματος, και μπορεί να φτάσει μέχρι τη διαγραφή της τιμωρίας.»

Το ότι η παγίδευση δε συνιστά υπεράσπιση, επαναλαμβάνεται και στην τελευταία επί του θέματος απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, στην R. v. Looseley [2001] 4 All ER 897. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό:- (σελ. 907)

"The fact that the accused was entrapped is not inconsistent with his having broken the law. The entrapment will usually have achieved its object in causing him to do the prohibited act with the necessary guilty intent."

Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Teixeira de Castro v Portugal [1998] 4 BHRC 533, ECct HR προσδίδει, κάτω από ορισμένες συνθήκες, υπόσταση υπεράσπισης στην παγίδευση. Ο λόγος της μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Όπου το έγκλημα υποκινείται (incited) από αστυνομικά όργανα, η προσαγωγή του παραβάτη ενώπιον του δικαστηρίου συνιστά παραβίαση της έννοιας της δικαίας δίκης, ως αντανακλάται [*280]στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, αρχή η οποία, στην Κύπρο, ενσωματώνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου από τις διατάξεις των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος. Η παραβίαση προκύπτει από το μεμπτό και, κατ’ επέκταση, από το απαράδεκτο αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας κατά τη δίκη. Η προσαγωγή της ανατρέπει το θεμέλιο της δικαίας δίκης. 

Στην R. v. Looseley, (ανωτέρω), στην οποία το Δικαστήριο πραγματεύεται το λόγο της Teixeira de Castro v. Portugal, υποδεικνύεται ότι το κοινό δίκαιο παρείχε εξουσία απόρριψης τέτοιας μαρτυρίας ως απαράδεκτης ή, ακόμα, καταστολής ποινικής διαδικασίας, θεμελιωμένης σε μαρτυρία αυτής της φύσης, ως κατάχρηση των δικαιοδοσιών του δικαστηρίου.

Η αρχή, η οποία προκύπτει από την Teixeira de Castro v. Portugal, μας ευρίσκει σύμφωνους. Η υποκίνηση του εγκλήματος, προς το σκοπό σύλληψης του υποκινούμενου, μεταθέτει, σε μεγάλο βαθμό, την ευθύνη για το έγκλημα στις ίδιες τις Αστυνομικές Αρχές και τις εκτρέπει από την προδιαγεγραμμένη αποστολή τους, που είναι η καταστολή και όχι η συνεργία στη διάπραξη του εγκλήματος.

Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην El-Beyrouty & Another v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), απηχεί τη θέση αυτή:- (σελ. 548)

«Δεν είναι παραδεκτό, βέβαια, πρέπει να τονίσουμε, για την αστυνομία να ενθαρρύνει τη διάπραξη εγκλήματος προς το σκοπό ανίχνευσής του.»

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο Achkhanian συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, έχοντας στην κατοχή του μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών. Τέθηκε υπό κράτηση και τα ναρκωτικά περιήλθαν στην κατοχή των Αστυνομικών Αρχών. Κάτω από όποιο φακό και αν ήθελε ιδωθεί το τι επακολούθησε, αναπόφευκτο είναι το συμπέρασμα ότι οι Αστυνομικές Αρχές, όχι μόνο παρότρυναν τον Achkhanian να προμηθεύσει τα ναρκωτικά στον Καττή, αλλά και του διέθεσαν τα ναρκωτικά για το σκοπό αυτό. Προδιέγραψαν την παράδοσή τους, κάτω από την επιτήρηση της Αστυνομίας. Η διαπίστωση αυτή καθιστά άκυρη την καταδίκη του Achkhanian στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία – ότι κατείχε τα ναρκωτικά προς το σκοπό προμήθειάς τους στον εφεσείοντα Καττή και ότι τα παρέδωσε σ’ αυτόν.  Η δράση του Achkhanian, μετά τη σύλληψη, δεν ήταν αυτόνομη, ούτε τα ναρκωτικά ευρίσκοντο στη διάθεσή του. Κατείχοντο [*281]από την Αστυνομία. Ο ίδιος ήταν υπό περιορισμό. Η έξοδός του από το κρατητήριο έγινε με άδεια της Αστυνομίας, προς το σκοπό διάπραξης του αδικήματος που αποτελεί το αντικείμενο της κατηγορίας 3. Στην πραγματικότητα, η επανάκτηση της κατοχής των ναρκωτικών από τον Achkhanian και η μετέπειτα δράση του ήταν το αποτέλεσμα των προτροπών της Αστυνομίας και της διάθεσης του συλληφθέντος να φανεί αρωγός στα σχέδιά της.  Κατ’ ουσίαν επρόκειτο περί αδικημάτων σκηνοθετημένων από την Αστυνομία. Αντί να συλλάβουν τον Kanan, τα αστυνομικά όργανα σκηνοθέτησαν το έγκλημα που ακολούθησε. Όχι μόνο η εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας πλήττει το θεμέλιο της δικαίας δίκης, αλλά αυτή τούτη η μαρτυρία καθιστά αμφίβολη την ύπαρξη του προβλεπόμενου από το νόμο νοητικού στοιχείου προς στοιχειοθέτηση των κατηγοριών 2 και 3. Η δράση του Achkhanian, σε σχέση με την κατοχή και διακίνηση των ναρκωτικών (κατηγορίες 2 και 3), δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά ως εκείνη εντολοδόχου της Αστυνομίας.

Στην Teixeira de Castro v. Portugal δεν παραγνωρίζονται, ούτε υποτιμούνται οι κίνδυνοι από τα ναρκωτικά ή το δύσκολο έργο της Αστυνομίας για την ανίχνευση τέτοιων εγκλημάτων και την προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης.  Διακρίνεται, όμως, η παθητική συμμετοχή οργάνων της τάξης, με την παροχή ευκαιρίας στον επίδοξο παραβάτη να εκπληρώσει τους σκοπούς του, που είναι ανεκτή, από την υποκίνηση (incitement) του εγκλήματος, που είναι απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, ως αναφέρεται στην Teixeira de Castro v. Portugal:- (σελ. 540)

"The public interest cannot justify the use of evidence  obtained as a result of police incitement."

(Ελληνική μετάφραση (ελεύθερη):

«Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση μαρτυρίας η οποία λήφθηκε ως αποτέλεσμα αστυνομικής υποκίνησης.»

Σε άλλο σημείο της απόφασης διαχωρίζεται η θέση του αστυνομικού, ο οποίος διεισδύει (infiltrates) σε εγκληματική οργάνωση, προς το σκοπό συλλογής πληροφοριών για σχεδιαζόμενο έγκλημα, από εκείνη του αστυνομικού, ο οποίος δρα ως "agent provocateur", δηλαδή εξωθεί το δράστη να εγκληματήσει, προς το σκοπό σύλληψής του.

Παρόλο που δεν προσβάλλεται η καταδίκη του Achkhanian στην [*282]τρίτη κατηγορία, παρά μόνο η ποινή που του επιβλήθηκε – 10 χρόνια φυλάκιση – θα προχωρήσουμε και θα ακυρώσουμε την καταδίκη του στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία, ενόψει της βέβαιης διαπίστωσης ότι η καταδίκη στοιχειοθετήθηκε έξω από το πλαίσιο της δικαίας δίκης.

Ερωτάται: Ποίες οι συνέπειες της υποκίνησης του Achkhanian να προμηθεύσει τα ναρκωτικά στον Καττή, αναφορικά με την καταδίκη του τελευταίου;

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο Καττής παρέλαβε τα ναρκωτικά και τα έθεσε υπό τη φύλαξή του, με τις προθέσεις που διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Πεδίο για επέμβαση στα ευρήματα του Δικαστηρίου δε χωρεί.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν εξετράπη και η δίκη του Καττή από τα θέσμια της δικαίας δίκης. Ερωτάται αν η μαρτυρία, που προέκυψε από την υποκίνηση του εγκλήματος, ήταν παραδεκτή εναντίον του Καττή. Η απάντηση είναι αρνητική. Η αρχή, η οποία αναγνωρίζεται στην Teixeira de Castro v. Portugal, δεν αναφέρεται ειδικά στο σκοπό για τον οποίο προσάγεται η μαρτυρία αλλά στη γενεσιουργό της αιτία. Η μαρτυρία είναι εξ αρχής μολυσμένη. Το μίασμα δεν εξαλείφεται ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο προσάγεται. Ο απώτερος λόγος της Teixeira de Castro v. Portugal, όπως γίνεται κατανοητός, είναι ότι δεν είναι παραδεκτή σε δικαστήριο μαρτυρία για έγκλημα, που υποκινείται ή/και πλάθεται, από την Αστυνομία. Το σύνολο της μαρτυρίας, στο οποίο θεμελιώνεται η καταδίκη του Καττή, είχε αυτή την προέλευση. Ως εκ τούτου, η μαρτυρία ήταν απαράδεκτη, διαπίστωση που κλονίζει το θεμέλιο της καταδίκης του Καττή και στις τρεις κατηγορίες. 

Σύμφωνα με την Teixeira de Castro v. Portugal, ό,τι καθιστά άδικη τη δίκη είναι η θεμελίωση της σε μαρτυρία μολυσμένη από την υποκίνηση διάπραξης του εγκλήματος. Μετά τη σύλληψη του Achkhanian, η υποκίνηση της εγκληματικής δράσης από την Αστυνομία, που ακολούθησε, είχε ένα λόγο – την παράδοση των ναρκωτικών στον Καττή.

Σε μια από τις αποφάσεις στην Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, 66 (20-23) προβάλλεται η θέση ότι η προσαγωγή μαρτυρίας, η οποία συλλέγεται κατ’ αντίθεση προς τα θέσμια – (σ’ εκείνη την περίπτωση τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου), είναι αντινομική προς την αρχή της δικαίας δίκης – (Άρθρο 30.2 του Συντάγματος).

[*283]Παραμένει η ποινή, η οποία επιβλήθηκε στον Achkhanian στην πρώτη κατηγορία – δεκαετής φυλάκιση. Αναντίλεκτο είναι ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Achkhanian στην πρώτη κατηγορία, που είναι και η μόνη η οποία παραμένει, υπερέβαινε το ανώτατο όριο που προβλέπει ο Νόμος – οκταετή φυλάκιση – και, γι’ αυτό, πρέπει να παραμεριστεί. Έχοντας υπόψη τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, που περιβάλλουν τη διάπραξη αυτού του αδικήματος και τη μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, δικαιολογείται η επιβολή του ανώτατου ορίου της ποινής που προβλέπει ο Νόμος, γεγονός δηλωτικό της αποδοκιμασίας τέτοιων εγκλημάτων και  του αποτρεπτικού της ποινής χαρακτήρα. 

Ποινική Έφεση 6918

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο κατηγορούμενος (εφεσείων Καττής) αθωώνεται και απαλλάττεται.

Ποινική Έφεση 6919

Η καταδίκη στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία παραμερίζεται και ο κατηγορούμενος αθωώνεται. 

Η έφεση κατά της ποινής στην πρώτη κατηγορία επιτρέπεται.  Η ποινή μειώνεται σε οκταετή φυλάκιση.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με το αποτέλεσμα της απόφασης που εξέδωσε ο Πρόεδρος αναφορικά με τον εφεσείοντα Elias Abraham Achkhanian, αλλά με εκτίμηση διαφωνώ με το αποτέλεσμα σε ότι αφορά τον εφεσείοντα Καττή. Έχω τη γνώμη, για τους λόγους που ακολουθούν, πως η καταδικαστική απόφαση του κακουργιοδικείου και γι’ αυτόν τον εφεσείοντα είναι ορθή.  Ερμηνεύω διαφορετικά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Teixeira de Castro v. Portugal. Η εκτίμηση μου επίσης των γεγονότων της υπόθεσης είναι διαφορετική, έτσι που να πιστεύω πως αυτά δεν υπάγονται στη νομική αρχή που εξήγγειλε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στην πιο πάνω υπόθεση.

Η προσέγγιση μου στο θέμα καθιστά αναγκαία την αναφορά σε κάποια λεπτομέρεια στα γεγονότα της υπόθεσης Teixeira de Castro, καθώς επίσης και στον πυρήνα της νομικής αρχής που εκδηλώνεται στην απόφαση. Οφείλω να πω ότι το δικό μου έργο έγινε εύκολο γιατί ξεκινώ από το σημείο της διαφωνίας μου [*284]με την απόφαση του Προέδρου, έχοντας έτοιμο όλο το υλικό που με επιμέλεια μπήκε σ’ αυτή σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης. Και με τούτο συμφωνώ.

Θα ενθέσω παρακάτω τα γεγονότα της υπόθεσης Teixeira de Castro, όπως συνοψίζονται από τους εκδότες στην πρώτη παράγραφο της απόφασης της Επιτροπής Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

«As part of a police operation monitoring drug trafficking, two plain clothes officers approached VS, a known drugs user suspected of petty drug trafficking, and offered to buy hashish from him in an attempt to identify his supplier. When VS failed to locate a supplier of hashish the officers stated that they were also interested in buying heroin and VS therefore introduced them to the applicant as a possible heroin supplier. The applicant agreed to supply the required amount of heroin and procured the drug from a third party, whereupon the two officers identified themselves and arrested him. He was prosecuted for drug trafficking and convicted mainly on the basis of the police officers’ statements. He subsequently complained to the European Commission of Human Rights that his right, under art 6(1) of the Convention for the Protection of Human Rights and Fundamental Freedoms, to a fair hearing in the determination of a criminal charge against him had been violated since the police officers on whose evidence he had been convicted had incited him to commit the offence. The commission expressed the opinion that there had been a violation of art 6(1) (30 votes to 1) and referred the case to the European Court of Human Rights».

(η υπογράμμιση δική μου).

Σε μετάφραση:

«Στο πλαίσιο εκστρατείας της αστυνομίας για έλεγχο της διακίνησης ναρκωτικών, δυο αξιωματικοί με πολιτική περιβολή πλησίασαν τον VS, γνωστό χρήστη ναρκωτικών, για τον οποίο υπήρχαν υποψίες μικροδιακίνησης ναρκωτικών, και ζήτησαν να αγοράσουν από αυτόν χασίσι, σε μια προσπάθεια να εντοπίσουν τον προμηθευτή. Όταν ο VS δεν κατόρθωσε να βρει προμηθευτή χασισιού οι αξιωματικοί του ανέφεραν πως ενδιαφέρονταν επίσης να αγοράσουν ηρωίνη, και έτσι ο VS τους σύστησε στον αιτητή ως πιθανό προμηθευτή ηρωίνης.  Ο αιτητής [*285]συμφώνησε να προμηθεύσει την ποσότητα ηρωίνης που του ζητήθηκε, και πήρε το ναρκωτικό από κάποιο τρίτο πρόσωπο οπόταν οι δυο αξιωματικοί αποκάλυψαν την ταυτότητα τους και τον συνέλαβαν. Κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών και καταδικάστηκε κυρίως από τη μαρτυρία των αξιωματικών της αστυνομίας.  Ως αποτέλεσμα παραπονέθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πως  το δικαίωμα του, βάσει του άρθρου 6(1) της Συνθήκης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, για χρηστή δίκη κατά την εκδίκαση της ποινικής κατηγορίας εναντίον του, είχε παραβιαστεί καθόσον οι αξιωματικοί επί της μαρτυρίας των οποίων είχε καταδικαστεί τον είχαν παροτρύνει να διαπράξει το αδίκημα. Η Επιτροπή εξέφρασε τη γνώμη πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6(1) της Συνθήκης (30 ψήφοι έναντι ενός) και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων».

Aμέσως παρακάτω συνοψίζεται, από τους εκδότες πάλιν, το ουσιαστικό μέρος της απόφασης, στο οποίο και υιοθετείται η νομική αρχή που μας απασχόλησε.

«While the convention did not preclude reliance on sources such as undercover agents at the investigation stage of criminal proceedings, the right to a fair administration of justice could not be sacrificed for the sake of expedience and the public interest could not justify the use of evidence obtained as a result of police incitement.  In the instant case the police officers’ intervention was not part of an operation ordered and supervised by a judge and the competent authorities had no reason to suspect the applicant, who had no criminal record and was not known to the police, was a drug trafficker. Furthermore, the police officers did not confine themselves to investigating the applicant’s criminal activity in an essentially passive manner but exercised an influence such as to incite the commission of the offence, the applicant’s criminal activity had not gone beyond what he had been incited to do by the police officers, there was nothing to suggest that he would have committed the offence without their incitement  and he had been convicted mainly on the basis of the officers’ statements

(η υπογράμμιση δική μου)

«Μολονότι η συνθήκη δεν αποκλείει τη χρήση πηγών όπως μυστικών πρακτόρων κατά το στάδιο διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, το δικαίωμα σε χρηστή δίκη δεν μπορεί να θυσιαστεί για λόγους [*286]βολικότητας και το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη χρήση μαρτυρίας που ελήφθη ως αποτέλεσμα παρότρυνσης από την αστυνομία. Στην παρούσα υπόθεση η παρέμβαση των αξιωματικών της αστυνομίας δεν ήταν μέρος της επιχείρησης που είχε διαταχθεί και τελούσε υπό την επιτήρηση δικαστού και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είχαν κανένα λόγο να υποψιάζονται τον αιτητή, που δεν είχε ποινικό μητρώο και δεν ήταν γνωστό στην αστυνομία πως διακινούσε ναρκωτικά. Επιπλέον, οι αξιωματικοί δεν περιορίστηκαν στη διερεύνηση των ποινικών ενεργειών του αιτητή ουσιαστικά, με παθητικό τρόπο αλλά άσκησαν τέτοιο επηρεασμό ώστε να παροτρύνουν τη διάπραξη του αδικήματος, η εγκληματική ενέργεια του αιτητή δεν προχώρησε πιο πέρα από το σημείο στο οποίο τον παρότρυναν οι αξιωματικοί της αστυνομίας, και δεν υπήρχε τίποτε που να υποδηλώνει πως θα διέπραττε το αδίκημα χωρίς την παρότρυνση του, και είχε επίσης καταδικαστεί κατά κύριο λόγο επί της μαρτυρίας των αξιωματικών της αστυνομίας.»

Αξιολογώντας τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά εξιστορούνται στην απόφαση του Προέδρου, έχω τη γνώμη πως ο Καττής δεν παροτρύνθηκε από την Αστυνομία να διαπράξει τις 3 συναφείς κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος, ότι δηλαδή (α) προμηθεύτηκε τα ναρκωτικά, (β) τα είχε στην κατοχή του και (γ) είχε πρόθεση να τα προμηθεύσει σε τρίτους. Ο Αchkhanian,  μετά που συνελήφθη επ΄αυτοφόρω στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας μεταφέροντας τα ναρκωτικά, αντικείμενο των κατηγοριών, οδηγήθηκε στον αστυνομικό σταθμό. Εκεί ομολόγησε στην αστυνομία τη δική του εμπλοκή στα εγκλήματα, και πως τελικός προορισμός των ναρκωτικών ήταν να δοθούν στον Καττή.  Είναι γεγονός πως η αστυνομία ζήτησε από τον Achkhanian να ολοκληρώσει το σχέδιο της παράδοσης των ναρκωτικών, με απώτερο ακοπό να συλληφθεί και ο Καττής. Πράγματι, ο Achkhanian, ακολουθούμενος από την αστυνομία, πήγε στα υποστατικά του Καττή και του παρέδωσε τα ναρκωτικά.  Μέσα σε λίγα λεπτά μετά την παράδοση, 5-10 λεπτά, η αστυνομία που καραδοκούσε επέδραμε  και συνέλαβε τον Καττή.

Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων δεν εντοπίζω παρότρυνση - «incitement» του Καττή από την αστυνομία για να διαπράξει τα εγκλήματα για τα οποία βρέθηκε ένοχος από το κακουργιοδικείο. Η αστυνομία παρότρυνε τον Achkhanian, μετά τη σύλληψη του, να ολοκληρώσει το σχέδιο παράδοσης των ναρκωτικών στον Καττή. Γι’ αυτό και επί του σημείου τούτου, και σε ότι αφορά την 3η κατηγορία εναντίον του Achkhanian, συμφωνώ με την απόφαση της πλειοψηφίας. Δεν υπάρχει όμως καμιά παρότρυνση της αστυνομίας [*287]προς τον Καττή να παραλάβει τα ναρκωτικά. Η αστυνομία σε ότι αφορά τον Καττή ήταν απαθής - «passive» στην εξέλιξη των εγκλημάτων. Παρακολούθησε απλώς την ολοκλήρωση του σχεδίου, το οποίο είχε ήδη οργανωθεί και καταρτισθεί πριν από τη σύλληψη του Achkhanian, και στο οποίο εμπλεκόταν συνωμοτικά και ο Καττής. Θα έλεγα μάλιστα, για σκοπούς συζήτησης του θέματος πως η συνωμοσία για τη διάπραξη των εγκλημάτων είχε ήδη συντελεσθεί πριν από τη σύλληψη του Achkhanian.

Να υπενθυμίσω πως τα ναρκωτικά εισήχθησαν παράνομα από το εξωτερικό από άγνωστο πρόσωπο που τα παρέδωσε στον Achkhanian. Ο τελευταίος είχε σκοπό, σύμφωνα με το καταρτισθέν από τους εμπλεκόμενους σχέδιο, να τα πραδώσει στον Καττή. Να επισημάνω επίσης πως ο ίδιος ο Καττής πρόβαλε στην αστυνομία, αμέσως μετά τη σύλληψη του, και στο κακουργιοδικείο τον ισχυρισμό πως πρόθεση του ήταν να παραδώσει τα ναρκωτικά στην αστυνομία μόλις θα του τα παρέδιδε ο Achkhanian, και πως αυτή η πρόθεση του ήταν γνωστή στην αστυνομία. Το κακουργιοδικείο όμως είπε τα πιο κάτω, αναφορικά με αυτή την εκδοχή, αφού έκρινε τον Καττή γενικά ως αναξιόπιστο μάρτυρα.

«Οι πραγματικές προθέσεις του κατηγορουμένου αποκαλύπτονται και επιβεβαιώνονται πλήρως με τη συμπεριφορά του από τη στιγμή παράδοσης των ναρκωτικών και μέχρι την αποκάλυψη τους λίγο αργότερα. Ανέμενε τον κατηγορούμενο 1 έξω από τα υποστατικά του και μαζί μετέφεραν τα ναρκωτικά εντός του κτιρίου. Ήταν βέβαιος ότι ο κατηγορούμενος 1 θα έφθανε ανά πάσα στιγμή και όμως δεν κινήθηκε να ειδοποιήσει την Αστυνομία. Στη συνέχεια έκρυψε τα ναρκωτικά, τοποθετώντας τα σε τρία διαφορετικά σημεία. Αν σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να ειδοποιήσει την αστυνομία προς τι η απόκρυψη.»

(κατηγορούμενος αρ.1 ήταν ο Achkhanian)

Και παρακάτω στη σελίδα 65:

«Σημειώνουμε εδώ ότι η επιμελής απόκρυψη των τεσσάρων πακέτων μέσα στο σκυβαλλοδοχείο κάτω από σωρό από σκουπίδια δεν προδίδει άνθρωπο που ήθελε να τα παραδώσει. Βρίσκουμε εξάλλου αφελή την εκδοχή του ότι κτύπησε τα σακκούλια και έπεσαν στο σκυβαλοδοχείο όταν θύμωσε που αντιλήφθηκε τους αστυνομικούς έξω από τα υποστατικά του.  Δεν εξήγησε πώς βρέθηκαν στο βάθος του δοχείου κάτω από σκουπίδια. Αυτά από μόνα τους δείχνουν τη σαφή πρόθεση του κατηγορούμενου να κατακρατήσει τα ναρκωτικά.»

[*288]Η συμπεριφορά του Καττή, όταν επέδραμε η αστυνομία στο υποστατικό του, και οι απαντήσεις που έδωσε όταν βρέθηκαν τα ναρκωτικά, όπως περιγράφεται στα πιο πάνω αποσπάσματα της απόφασης του κακουργιοδικείου, αποδεικνύουν πως δεν υπήρξε παρότρυνση ή επηρεασμός του από την αστυνομία για να διαπράξει τα εγκλήματα. Στην υπόθεση Teixeira de Castro λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

«The necessary inference from these circumstances is that the two police officers did not confine themselves to investigating Mr Teixeira de Castro’s criminal activity in an essentially passive manner, but exercised  an influence such as to incite the commission of the offence.»

Σε μετάφραση:

«Η αναγκαία κατάληξη, έχοντας υπόψη αυτά τα γεγονότα, είναι πως οι δυο αξιωματικοί της αστυνομίας δεν περιορίστηκαν στη διερεύνηση της εγκληματικής δραστηριότητας του αιτητή ουσιαστικά με παθητικό τρόπο, αλλά εξήσκησε τέτοιο επηρεασμό ώστε να παροτρύνουν τη διάπραξη του αδικήματος.»

H αξιολόγηση των πιο πάνω γεγονότων με οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν υπήρξε καμιά παραβίαση των αρχών της χρηστής δίκης, όπως αυτές διασφαλίζονται στο άρθρο 6(1) της Σύμβασης, και στο άρθρο 30.2 του Συντάγματός μας. Επομένως θα απέρριπτα και την έφεση του Καττή εναντίον της καταδίκης του. Αναφορικά με την έφεση του εναντίον της ποινής, ενόψει του αποτελέσματος, δεν θα πω τίποτε.

Ποινική Έφεση 6918

Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο κατηγορούμενος (εφεσείων Καττής) αθωώνεται και απαλλάττεται.

Ποινική Έφεση 6919

Η καταδίκη στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία παραμερίζεται και ο κατηγορούμενος αθωώνεται. Η έφεση κατά της ποινής στην πρώτη κατηγορία επιτρέπεται. Η ποινή μειώνεται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο