Χρίστου Στέλιος Κώστα ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 295

(2002) 2 ΑΑΔ 295

[*295]28 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΩΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7202)

 

Απόδειξη ― Ποινική διαδικασία ― Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που την συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την Κατηγορούσα Αρχή ― Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και αν είναι.

Εκρηκτικές ύλες ― Κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά εκρηκτικών υλών ― Αθώωση και απαλλαγή κατηγορουμένου στην κατηγορία μεταφοράς ― Οδήγησε στην απαλλαγή και αθώωση του κατηγορουμένου και στις άλλες δύο κατηγορίες, κατ’ έφεση.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δύο από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αναφορικά με κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4) παράγραφοι (γ) και (δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε. Η κατηγορία στην οποία αθωώθηκε ήταν η τρίτη, που αφορούσε στη μεταφορά εκρηκτικού μηχανισμού. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως από τη μαρτυρία που προσήχθη ενώπιόν του δεν αποδείκτηκε ότι ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο, όπου τελικά ανευρέθη.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση. Τα γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά στην έφεση, στην οποία ο δικηγόρος του εφεσείοντος πρόβαλε και ανέπτυξε το ακόλουθο νομικό επιχείρημα:  Εισηγήθηκε ότι η αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντος στην κατηγορία μεταφοράς του εκρηκτικού μηχανισμού, αντικείμενο και των τριών κατηγοριών, και στη βάση της παρουσίασης των γεγονότων της υπόθεσης από την Κατηγορούσα Αρχή, ο εφεσείων θα έπρεπε αναποδράστως να αθωωθεί και [*296]απαλλαγεί και στις δύο άλλες κατηγορίες. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου να κρίνει ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες 1 και 2, είναι, κατά το συνήγορο, αντινομική με την απόφαση του να τον απαλλάξει στην 3η .

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου, με την οποία αθωώθηκε ο εφεσείων στην κατηγορία της μεταφοράς, δεν τον απαλλάττει μόνο από το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο κατηγορείτο, αλλά έχει και ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων στα οποία αυτό στηρίζεται.

2. Η απαλλαγή του εφεσείοντα στην κατηγορία της μεταφοράς εξαλείφει το γεγονός της μετάβασης του εφεσείοντα στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο για να τοποθετήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό.  Το ίδιο το Κακουργιοδικείο προέβη στην ανεπίτρεπτη υπόθεση πως κάποιος τρίτος μπορεί να μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο, αλλά ο ίδιος ο εφεσείων τον αποθήκευσε και είχε την κατοχή του. Η υπόθεση όμως της κατηγορούσας αρχής, ήταν πως ο ίδιος ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στον τόπο που βρέθηκε.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάγηκε και στις υπόλοιπες κατηγορίες 1 και 2.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Σάκκου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 1078/2000) ημερομηνίας 8/10/2001, με την οποία κρίθηκε ένοχος, σε δύο από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αναφορικά με κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4) παράγραφοι (γ) και (δ) του περί Eκρηκτικών Yλών Nόμου, Kεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε.

Γ.Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Aθ. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*297]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, στις 8.10.01, από το κακουργιοδικείο Λεμεσού σε δυο από τις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αναφορικά με κατοχή, αποθήκευση και μεταφορά εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση του άρθρου 4(4) παράγραφοι (γ) και (δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ.54, όπως τροποποιήθηκε. Η κατηγορία στην οποία αθωώθηκε ήταν η τρίτη, που αφορούσε στη μεταφορά του εκρηκτικού μηχανισμού.

Τα γεγονότα, όπως διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκαν ουσιαστικά στην έφεση, στην οποία ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε και ανέπτυξε ένα νομικό επιχείρημα, το οποίο και θα συνοψίσουμε αμέσως. Εισηγήθηκε πως η αθώωση και απαλλαγή του εφεσείοντα στην κατηγορία της μεταφοράς του εκρηκτικού μηχανισμού, αντικείμενο και των τριών κατηγοριών, και στη βάση της παρουσίασης των γεγονότων της υπόθεσης από την κατηγορούσα αρχή, ο εφεσείων θα ’πρεπε αναποδράστως να αθωωθεί και απαλλαγεί και στις δυο άλλες κατηγορίες. Η απόφαση του κακουργιοδικείου, να κρίνει ένοχο των εφεσείοντα σ’ αυτές τις κατηγορίες, δηλαδή στην 1η και 2η, είναι, κατά το συνήγορο, αντινομική με την απόφαση του να τον απαλλάξει στην 3η. 

Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής όπως παρουσιάστηκε στην προφορική μαρτυρία και από το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό ήταν η ακόλουθη: Ο εφεσείων, μαζί με τον αδελφό του, στις 4.1.00 επισκέφθηκε το μηχανουργείο του Ανδρέα Λουκά όπου πήρε το διπλοκάμπινο αυτοκίνητο του για επιδιόρθωση.  Την επόμενη ημέρα ο κατηγορούμενος, συνοδευόμενος πάλι από τον αδελφό του, πήγε και παρέλαβε το αυτοκίνητο. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ο μάρτυρας ποιός οδηγούσε το αυτοκίνητο.  Το απόγευμα της ιδίας ημέρας, δηλαδή 5.1.00, ο ίδιος μάρτυρας είδε, γύρω στις 3.00 το απόγευμα το αυτοκίνητο του εφεσείοντα σταθμευμένο στο απέναντι γκαράζ στο δρόμο. Ο δρόμος ήταν αδιέξοδος και σ’ αυτόν υπήρχαν συνολικά τρία μηχανουργεία.  Γύρω στις 7.00 το απόγευμα, της ίδιας ημέρας, ο μάρτυρας είδε πάλι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα σταθμευμένο στο ίδιο σημείο. Στο κακουργιοδικείο, κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση πως το αυτοκίνητο που είδε σταθμευμένο στις 3.00 και 7.00 το απόγευμα της 5.1.00 ήταν από τον εφεσείοντα. Είχε υποβληθεί στο μάρτυρα ότι ήταν άλλο αυτοκίνητο, διαφορετικής μάρκας απ΄αυτό του εφεσείοντα αλλά με πανομοιότυπο αμάξωμα και εξωτερική εμφάνιση, και γι αυτό θεώρησε πως ήταν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.

[*298]Δεν ενδιαφέρει να ασχοληθούμε με αυτή τη διαφωνία, ενόψει αυτών που ακολουθούν στην απόφασή μας.  Σε πολύ μικρή απόσταση από τον αδιέξοδο δρόμο, στον οποίο βρισκόταν το μηχανουργείο που πήρε ο εφεσείων το αυτοκίνητο του για επιδιόρθωση, υπήρχε χωράφι μέσα στο οποίο από χρόνια βρισκόταν εγκαταλειμμένο ένα αυτοκίνητο. Μετά από σχετική πληροφορία ο υπαστυνόμος Αχιλλέας Σωκράτους ερεύνησε, στις 7.1.00, αυτό το αυτοκίνητο. Στα πίσω καθίσματα βρήκε μια νάϋλον σακούλα μέσα στην οποία υπήρχε ένα βαρύ αντικείμενο, τυλιγμένο σε εφημερίδες. Το αντικείμενο αυτό ήταν ο εκρηκτικός μηχανισμός, που αφορά στις τρεις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Κατά την επιστημονική εξέταση της νάϋλον σακούλας και του εκρηκτικού μηχανισμού, ειδικός δακτυλοσκόπος της Αστυνομίας ο λοχίας Γ. Αναστασίου, διαπίστωσε πως υπήρχαν δακτυλοσκοπικά αποτυπώματα εκ των οποίων όμως ένα μόνο ήταν αξιοποιήσιμο. Η σύγκριση του αξιοποιήσιμου δακτυλικού αποτυπώματος με δείγμα που έδωσε ο εφεσείων, απέδειξε πως αυτό ανήκε στον εφεσείοντα. Δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση η ορθότητα του ευρήματος του ειδήμονος. Όταν υποδείχθηκε στον εφεσείοντα το αποτέλεσμα της πιο εξέτασης, ο τελευταίος παρατήρησε ότι δεν είχε ιδέα πώς βρέθηκε στο σακούλι το αποτύπωμα του. Πρόσθεσε δε πως τα νάϋλον σακούλια κυκλοφορούν στις αγορές και πιθανόν να το άγγιξε τυχαία. 

Το κακουργιοδικείο, αφού παρέθεσε το σχετικό άρθρο του Νόμου, στο οποίο βασίζονται και οι τρεις κατηγορίες παρατήρησε πως η κατοχή έχει δεσπόζουσα σημασία και για όλες τις κατηγορίες. Προχώρησε δε στην ανάλυση της μαρτυρίας για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως το δακτυλικό αποτύπωμα στη νάϋλον σακούλα αποδείκνυε πως ο εφεσείων ήλθε, σε κάποιο χρόνο σε επαφή μ’ αυτή. Με δεδομένο πως ο εκρηκτικός μηχανισμός ανευρέθη στις 7.1.00, και ο εφεσείων θεάθηκε στην περιοχή μεταξύ 5.1.00 και 7.1.00, τούτο αποδείκνυε πως ήταν αυτός που αποθήκευσε τον εκρηκτικό μηχανισμό. 

Όπως είπαμε όμως πιο πριν το κακουργιοδικείο έκρινε πως από τη μαρτυρία που προσήχθη ενώπιον του δεν αποδείκτηκε ότι ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο, όπου τελικά ανευρέθη. Η ετυμηγορία του κακουργιοδικείου, με την οποία αθωώθηκε ο εφεσείων στην κατηγορία της μεταφοράς, δεν τον απαλλάττει μόνο από το συγκεκριμένο αδίκημα στο οποίο κατηγορείτο, αλλά έχει και ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των γεγονότων στα οποία αυτό στηρίζεται. (Δες: Δημήτρη Π. Σάκκου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510).

[*299]Η υπόθεση όμως της κατηγορούσας αρχής βασιζόταν στην ενιαία σειρά γεγονότων, με τα οποία θα αποδεικνύονταν και οι τρεις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, και ξεκινώντας από το πιο ουσιαστικό αποδεικτικό στοιχείο, δηλαδή το δακτυλικό αποτύπωμα στο σακούλι μέσα στο οποίο ήταν ο εκρηκτικός μηχανισμός, η θέση της κατηγορούσας αρχής ήταν πως ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό τον οποίο αποθήκευσε στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο, και επομένως είχε και την κατοχή του. Γι’ αυτό και έδωσε μαρτυρία ο Ανδρέας Λουκά, ο οποίος είπε πως είδε εκεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στις 5.1.00 το απόγευμα, για να συνδέσει την παρουσία του εφεσείοντα στη σκηνή όπου ήταν το εγκαταλειμμένο το όχημα, μέσα στο οποίο δυο ημέρες αργότερα βρέθηκε ο εκρηκτικός μηχανισμός. Η απαλλλαγή του εφεσείοντα στην κατηγορία της μεταφοράς εξαλείφει το γεγονός της μετάβασης του εφεσείοντα στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο για να τοποθετήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό. Το ίδιο το κακουργιοδικείο προέβη στην ανεπίτρεπτη υπόθεση πως κάποιος τρίτος μπορεί να μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στο εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο, αλλά ο ίδιος ο εφεσείων τον αποθήκευσε και είχε την κατοχή του. Η υπόθεση όμως της κατηγορούσας αρχής, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, ήταν πως ο ίδιος ο εφεσείων μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό στον τόπο που βρέθηκε. Παραπέμπουμε πάλι στην υπόθεση Σάκκου ανωτέρω.

Οι κατηγορίες, όπως διατυπώθηκαν στο κατηγορητήριο εναντίον του εφεσείοντα, αφορούσαν σε χρονικό διάστημα μεταξύ δυο συγκεκριμένων ημερομηνιών 5/1/00 μέχρι 7/1/00.  Αυτή ήταν η υπόθεση που αντιμετώπιζε και σ’ αυτή επικεντρώθηκε η υπεράσπιση του. Το δακτυλικό αποτύπωμα του εφεσείοντα, που βρέθηκε στη νάϋλον σακούλα, απομονωμένο πλέον όπως παρέμεινε, με την απαλλαγή του στην κατηγορία της μεταφοράς, δεν απόδειχνε τίποτε, γιατί αποσυνδέθηκε χρονικά από το χρονικό πλαίσιο του κατηγορητηρίου, και παρέμεινε ολωσδιόλου άσχετο με την τοποθέτηση του εκρηκτικού μηχανισμού στο σακούλι.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, για να αντιμετωπίσει την πιο πάνω επιχειρηματολογία, υπέβαλε πως μπορεί να εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 39 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, χωρίς να προσδιορίσει επακριβώς τη συγκεκριμένη διάταξη από την πληθώρα που περιλαμβάνει το πιο πάνω άρθρο. Προφανώς θα αναφέρεται στην επιφύλαξη στο τέλος του άρθρου, στην οποία προβλέπεται πως όταν υπάρχει λάθος στην περιγραφή του αδικήματος ή στις απατούμενες λεπτομέρειες του, δεν θα θεωρείται ως μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του Νόμου, εκτός αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου ο κατηγορού[*300]μενος πράγματι παραπλανήθηκε από το λάθος αυτό. Δεν εφαρμόζονται κατά την άποψη μας οι πιο πάνω διατάξεις στην υπόθεση που εξετάζουμε. Δεν υπήρξε τέτοιου είδους λάθος στο κατηγορητήριο. Όπως υποδείξαμε ήδη η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής βασιζόταν πάντα στη σειρά των γεγονότων, όπως αυτά κατατέθηκαν από τους μάρτυρες κατηγορίας, και με ειδική αναφορά στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δυο ημερομηνιών του κατηγορητηρίου. Αυτή την υπόθεση αντιμετώπισε ο εφεσείων στην προσπάθεια του να προβάλει την υπεράσπιση του.

Έχουμε λοιπόν τη γνώμη πως η σχετική εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, την οποία συζητήσαμε πιο πάνω, ευσταθεί, και οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης.  Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται και στις υπόλοιπες κατηγορίες του κατηγορητηρίου, 1 και 2.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται και στις υπόλοιπες κατηγορίες 1 και 2.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο