Μαρκίδης Τάσος ν. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (2002) 2 ΑΑΔ 316

(2002) 2 ΑΑΔ 316

[*316]28 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Kαθ’ ου η αίτηση.

(Νομικό Ερώτημα Αρ. 350)

 

Φορολογία ― Φόρος προστιθέμενης αξίας ― Διευθυντής εταιρείας εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής, κρίθηκε ένοχος σε κατηγορίες παράλειψης καταβολής οφειλόμενου υπ’ αυτής φόρου κατά παράβαση των Άρθρων 53(8), 25(1)(β), 25(14), 38(1), 25(12) και 54 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990-94 ― Κατά πόσο εχρειάζετο η άδεια του Δικαστηρίου πριν την καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του ― Κατά πόσο έπρεπε να κοινοποιηθεί η βεβαίωση της φορολογίας σ’ αυτόν προσωπικά.

Ο αιτητής-κατηγορούμενος, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για το ότι ως διευθυντής της εταιρείας Diprose Ltd, παρέλειψε να καταβάλει τον υπ’ αυτής οφειλόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) υπέβαλε αίτημα βάσει του Άρθρου 149 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και η πρωτόδικος δικαστής παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο Υπόμνημα ζητήματος με το οποίο αμφισβητείτο η ορθότητα της απόφασης της δικαστού.

Στο περιεχόμενο του Υπομνήματος γίνεται αναφορά στα παραδεκτά γεγονότα τα οποία είναι τα ακόλουθα:

Στις 4.7.95 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του αιτητή διευθυντή της εταιρείας Diprose Ltd η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο Φ.Π.Α.  Η εταιρεία παρέλειψε να πληρώσει τον υπ’ αυτής οφειλόμενο φόρο για τις περιόδους που αναφέρονταν στο κατηγορητήριο. Για την παράλειψη αυτή η εταιρεία κατηγορήθηκε, κρίθηκε ένοχη και της επιβλήθηκε πρόστιμο στις 3.11.97. Η ποινική υπόθεση εναντίον [*317]του αιτητή, που οδήγησε στο υπό συζήτηση Υπόμνημα, καταχωρίστηκε στις 3.11.99 χωρίς να εξασφαλιστεί προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου.  Ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε πως σύμφωνα με το Άρθρο 9 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 θα έπρεπε να εξασφαλιστεί η άδεια του Δικαστηρίου πριν καταχωρηθεί η ποινική υπόθεση εναντίον του.  Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο παραπέμπεται για εξέταση είναι η εισήγηση του αιτητή πως εφόσον δεν του κοινοποιήθηκε η βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου, ο ίδιος δεν είχε υποχρέωση να τον πληρώσει και επομένως δεν είχε ποινική ευθύνη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Πολύ ορθά η πρωτόδικος δικαστής επισήμανε ότι ο αιτητής-κατηγορούμενος δεν είχε την ιδιότητα του χρεώστη γι’ αυτό και δεν είχε εφαρμογή το Άρθρο 9(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου που προνοεί ότι κανένας πιστωτής στον οποίο ο χρεώστης οφείλει αναφορικά με οποιοδήποτε χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση, δεν θα εγείρει αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου.  Ο αιτητής αντιμετώπιζε τις κατηγορίες σύμφωνα με ειδική διάταξη του Νόμου 246/90, Άρθρο 54, όπου προνοείται, μεταξύ άλλων, πως σε περίπτωση που διαπράττεται αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα φέρει εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, μεταξύ άλλων, και ο γενικός διευθυντής ή διευθύνων σύμβουλος του νομικού αυτού προσώπου.

2.  Εφόσον η εταιρεία που είχε την υποχρέωση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, παρέλειψε να τις υποβάλει, ορθά ο Έφορος κοινοποίησε τη βεβαίωση του φόρου στην ίδια την εταιρεία, και όχι στο διευθυντή.

     Ενόψει των ανωτέρω η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα  με το Άρθρο 149(6)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε.

Yπόμνημα - Nομικό Eρώτημα.

Nομικό ερώτημα, κατόπιν αιτήματος του κατηγορούμενου με το οποίο, βάσει του Άρθρου 149 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Κεφ. 155, η πρωτόδικος δικαστής συνέταξε και παρέπεμψε στο Aνώτατο Δικαστήριο Yπόμνημα ζητήματος, στη βάση της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε ο δικηγόρος του αιτητή, ο οποί[*318]ος αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης της δικαστού, με την οποία ο αιτητής βρέθηκε ένοχος και στις δύο κατηγορίες, για το ότι, ως διευθυντής της εταιρείας Diprose Ltd παρέλειψε την καταβολή οφειλόμενου υπ’ αυτής φόρου κατά παράβαση των Άρθρων 53(8), 25(1)(β), 25(14), 38(1), 25(12) και 54 των περί Φόρου Προστιθέμενης Aξίας Nόμων του 1990-94 και των συναφών Κανονισμών.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.

Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ν. Κέκκο, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας δυο κατηγορίες, για το ότι ως διευθυντής της εταιρείας Diprose Ltd παρέλειψε την καταβολή οφειλόμενου υπ’ αυτής φόρου, κατά παράβαση των άρθρων 53(8), 25(1)(β), 25(14), 38(1), 25(12) και 54 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων του 1990-94, και των συναφών κανονισμών. Και οι δυο κατηγορίες αφορούσαν ποσά φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), για ισάριθμες περιόδους, δηλαδή για τη φορολογική περίοδο 1.12.94-28.2.95 (1η κατηγορία) και 1.3.95-31.5.95 (2η κατηγορία). Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος και στις δυο κατηγορίες.

Μετά από αίτημα του κατηγορούμενου, βάσει του άρθρου 149 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155, η πρωτόδικος δικαστής συνέταξε και παρέπεμψε στο Ανώτατο Δικαστήριο Υπόμνημα ζητήματος, στη βάση της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε ο δικηγόρος του αιτητή, ο οποίος αμφισβητεί την ορθότητα της απόφασης της δικαστού.

Στο περιεχόμενο του Υπομνήματος, που ετοιμάστηκε με περισσή επιμέλεια, γίνεται πρώτα αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία είναι κοινώς παραδεκτά. Τα παραθέτουμε. Στις 4.7.95 εκδόθηκε διάταγμα παραλαβής εναντίον του αιτητή, στην αίτηση 19/95. Ο αιτητής ήταν διευθυντής της εταιρείας Diprose Ltd, η οποία ήταν εγγεγραμμένη στο μητρώο Φ.Π.Α. Η εταιρεία Diprose Ltd παρέλειψε να πληρώσει τον υπ’ αυτής οφειλόμενο φόρο για τις περιόδους που αναφέρονταν στο κατηγορητήριο.  [*319]Για την παράλειψη αυτή η εταιρεία κατηγορήθηκε, κρίθηκε ένοχη  και της επιβλήθηκε πρόστιμο στις 3.11.97. Η ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, που οδήγησε στο υπό συζήτηση Υπόμνημα, καταχωρίστηκε στις 3.11.99. Είναι δε παραδεκτό πως δεν είχε εξασφαλιστεί προηγούμενη άδεια του Δικαστηρίου πριν από την καταχώριση της ποινικής υπόθεσης. Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως, σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Πτωχεύσεων Νόμου, Κεφ.5, θα έπρεπε να είχε εξασφαλιστεί η άδεια του Δικαστηρίου, προτού καταχωριστεί η ποινική υπόθεση εναντίον του. Το δεύτερο ζήτημα, το οποίο παραπέμπεται ενώπιον μας για εξέταση, είναι η εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή πως, εφόσον δεν του κοινοποιήθηκε η βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου από το Έφορο Φ.Π.Α., σύμφωνα με το άρθρο 34(7) του Νόμου, ο ίδιος δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση να τον πληρώσει, και επομένως δεν είχε καμιά ποινική ευθύνη.

Η γνώμη της δικαστού και στα δυο πιο πάνω ερωτήματα ήταν αντίθετη με τις εισηγήσεις του δικηγόρου του αιτητή. Θα την παραθέσουμε πιο κάτω, λέγοντας αμέσως πως συμφωνούμε με την άποψη που εξέφρασε στην απόφασή της, και μάλιστα δεν θα έχουμε τίποτε σημαντικότερο να προσθέσουμε. Αναφορικά με το πρώτο ζήτημα η δικαστής παρέθεσε τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 9(1) του περί Πτωχεύσεων Νόμου, υπογραμμίζοντας τις λέξεις και φράσεις που οδήγησαν στην ορθή ερμηνεία που υιοθέτησε.

«9.-(1)  Με την έκδοση διατάγματος παραλαβής, επίσημος παραλήπτης θα καθίσταται παραλήπτης της περιουσίας του χρεώστη, και ακολούθως, εκτός όπως διατάσσεται από το Νόμο αυτό, κανένας πιστωτής στον οποίο ο χρεώστης οφείλει αναφορικά με οποιοδήποτε χρέος που δύναται να επαληθευτεί σε πτώχευση, δε θα έχει οποιαδήποτε θεραπεία εναντίον της περιουσίας ή του προσώπου του χρεώστη σχετικά με το χρέος ή θα εγείρει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νόμιμη διαδικασία, εκτός κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»

Πολύ ορθά η δικαστής επισήμανε πως ο αιτητής - κατηγορούμενος στην ποινική διαδικασία, δεν είχε την ιδιότητα του χρεώστη. Χρεώστης ήταν η εταιρεία Diprose Ltd. Ο αιτητής αντιμετώπιζε τις κατηγορίες σύμφωνα με ειδική διάταξη του Νόμου 246/90, άρθρο 54, όπου προνοείται, μεταξύ άλλων, πως σε περίπτωση που διαπράττεται αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα φέρει εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, μεταξύ άλλων, και ο γενικός διευθυντής ή διευθύνων σύμβουλος του νομικού αυτού [*320]προσώπου. Σκοπός δηλαδή του νομοθέτη είναι ο καταλογισμός ευθύνης και τιμωρίας των αξιωματούχων ενός νομικού προσώπου, όταν το τελευταία διαπράττει αδίκημα που προβλέπεται από το Νόμο. Και τούτο, προφανώς, για να διασφαλίζεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του νομικού προσώπου, μέσω του κολασμού των φυσικών προσώπων, υπευθύνων της λειτουργίας του.

Στη βάση της ίδιας νομικής προσέγγισης ορθά απαντήθηκε και το δεύτερο ερώτημα από την πρωτόδικη δικαστή. Δεν υπήρχε υποχρέωση κοινοποίησης της βεβαίωσης της φορολογίας στον αιτητή προσωπικά. Η υποχρέωση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων είχε το υποκείμενο στο φόρο νομικό πρόσωπο, η εταιρεία Diprose Ltd. Εφόσον η εταιρεία παρέλειψε να υποβάλει τις φορολογικές της δηλώσεις, ορθά ο Έφορος κοινοποίησε τη βεβαίωση του φόρου στην ίδια την εταιρεία, και όχι στο διευθυντή. Να επαναλάβουμε, έστω και αν γινόμαστε κουραστικοί, πως ο αιτητής αντιμετώπισε τις εις βάρους του κατηγορίες υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της εταιρείας Diprose Ltd, και βάσει της ειδικής διάταξης του Νόμου, που αναφέρουμε πιο πάνω.

Ενόψει των ανωτέρω επικυρώνουμε την πρωτόδικη απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 149(6)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.

H πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο