(2002) 2 ΑΑΔ 357
[*357]9 Ιουλίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Χ''ΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΨΥΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7321)
Έφεση ― Έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με το χρόνο συνέχισης της δίκης ― Απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Έφεση ― Δικαίωμα έφεσης κατ’ αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) ― Περιορίζεται στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης ― Κατά κανόνα έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν τη δίκη, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου στις 18.6.2002 με την οποία αναβλήθηκε η δίκη του για τις 4.7.2002, ισχυριζόμενος ότι λόγω της αναβολής παραβιάσθηκαν τα συνταγματικά του δικαιώματα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που εμφαίνονται ικανοποιητικά στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435,
Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 480,
[*358]Ανθίας ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 339.
Έφεση εναντίον Αναβολής Δίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 15145/2001) ημερομηνίας 21/6/2002, με την οποία ανέβαλε την ακρόαση της υπόθεσής του και συνεπώς την παράταση της κράτησής του, μέχρι τις 4/7/2002.
Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Λ. Παντελή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει κατηγορητήριο από 11 κατηγορίες, κυρίως, για διαρρήξεις και κλοπές. Η δίκη του έχει αρχίσει· ακούστηκαν ήδη αρκετοί μάρτυρες. Τελευταία δικάσιμος ήταν η 18η περασμένου μηνός. Στο τέλος της ημέρας, το Κακουργιοδικείο που τον δικάζει, για λόγους που σημειώνει και σχετίζονται με την εκδίκαση άλλων εκκρεμουσών υποθέσεων, ανέβαλε την ακρόαση για τις 4 τρέχοντος. Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την απόφαση αυτή, να συνεχισθεί η δίκη μετά 15ήμερο, ισχυριζόμενος ότι παραβιάστηκαν έτσι τα συνταγματικά του δικαιώματα. Επικαλείται προς τούτο τη νομολογία που έχει διευκρινίσει ότι η δίκη συνεχίζεται απρόσκοπτα από ημέρα σε ημέρα μέχρι την περάτωση της.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, προδικαστικά, έθεσε ζήτημα ότι η παραπάνω απόφαση, όντας ενδιάμεση κρίση, δεν είναι εφέσιμη. Ο εφεσείων χειρίστηκε ο ίδιος την υπόθεση του, παρόλο που του δώσαμε την εκλογή να έχει νομική αρωγή. Όσα μας είπε όμως αφορούσαν την ουσία του ζητήματος. Μας ανέφερε απλώς, όταν του ζητήσαμε να επικεντρωθεί στο προδικαστικό ερώτημα, ότι είχε τέτοιο δικαίωμα.
Το ένδικο μέσο της έφεσης σε ποινική διαδικασία επιτρέπεται μόνο μέσα στο αυστηρό πλαίσιο που οριοθετεί ο νόμος. Και συγκεκριμένα τα άρθρα 131 μέχρι και 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το άρθρ. 131 δεν αφήνει αμφιβολία ότι [*359]δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης έξω από τα πλαίσια του νόμου. Κατά κανόνα έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη, τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος. Έτσι πρόσφατα θεσμοθετήθηκε με νόμο δικαίωμα έφεσης από διάταγμα ποινικού δικαστηρίου για κράτηση υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης του (βλ. άρθρ. 137Α του περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2001 (αρ. 14(1)/01) με πλαγιότιτλο “Έφεση από διάταγμα κράτησης”).
Το γενικότερο θέμα των αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων οι οποίες υπόκεινται σε έφεση, απασχόλησε προηγουμένως τη νομολογία. Ο Πικής Π., αναφέρει σχετικά στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435:
“(α) Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατ’ αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων (Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8). Οι μόνες αποφάσεις για τις οποίες το Σύνταγμα προβλέπει έφεση, είναι αποφάσεις επαγόμενες την κράτηση υπόπτων για τους σκοπούς ανακρίσεων. (Βλ. Άρθρο 11.6 του Συντάγματος, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 252).
(β) Το δικαίωμα έφεσης κατ’ αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου το οποίο παρέχει το άρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), τελεί υπό την αίρεση του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το δικαίωμα έφεσης περιορίζεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τις σχετικές διατάξεις του Κεφ. 155, άρθρα 131-137. (βλ. επίσης τροποποιητικό νόμο Ν. 54(1)/98).”
Οι ίδιες θέσεις επαναλαμβάνονται και μεταγενέστερα (βλ. Γρ. Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 480 και Χρ. Ανθίας ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 339).
Είναι φανερό ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου πότε θα συνέχιζε τη δίκη δεν εκκαλείται αυτοτελώς στο Εφετείο. Η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αναμένεται ότι το Κακουργιοδικείο, που, όπως πληροφορηθήκαμε, συνεχίζει την ακρόαση, θα την ολοκληρώσει τάχιστα.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο