Παπαντωνίου Aνδρέας ν. D.K. Andreou Co. Ltd (2002) 2 ΑΑΔ 368

(2002) 2 ΑΑΔ 368

[*368]24 Ιουλίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

D.K. ANDREOU CO. LTD,

Eφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7327)

 

Ποινή ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείων, δημόσιος υπάλληλος, με λευκό ποινικό μητρώο, πατέρας τριών παιδιών δύο από τα οποία είναι φοιτητές, υπέγραψε 32 επιταγές για συνολικό ποσό £32.000, ως εγγυητής της συζύγου του η οποία διατηρούσε κατάστημα πώλησης ενδυμάτων ― Προβολή ισχυρισμού ότι η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης θα είχε ως επακόλουθο την απόλυσή του από τη δημόσια υπηρεσία ― Εφεσείων πλήρωσε το ποσό μετά την καταδικαστική απόφαση ― Επιβολή ποινής δίμηνης φυλάκισης ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ελαφρυντικοί παράγοντες ― Μεταμέλεια ― Αν δεν είναι έγκαιρη δεν συνιστά ισχυρό ελαφρυντικό παράγοντα.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ενδείκνυται η επιβολή αποτρεπτικής ποινής αναφορικά με τη διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα ενόψει της έξαρσης στη διάπραξη του αδικήματος αυτού.

Οι λόγοι έφεσης που πρόβαλε ο εφεσείων στην παρούσα έφεση δεν αφορούν την έκταση της δίμηνης ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε όταν κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, αλλά τη φύση της εν λόγω ποινής. Το κύριο επιχείρημα του εφεσείοντος ήταν συναρτημένο προς το γεγονός ότι ήταν δημόσιος υπάλληλος και η ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί απολήγει εκδήλως υπερβολική αφού, εξ αιτίας της ο εφεσείων αναποφεύκτως θα υποστεί και το πειθαρχικό μέτρο απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία, με πρόδηλα κατα[*369]στρεπτικά αποτελέσματα για τον ίδιο και την οικογένεια του.

Επισημάνθηκαν επίσης το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και οι προσωπικές του περιστάσεις.  Επίσης, ως ιδιαίτερο ελαφρυντικό, προβλήθηκε το γεγονός ότι απλώς εξέδωσε την επιταγή όχι για δικό του χρέος αλά ως εγγυητής, η οποία δεν εξαργυρώθηκε επειδή ο ίδιος αντιμετώπισε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορισμένα οικονομικά προβλήματα.  Τελικά προβλήθηκε το γεγονός ότι μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση εξόφλησε το ποσό όπως και τα έξοδα της διαδικασίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο λόγος έφεσης που συναρτά τη φύση της επιβληθείσας ποινής προς το επακόλουθο της απόλυσης του εφεσείοντος εξ αιτίας της, στερείται νομικού υπόβαθρου ούτε και μπορεί να λειτουργήσει προς υποστήριξή του η ασύνδετη προς οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια “πάγια πρακτική”, που καθώς ισχυρίσθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντος, ακολουθεί η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να απολύει εκείνους που καταδικάζονται σε φυλάκιση.

2. Δεν υπάρχει σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση. Η ποινή δεν είναι εκδήλως υπερβολική και δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε που να δικαιολογεί την παρέμβαση του Εφετείου στο θέμα της ποινής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Yeates κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320,

Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701,

Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 60.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 14428/2000) ημερομηνίας 28/6/2002, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επέβαλε ποινή δίμηνης φυλάκισης, αντί άλλης φύσεως ποινή.

Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

[*370]Κ. Μέσσιος, για τους Εφεσίβλητους.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και του επέβαλε ποινή δίμηνης φυλάκισης. Δεν εφεσιβάλλεται η καταδίκη και οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν στην έκταση της ποινής που έχει επιβληθεί. Αφορούν στη φύση της. Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα δεν ήταν αναπόφευκτη η επιβολή ποινής φυλάκισης όσο και αν η σοβαρότητα του αδικήματος και η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης δικαιολογούν την επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Αποτρεπτική, όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορός του, θα μπορούσε να ήταν και κάποια αυστηρή ποινή προστίμου.

Το κύριο από τα επιχειρήματα του εφεσείοντα ήταν συναρτημένο προς το γεγονός ότι είναι δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή Εξεταστής Τελωνείων Α, στη Λεμεσό.  Κατά την εισήγηση, η ποινή της φυλάκισης απολήγει εκδήλως υπερβολική αφού, εξ αιτίας της, ο εφεσείων αναποφεύκτως θα υποστεί και το πειθαρχικό μέτρο της απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία, με πρόδηλα καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Andrew John Yeates κ.ά. ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 320. Η εισήγηση έγινε με γενική αναφορά σε “Κανονισμούς” και ζητήσαμε εξειδίκευση των Κανονισμών οι οποίοι, κατά την αντίληψη του εφεσείοντα, προβλέπουν την αναγκαστική επιβολή τέτοιας πειθαρχικής κύρωσης για τέτοιο λόγο. Εγκρίναμε το αίτημα του κ. Πουργουρίδη για διακοπή της διαδικασίας ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να εντοπίσει τους Κανονισμούς στους οποίους αναφερόταν και, όταν επανάρχισε η διαδικασία, το επιχείρημα διαφοροποιήθηκε. Όπως αναγνώρισε ο κ. Πουργουρίδης με αναφορά στο άρθρο 84 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Νόμου 1/90), δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια που να εξαρτά το είδος της πειθαρχικής κύρωσης που ενδεχομένως θα επιβάλει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας από το κατά πόσο θα επιβληθεί ή όχι ποινή φυλάκισης για αδίκημα το οποίο, με την έννοια του Νόμου εκείνου, “ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα”. Εν τούτοις, δεν εγκαταλείφθηκε ο λόγος έφε[*371]σης επειδή, όπως υποστηρίχθηκε, κατά “πάγια πρακτική” η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απολύει εκείνους που καταδικάζονται σε φυλάκιση.

Ο λόγος έφεσης που συναρτά τη φύση της ποινής που επιβλήθηκε με το επακόλουθο της απόλυσης του εφεσείοντα εξ αιτίας της στερείται υπόβαθρου και δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει προς υποστήριξή του η ασύνδετη προς οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια “πάγια πρακτική”, πέρα από το ότι και αυτή, ως πραγματικό γεγονός, παραμένει εντελώς ατεκμηρίωτη.

Κατά τα λοιπά, επισημάνθηκαν το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και οι προσωπικές του περιστάσεις. Είναι πατέρας τριών παιδιών, δυο από τα οποία φοιτούν σε πανεπιστήμια της Αγγλίας ενώ η τρίτη, όπως είχε εξηγηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιχειρούσε την εισαγωγή της σε πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Επίσης, ως ιδιαίτερο ελαφρυντικό, το γεγονός ότι απλώς εξέδωσε επιταγή όχι για δικό του χρέος αλλά ως εγγυητής, η οποία δεν εξαργυρώθηκε επειδή αντιμετώπισε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορισμένα οικονομικά προβλήματα. Τελικά, το γεγονός ότι μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου εξόφλησε το ποσό όπως και τα έξοδα της διαδικασίας που ανέρχονταν σε £1.200.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων περιορίστηκε  στην άποψη πως και κατά τη δική του γνώμη ίσως η ποινή να ήταν υπερβολική. Δήλωση που δεν μας απαλλάσσει βέβαια από το καθήκον να ερευνήσουμε τα δεδομένα για να καταλήξουμε σε δικαστική απόφαση.

Δεν ήταν μια επιταγή που υπέγραψε ο εφεσείων αλλά 32, για συνολικό ποσό £32.000.  Αυτό, σε σχέση με τις διεκδικήσεις των εφεσιβλήτων από τη σύζυγο του εφεσείοντα και τον ίδιο ως εγγυητή της αναφορικά με το υπόλοιπο της αξίας εμπορευμάτων που της πωλούσαν για τις ανάγκες καταστήματος πώλησης ενδυμάτων που διατηρούσε στη Λεμεσό. Προηγουμένως, όπως προκύπτει από ενυπόγραφη δήλωση, υπεγράφη γραμμάτιο για το ποσό των £32.000 και ενόψει εκείνης της ρύθμισης αναλήφθηκε υποχρέωση απόσυρσης από τους κατηγόρους των τεσσάρων αγωγών που είχαν ασκήσει εναντίον τους.

Εξαργυρώθηκαν δυο από τις επιταγές και για την τρίτη, που δεν τιμήθηκε, ασκήθηκε η παρούσα ποινική δίωξη. Χρειάστηκαν δυο χρόνια για την τελική διεκπεραίωσή της και, μετά την καταδικα[*372]στική απόφαση, ο εφεσείων πλήρωσε το ποσό μαζί με τα έξοδα, το ύψος των οποίων ασφαλώς συναρτάται και προς την ακροαματική διαδικασία που διεξάχθηκε ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή. Παρεμβάλουμε πως η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως ήταν πως υπέγραψε την επίδικη επιταγή, όπως και τις άλλες, κάτω από εκβιασμό και σημειώνουμε πως αυτός ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναληθής, μεταξύ άλλων, επειδή η διευθέτηση που απέληξε στην υπογραφή των επιταγών έγινε στην παρουσία του δικηγόρου του εφεσείοντα, με τη σύμφωνη γνώμη και συμβουλή του. Οφείλουμε εν προκειμένω να επισημάνουμε και ό,τι μας φαίνεται ως αντίφαση στις θέσεις που ο εφεσείων προώθησε ενώπιόν μας. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την εκδοχή του πως η επιταγή δεν τιμήθηκε επειδή εκ των υστέρων αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα. Το γεγονός ότι ο ίδιος μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη ότι πλήρωσε το ποσό μόλις θεωρήθηκε από την καταδικαστική απόφαση ότι το οφείλει, δείχνει πως οι συνθήκες μή τίμησης της επιταγής ενείχαν το στοιχείο της επιλογής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα δεδομένα. Εξειδίκευσε δε και όσα ο εφεσείων επικαλέστηκε ενώπιόν μας.  Έκρινε πως η ποινή θα έπρεπε να είναι αποτρεπτική και, είδαμε, πως δεν διαφωνεί ούτε και ο εφεσείων επ’ αυτού. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία μας πάνω στο θέμα. Παρέθεσε συναφώς αποσπάσματα από δυο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως εξής:

Από την Τηλέμαχος Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 701, στην οποία για όμοιο αδίκημα επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών, τα ακόλουθα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο δικαστής Καλλής:

«Αναφορικά με την εισήγηση για παροχή της τελευταίας ευκαιρίας στον εφεσείοντα δεν υπάρχει κανόνας δικαίου ο οποίος υπαγορεύει την παροχή τέτοιας ευκαιρίας. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται ανάλογα με τα δικά της περιστατικά σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβολή ποινής φυλάκισης αποτελεί καθόλα θεμιτό μέτρο τιμωρίας και στις περιπτώσεις παραβατών με λευκό μητρώο αν ένα τέτοιο μέτρο κρίνεται αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη.”

Και από την Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 60, τα ακόλουθα από την  απόφαση του Εφετείου [*373]που εξέδωσε ο δικαστής Καλλής:

«Αναφορικά με την μεταμέλεια πρέπει να πούμε ότι ήλθε πολύ καθυστερημένα. Σε τέτοια δε περίπτωση, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν αποτελεί ισχυρό ελαφρυντικό παράγοντα (Βλ. Pouris and Others v. Republic (1983) 2 C.L.R. 178 και Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94). Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλεφθεί ολότελα. Για το λόγο αυτό θα δοθεί κάποια βαρύτητα στο στοιχείο της μεταμέλειας.

Ένα άλλο στοιχείο που λαμβάνουμε υπόψη είναι η φύση του αδικήματος. Επηρεάζει τις συναλλαγές και την ιδιοκτησία, η δε διάπραξη του είναι εύκολη. Υπονομεύει την κοινωνική, εμπορική και οικονομική ζωή του τόπου.  Με βάση τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων υποθέσεων που καταχωρούνται στα Επαρχιακά Δικαστήρια διαπιστώνουμε πως τα αδικήματα αυτά βρίσκονται σε έξαρση. Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Έχει ορθά χαρακτηριστεί οικονομική μάστιγα. Η διάπραξη του αδικήματος, πρέπει να λεχθεί, οφείλεται και στην ευκολία με την οποία οι παραβάτες εξασφαλίζουν από τις τράπεζες βιβλιάρια επιταγών. Χωρίς οποιοδήποτε ηθικό περισπασμό ή αναστολή οι κάτοχοι των βιβλιαρίων επιταγών εκδίδουν κατά συρροή ακάλυπτες επιταγές. Εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη που τους εναποθέτουν οι συμπολίτες τους και πολλές φορές την αφέλεια τους. Οι δοσοληψίες με τη χρήση επιταγών από μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών έχουν μετατραπεί σε εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης εξαπάτησης και ταλαιπωρίας των θυμάτων. Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κατά την κρίση μας επιβαρυντικούς παράγοντες.

Ιδιαίτερα επιβαρυντικές στην παρούσα υπόθεση είναι και οι περιστάσεις του αδικήματος. Ο εφεσείων υποβλήθηκε σε δαπάνη και κόπο για την κατασκευή των ξυλουργικών εργασιών για την μπυραρία της εφεσίβλητης 1. Αντί αμοιβής του δόθηκαν ακάλυπτες επιταγές και υποβλήθηκε στην ταλαιπωρία και στην δαπάνη δύο δικαστικών διαδικασιών για να εισπράξει την αμοιβή του για την εργασία που είχε προσφέρει.

Ενόψει λοιπόν της συχνότητας του αδικήματος και των επιπτώσεων του στην οικονομική ζωή του τόπου προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για την πάταξη του αδικήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.  (Bλ. Αστυνομία ν. Τοοrac Fashion Ltd (1993) 2 Α.Α.Δ. 117 και Ηλίας Λάζος Λτδ ν. Πετεβιάν (1994) 2 Α.Α.Δ. 61).

[*374]Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η αποτροπή μπορεί να επιτευχθεί με την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας. Οι ελαφρυντικοί παράγοντες που έχει επικαλεστεί η εφεσίβλητη 2 δεν είναι ικανοί για να μετατρέψουν το είδος της ποινής. Τονίζουμε πως ενόψει της συχνότητας του αδικήματος η αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης εκτός αν συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις.”

Εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το θεμελιωμένο πως δεν επενεργούσε αρνητικά για τον εφεσείοντα το γεγονός ότι αρνήθηκε ενοχή και αφού αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα κατέληξε πως θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης, σημειώνοντας και τα ακόλουθα:

«Οι επιταγές έχουν καταντήσει ένα κοινωνικό πρόβλημα.  Από την πείρα μου στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, έχει διαφανεί ότι ένας Δικαστής μόνο θα πρέπει στο Επαρχιακό τούτο Δικαστήριο να δικάζει υποθέσεις που αφορούν ακάλυπτες επιταγές, καθ’  ότι ο αριθμός των υποθέσεων είναι τεράστιος.»

Εξετάσαμε όλα τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί.  Πράγματι δεν ενυπάρχει σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση και, περαιτέρω, δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν εκδήλως υπερβολική, που είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το Εφετείο, σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, δικαιολογείται να παρέμβει. Και επειδή στην αιτιολογία των λόγων έφεσης περιέχεται και ο ισχυρισμός πως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη εξωγενείς και/ή άσχετους παράγοντες, σημειώνουμε πως ούτε έχει εξειδικευθεί κατά την ακρόαση ούτε και εμείς διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέτοιας μορφής. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο