Topharos A. & A. Catering Ltd και άλλων, A. & P. Kkaras EstatesLtd ν. (Aρ. 1) (2002) 2 ΑΑΔ 400

(2002) 2 ΑΑΔ 400

[*400]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

A. & P. KKARAS ESTATES LTD,

Εφεσείοντες,

v.

1. A. & A. TOPHAROS CATERING LTD,

2. ΑΝΔΡΕΑ ΤΤΟΦΑΡΟΥ,

3. ΑΝΝΑΣ ΤΤΟΦΑΡΟΥ (AP. 1),

Eφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7180)

 

Οδοί και οικοδομές ― Έφεση εναντίον απόφασης με την οποία αθωώθηκαν θέσμιοι ενοικιαστές σε κατηγορίες για (α) κατοχή και χρησιμοποίηση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης κατά παράβαση των Άρθρων 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και (β) για παρακοή διατάγματος κατεδάφισης παράνομων υποστατικών κατά παράβαση του Άρθρου 20(5) του Κεφ. 96 ― Η έφεση επιτράπηκε σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους, θέσμιους ενοικιαστές παράνομων υποστατικών στην Αγία Νάπα, σε δύο κατηγορίες, την πρώτη για κατοχή οικοδομής για την οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή και την δεύτερη για παρακοή διατάγματος Δικαστηρίου για κατεδάφιση παράνομων υποστατικών το οποίο είχε εκδοθεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου στις 23.9.91. Οι εφεσείοντες-κατήγοροι είναι ιδιοκτήτες των επίδικων υποστατικών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, όπως καταδείκνυε η μαρτυρία, η εφεσείουσα προέβη στη δίωξη των εφεσιβλήτων, μετά την αποτυχία διαπραγματεύσεων για αύξηση του ενοικίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη και M & M Loizou Ltd v. Jumbo Investments.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης η καταδίκη των [*401]εφεσιβλήτων θα έπρεπε να ήταν η βέβαιη κατάληξη της υπόθεσης.  Η αθώωση και η απαλλαγή τους όμως στην 2η κατηγορία ήταν ορθή, γιατί το διάταγμα κατεδάφισης ημερομηνίας 23.9.91, δεν απευθυνόταν στους εφεσίβλητους αλλά στους εφεσείοντες.

Ο Πικής, Π. σε ξεχωριστή απόφασή του εξήγησε ότι το νομολογιακό υπόβαθρο της πρωτόδικης απόφασης ήταν επισφαλές.

Η έφεση επιτράπηκε σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία και οι εφεσίβλητοι κρίθηκαν ένοχοι κατ’ έφεση στην εν λόγω κατηγορία.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363,

Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133,

Μ & Μ Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 A.A.Δ. 717.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από τους κατηγόρους ιδιοκτήτες του επίδικου τεμαχίου στην Αγία Νάπα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Υπόθεση Αρ. 1638/2001) ημερομηνίας 6/9/2001, με την οποία το Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τους κατηγορούμενους από δύο κατηγορίες, η πρώτη, ότι κατείχαν οικοδομή για την οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των Άρθρων 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε και η δεύτερη ότι παρήκουσαν διάταγμα του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23/9/91, να κατεδαφίσουν παράνομα υποστατικά, στο επίδικο τεμάχιο, κατά παράβαση του Άρθρου 20(5) του πιο πάνω νόμου.

Γ. Πιττάτζης, για τους Εφεσείοντες.

Ν. Ανδρέου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κρίνουμε ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί.

Η πρώτη απόφαση, με την οποία ταυτίζεται και ο Κρονίδης, Δ., θα δοθεί από τον Αρτεμίδη, Δ.. Με την κατάληξή του είμαι [*402]και εγώ σύμφωνος.

Σε ξεχωριστή μου απόφαση εξηγώ γιατί το νομολογιακό υπόβαθρο της πρωτόδικης απόφασης είναι επισφαλές.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες - κατήγοροι, που συνιστούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, είναι ιδιοκτήτες του κέντρου-εστιατορίου στην Αγία Νάπα, που βρίσκεται στο τεμάχιο 2 Φ/Σχ.42/23 W1, Block A. Οι τρεις εφεσίβλητοι - κατηγορούμενοι είναι ενοικιαστές του πιο πάνω κέντρου. Ο πρώτος είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, της οποίας διευθυντές είναι οι εφεσίβλητοι 2 και 3. Οι εφεσίβλητοι κατέστησαν θέσμιοι ενοικιαστές από το Μάρτιο 2001. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου εξέδωσε στις 23.9.91 διάταγμα κατεδάφισης παράνομων οικοδομών, που ακόμη υφίστανται, στην πιο πάνω αναφερόμενη ακίνητη ιδιοκτησία. Τα παράνομα υποστατικά είναι μια καλύφη και τζαμαρία, που αποτελούν προέκταση του κυρίως εστιατορίου.

Το διάταγμα εκδόθηκε και απευθύνεται προς τους κατηγορούμενους σε ποινική διαδικασία που κίνησε το τότε Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίας Νάπας εναντίον της εφεσείουσας, που ήταν και είναι ιδιοκτήτρια, και των διευθυντών της. Μας προκαλεί έκπληξη, ανάμεικτη με απόγνωση, γιατί το διάταγμα του Δικαστηρίου παραμένει ανεκτέλεστο και προς τούτο μήτε ο ιδιοκτήτης, αλλά, και κατά κύριο λόγο, ούτε η δημόσια αρχή τίποτε δεν έκαμαν.

Στις 19.2.01 ο Δήμος Αγίας Νάπας απηύθυνε επιστολή στους εφεσείοντες με την οποία τους καλούσε να εκτελέσουν το διάταγμα του Δικαστηρίου, να κατεδαφίσουν δηλαδή τα παράνομα κτίσματα. Οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, ζήτησαν εγγράφως από τους εφεσίβλητους - ενοικιαστές, να το πράξουν οι ίδιοι, εσωκλείοντας στην επιστολή τους και αυτή που τους απηύθυνε ο Δήμος Αγίας Νάπας. Τίποτε δεν έγινε. Με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα προχώρησαν οι εφεσείοντες στην έναρξη ποινικής διαδικασίας εναντίον των εφεσιβλήτων, αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Στο κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε οι εφεσίβλητοι αντιμετώπιζαν δυο κατηγορίες. Η πρώτη, ότι κατείχαν οικοδομή για την οποία δεν υπήρχε πιστοποιητικό τελικής έγκρισης από την αρμόδια αρχή, κατά παράβαση των άρθρων 10 και 20 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε, και η δεύτερη ότι παρήκουσαν στο πιο πάνω αναφερόμενο διάταγμα του Δικαστηρίου, δηλαδή να κατεδαφίσουν παράνομα υποστατικά, κατά παράβαση του άρθρου 20(5) του πιο πάνω νόμου.

Οι εφεσίβλητοι, κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δι[*403]καστηρίου, ισχυρίστηκαν πως τα ελατήρια των εφεσειόντων για την προώθηση της ποινικής υπόθεσης δεν ήσαν ειλικρινή.  Σκοπός τους δεν ήταν να τιμωρηθούν οι εφεσίβλητοι για τα αδικήματα που αντιμετώπιζαν, αλλά για να εξαναγκαστούν να υπογράψουν νέο συμβόλαιο ενοικίασης με αυξημένο ενοίκιο, εφόσον είχαν ήδη καταστεί θέσμιοι ενοικιαστές, κάτι που οι ίδιοι απέρριπταν. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε αποκλειστικά με την πιο πάνω πτυχή της υπόθεσης. Δέχτηκε αυτό που διατείνονταν οι εφεσίβλητοι, τους οποίους και απάλλαξε και αθώωσε από τις κατηγορίες. Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία, έκρινε, εν πάση περιπτώσει, πως δεν μπορούσε να ευσταθήσει, γιατί το διάταγμα κατεδάφισης δεν απευθυνόταν στους εφεσίβλητους, ώστε να είχαν υποχρέωση να το εφαρμόσουν.

Η γνώμη μας είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε κατά νόμο. Το κυρίαρχο και μοναδικό ζήτημα που αναδυόταν από τα γεγονότα της υπόθεσης είναι η ύπαρξη του διατάγματος κατεδάφισης των παράνομων οικοδομών, της καλύφης και της τζαμαρίας, που ακόμη υφίστανται, χωρίς να έχει μέχρι σήμερα εκτελεστεί, καθώς βέβαια οφειλόταν να γίνει. Τα εσώτερα ελατήρια των κατηγόρων - εφεσειόντων, που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, δεν είχαν θέση στη συζήτηση της υπόθεσης. Σκοπός των εφεσειόντων ήταν, έστω και αργά, να εφαρμοστεί το διάταγμα του Δικαστηρίου. Γι’ αυτό και απευθύνθηκαν και στους εφεσίβλητους, οι οποίοι γνώριζαν την παρανομία και την ανέχονταν, και ως εκ τούτου είχαν υποχρέωση να την άρουν.

Οι κατηγορίες προσάφθηκαν εναντίον των εφεσιβλήτων βάσει των άρθρων 10 και 20 του Νόμου. Το άρθρο 10 προβλέπει πως κανένα πρόσωπο δεν κατέχει ή χρησιμοποιεί οποιαδήποτε οικοδομή, για την οποία δεν έχει εκδοθεί πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή.

Από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης η καταδίκη των εφεσιβλήτων θα έπρεπε να ήταν η βέβαιη κατάληξη της υπόθεσης. Η αθώωση και απαλλαγή τους όμως στη 2η κατηγορία ήταν ορθή, γιατί το διάταγμα κατεδάφισης που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστηρίου Αμμοχώστου, στις 23.9.91, δεν απευθυνόταν στους εφεσίβλητους αλλά τους εφεσείοντες.

Η έφεση επιτυγχάνει σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία, στην οποία οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι. Θα προχωρήσουμε να ακούσουμε τους δικηγόρους για το ζήτημα της ποινής και της έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών, απευθυνόμενο σ’ αυτούς, σύμφωνα με το άρθρο 20(1) (3) (α) του Νόμου.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Κατά παράβαση της άδειας που τους χορηγήθηκε οι εφεσείοντες προέβησαν στην επέκταση του εγκριθέντος κτιρίου με την προσθήκη υπόστεγου κατασκευασμένου από αλουμίνιο. Αυτό έγινε το 1991. Οι εφεσείοντες διώχτηκαν από την αρμόδια αρχή για την παράνομη πράξη τους, κρίθηκαν ένοχοι και διατάχθηκαν να κατεδαφίσουν το υποστατικό· διαταγή προς την οποία δεν συμμορφώθηκαν. Πέραν τούτου ενοικίασαν τα υποστατικά στους εφεσίβλητους από το 1994, τα οποία οι τελευταίοι χρησιμοποιούν μαζί και το παράνομο υποστατικό έκτοτε.

Στις 5.4.2001, οι εφεσείοντες προέβησαν στη δίωξη* των εφεσιβλήτων διατυπώνοντας δύο κατηγορίες εναντίον τους. Η πρώτη αφορούσε τη χρήση του παράνομου μέρους της οικοδομής χωρίς να υφίσταται πιστοποιητικό εγκρίσεως, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, (Άρθρα 10 και 20).  Η δεύτερη αφορούσε παρακοή του προαναφερθέντος διατάγματος κατεδάφισης του υποστατικού. Επρόκειτο για ιδιωτική ποινική δίωξη η οποία στοιχειοθετήθηκε με μαρτυρία προσκομισθείσα από την κατήγορο, εφεσείουσα εταιρεία, (η εφεσείουσα). Μαρτυρία δόθηκε και από τους εφεσίβλητους αποβλέπουσα, μεταξύ άλλων, στη διασαφήνιση του ιστορικού υπόβαθρου της δίωξης. Από τη μαρτυρία προέκυψε, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η εφεσείουσα προέβη στη δίωξη των εφεσιβλήτων, μετά την αποτυχία των μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για την αύξηση του ενοικίου παρατεινομένης της ενοικίασης. 

Επιστολή με την οποία η Δημοτική Αρχή Αγίας Νάπας καλούσε την εφεσείουσα να συμμορφωθεί με τη διαταγή για την κατεδάφιση της παράνομης οικοδομής, αποτέλεσε κατ’ ουσία την αφορμή για τη διενέργεια της δίωξης η οποία είχε απώτερο στόχο να πειθαναγκάσει τους εφεσίβλητους στην καταβολή του ενοικίου που αξίωνε η εφεσείουσα. Αυτά για την πρώτη κατηγορία. Ως προς τη δεύτερη κατηγορία το δικαστήριο έκρινε ότι κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες η κατηγορία ήταν επιρρεπής σε απόρριψη εφόσον η διαταγή για την κατεδάφιση του υποστατικού δεν απευθυνόταν προς τους εφεσίβλητους.

Υπό το φως των ευρημάτων του το δικαστήριο τερμάτισε τη δίωξη των εφεσιβλήτων περιλαμβανομένου και του μέρους που αφορούσε την πρώτη κατηγορία ως καταχρηστική των δικαστικών διαδικασιών. Στο συμπέρασμα αυτό άχθηκε υπό το φως των αρχών οι οποίες υιοθετούνται στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133· M & M Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717.

Καταλήγω ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί, ως αναφέρεται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., και ότι οι εφεσίβλητοι πρέπει να καταδικαστούν ενόψει της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας ότι κατείχαν τα υποστατικά χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης, επιφυλασσόμενοι να ακούσουμε τους διαδίκους, πριν προχωρήσουμε στην επιβολή της ποινής. 

Προβαίνω στην έκδοση ξεχωριστής απόφασης για να επεξηγήσω ότι η αρχή την οποία επικαλείται το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στη Βασιλείου, και στη Μ & M Loizou Ltd, δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής στην προκείμενη υπόθεση. Κατά τα άλλα, δεν εξετάζεται ο λόγος των δύο αυτών αποφάσεων.  Και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν ποινικές διώξεις για τη μη τίμηση επιταγών που εκδόθηκαν από τον κατηγορούμενο. Παράλληλα οι κατήγοροι ήγειραν αγωγή για την ανάκτηση της οφειλής που αντιπροσώπευαν οι επιταγές. Οι ποινικές διώξεις κρίθηκαν καταχρηστικές επειδή η χρήση τους απέβλεπε, σύμφωνα με τα ευρήματα του δικαστηρίου, στην άσκηση πίεσης στον κατηγορούμενο να ικανοποιήσει την απαίτηση των κατηγόρων στην πολιτική αγωγή. Έτσι συντελέστηκε η κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, η οποία προωθήθηκε για λόγους άλλους από εκείνους για τους οποίους κατά κανόνα προοριζόταν.  Η αρχή η οποία υιοθετείται στη Βασιλείου και M & M Loizou Ltd, εδραιώνεται σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου*, και σε αγγλική νομολογία επί του ιδίου θέματος**, αποκαλυπτικές της φύσης και των παραμέτρων της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να καταστέλλει καταχρηστικές διαδικασίες. Ποινική διαδικασία απολήγει σε καταχρηστική διαδικασία, σύμφωνα με τη Βασιλείου και τη M & M Loizou Ltd, όταν χρησιμοποιείται ως μοχλός πίε[*406]σης για την προώθηση των συμφερόντων του διώκοντος σε παράλληλη αστική διαδικασία. Δεν αποτελεί μέρος του λόγου τους ότι σε κάθε ιδιωτική ποινική δίωξη ερευνώνται τα κίνητρα του διώκοντος για την προσαγωγή της κατηγορίας προς διαπίστωση του αδιάβλητου τους. Η κατάχρηση εντοπίζεται στη χρήση παράλληλα περισσότερων της μιας διαδικασίας για τον προσπορισμό παρεμφερών ωφελημάτων. Οπόταν ανακόπτεται η μία των διαδικασιών, χάριν της απερίσπαστης προβολής των θέσεων των διαδίκων στη διαδικασία στην οποία εστιάζεται η διαφορά τους. Επισημαίνω ότι οι εξηγήσεις, στις οποίες προβαίνω, δεν αποβλέπουν σε θεώρηση του λόγου των δύο προηγούμενων αποφάσεων.

Η έφεση επιτρέπεται σε ό,τι αφορά την πρώτη κατηγορία και οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι κατ’ έφεση στην εν λόγω κατηγορία.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο