Hodfield Henry Harry ν. Διευθύντριας Tμήματος Tελωνείων (2002) 2 ΑΑΔ 414

(2002) 2 ΑΑΔ 414

[*414]13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

HENRY HARRY HODFIELD,

Εφεσείων,

v.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7116)

 

Δόλια κατοχή αδασμολογήτων εμπορευμάτων ― Αποφυγή καταβολής δασμών και φόρων κατανάλωσης ― Αποφυγή καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας ― Παράλειψη κατάθεσης διασάφησης εξαγωγής σε σχέση με τα ίδια εμπορεύματα ― Άρθρο 41(1)(α)(3), 191(1)(α) και 192(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, αρ. 82/67 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της δόλιας κατοχής αδασμολογήτων εμπορευμάτων ― Κατά πόσο η κατοχή αδασμολογήτου εμπορεύματος δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι ο κάτοχος είχε γνώση του γεγονότος αυτού ― Άρθρο 177(2)(β)(ε) του Νόμου 82/67 ― Βάρος αποδείξεως ― Εφαρμοστέες αρχές.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Δόλια κατοχή αδασμολογήτων ειδών ― Δυνατότητα στοιχειοθέτησης με περιστατική μαρτυρία συστατικών στοιχείων του αδικήματος.

Ο εφεσείων συνελήφθη στο Αεροδρόμιο της Πάφου όταν, κατά τον ακτινοσκοπικό έλεγχο των αποσκευών κατά την αναχώρησή του, εντοπίστηκαν τσιγάρα και καπνός σε μεγάλες ποσότητες. Ο εφεσείων είχε αφιχθεί στην Κύπρο με φίλους του λίγες ημέρες προηγουμένως με προορισμό την Αγία Νάπα. Πριν φθάσει στην Αγία Νάπα επισκέφθηκε κατάστημα τουρκοκυπρίας (Μ.Υ. 1) στο μεικτό χωριό της Πύλας από όπου προμηθεύθηκε τα αφορολόγητα τσιγάρα και τον καπνό σε τιμή χαμηλότερη της κανονικής.  Αυτά ήσαν συσκευασμένα σε κιβώτια, που το καθένα περιείχε 25 κούτες.

Στη μαρτυρία της η Μ.Υ. 1 ανέφερε ότι προμηθεύτηκε τα πιο πάνω είδη από τα κατεχόμενα εδάφη στα οποία δεν ασκεί έλεγχο η Δημοκρατία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε και στη μαρτυρία της [*415]Μ.Υ. 1 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα είδη αυτά ήταν αφορολόγητα.

Ο εφεσείων υποστήριξε ότι δεν αποδείχθηκε, στον απαιτούμενο βαθμό, η γνώση του ότι τα εν λόγω είδη ήταν αφορολόγητα καθώς και ο ορισμένος δολος της πρόθεσης καταδολίευσης της Δημοκρατίας που απαιτεί το Άρθρο 191(1)(α) και (β) του νόμου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε και περιστατική μαρτυρία η οποία αποδείκνυε τη γνώση και τη στοιχειοθέτηση της πρόθεσης καταδολίευσης, μεταξύ των οποίων ήταν και η τιμή αγοράς των τσιγάρων (προς Λ.Κ.9 την κούτα) ενώ η τιμή πώλησης τους στις ελεύθερες περιοχές ήταν Λ.Κ.14,50 την κούτα, η μεγάλη ποσότητα αυτή καθ’ εαυτή (400 τόσες κούτες) και επίσης η χρησιμοποίηση των αποσκευών των φίλων του σχεδόν αποκλειστικά για τη μεταφορά τους.

Ο εφεσείων καταδικάσθηκε για δόλια: (α) κατοχή αδασμολογήτων εμπορευμάτων συνολικής δασμολογητέας αξίας Λ.Κ.2.603 για την οποία δεν καταβλήθηκαν οι δασμοί και φόροι ανερχόμενοι σε Λ.Κ. 4.897 (1η κατηγορία), (β) αποφυγή καταβολής δασμών και φόρων κατανάλωσης συμποσούμενων σε Λ.Κ.4.215 για τα εμπορεύματα, αποφυγή καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας, δηλαδή Λ.Κ.682, για τα πιο πάνω εμπορεύματα και για παράλειψη κατάθεσης διασάφησης εξαγωγής σε σχέση με τα ίδια εμπορεύματα.  Το Δικαστήριο του επέβαλε φυλάκιση 90 ημερών με τριετή αναστολή και πρόστιμο ΛΚ1.000 στην 1η κατηγορία.  Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκε ποινή, επειδή, όπως ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτές ξεπήγασαν από την ίδια παράνομη συμπεριφορά.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε κατ’ έφεση ότι λανθασμένα το ερώτημα αν υπήρχε ή όχι γνώση διαχωρίστηκε από το ερώτημα για την ύπαρξη δόλου αντί να αντιμετωπισθεί ως ένα ζήτημα.  Στηρίχθηκε για την πρόταση του αυτή στην υπόθεση Garrett v. Arthur Churchill Ltd [1969] 2 All E.R. 1141.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην παρούσα υπόθεση, σε αντίθεση με τη Garrett, ο δικαστής εξέτασε σφαιρικά αυτό που επιβάλλει το Άρθρο 191(α) και (β) κατά πόσο ο κατηγορούμενος “εν γνώσει αυτού και επί τω τέλει καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας εκ τινός πληρωτέου δασμού ή φόρου .........” απέκτησε κατοχή και κατά πόσο ενέχεται “εν γνώσει αυτού εις δόλιαν αποφυγήν ή απόπειραν καταβολής δασμού τινός ή φόρου .......”.

2.  Η πρόθεση ή ειδική πρόθεση που απαιτείται για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων, συνάγεται συνήθως [*416]από το σύνολο της μαρτυρίας. Σε περίπτωση ταλαντεύσεων για την ύπαρξή της, ο κατηγορούμενος δικαιούται στο ευεργέτημα της αμφιβολίας και σε απαλλαγή του. Απευθείας μαρτυρία δεν αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Συνάγεται από τη συμπεριφορά του δράστη και τα γεγονότα που έχουν συνήθως το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας.

3.  Η εθελοτυφλία του κατηγορουμένου δεν είναι ασυγχώρητη, αλλά ποινικά κολάσιμη.

4.  Οι συστατικοί όροι των αδικημάτων αποδείχθηκαν με αδιάσειστη πολύπλευρη μαρτυρία, που δεν επιδεχόταν εκδοχή άλλη από την ενοχή του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων ν. Καλλή (1996) 2 Α.Α.Δ. 55,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 40,

R. v. Cohen [1951] 1 All E.R. 203,

Sayce v. Coupe [1952] 2 All E.R. 715,

Garrett v. Arthur Churchill Ltd [1969] 2 All E.R. 1141,

R. v. Taaffe [1984] 2 W.L.R. 326,

R. v. Panayi [1989] 1 W.L.R. 187,

Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230,

R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (2002) 2 A.A.Δ. 9.

[*417]Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 1486/2001), ημερομηνίας 30/4/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε τέσσερις κατηγορίες στα πλαίσια των Άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, για δόλια (α) κατοχή αδασμολόγητων εμπορευμάτων συνολικής δασμολογητέας αξίας Λ.Κ. 2.603 για την οποία δεν καταβλήθηκαν οι δασμοί και φόροι ανερχόμενοι σε Λ.Κ. 4.897 (1η κατηγορία), (2) αποφυγή καταβολής δασμών και φόρων κατανάλωσης συμποσούμενων σε Λ.Κ. 4.215 για τα εμπορεύματα, που περιγράφονται στην παραπάνω κατηγορία (2η κατηγορία), αποφυγή καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας, δηλαδή Λ.Κ. 682, για τα παραπάνω εμπορεύματα και για παράλειψη κατάθεσης διασάφησης εξαγωγής σε σχέση με τα ίδια εμπορεύματα και καταδικάστηκε σε 90 ημέρες φυλάκιση στην 1η κατηγορία, με αναστολή τριών ετών, σε πληρωμή προστίμου Λ.Κ.1.000 στην ίδια κατηγορία, ενώ στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες δεν του επιβλήθηκε ποινή.

Ε. Πελεκάνος και Μ. Πελεκάνος, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων είναι αλλοδαπός, όπως και οι 4 πρώην συγκατηγορούμενοι του. Είναι Βρετανοί. Αντιμετώπισαν κατηγορητήριο από μακρό κατάλογο κατηγοριών. Αφορούσε παραβάσεις της τελωνειακής νομοθεσίας. Οι κατηγορίες εδράζονταν κυρίως στα άρθρ. 41(1)(α)(3), 191 (1)(α) και 192(2) του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, αρ. 82/67. Ομάδα κατηγοριών βασίστηκε στα άρθρ. 5(5), 24 και 43 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, αρ. 246/90.  Οι συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα αθωώθηκαν σε όλες τις κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον τους είτε σαν συναυτουργών του εφεσείοντα είτε χωριστά ως αυτουργών. Οι λόγοι της απαλλαγής τους, που εξειδικεύει η πρωτόδικη απόφαση, δε θα μας απασχολήσουν, δοθέντος ότι η έφεση δε στρέφεται κατά της κρίσης αυτής ούτε υπάρχει αντέφεση.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις πρώτες 4 κατηγορίες (1 μέχρι και 4), που συγκατηγορήθηκε με τους υπόλοιπους, στο πλαίσιο [*418]των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, για δόλια: (α) κατοχή αδασμολόγητων εμπορευμάτων συνολικής δασμολογητέας αξίας Λ.Κ. 2.603 για την οποία δεν καταβλήθηκαν οι δασμοί και φόροι ανερχόμενοι σε Λ.Κ. 4.897 (1η κατηγορία), (2) αποφυγή καταβολής δασμών και φόρων κατανάλωσης συμποσούμενων σε Λ.Κ. 4.215 για τα εμπορεύματα, που περιγράφονται στην παραπάνω κατηγορία (2η κατηγορία), αποφυγή καταβολής φόρου προστιθέμενης αξίας, δηλαδή Λ.Κ. 682, για τα παραπάνω εμπορεύματα. Και για παράλειψη κατάθεσης διασάφησης εξαγωγής σε σχέση με τα ίδια εμπορεύματα.

Το αντικείμενο των κατηγοριών περιγράφεται στις “λεπτομέρειες αδικήματος” της 1ης κατηγορίας.  Το αντιγράφουμε:

“.......... τσιγάρα μάρκας Regal 118 κούτες Χ 200 τεμάχια και 347 πακέτα Χ 20 τεμάχια, τσιγάρα μάρκας L & B 106 κούτες Χ 200 τεμάχια και 180 πακέτα Χ 20 τεμάχια, τσιγάρα Superkings 119 κούτες Χ 200 τεμάχια και 60 πακέτα Χ 20 τεμάχια, καπνό μάρκας Golden Verginia 125 σακουλάκια Χ 50 gr. και καπνό μάρκας Drum 13 σακουλάκια Χ 50 gr.....”

O πρωτόδικος δικαστής καταδίκασε τον εφεσείοντα σε 90 ημέρες φυλάκιση στην 1η κατηγορία, την οποία για τους λόγους που αναφέρει (εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις), ανέστειλε για την προβλεπόμενη από το νόμο περίοδο τριών χρόνων. Περαιτέρω τον διέταξε να πληρώσει, στην ίδια κατηγορία, πρόστιμο ΛΚ 1.000. Στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες δεν επέβαλε ποινή γιατί, όπως ανέφερε, ξεπήγασαν από την ίδια παράνομη συμπεριφορά.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως δήλωσε και ο δικηγόρος του εφεσείοντα στην αρχή της αγόρευσης του, δεν αμφισβητούνται.  Η συνοπτική παρουσίαση τους στη συνέχεια μας είναι φυσικά απαραίτητη. Ο εφεσείων έφτασε στο αεροδρόμιο της Πάφου, μαζί με τους πρώην συγκατηγορούμενους του, στις 24/1/01. Στις 27/1/01, τις πρωϊνές ώρες, εμφανίστηκαν όλοι στο αεροδρόμιο Λάρνακας, απ’ όπου θα αναχωρούσαν για το ταξίδι της επιστροφής τους στη Βρετανία.

Ο Μ.Κ.1, υπάλληλος των Βρετανικών Αερογραμμών και υπεύθυνος για τις αναχωρήσεις επιβατών της εταιρείας αυτής, με την οποία θα ταξίδευαν οι 5, διαπίστωσε ότι οι αποσκευές τους είχαν μεγαλύτερο βάρος από το επιτρεπόμενο. Διευκρινίζεται ότι είχαν 5 βαλίτσες (τεκμ. 11 έως 15), τρεις τσάντες χειρός (τεκμ. 16-18) και 1 κιβώτιο, που περιείχε ένα ρολόϊ. Όταν ο μάρτυς ζή[*419]τησε να πληρωθεί για το επιπλέον βάρος τριών αποσκευών, ο συγκατηγορούμενος στον οποίο αποτάθηκε (αρ. 2), τον παρέπεμψε στον εφεσείοντα ως τον άνθρωπο που είχε χρήματα.

Στο μεταξύ, κατά τον ακτινοσκοπικό έλεγχο των αποσκευών, που διενήργησε ο ειδικός αστυφύλακας (Μ.Κ.2) Λεωνίδου, εντοπίστηκαν στην οθόνη του μηχανήματος τσιγάρα και καπνός στις βαλίτσες, σε μεγάλες ποσότητες. Όταν ο εφεσείων ρωτήθηκε από το μάρτυρα αν ήταν δικές του απάντησε, στην παρουσία των υπολοίπων, καταφατικά. Ο Μ.Κ.2 κατέβασε τις αποσκευές από τον ιμάντα μεταφοράς, που ήταν τοποθετημένες και ειδοποίησε τον Μ.Κ.3 αστ. Οδιάτη της ασφάλειας του αεροδρομίου. Οι βαλίτσες, όταν ανοίχτηκαν στην παρουσία του Μ.Κ.3 και των άλλων, ήταν πράγματι γεμάτες με τσιγάρα (σε κούτες ή σε πακέτα) και καπνό. Μόνο σε μία από αυτές υπήρχε ένα σκέπασμα που χρησιμοποιήθηκε για να καλύπτει τα τσιγάρα και σε άλλη δύο-τρεις γυναικείες μπλούζες. Μόνο το κασόνι με το ρολόϊ δεν περιείχε τέτοια προϊόντα.

Στις ίδιες διαπιστώσεις προέβη και ο βοηθός τελώνης Π. Παύλου, Μ.Κ.4, που υπηρετούσε στο αεροδρόμιο. Περαιτέρω, πρόσεξε ότι τα εν λόγω είδη δεν έφεραν τη γνωστή σήμανση του Υπουργείου Υγείας, ότι το κάπνισμα βλάπτει την υγεία, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είχαν εισαχθεί νόμιμα στη Δημοκρατία. Ο μάρτυς αυτός, που, ας λεχθεί εν παρόδω, έχει πείρα τριάντα ετών, εντυπωσιάστηκε από την ποσότητα, λέγοντας ότι είχε το χαρακτήρα εξαγωγής.  Ωστόσο ούτε ο εφεσείων ή οποιοσδήποτε από τους άλλους τού παρουσίασε, όταν τα ζήτησε, οποιαδήποτε από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά (άδεια εξαγωγής, τιμολόγια κ.λ.π.). Με εντολή του μάρτυρα, άλλος τελωνειακός, (ο Μ.Κ.6 Α. Ιακώβου), προέβη σε καταμέτρηση της ανευρεθείσας ποσότητας, που αποτελεί το αντικείμενο των κατηγοριών, η οποία και κατασχέθηκε. Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι στη τσάντα τεκμ. 16 βρέθηκαν τρεις κούτες τσιγάρα, με την ένδειξη duty free, η οποία σημαίνει (σύμφωνα με τη μαρτυρία), ότι αγοράστηκαν από ένα από τα δύο αεροδρόμια μας. Και ακόμη ότι ο τελωνειακός λειτουργός Κ. Γεωργίου Μ.Κ.10 εξήγησε μία από τις παραδεδειγμένες από το νόμο μεθόδους, που εφάρμοσε, για να προσδιορίσει τους πληρωτέους δασμούς, φόρους κατανάλωσης, κ.λ.π.

Ό,τι έχουμε μέχρι τώρα καταγράψει αποτέλεσε τον επίλογο της υπόθεσης. Σημασία τώρα έχει να παρακολουθήσουμε τις προηγούμενες ενέργειες του εφεσείοντα από το χρόνο άφιξης με τους φίλους του στο αεροδρόμιο της Πάφου. Από εκεί τους παρέλαβε ο Μ.Κ.9 Γ. Χρίστου, επαγγελματίας οδηγός, για να τους μεταφέρει στη Λάρνα[*420]κα και στη συνέχεια στην Αγία Νάπα. Προτού φθάσουν στον προορισμό τους πέρασαν από το χωριό Πύλα, το οποίο κατοικείται από Έλληνες και Τούρκους. Το είχε ζητήσει ο εφεσείων, ο οποίος μάλιστα υπέδειξε στον οδηγό και τη διαδρομή που θα ακολουθούσε, που ήταν άλλη από εκείνη που γνώριζε. Με εντολή του εφεσείοντα, το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το κατάστημα, που εξέθετε διάφορα είδη ρουχισμού, στον κύριο δρόμο του χωριού. Η ιδιοκτήτρια του ήταν τουρκοκύπρια και κλήθηκε ως μάρτυς υπεράσπισης (Μ.Υ.1). Ο εφεσείων παρέμεινε στο κατάστημα για ένα περίπου τέταρτο της ώρας προτού ξεκινήσουν για την Αγία Νάπα.

Είναι παραδεκτό ότι όλη η ποσότητα των τσιγάρων που αργότερα ανευρέθηκε στις αποσκευές του εφεσείοντα - και αποτελεί το περιεχόμενο των κατηγοριών στις οποίες κηρύχθηκε ένοχος - παραγγέλθηκαν από τον ίδιο, κατά τη σύντομη αυτή επίσκεψη στο κατάστημα. Σύμφωνα με την Μ.Υ.1 η τιμή πώλησης των τσιγάρων συμφωνήθηκε σε Λ.Κ.9 ανά κούτα αντί της κανονικής που τα πωλούσε των Λ.Κ.10. Η έκπτωση έγινε λόγω της μεγάλης ποσότητας που αγοράστηκε. Ο καπνός πωλήθηκε προς Λ.Κ.10 την κούτα (με περιεχόμενο 5 σακουλάκια). Την επομένη ο εφεσείων έκαμε δύο διαδρομές με αυτοκίνητο που ενοικίασε και οδηγούσε ο ίδιος για να μεταφέρει στον τόπο διαμονής του τα αγορασθέντα. Αυτά ήταν συσκευασμένα σε κιβώτια, που το καθένα περιείχε 25 κούτες.

Ο εφεσείων, σε ανώμοτη δήλωση του από το εδώλιο, είπε πως παρακάλεσε τους φίλους του εδώ να του μεταφέρουν μερικά ρούχα του πίσω στην πατρίδα του. Προφανώς για να έχει στη διάθεση του χώρο για τα αφορολόγητα. Προχώρησε όμως να συμπληρώσει, λέγοντας, στην ουσία, ότι δεν ήταν πρόθεση του να καταδολιευθεί τη Δημοκρατία. Και κατέληξε:

“Όταν αγόρασα τα τσιγάρα στην Πύλα ποτέ δε γνώριζα ότι ήταν αφορολόγητα και αν γνώριζα ότι ήταν αφορολόγητα και ότι θα δημιουργούσαν οποιοδήποτε αδίκημα δε θα το έκανα ποτέ ή να ζητούσα από τους φίλους μου χάρη. Οι φίλοι μου δε γνώριζαν από πού αγοράστηκαν τα τσιγάρα ή πόσο πλήρωσα γιαυτά.”

Προηγουμένως, μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσης Αρχής, ο πρωτόδικος δικαστής άκουσε την εισήγηση του δικηγόρου των κατηγορουμένων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αλλά την απέρριψε. Και τους κάλεσε σε απολογία. Έχουμε ήδη αναφερθεί στο αποτέλεσμα της δίκης, η οποία απέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα και την απαλλαγή των συνταξιδιωτών του.

[*421]Ο πρωτόδικος δικαστής είχε συναγάγει από τη μαρτυρία των Μ.Κ.4, 8 και 10, ότι τα είδη αυτά ήταν αφορολόγητα. Αναφέρθηκε στο θέμα αυτό, για να ενισχύσει το εύρημα του, και στη Μ.Υ.1 που είπε πως τα προμηθεύθηκε από τα κατεχόμενα εδάφη στα οποία δεν ασκεί έλεγχο η Δημοκρατία. Το συμπέρασμα έμεινε ακλόνητο. Εξάλλου δεν αμφισβητήθηκε, ενώ στο περίγραμμα αγόρευσης είναι παραδεκτό ότι ήταν αφορολόγητα. Κύρια πτυχή της υπεράσπισης ήταν ότι δεν αποδείχθηκε, στον απαιτούμενο βαθμό, η γνώση του γεγονότος αυτού από τον εφεσείοντα, καθώς και ο ορισμένος δόλος, της πρόθεσης καταδολίευσης της Δημοκρατίας, που απαιτεί το άρθρ. 191(1)(α) και (β) του νόμου.

Ο δικαστής αναφέρθηκε στην υπόθεση Διευθυντής Τμήματος Τελωνείων ν. Νίκου Καλλή (1996) 2 Α.Α.Δ. 55, αναφορικά με την αποτελεσματικότητα του μαχητού τεκμηρίου της γνώσης του άρθρ. 177(2)(β)(ε), το οποίο μετατοπίζει το βάρος απόδειξης, σε σχέση με το στοιχείο της γνώσης, στον κατηγορούμενο. Στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς την εγκυρότητα του τεκμηρίου.  Είναι μια σύντομη παρατήρηση που μπορούμε να μεταφέρουμε εδώ:

“Πρώτα, θέλουμε να διατυπώσουμε επιφυλάξεις κατά πόσο το Άρθρο 177(2), όπως είναι διατυπωμένο, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο εκτός από το αδασμολόγητο των εμπορευμάτων και ότι το γεγονός ήταν εν γνώσει του κατόχου.”

Η κυριότητα των κατασχεθέντων αποδείχθηκε ότι ανήκει, όπως συμπέρανε ο δικαστής, στον εφεσείοντα. Αυτός κατείχε την ποσότητα που βρέθηκε στις αποσκευές του και περαιτέρω συγκατείχε, με τον κάθε άλλο κατηγορούμενο, την ποσότητα που περιείχαν οι αποσκευές τους. Στη συνέχεια, ο δικαστής, συμμεριζόμενος τις αμφιβολίες γύρω από το τεκμήριο γνώσης του άρθρ. 177, αναζήτησε και ξεχώρισε το μαρτυρικό υλικό που, κατά την αντίληψη του, θεμελίωνε τη γνώση του εφεσείοντα ότι τα είδη που κατείχε ήταν αδασμολόγητα.

Συνοψίζουμε τα σχετικά σημεία της μαρτυρίας στα οποία βασίστηκε η απόδειξη της γνώσης:

(1)       Ο εφεσείων ήξερε προκαταβολικά από πού να προμηθευθεί τα αφορολόγητα, παρακάμπτοντας τα αστικά κέντρα που συνάντησε μέχρι την Πύλα, που θα μπορούσε εύκολα να πάρει ό,τι ήθελε.

[*422](2)         Τα τσιγάρα δεν ήταν εκτεθειμένα στο κατάστημα σε περίοπτη θέση ή σε κοινή θέα, όπως άλλα είδη του καταστήματος.

(3)       Η τιμή πώλησης των τσιγάρων στις ελεύθερες περιοχές ήταν Λ.Κ. 14,50 την κούτα (Μ.Κ.10), ενώ ο εφεσείων τα αγόρασε σε αρκετά πιο χαμηλή τιμή (προς Λ.Κ.9 την κούτα).

(4)       Ο εφεσείων γνώριζε τις τιμές της αγοράς, αφού 5-6 μήνες νωρίτερα, το καλοκαίρι του 2000, ήταν πάλιν στην Κύπρο και αγόρασε τσιγάρα από υπεραγορά στο Παραλίμνι.  Η σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.11, από τον οποίο ζήτησε να μάθει πού πωλούνται τσιγάρα και που τον συνόδευσε στην υπεραγορά, έμεινε αναντίλεκτη.

(5)       Η μεγάλη ποσότητα αυτή καθαυτή (400 τόσες κούτες).

Αφού το Δικαστήριο σχολίασε την περιστατική φύση της μαρτυρίας της Κατηγορίας που μπορεί, στην κατάλληλη περίπτωση, να στοιχειοθετήσει και την πρόθεση καταδολίευσης (το άλλο συστατικό των αδικημάτων), στράφηκε για καθοδήγηση, ως προς τις βασικές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τέτοιας μαρτυρίας, στις αυθεντίες: Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 40.

Τα στοιχεία που ο πρωτόδικος δικαστής εντόπισε και έκρινε ότι στοιχειοθετούν, έξω από κάθε λογική αμφιβολία, τον απαιτούμενο για την απόδειξη των αδικημάτων δόλο, είναι κατά βάση επάλληλα με εκείνα που θεμελιώνουν γνώση. Και είναι, εκτός από την ποσότητα των εμπορευμάτων, ότι ο εφεσείων χρησιμοποίησε τις αποσκευές των φίλων του σχεδόν αποκλειστικά για τη μεταφορά τους έτσι ώστε να πραγματοποιήσει το μέγιστο δυνατό όφελος· ότι ήξερε από την αρχή από πού θα τα προμηθευόταν, καθοδηγώντας τον Μ.Κ.9 και ως προς τη διαδρομή που θα ακολουθούσε προς Πύλα· ότι την επομένη, όταν παρέλαβε από το τουρκοκυπριακό κατάστημα τα προϊόντα, τα τοποθέτησε στο αυτοκίνητο του με τρόπο που να μη φαίνονται· ότι σε σχέση με την 4η κατηγορία (μη κατάθεση διασάφησης εξαγωγών) δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει, όταν του ζητήθηκε το τιμολόγιο με βάση τα οποία τα αγόρασε ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο· και ότι δεν άφησε τα προϊόντα στα κιβώτια στα οποία τα συσκεύασε η πωλήτρια, αλλά τα έβγαλε από αυτά για να τα κρύψει στις βαλίτσες.

Η έφεση, όπως ανέφερε ο δικηγόρος του εφεσείοντα στο περίγραμμα της αγόρευσης του, στρέφεται γύρω από δύο θέματα.  [*423]Και ας μας επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση ως έχει του συνηγόρου:

“.................. (α) το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και (β) το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε λανθασμένα τον Νόμο (δηλ. τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων) επί των γεγονότων αγνοώντας το λογικό ενδεχόμενο της αθωότητας του εφεσείοντα και/ή την υποβόσκουσα αμφιβολία στη μαρτυρία της κατηγορούσης αρχής.”

Ο κ. Πελεκάνος δεν διαφωνεί με τη νομική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστή αναφορικά με τα στοιχεία που όφειλε η Κατηγορούσα Αρχή να εμπεδώσει προς απόδειξη της υποκειμενικής υπόστασης των αδικημάτων (γνώση, πρόθεση καταδολίευσης). Ούτε με τον τρόπο που προσεγγίστηκε το τεκμήριο γνώσης του άρθρ. 177.  Θα θυμίσουμε ότι στην Καλλής, ανωτέρω, το Δικαστήριο προβληματίστηκε σχετικά με το τεκμήριο γνώσης από την απόδειξη της κατοχής αδασμολόγητων ειδών, αφού αναφέρθηκε στις αγγλικές υποθέσεις R. v. Cohen [1951] 1 All E.R. 203 και Sayce v. Coupe [1952] 2 All E.R. 715, ως παραδείγματα περιπτώσεων που λειτούργησε το τεκμήριο ανάλογης αγγλικής τελωνειακής διάταξης για τη μετακύληση του βάρους απόδειξης εναντίον του κατόχου των αδασμολογήτων. Είναι σωστό να αναφερθεί ότι οι πρόνοιες αυτές (Customs Consolidation Act 1876 άρθρ. 186 και 259 και Customs and Excise Act 1952) αποτέλεσαν προπομπό της δικής μας νομοθεσίας (βλ. επίσης Customs and Excise Management Act 1979, άρθρ. 170).

Στην υπόθεση Garrett v. Arthur Churchill Ltd. [1969] 2 All E.R. 1141, στην οποία αναφέρθηκε ο κ. Πελεκάνος, η απόφαση του αρχιδικαστή Λόρδου Parker ουσιαστικά εξουδετερώνει την ύπαρξη του τεκμηρίου, όπως φαίνεται να προκύπτει από το παρακάτω απόσπασμα:

“I would only add this, that in considering that question it has been urged by counsel for the appellant that under s. 290 (2) of the Customs and Excise Act 1952 the burden shifts to the respondents to negative that intent. I have read and re-read s. 290 (2) and it seems to me quite impossible to say that that subsection provides for a shifting of the burden in a case such as this.  It seems to me that it is for the prosecution to prove that what happened here is covered by the full phrase ‘knowingly concerned in the exportation ....... with intent to evade’.”

Ο συνήγορος υπέβαλε ότι λανθασμένα το ερώτημα αν υπήρχε ή [*424]όχι γνώση διαχωρίστηκε από το ερώτημα για την ύπαρξη δόλου αντί να αντιμετωπισθεί ως ένα ζήτημα. Στηρίχθηκε για την πρόταση του αυτή στην παρακάτω παρατήρηση από την Garrett, ανωτέρω:

“.................the question whether the respondents were knowingly concerned in the exportation of goods with intent to evade the prohibition should be treated as one.”

H προσεκτικότερη μελέτη της υπόθεσης εκείνης δείχνει ότι το δικαστήριο εξέτασε το θέμα της γνώσης και απήλλαξε τον κατηγορούμενο, αφού διαπίστωσε πρώτα ότι το στοιχείο αυτό δε θεμελιώθηκε, θεωρώντας εντελώς περιττό να συνεξετάσει το ενιαίο ζήτημα της πρόθεσης για δόλια αποφυγή απαγορευτικής διάταξης ή περιορισμού.

Εδώ όμως δεν υφίσταται ο κατακερματισμός της υπόθεσης με τον τρόπο που έγινε στην Garrett. Ο δικαστής επικέντρωσε, όπως είχε καθήκον, την προσοχή του και στα δύο στοιχεία, υποδεικνύοντας τη μαρτυρία, στην κάθε περίπτωση, που βάσισε τις διαπιστώσεις του. Μάλιστα στην απόφαση του τόνισε ότι: “η πρόθεση καταδολίευσης συνδέεται άμεσα με τη γνώση ότι τα τσιγάρα και ο καπνός ήταν αδασμολόγητα και επομένως το γεγονός ότι .............”.  Και εξέτασε σφαιρικά αυτό που επιβάλλει το άρθρ. 191 (α) και (β) κατά πόσο ο κατηγορούμενος “εν γνώσει αυτού και επί τω τέλει καταδολιεύσεως της Δημοκρατίας εκ τινός πληρωτέου δασμού ή φόρου .......” απέκτησε κατοχή και κατά πόσο ενέχεται “εν γνώσει αυτού εις δολίαν αποφυγήν ή απόπειραν αποφυγής καταβολής δασμού τινός ή φόρου .............”

Παραθέτοντας την υπόθεση R. v. Taaffe [1984] 2 W.L.R. 326, ο κ. Πελεκάνος είπε ότι ο εφεσείων δεν κρίθηκε με ό,τι υποκειμενικά πίστευε ο ίδιος για τις πράξεις του, αλλά ως να ήταν Κύπριος πολίτης γνωρίζοντας τα δεδομένα του τόπου. Αναφέρθηκε και στην R. v. Cohen, ανωτέρω, σελ. 206, για να δείξει πως επρόκειτο για μια συνηθισμένη συναλλαγή, όπως απέδειξαν οι μάρτυρες υπεράσπισης:

“A simple way of proving lack of knowledge is to prove that the goods were bought in the ordinary course of trade.  If a man buys a box of cigars in a shop at the ordinary price, why should it be supposed that he knew they had been smuggled, if, in fact they had been? In the course of his summing-up the deputy chairman quoted a passage from a recent judgment of this court in R. v. Fitzgerald (2), in which I said:

“If a man buys something from a trader in the ordinary way (it [*425]does not matter whether it is wholesale or retail), you would pressume that he has bought is honestly and that the duty on it has been paid.”

Τονίστηκε περαιτέρω, με αναφορά στην R. v. Panayi [1989] 1 W.L.R. 187, ότι η τυχόν αμέλεια ή αδιαφορία του κατηγορουμένου, οσονδήποτε μεγάλη, δεν αναπληρώνει την ανάγκη απόδειξης της ένοχης γνώσης και πρόθεσης του.

Στην κρινόμενη υπόθεση δεν υπάρχει, κατά την υπεράσπιση, οποιοδήποτε στοιχείο που να πείθει ότι ο εφεσείων εθελοτυφλούσε μπροστά σε μια γοερή κατάσταση που έπρεπε να αντιληφθεί την πραγματικότητα, αλλά την αγνόησε.

Το υπόλοιπο μέρος του περιγράμματος, καθώς και η αγόρευση του συνηγόρου, αναλώνεται κυρίως σε επί μέρους επιχειρήματα ή εν πολλοίς σε υποθέσεις του ίδιου του δικηγόρου που αποσκοπούν στο να κλονίσουν τα συμπεράσματα στα οποία στηρίζεται η καταδίκη ή να δώσει στη σχετική μαρτυρία διαφορετική χροιά, που συνάδει με την αθωότητα του εφεσείοντα ή τουλάχιστον δημιουργεί αμφιβολίες για την καταδίκη. Θα αναφερθούμε στα περισσότερα, αλλά, μορφώνοντας την κρίση μας, θα έχουμε υπόψη το σύνολο.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι εξισώθηκε η ύπαρξη του νοητικού στοιχείου των αδικημάτων με την τιμή αγοράς των προϊόντων, που ήταν ένας μόνο από τους παράγοντες· ότι δεν υπήρχε μαρτυρία της τιμής των τσιγάρων που αγόρασε στο Παραλίμνι ή κατά πόσο 6 μήνες μετά (Ιανουάριο 2001 χρονολογία του κατηγορητηρίου) οι τιμές αυτές δεν άλλαξαν· ότι η παραπάνω αγορά συνηγορεί υπέρ της απαλλαγής του γιατί δείχνει πως αγόραζε από διάφορους τόπους· ότι το πακετάρισμα των τσιγάρων στις αποσκευές μπορούσε εύλογα να ερμηνευθεί ως στοιχείο ότι δεν σκόπευε να καταδολιευθεί τη Δημοκρατία, αλλά να εξαπατήσει τις αρχές της χώρας του· ότι η τιμή των τσιγάρων ήταν Λ.Κ.10 την κούτα, αλλά, ύστερα από διαπραγμάτευση με την Μ.Υ.1, συμφώνησε σε έκπτωση· ότι η μετάβαση του στην Πύλα δεν ήταν μυστική, αφού ενήργησε φανερά· και ότι υπό τις συνθήκες ενεπλάκη σε μία συνηθισμένη συναλλαγή ως “νομοταγής πολίτης” (η φράση ανήκει στο συνήγορο). Στόχος της υπεράσπισης ήταν να δείξει ότι η μαρτυρία που έγινε δεκτή δεν οδηγούσε αποκλειστικά σε συμπεράσματα ενοχής.

Υπήρξε επίσης ισχυρισμός ότι η μαρτυρία της Κατηγορίας δεν ήταν ικανοποιητική και δεν δικαιολογούσε την κλήση του εφεσείοντα σε απολογία. Αναφορικά με την 4η κατηγορία (παράλειψη κατάθεσης [*426]διασάφησης) έχει λεχθεί ότι δεν αναλύθηκε η μαρτυρία, αλλά, δόθηκε έμφαση και στο ότι δεν παρασχέθηκαν οι λεπτομέρειες του νοητικού στοιχείου που θεσπίζει το άρθρ. 41(3) του νόμου, δηλαδή, ότι ο κατηγορούμενος παρέλειψε να καταθέσει στον αρμόδιο λειτουργό διασάφηση εξαγωγής των εμπορευμάτων με δόλια πρόθεση.

Η πρόθεση ή ειδική πρόθεση - που απαιτείται εδώ - για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων, συνάγεται συνήθως από το σύνολο της μαρτυρίας (Katelaris v. Police (1980) 2 C.L.R. 230). Σε περίπτωση ταλαντεύσεων για την ύπαρξη της, ο κατηγορούμενος δικαιούται στο ευεργέτημα της αμφιβολίας και σε απαλλαγή του. Απευθείας μαρτυρία δεν αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις. Συνάγεται από τη συμπεριφορά του δράστη και τα γεγονότα που έχουν συνήθως το χαρακτήρα περιστατικής μαρτυρίας (R. v. Georghiades (No. 2) 22 C.L.R. 128  και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258).

Ο όρος αυτός ήταν από τους πιο πολυσυζητημένους στη νομολογία και τη νομική φιλολογία. Είναι κλασσική πια η διατύπωση του Wills στο Circumstancial Evidence, σελ. 19 (Ιndian notes), που οριοθετεί τις αποδεικτικές δυνατότητες και την αποτελεσματικότητα τέτοιας φύσεως μαρτυρίας, εφόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις:

“While the concurrence of several separate facts, all of which point to the same conclusion, may, though the probative force of each be slight, be quite sufficient in their cumulative effect to produce conviction, a mere aggregation of separate facts, all of which are inconclusive in the sense that they are quite as consistent with the innocence as with the guilt of an accused person, cannot have any probative force.”

Παραθέτουμε και το σχετικό σχόλιο μας σε μια πρόσφατη απόφασή μας στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ευστάθιου Θεοδώρου (2002) 2 Α.Α.Δ. 9:

“Δεν υπολείπεται (η περιστατική μαρτυρία) σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακαταμάχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, υπόθεση εμπρησμού φαρμακείου από τον ιδιοκτήτη του, που τα μεμονωμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν οδηγούσαν πουθενά. Όμως η σωρευτική τους θεώρηση δημιούργησε τέτοια αξιοθαύμαστη συνοχή που κατέστησε αναπό[*427]φευκτη την καταδίκη. Παραπέμπουμε επίσης στην Khadar & Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Ξυδιάς, ανωτέρω και Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.”

Αναφορικά με τη δόλια προαίρεση αρκούν δύο σχόλια από τον Archbold “Criminal Pleadings, Evidence and Practice” έκδοση 1994, που θέτουν το ζήτημα στη σωστή του διάσταση. Είναι σύντομα και τα παραθέτουμε. Το πρώτο στη σελ. 2/938 (παρ. 25-409) δείχνει πως οι σχετικές πρόνοιες καλύπτουν και τα εμπορεύματα τα υποκείμενα σε δασμό:

“(i) Knowledge that the goods are prohibited/restricted

It must be noted that offences created by section 170(1) and 170(2) apply to two different categories of goods, namely dutiable goods and prohibited or restricted goods (for statutory definitions see s.1 , ante, && 25-344, 25-345).”

Και το δεύτερο για το δόλο στη σελ. 2/941 (παρα. 25-412):

“(ii) Meaning of “fraudulent”

The presence of the word “fraudulent” in section 170(2) has the effect that, on a prosecution for fraudulent evasion or attempted evasion of a prohibition or restriction with respect to goods or duty chargeable thereon, the prosecution have to prove fraudulent, in the sense of dishonest, conduct, deliberately intended to evade the prohibition or restriction with respect to the goods, or the duty chargeable on them.  There is no necessity for the prosecution to prove acts of deceit practised on a customs officer in his presence: Att-Gen. ‘s Reference (No. 1 of 1981) [1982] Q.B. 848, C.A.

Δεν είναι ορθό ότι ο δικαστής στηρίχθηκε μόνο στην χαμηλή τιμή που ο εφεσείων πλήρωσε. Είχε μια πολυπρισματική προσέγγιση της μαρτυρίας. Λήφθηκαν υπόψη όλοι οι σχετικοί παράγοντες, που εξειδικεύει στην απόφαση του.  Φυσικά η τιμή είχε σημασία. Αναφορικά με τις τιμές της αγοράς δεν υπήρχε τίποτε που να δείχνει ότι σημειώθηκε μεταβολή στο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από τότε που ο εφεσείων αγόρασε τσιγάρα στο Παραλίμνι μέχρι το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων. Η σημασία που αποδόθηκε στο γεγονός αυτό ως στοιχείου αθωωτικού είναι υπερβολική και άστοχη.

Στην υπόθεση R. v. Panayi, ανωτέρω,  προσδόθηκε σημασία υπό [*428]την έννοια ότι ο εφεσείων στη χειρότερη περίπτωση μπορούσε να ήταν αμελής ή απερίσκεπτος. Στοιχεία όμως που για κανένα λόγο δεν φανερώνουν γνώση και πρόθεση. Δεν είναι απαραίτητο να προβούμε σε πλήρη ανάλυση. Είναι αρκετό να πούμε ότι στην περίπτωση εκείνη ο δικαστής παρασύρθηκε από ένα ψευδοεπιχείρημα της υπεράσπισης και καθοδήγησε λανθασμένα τους ενόρκους ως προς τα επίδικα θέματα. Ας σημειωθεί ότι οι κατηγορούμενοι συνελήφθηκαν πάνω στη θαλαμηγό τους μέσα στα χωρικά ύδατα της Βρετανίας, και ήταν εν γνώσει τους ότι μετέφεραν 1690 κιλά ρητίνης κάνναβης.  Κατηγορήθηκαν για δόλια αποφυγή  της απαγόρευσης εισαγωγής ελεγχόμενου φαρμάκου στη Βρετανία κατά παράβαση του άρθρ. 170(2) του νόμου του 1979.

Δε ζητήθηκε από τους ενόρκους να αποφασίσουν ποίος ήταν ο πραγματικός τελικός προορισμός των ναρκωτικών, πού σκόπευαν να τα ξεφορτώσουν (Βρετανία ή Ολλανδία), αλλά κατά πόσο η είσοδος τους στα χωρικά ύδατα της Βρετανίας ήταν σκόπιμη, τυχαία ή έγινε από απερισκεψία. Μεταξύ άλλων αποφασίστηκε ότι η απερισκεψία μπορεί,σε μερικές περιπτώσεις, να εξισωθεί με τη γνώση ή το γενικό δόλο, αυτό εντούτοις δεν μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση εκείνη, όπου απαιτείται η ειδική πρόθεση “being knowingly concerned in any fraudulent evasion.”

Η υπόθεση είναι αντικείμενο σχολιασμού στο (1989) Criminal Law Review, σελ. 212, που δείχνει ότι η εθελοτυφλία του κατηγορουμένου δεν είναι συγχωρητή, αλλά ποινικά κολάσιμη.  Αξίζει να παραθέσουμε τις πρώτες σειρές:

Commentary. A requirement of knowledge is sometimes held to be satisfied by proof of “wilful blindness” as where “the defendant had deliberately shut his eyes to the obvious or refrained from inquiry because he suspected the truth but did not want to have his suspicion confirmed:” Westminster City Council v. Croyalgrange [1986] 2 All E.R. 353 at p. 359 (H.L.).”

Εφόσον πέρασε από το μυαλό του εφεσείοντα ότι μπορούσε να ξεγελάσει τις αρχές της χώρας του πώς δε σκέφτηκε, υπό τις συνθήκες που ενήργησε στην Κύπρο, ότι δε θα καταδολιευόταν τη Δημοκρατία. Στο σημείο αυτό το τί πλήρωσε για τα τσιγάρα αποκτά ιδιαίτερη σημασία, όπως προκύπτει από την περικοπή που παραθέσαμε από την R. v. Cohen, ανωτέρω.

Είναι φανερό εδώ ότι ο εφεσείων, εκτός αν εθελοτυφλούσε, δεν αγόρασε σε συνηθισμένη τιμή. Είναι εξίσου φανερό ότι δεν ήταν [*429]μια συνηθισμένη δοσοληψία, όπως υπέβαλε ο συνήγορος του. Αντίθετα όλα δείχνουν πως ήταν μια οργανωμένη επιχείρηση, που τέθηκε σ’ εφαρμογή από το χρόνο της άφιξης του και ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο-τρεις ημέρες. Οι συστατικοί όροι των αδικημάτων αποδείχθηκαν με αδιάσειστη πολύπλευρη μαρτυρία, που δεν επιδεχόταν εκδοχή άλλη από την ενοχή του εφεσείοντα.

Αναφορικά με την 4η κατηγορία, το άρθρ. 41(1)(α) επιβάλλει υποχρέωση στον εξαγωγέα εμπορευμάτων να καταθέσει διασάφηση εξαγωγής τους στον αρμόδιο υπάλληλο, που εδώ δεν έγινε.  Ούτε προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Το παράπονο ότι ήταν ελλειπής η ίδια η κατηγορία δεν ευσταθεί. Ρητά αναφέρεται σ’ αυτή ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε “με δόλια πρόθεση” και γίνεται παραπομπή στο σχετικό άρθρο του νόμου. Περαιτέρω, ο δικαστής επισημαίνει τη σχετική μαρτυρία και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο όλες οι αποσκευές βρίσκονταν στον ιμάντα μεταφοράς. Μόνο η σύγχρονη τεχνολογία (μηχάνημα ακτινοσκόπισης αποσκευών) κατέστησε εφικτή την αποκάλυψη της υπόθεσης. Η συμπεριφορά του ιδίου του εφεσείοντα δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εν επιγνώσει απόκρυψη της πραγματικότητας. 

Αναφορικά με την απόδειξη ή μη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης το ζήτημα δεν αναπτύχθηκε και θεωρούμε ότι έχει εγκαταλειφθεί.  Εν πάση περιπτώσει στην μακρά και προσεκτική ενδιάμεση απόφαση του, ο δικαστής αιτιολογεί την ενδιάμεση του κρίση.

Καταλήγουμε, για τους προεκτεθέντες λόγους, ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι ορθή και αιτιολογημένη. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο