Λιασίδης Eυθύβουλος και Άλλος ν. Aστυνομίας και Άλλου (2002) 2 ΑΑΔ 434

(2002) 2 ΑΑΔ 434

[*434]30 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7056)

ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7057)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ ΛΙΑΣΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Πoινικές Εφέσεις Αρ. 7056, 7057)

 

Απόδειξη ― Αποδεκτότητα μαρτυρίας ― Κατάθεση μάρτυρος προς την Αστυνομία, έγινε δεκτή πρωτοδίκως στην απουσία της μάρτυρος στη δίκη, κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(1)(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 σε συνάρτηση με τις διατάξεις του Άρθρου 2 του Τροποποιητικού Νόμου 94(Ι)/94 ― Κατά πόσο παραβιάσθηκαν τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη τα οποία κατοχυρώνονται από το Άρθρο 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμου ― Άρθρο 2 του περί Aποδείξεως (Tροποποιητικού) Νόμου 94(Ι)/94 ― Οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές εφόσον προσκρούουν τόσο στην [*435]έννοια της δίκαιης δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.

Απόδειξη ― Άρθρο 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 ― Στο βαθμό που επιτρέπει την προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς παροχή στο διάδικο δικαιώματος αντιπαράθεσης προς αυτή μέσω της αντεξέτασης ― Έπαυσε να ισχύει ως αποτέλεσμα της αντίθεσής του προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Σύνταγμα Άρθρο 30.2 ― Εύλογος χρόνος για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου ― Αφετηρία για τη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης κατηγορουμένου είναι η μέρα σύλληψης ή καταγγελίας.

Απόδειξη ― Παράπονο ― Προϋποθέσεις αποδοχής του ως μαρτυρίας ― Ο περί Αποδείξεως Νόμος, Κεφ. 9, Άρθρο 10.

Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης του αδικήματος και έκδοσης απόφασης και επίσης κατάληξη σε ακροσφαλή ευρήματα ως προς τα κρίσιμα γεγονότα που οδήγησαν σε καταδικαστική απόφαση ― Δεν δικαιολογούσαν την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.

Ποινικός Κώδικας ― Άσεμνη επίθεση ― Ακύρωση καταδικαστικής απόφασης λόγω εσφαλμένης καθοδήγησης ως προς τη μαρτυρία.

Ο εφεσείων, ιατρός, χειρούργος ορθοπεδικός, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ότι στις 8.3.1997 επιτέθηκε άσεμνα στη Νικολέττα, μαθήτρια δεκαεπτά ετών, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ενώ τελούσε υπό τη φροντίδα του σε κλινική της Λεμεσού, όπου θα διενεργούσε χειρουργική επέμβαση στο χέρι. Το Δικαστήριο του επέβαλε χρηματική ποινή £1.000,00. Η μόνη μάρτυρας, η οποία κατάθεσε για τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την άσεμνη επίθεση, ήταν η ίδια η παραπονούμενη, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η μόνη μαρτυρία της παραπονούμενης ενισχύετο από τη μαρτυρία της φίλης και συμμαθήτριας της Έλιας, στην οποία παραπονέθηκε για τα συμβάντα, όταν άρχισε να συνέρχεται μετά την εγχείρηση. Κατά τον χρόνο της επίθεσης η παραπονούμενη, ήταν σε κάποιο βαθμό ναρκωμένη, και αυτό παρέμεινε αναντίλεκτο.

Η μαρτυρία του εφεσείοντος κρίθηκε αναξιόπιστη.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην κατάθεση της νοσοκόμας Έμμα Ράμος στην Αστυνομία, για να απορρίψει την μαρτυρία του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Η κατάθεση αυτή έγινε [*436]κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(1)(2) του Κεφ. 9, σε συνάρτηση με τις διατάξεις του Άρθρου 2 του Τροποποιητικού Νόμου 94(Ι)/94, που επεξέτεινε την εφαρμογή του και σε ποινικές υποθέσεις. Η Έμμα Ράμος έφυγε από την Κύπρο λίγο μετά την έναρξη της δίκης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του ως ανυπόστατη.  Οι λόγοι έφεσης συνοψίζονται στους ακόλουθους:

1. Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.

2. Κακή εκτίμηση της ιατρικής μαρτυρίας, ως προς τις επιπτώσεις της προνάρκωσης και της νάρκωσης στη νοητική κατάσταση της παραπονουμένης.

3. Παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όπως και των ελάχιστων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου που αποτελούν αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης, τα οποία κατοχυρώνει η παράγραφος 5(δ) του Άρθρου 12 του Συντάγματος.

    Η παραβίαση προκύπτει από την αποδοχή ως μαρτυρίας της κατάθεσης της Έμμα Ράμος στην Αστυνομία, απολήγουσας στη στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να την αμφισβητήσει, μέσω της αντεξέτασής της.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκκλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρτυρος κατηγορίας.

2. Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του [*437]Άρθρου 4(2) του Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν. 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή, στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντας το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος.

3. Το δικαίωμα του διαδίκου να αντεξετάσει τους μάρτυρες εμπεριέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του Κεφ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Με αυτό δεδομένο, ο νομοθέτης, επιχείρησε με το Άρθρο 2 του Ν. 94(Ι)/94, να τροποποιήσει ανύπαρκτο νομοθέτημα.

4. Στην προκείμενη περίπτωση, η κατάθεση της κ. Ράμος έγινε δεκτή κατά τη δίκη του εφεσείοντος, στερώντας του το δικαίωμα να την αντεξετάσει, εκτρέποντας, τοιουτοτρόπως, τη διαδικασία για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου εκτός του πλαισίου της δικαίας δίκης.

5. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια να διατάξει επανεκδίκαση της υπόθεσης ενόψει του χρόνου που διέρρευσε μεταξύ της διερεύνησης της υπόθεσης (Μάρτιος 1997) και της έκδοσης της απόφασης από το Εφετείο καθώς επίσης και ενόψει της υπόστασης της μαρτυρίας, στην οποία θεμελιώνεται η καταδίκη. Η μαρτυρία της παραπονουμένης, αφήνει αμφιβολίες για το τι είχε συμβεί στις 8.3.1997, και αν πράγματι ο εφεσείων της επιτέθηκε ασέμνως. Οι αμφιβολίες αυτές δεν αίρονται από τα παράπονα που έγιναν στην Έλια, τα οποία υπόκεινται στην ίδια αβεβαιότητα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε όχι μόνο αυτή την πτυχή της μαρτυρίας, αλλά και άλλες πτυχές που ενείχαν σημασία για τη διαπίστωση των γεγονότων με αποτέλεσμα τα ευρήματά του για τα κρίσιμα γεγονότα να είναι ακροσφαλή, γεγονός που υποσκάπτει το θεμέ[*438]λιο της καταδίκης.

Η έφεση 7056 επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Ως αποτέλεσμα της έκβασης της έφεσης 7056, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα 7057 εναντίον της ποινής ως καταφανώς ανεπαρκούς, αποστερείται του αντικειμένου της.

Η έφεση 7057 απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Sutton v. The King (No.2) 14 C.L.R. 160,

Queen v. Votsis 19 C.L.R. 306,

HjiLouca v. The Republic (1961) C.L.R. 57,

R. v. Baskerville 12 Cr. App. R. 81,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας, κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2000) 2 Α.Α.Δ. 294,

Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας, κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512,

Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,

Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581,

United Bible Societies v. X”Κακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395,

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

[*439]Mohamed (1998) 1 A.A.Δ. 1304,

Unterpertinger case, Series A, Vol. 110, σελ. 1,

Kostovski Case, Series A, Vol. 166, σελ. 1,

Windisch Case, Series A, Vol. 186, σελ. 1,

Asch v. Austria, Series A, Vol. 203 σελ. 1,

Saidi v. France, Series A. Vol. 261, σελ. 43,

Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,

Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421,

Pierides v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 263,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 997,

R. v. Wright (1990) 90 Cr. App. R. 92.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο (Ποινική Έφεση Αρ. 7056) εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 25206/97) ημερομηνίας 5/1/2001, με την οποία αυτός, ως ιατρός, χειρούργος ορθοπεδικός, βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, ότι επιτέθηκε άσεμνα στη Νικολέττα, ηλικίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεκαεπτά ετών, ενώ τελούσε υπό τη φροντίδα του σε κλινική της Λεμεσού, προς διενέργεια χειρουργικής επέμβασης στο δεξιό της χέρι και έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα (Ποινική Έφεση Αρ. 7057) εναντίον της χρηματικής ποινής £1.000 η οποία του επιβλήθηκε, ως ποινής έκδηλα ανεπαρκούς.

Γ. Π. Κακογιάννης με Χρ. Ραγουζέου Χαράκη και Μελ. Διονυσίου, για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 7056 και για τον [*440]Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 7057.

Μ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Γ. Αργυρού, για την Εφεσίβλητη στην Π.Ε. 7056 και για τον Εφεσείοντα στην Π.Ε. 7057.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων (Ποινική Έφεση 7056), ιατρός, χειρούργος ορθοπεδικός, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ότι επιτέθηκε άσεμνα στη Νικολέττα, ηλικίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, δεκαεπτά ετών, (μαθήτρια της τρίτης τάξης του Λυκείου), ενώ τελούσε υπό τη φροντίδα του σε κλινική της Λεμεσού, προς διενέργεια χειρουργικής επέμβασης στο δεξιό της χέρι. Το Δικαστήριο του επέβαλε χρηματική ποινή £1.000,00.

Ο καταδικασθείς εφεσιβάλλει την καταδίκη του  ως ανυπόστατη (Ποινική Έφεση 7056), ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει την ποινή που του επιβλήθηκε ως καταφανώς ανεπαρκή (Ποινική Έφεση 7057). Προέχει η εξέταση της έφεσης κατά της καταδίκης.

Αρχίζουμε με τη διαγραφή των περιστατικών που περιστοιχίζουν τη διάπραξη του αδικήματος. Το απόγευμα της 8ης Μαρτίου, 1997, η παραπονούμενη ενεπλάκη σε δυστύχημα, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του δεξιού της χεριού. Οι δικοί της την μετέφεραν στην πολυκλινική «Υγεία», προς περίθαλψη. Οι αρχές του νοσηλευτικού ιδρύματος κάλεσαν τον εφεσείοντα, συνεργάτη της πολυκλινικής, να την εξετάσει. Ο εφεσείων προσήλθε χωρίς καθυστέρηση και την εξέτασε. Έκρινε ότι επιβαλλόταν η άνευ χρονοτριβής επέμβαση στο τραυματισμένο χέρι, οπόταν η Νικολέττα μεταφέρθηκε σε δωμάτιο στο θάλαμο των ασθενών για την προετοιμασία της για το χειρουργείο. Στο ίδιο δωμάτιο νοσηλευόταν και άλλη ασθενής, οι επισκέπτες της οποίας κλήθηκαν να αποχωρήσουν. Το κρεβάτι της παραπονουμένης απομονώθηκε, ώστε να την προετοιμάσουν για το χειρουργείο. Το αριστερό της χέρι προσδέθηκε, για την παροχή σ’ αυτή ορρού ή υποκατάστατού του, ενώ το δεξιό της χέρι ήταν τραυματισμένο. Ο ιατρός προέβη στα αναγκαία για την προνάρκωσή της, βοηθούμενος σε τούτο από νοσοκόμες, που υπηρετούσαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στην πολυκλινική. Κατάλογος των νοσοκόμων, που ήταν σε υπηρεσία κατά τον κρίσιμο χρόνο, κατατέθηκε ως τεκμήριο. Μεταξύ αυτών, ήταν η Μαριάννα Μιχαηλίδου και η Έμμα Ράμος από τις Φιλιππίνες. Ήταν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία έγινε δεχτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι, κατά τη διαδικασία προνάρκωσης, ο εφεσείων επιτέθηκε άσεμνα στην παραπονούμενη, προβαίνοντας στις ακόλουθες δύο αισχρές πράξεις:-

Πρώτο, έθεσε το πέος του στο στόμα της, ενώ αυτή τελούσε σε κατάσταση ημινάρκωσης, λέγοντάς της ότι επρόκειτο για τη χορήγηση φαρμάκου, ενώ παράλληλα της έκλεισε τα μάτια· και

Δεύτερο, έβαλε το δάχτυλο του στον κόλπο της.

Έγινε, επίσης, δεχτό ότι, κατά τη διαδικασία προνάρκωσης, ο εφεσείων ζήτησε από την παραπονούμενη, αχρείαστα, να γυρίσει προύμυτα, εντολή την οποία αυτή κατόρθωσε να εκτελέσει, παρά το δυσχερές του εγχειρήματος. Δε συνδέεται, όμως, με τη μεταβολή της θέσης της παραπονουμένης για κάποιο χρόνο οποιαδήποτε άσεμνη πράξη του εφεσείοντος. Η θύρα του δωματίου της παραπονουμένης ήταν κλειστή όχι, όμως, κλειδωμένη, παρέχοντας τη δυνατότητα ανεμπόδιστης εισόδου σ’ αυτό στον καθένα που επεδίωκε να το πράξει.

Αναντίλεκτο είναι ότι, κατά το χρόνο που υπέστη την επίθεση η παραπονούμενη, ήταν σε κάποιο βαθμό ναρκωμένη. Ως προς τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η νάρκωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των φαρμάκων τα οποία χορηγήθηκαν, δόθηκε εκατέρωθεν ιατρική μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή των ιατρών και του φαρμακοποιού που κατάθεσαν για την Υπεράσπιση, που έτεινε να υποστηρίξει την ύπαρξη σοβαρού ενδεχομένου: τα φάρμακα, που χορηγήθηκαν στην παραπονούμενη, να της προκάλεσαν παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις*, καθιστώντας την θύμα παρανοήσεων για όσα λάμβαναν χώρα.

Η μόνη μάρτυρας, η οποία κατάθεσε για τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την άσεμνη επίθεση, ήταν η ίδια η παραπονούμενη, η οποία κρίθηκε αξιόπιστη.

Εφόσον επρόκειτο για σεξουαλικό αδίκημα, το Δικαστήριο αναζήτησε, σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της παραπονουμένης. Ενισχυτική μαρτυρία ανεύρε στη μαρτυρία της φίλης και συμμαθήτριας της [*442]παραπονουμένης, Έλιας, στην οποία αυτή παραπονέθηκε για τα συμβάντα, όταν άρχισε να συνέρχεται μετά την εγχείρηση.

Ακολουθώντας την καθιερωθείσα από τη νομολογία θέση –  Sutton v. The King (No. 2) 14 C.L.R. 160· Queen v. Christodoulos Georghiou Votsis, 19 C.L.R. 306· Georghios Yiannou Hji Louca v. The Republic (1961) C.L.R. 57 – το Δικαστήριο θεώρησε το παράπονο ως ενισχυτική μαρτυρία, παρόλο που δεν είχε προέλευση πηγή ανεξάρτητη από την παραπονούμενη. Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι οι προϋποθέσεις, που θέτει το Άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου, ΚΕΦ. 9, για την παραδοχή παραπόνου, αίρουν το ενδεχόμενο κατασκευής του περιεχομένου του, εξυψώνοντας την υπόσταση της μαρτυρίας σε βαθμό που να εξομοιώνεται με ανεξάρτητη μαρτυρία. Σύμφωνα με τον κλασσικό κανόνα του αγγλικού δικαίου, προσδιοριστικό της φύσης της ενισχυτικής μαρτυρίας, που διατυπώθηκε στην R. ν. Baskerville, 12 Cr. App. R. 81, αυτή πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από τη μαρτυρία της οποίας επιζητείται η ενίσχυση, εις ην περίπτωση η περιγραφή από το θύμα των διαδραματισθέντων δεν έχει αυτό το χαρακτήρα. Ανάλογη αρχή ισχύει και στην Κύπρο – (βλ., μεταξύ άλλων, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258· Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 294 και 628) – πλην είναι παραδεχτό ότι παράπονα, που γίνονται δεχτά βάσει του Άρθρου 10 του ΚΕΦ. 9, αποτελούν εξαίρεση, όπως αναγνωρίζεται στην Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224. Άξιες λόγου, όμως, είναι οι επιφυλάξεις, τις οποίες διατύπωσε επί του θέματος σε ξεχωριστή του απόφαση ο Αρτεμίδης, Δ. Διαφαίνεται, μέσα από αυτές, ότι, ως θέμα αρχής, είναι δύσκολο να εξομοιωθεί παράπονο, που γίνεται δεκτό βάσει του Άρθρου 10 του ΚΕΦ. 9, με μαρτυρία ανεξάρτητη από εκείνη την οποία αποβλέπει να ενισχύσει, δηλαδή τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον δεν παρίσταται ανάγκη να λύσουμε το ζήτημα.

Μετά το πέρας της υπόθεσης της Υπεράσπισης, έγινε δεχτή η κατάθεση της Έμμα Ράμος στην Αστυνομία, ως μαρτυρία αντικρούουσα (rebutting) τη μαρτυρία της Μαριάννας Μιχαηλίδου, η οποία κατάθεσε για την Υπεράσπιση. Θεωρήθηκε ότι η μαρτυρία της Μιχαηλίδου για τη συμμετοχή της στην προνάρκωση της παραπονουμένης και οι ισχυρισμοί της για όσα επιμαρτύρησε συνιστούσαν απρόβλεπτα συμβάντα, τα οποία δικαιολογούσαν την προσαγωγή μαρτυρίας από άλλη επί καθήκοντι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, νοσοκόμα, η οποία να την αντικρούει, ως προς την κατάσταση που επικρατούσε στο δωμάτιο της Νικολέττας και την ευχέρεια που είχε ο εφεσείων να επιτεθεί άσεμνα στην παραπονούμενη, χωρίς να γίνει [*443]αντιληπτός από άλλο πρόσωπο. Η Έμμα Ράμος προέβη σε κατάθεση στην Αστυνομία, αλλά έφυγε από την Κύπρο λίγο μετά την έναρξη της δίκης. Επέστρεψε στην πατρίδα της, στις Φιλιππίνες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσαγωγή της κατάθεσης της Έμμα Ράμος, ως μαρτυρία, παρά τις ενστάσεις της Υπεράσπισης στο παραδεχτό της, περιλαμβανόμενης και της εγγενούς αδυναμίας αντεξέτασής της. Όχι μόνο η κατάθεση της Ράμος έγινε δεχτή, αλλά και το περιεχόμενό της κρίθηκε αξιόπιστο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε, μεταξύ άλλων, και στην κατάθεση της Ράμος για να απορρίψει τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη. Λόγω του αξιόπιστου της μαρτυρίας της Έμμα Ράμος, κρίθηκε αναξιόπιστη και η Μαριάννα Μιχαηλίδου.

Η Έφεση:

Προβάλλονται 28, συνολικά, λόγοι έφεσης, πολλοί από τους οποίους συμπλέκονται. Οι λόγοι αυτοί μπορεί να υποδιαιρεθούν στις ακόλουθες τρεις ενότητες:-

(α)       Λόγοι σχετιζόμενοι με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι λόγοι αυτοί έχουν ως κοινό ιστό την ατελή όσο και την πλημμελή θεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας, ώστε να κλονίζεται το βάθρο των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην εξέταση της μαρτυρίας υπήρξε, κατά τον εφεσείοντα, ετεροβαρής, γεγονός που αποκαλύπτει η πρόσδοση, αφενός, μεγάλης βαρύτητας σε εμφαινόμενες αντιφάσεις του εφεσείοντος, και, αφετέρου, η μη απόδοση ανάλογης βαρύτητας σε αντιφάσεις μαρτύρων της Κατηγορίας.

(β)       Κακή εκτίμηση της ιατρικής μαρτυρίας, ως προς τις επιπτώσεις της προνάρκωσης και, μεταγενέστερα, της νάρκωσης στη νοητική κατάσταση της παραπονουμένης, αλλά και παράλειψη άντλησης αναπόφευκτων συμπερασμάτων, ενισχυτικών των θέσεων της Υπεράσπισης.

(γ)        Παραβίαση των αρχών της δικαίας δίκης, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών – (η «Ευρωπαϊκή Σύμβαση») – (Κυρωτικός Νόμος Ν. 39/62), όπως και των ελάχιστων δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, που αποτελούν αναπόσπαστη πτυχή της δικαίας δίκης, τα οποία κατοχυρώνει η παράγραφος 5(δ) του Άρθρου 12 του Συντάγματος, η οποία εξα[*444]σφαλίζει στον κατηγορούμενο αναφαίρετο δικαίωμα:-

«(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,»

Η παραβίαση προκύπτει από την αποδοχή ως μαρτυρίας της κατάθεσης της Έμμα Ράμος στην Αστυνομία, απολήγουσας στην στέρηση του δικαιώματος του εφεσείοντος να την αμφισβητήσει, μέσω της αντεξέτασής της.

Ως θέμα αρχής και λογικής τάξης, το πρώτο θέμα που πρέπει να εξετάσουμε είναι κατά πόσο η δίκη υπήρξε δικαία, εφόσον εκτροπή από τα θέσμια της δικαίας δίκης επάγεται τον παραμερισμό της ετυμηγορίας του δικαστηρίου, όπως έχει, κατ’ επανάληψη, αποφασιστεί – (βλ., μεταξύ άλλων, Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294· Βίκτωρος ν. Χριστοδούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 512· Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232).

Η κατάθεση της Έμμα Ράμος έγινε κατ’ επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(1)(2) του ΚΕΦ. 9, σε συνάρτηση με τις διατάξεις του Άρθρου 2 του Τροποποιητικού Νόμου 94(Ι)/94, που επεξέτεινε την εφαρμογή του και σε ποινικές υποθέσεις. Το Άρθρο 4(2) πρόβλεπε ως ακολούθως, πριν την τροποποίησή του:-

«2) Σε οποιαδήποτε πολιτική διαδικασία, το Δικαστήριο δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, αν, αφού λάβει υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, ικανοποιηθεί ότι άλλως θα επροξενείτο αδικαιολόγητη καθυστέρηση ή δαπάνη, να διατάξει όπως η δήλωση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) γίνει δεκτή ως απόδειξη ή δύναται χωρίς έκδοση τέτοιου διατάγματος, να αποδεχτεί τη δήλωση αυτή ως απόδειξη: -

(α)   ανεξάρτητα από το ότι αυτός που δηλώνει είναι διαθέσιμος αλλά δεν καλείται ως μάρτυρας·

(β)   ανεξάρτητα από το ότι το πρωτότυπο έγγραφο δεν έχει παρουσιαστεί, αν αντί αυτού παρουσιαστεί αντίγραφο του πρωτότυπου εγγράφου ή του ουσιώδους μέρους αυτού επικυρωμένο ως πιστό αντίγραφο με τέτοιο τρόπο όπως ήθελε οριστεί στο διάταγμα ή εγκριθεί από το Δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.»

[*445]Με τις διατάξεις του Ν. 94(Ι)/94, διεγράφη ο όρος «πολιτική», προς το σκοπό επέκτασης της εφαρμογής του και σε ποινικές υποθέσεις.

Ο κ. Κακογιάννης, παραπέμποντας στο Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει τα ελάχιστα δικαιώματα του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, υπέβαλε ότι η προσαγωγή της κατάθεσης της κ. Ράμος ευθέως παραβιάζει τις διατάξεις της υποπαραγράφου (δ) του Άρθρου αυτού, όσο και τις επάλληλες διατάξεις της παραγράφου (3)(δ) του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.

Το Αρθρο 35 του Συντάγματος καθιστά τη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου υποχρέωση της κάθε εξουσίας της Πολιτείας, εκάστης εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της.

Το Άρθρο 179.1 του Συντάγματος καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας, ενώ η παράγραφος 2 του ιδίου Άρθρου αποκλείει τη θέσπιση οποιουδήποτε νόμου, καθώς και την έκδοση οποιασδήποτε πράξης ή απόφασης από οποιοδήποτε όργανο, αρχή ή πρόσωπο, που ευρίσκονται σε αντίθεση ή ασυμφωνία προς τις διατάξεις του Συντάγματος.

Θέση του κ. Κακογιάννη είναι ότι το Άρθρο 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, στο βαθμό που επιτρέπει την προσαγωγή μαρτυρίας, χωρίς να δοθεί στο διάδικο δικαίωμα αντιπαράθεσης προς αυτή μέσω της αντεξέτασης, δεν επιβίωσε της εισαγωγής του Συντάγματος. Ειρήσθω ότι στην Κύπρο εξασφαλίζεται από τις διατάξεις του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος δικαίωμα αντιπαράθεσης προς κάθε μάρτυρα του αντιδίκου. Το Άρθρο 30.3(γ) κατοχυρώνει ως δικαίωμα του κάθε διαδίκου τη δυνατότητα «να προσάγη ή να προκαλή την προσαγωγήν των μέσων αποδείξεως και να εξετάζη μάρτυρας συμφώνως τω νόμω,».

Βάσει των διατάξεων του Άρθρου 188.1 του Συντάγματος, η ισχύουσα πριν το Σύνταγμα νομοθεσία συνέχισε να ισχύει, υπό τον όρο της προσαρμογής της προς τις διατάξεις του Συντάγματος, όρος ο οποίος περιλαμβάνει, ως προβλέπεται στην παράγραφο 5(β) του ιδίου Άρθρου, τόσο την τροποποίηση όσο και την ευθυγράμμιση αλλά και την κατάργηση της προϋπάρχουσας νομοθεσίας.

Η εξουσία για προσαρμογή της προϋπάρχουσας νομοθεσίας προς τα συνταγματικά θέσμια ανάγεται στις δικαστικές αρχές – [*446](βλ., μεταξύ άλλων, Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 C.L.R. 581· United Bible Societies v. Χ''Κακού (1990) 1 Α.Α.Δ. 395· Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858· Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1 Α.Α.Δ. 1304).

Ως διευκρινίζει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνευτική των προνοιών του Άρθρου (6) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δε χωρεί παρέκκλιση από το δικαίωμα του κατηγορουμένου να αμφισβητήσει τη μαρτυρία παντός μάρτυρος Κατηγορίας – (βλ. Unterpertinger case, Series A, Vol. 110, σελ. 1). Στην Kostovski Case, Series A, Vol. 166, σελ. 1, που ακολούθησε, διασαφηνίζεται ότι το δικαίωμα αντιπαράθεσης προς τους μάρτυρες της άλλης πλευράς αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της έννοιας της δικαίας δίκης. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις υποθέσεις Windisch Case, Series A, Vol. 186, σελ. 1· Case of Asch v. Austria, Series A, Vol. 203, σελ. 1· Case of Saidi v. France, Series A. Vol. 261, σελ. 43

Η συνάρτηση του δικαιώματος της δικαίας δίκης με το δικαίωμα του κάθε διαδίκου να αντεξετάζει τους μάρτυρες που καταθέτουν εναντίον του είναι συνυφασμένη με την πεμπτουσία της απονομής της δικαιοσύνης. Χωρίς το όπλο αυτό, ο διάδικος στερείται των εχεγγύων της φυσικής δικαιοσύνης για την υπεράσπισή του. Το δικαίωμα αυτό εμπεριέχεται στην έννοια της δικαίας δίκης και κατοχυρώνεται ευθέως σε κάθε δικαστική διαδικασία από τις πρόνοιες του Άρθρου 30.3(γ) του Συντάγματος.  Κατά συνέπεια, οι διατάξεις του Άρθρου 4(2) του ΚΕΦ. 9, στο βαθμό που παρείχαν τη δυνατότητα προσαγωγής κατάθεσης μάρτυρα χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αντιπαράθεσης προς αυτό και τη μαρτυρία του, ατόνησαν και έπαυσαν να ισχύουν, ως αποτέλεσμα της αντίθεσής τους προς τις ρητές διατάξεις του Συντάγματος. Τούτου δοθέντος, ό,τι επιχείρησε ο νομοθέτης να πράξει με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Ν. 94(Ι)/94, έπεσε στο κενό. Επιχείρησε την τροποποίηση ανύπαρκτου νομοθετήματος. Εάν πάλι, ήθελε κριθεί ότι, με τις διατάξεις του, ο Ν. 94(Ι)/94 έδωσε νέα πνοή στο καταργηθέν νομοθέτημα, επαναθεσπίζοντάς το, οι διατάξεις του είναι προδήλως αντισυνταγματικές, εφόσον προσκρούουν τόσο στην έννοια της δικαίας δίκης όσο και στις πρόνοιες των Άρθρων 30.3(γ) και 12.5(δ) του Συντάγματος. 

Πριν προχωρήσουμε περαιτέρω, θέλουμε να υποδείξουμε ότι, όπου τα αναφαίρετα δικαιώματα διαδίκου καθορίζονται ευθέως από το Σύνταγμα, όπως στην περίπτωση των Άρθρων 12.5(δ) και 30.3(γ) του Συντάγματος, αυτά αποτελούν αυθεντικό οδηγό [*447]για το πλαίσιο διεξαγωγής της δίκης. Εξοβελίζουν παν έτερο. 

Στην προκείμενη περίπτωση, η κατάθεση της κ. Ράμος έγινε δεκτή κατά τη δίκη του εφεσείοντος, στερώντας του το δικαίωμα να την αντεξετάσει, εκτρέποντας, τοιουτοτρόπως, τη διαδικασία για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου (έξω) από το πλαίσιο της δικαίας δίκης. Το ότι η μαρτυρία της επέδρασε στην απόφαση του Δικαστηρίου είναι πρόδηλο, από όσα έχουμε αναφέρει. Έτεινε να αντικρούσει την εκδοχή του εφεσείοντος και αποτέλεσε μέρος του λόγου για την απόρριψη της μαρτυρίας του, ως αναξιόπιστης. 

Παραβίαση των εχεγγύων της δικαίας δίκης επάγεται την ακύρωση της δίκης. Επί τούτου, παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να διατάξει την επανεκδίκαση της υπόθεσης, ή την άνευ όρων απαλλαγή του κατηγορουμένου.

Δε διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όπου τούτο θα ήταν αντίθετο προς τις διασφαλίσεις της δικαίας δίκης, περιλαμβανομένου και του χρόνου διεξαγωγής της.

Το ακόλουθο απόσπασμα από τη Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.A.Δ. 100, είναι αποκαλυπτικό των παραμέτρων του θέματος:-

«Εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Εφόσον οι ατέλειες στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να θεραπευθούν με την επανάληψη της δίκης, διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όχι όμως όπου τούτο δεν είναι δυνατό. Όπως υπογραμμίστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοσυμβουλίου (Privy Council), στην Bell v. DPP of Jamaica [1985] 2 All E.R. 585, αναφορικά με τις συνέπειες εκτροπής από τα συνταγματικά θέσμια για την διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο που κατοχυρώνει το σύνταγμα της Ιαμαϊκής, κατά όμοιο τρόπο προς το Κυπριακό Σύνταγμα:

‘If the constitutional rights of the appellant had been infringed by failing to try him within a reasonable time, he should not be obliged to prepare for a retrial which must necessarily be convened to take place after an unreasonable time.’»

Στην προκείμενη υπόθεση, το αδίκημα διαπράχθηκε και η ανά[*448]κριση για τη διερεύνησή του άρχισε το Μάρτη του 1997.  Αφετηρία για τη διακρίβωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο αποτελεί η ημέρα σύλληψης ή καταγγελίας του – (βλ., μεταξύ άλλων, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203· Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294).

Στη Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421, παραμερίστηκε η ετυμηγορία του ποινικού Δικαστηρίου, λόγω της εκτροπής από τα θέσμια της δικαίας δίκης. Δε διατάχθηκε η αναδίκαση της υπόθεσης, ενόψει του χρόνου που είχε διαρρεύσει μεταξύ της καταχώρισης του κατηγορητηρίου – την 1η Ιουνίου, 1998 – και της έκδοσης της απόφασης του Εφετείου – στις 15 Ιουνίου, 2001.

Για όμοιους λόγους, και στην προκείμενη περίπτωση αντενδείκνυται η αναδίκαση της υπόθεσης. Συντρέχουν, όμως, εδώ, και άλλοι ουσιώδεις λόγοι για τη μη επανεκδίκαση της υπόθεσης, συνυφασμένοι με τη φύση της μαρτυρίας, στην οποία θεμελιώθηκε η κατηγορία και τελικά η ετυμηγορία του Δικαστηρίου.  Η υπόσταση της μαρτυρίας, στην οποία θεμελιώνεται η καταδίκη, υπεισέρχεται απαρέγκλιτα στην απόφαση για το δικαιολογημένο της αναδίκασης, όπου η ετυμηγορία του δικαστηρίου παραμερίζεται – (βλ., μεταξύ άλλων, Phivos Petrou Pierides v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 263· Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97· Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)).

Η καθοδήγηση και τα ευρήματα του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα που στοιχειοθετούν και περιστοιχίζουν την καταδίκη:

Αντιπαραβολή της έκθεσης των κρίσιμων γεγονότων, όπως αυτά εκτίθενται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με τη μαρτυρία αποκαλύπτει ότι, στην καθοδήγησή του για τα κρίσιμα γεγονότα, το Δικαστήριο παραγνώρισε, ή αγνόησε ουσιαστικές πτυχές της μαρτυρίας, στοιχείο που τείνει να καταδείξει ότι αυτή υπήρξε ατελής και, σε μεγάλο βαθμό, πλημμελής, εφόσον αγνοήθηκαν ή παραγνωρίστηκαν γεγονότα που έτειναν να κλονίσουν το θεμέλιο της εκδοχής τόσο της παραπονουμένης όσο και της Έλιας.

Παρακάτω θα αναφερθούμε σε πτυχές της μαρτυρίας της παραπονουμένης και της Έλιας, κρίσιμες τόσο για την αξιοπιστία όσο και για την ακρίβεια της μαρτυρίας τους, που διέλαθαν της προσοχής του Δικαστηρίου.

Το συμβάν, που αποτέλεσε το αντικείμενο της κατηγορίας, έλα[*449]βε χώρα στις 8 Μαρτίου, 1997. Η παραπονούμενη εξήλθε της κλινικής στις 10 Μαρτίου, 1997. Προσήλθε δε στην κλινική για τη συνήθη μετεγχειρητική εξέταση και εξετάστηκε από τον εφεσείοντα στις 13 Μαρτίου, 1997.

Η υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία στις 21 Μαρτίου, 1997, μετά που η παραπονούμενη έθεσε το παράπονό της υπόψη της μητέρας της. Η καθυστέρηση, που σημειώθηκε στην καταγγελία της άσεμνης επίθεσης που δέχτηκε η παραπονούμενη δεν προσήλκυσε την προσοχή του Δικαστηρίου, ούτε σχολιάστηκε από αυτό.

Η παραπονούμενη ανάφερε στους φίλους, που την επισκέφτηκαν στο δωμάτιο της μετά τη χειρουργική επέμβαση, περιλαμβανομένης και της Έλιας, ότι, ενδεχομένως, υπήρξε θύμα άσεμνης επίθεσης. Τους είπε: «Δεν είμαι σίγουρη. Αλλά νομίζω επείραξέ με», αναφερόμενη στον εφεσείοντα. Στην Έλια, όταν έμειναν μόνες, της ομίλησε εκτενέστερα για το περιστατικό, διατυπώνοντας, όμως, και πάλιν αμφιβολίες ως προς το αν πράγματι είχαν συμβεί εκείνα που της περιέγραψε, λέγοντάς της ότι δεν είναι χίλια τοις εκατόν σίγουρη. Αντεξεταζόμενη, η παραπονούμενη παραδέχτηκε ότι διατύπωσε κάποια αβεβαιότητα στην Έλια, κατά πόσο έλαβαν χώρα τα όσα της περιέγραψε, χρησιμοποιώντας ως μέτρο πιθανοτήτων τα χίλια και εκδηλώνοντας την ταλάντευσή της για τα διαδραματισθέντα με τον όρο «νομίζω». Στην κατά πάντα φυσιολογική ερώτηση, που της υποβλήθηκε στην αντεξέταση μετά την αποδοχή της αρχικής της αβεβαιότητας:-

«Ε. Μπορεί μόλις ξύπνησες να μην ήσουν 1000% σίγουρη και να ήσουν 1000% σίγουρη μετά;»

έδωσε την ακόλουθη, σημαντική για τα διαδραματισθέντα, απάντηση:-

«Α. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρη αφού ήμουν με τα φάρμακα.»

Οι προεκτάσεις αυτής της απάντησης δεν εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε συσχετίστηκαν με την ιατρική μαρτυρία – ότι η φαρμακευτική αγωγή, της οποίας έτυχε η παραπονούμενη στο πλαίσιο της προνάρκωσης, ήταν ενδεχόμενο να την αποπροσανατολίσει ως προς τα συμβαίνοντα.

Στην επόμενη ερώτηση του δικηγόρου της Υπεράσπισης:-

«Ε. Πότε συνειδοτοποίησες χίλια τοις εκατόν ότι έγινε αυτό [*450]το πράγμα;»

απάντησε:-

«Α. Όταν βγήκα από την κλινική.»,

επεξηγώντας, παρεπόμενα, ότι συνειδητοποίησε και μόρφωσε σαφή αντίληψη για το τι είχε συμβεί την επαύριον της εξόδου της από την κλινική, δηλαδή τρεις ημέρες μετά το περιστατικό. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα, η αυθεντικότητα των παραπόνων της Νικολέττας προς την Έλια πριν την ημερομηνία εκείνη υπονομεύεται. Ό,τι της ανάφερε δεν ήταν απόρροια βέβαιης γνώσης για το τι είχε συμβεί. Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, δεν αγγίζει αυτή την πτυχή της υπόθεσης, ούτε πραγματεύεται τις προεκτάσεις της ή τα εύλογα συμπεράσματα που μπορεί να εξαχθούν από αυτή.

Στην αγγλική απόφαση R. v. Wright [1990] 90 Cr. App. R. 92, υπογραμμίζεται ότι ουσιώδες για την αποδοχή παραπόνου δεν είναι, αφ’ εαυτού, το γεγονός ότι έγινε παράπονο αλλά το περιεχόμενό του και η εμφάνιση συνοχής μεταξύ των λεπτομερειών του παραπόνου και της εκδοχής της παραπονουμένης. Η ανάγκη για την ύπαρξη τέτοιας συνοχής μεγεθύνεται στην Κύπρο, ενόψει των προνοιών του Άρθρου 10 του ΚΕΦ. 9, και της σημασίας, την οποία ενέχει μαρτυρία η οποία γίνεται δεκτή κάτω από αυτό το Άρθρο του Νόμου, σύμφωνα με τη νομολογία.

Η αβεβαιότητα της παραπονουμένης για τα όσα εξιστόρησε στην Έλια δε σχολιάζεται από το Δικαστήριο, ούτε εξετάζεται το παραδεκτό του παραπόνου, υπό το πρίσμα της δεδηλωμένης αβεβαιότητας της παραπονουμένης για τα διαδραματισθέντα. Τα ερωτηματικά αυτά τίθενται σε δεύτερη μοίρα, αναλογιζόμενοι την παραδοχή της παραπονουμένης ότι ήταν αβέβαιη για το τι είχε συμβεί και αν είχε συμβεί ο,τιδήποτε το άπρεπο, όταν παραπονέθηκε στην Έλια. Η αβεβαιότητα αυτή δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το αν είχε λάβει χώρα το περιστατικό, αφενός, και πλήττει τον πυρήνα του παραπόνου, αφετέρου. 

Εκτός από την αβεβαιότητα της παραπονουμένης ως προς το τι είχε συμβεί και αν είχε συμβεί ο,τιδήποτε μεμπτό, υπάρχουν και άλλα κενά και αντιφάσεις στην εκδοχή της, που τείνουν να κλονίσουν το θεμέλιο της μαρτυρίας της.

Στην κατάθεσή της στην Αστυνομία, η παραπονούμενη δεν έκα[*451]με αναφορά στη μία από τις δύο πτυχές της άσεμνης επίθεσης – εκείνης που αφορά την ένθεση του δαχτύλου του εφεσείοντος στον κόλπο της. Ό,τι ανάφερε είναι ότι ο εφεσείων την χάιδεψε στα γεννητικά όργανα. Στη μαρτυρία της ενώπιον του Δικαστηρίου απέδωσε την παράλειψή της στο γεγονός ότι δεν ήθελε να περιέλθει σε γνώση του πατέρα της ότι δεν ήταν παρθένα, πλην ο πατέρας της δεν ήταν παρών όταν έδιδε την κατάθεσή της. Δεύτερος λόγος, στον οποίο απέδωσε την παράλειψη, ήταν η συστολή της να εκθέσει στους άντρες ανακριτές τα διαδραματισθέντα στο σημείο αυτό. Δε διαφωνούμε με την παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου – ότι είναι επιθυμητό, σε τέτοια περιστατικά άσεμνης επίθεσης κατά γυναικός, η κατάθεση της παραπονουμένης να λαμβάνεται από γυναίκες ανακρίτριες. Δεν μπορεί όμως να μην επισημάνουμε ότι η παραπονούμενη δεν αισθάνθηκε την ίδια αναστολή αναφορικά με την έκθεση των λεπτομερειών που σχετίζονταν με την ένθεση του πέους του εφεσείοντος στο στόμα της. 

Στην κατάθεσή της στην Αστυνομία, η παραπονούμενη δεν κάμνει καμιά αναφορά στο γεγονός ότι παραπονέθηκε στην Έλια. Αντεξεταζόμενη, η παραπονούμενη αμφιταλαντεύτηκε κατά πόσο είπε στην Έλια ότι ο γιατρός έβαλε το δάκτυλό του στον κόλπο της. Στη μαρτυρία της, υποστήριξε, κατ’ αρχάς, ότι ανάφερε το περιστατικό στην Έλια, λέγοντάς της μάλιστα ότι είχε πόνους στα γεννητικά όργανα. Ούτε η Έλια στην κατάθεσή της στην Αστυνομία ανάφερε ότι η Νικολέττα της παραπονέθηκε ότι ο εφεσείων έβαλε το δάκτυλό του στον κόλπο της. Κατά την αντεξέτασή της, υποβλήθηκε στην παραπονούμενη η ερώτηση που καταγράφεται παρακάτω, στην οποία δόθηκε η απάντηση που ακολουθεί:-

«Ε. Ώστε δεν είπες στην Έλια ότι είχε ο γιατρός το δάκτυλο του στον κόλπο σου;

  Α. Είπα αν θυμούμαι καλά είπα της ότι με χάιδεψε που κάτω.»

Παρά ταύτα, η Έλια κατάθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η παραπονούμενη της έκαμε αναφορά και στο περιστατικό ένθεσης του δακτύλου του εφεσείοντος στον κόλπο της. 

Κάτω από οποιοδήποτε φακό κι αν ήθελε ιδωθεί η μαρτυρία της παραπονουμένης, αφήνει αμφιβολίες για το τι είχε συμβεί στις 8 Μαρτίου, 1997, και αν πράγματι ο εφεσείων της επιτέθηκε ασέμνως. Οι αμφιβολίες αυτές δεν αίρονται από τα παράπονα που έγιναν στην Έλια, τα οποία υπόκεινται στην ίδια αβεβαιότητα. 

[*452]Ανάλογη είναι η αβεβαιότητα ως προς το τι είπε η παραπονούμενη στην Έλια και το περιεχόμενο του παραπόνου. Στις αντιφάσεις της παραπονουμένης για τα συμβάντα, στην αβεβαιότητά της για το τι είχε διαδραματιστεί και στα αναπόφευκτα ερωτηματικά για το περιεχόμενο των παραπόνων της προς την Έλια, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε, ουσιαστικά, την προσοχή του. Έκρινε τη μαρτυρία, τόσο της παραπονουμένης όσο και της Έλιας, ως αξιόπιστη και συνέχισε:-

«... επιπλέον εξετάζοντας τη μαρτυρία των προσώπων αυτών σχετικά με την συνομιλία που είχαν αμέσως μετά την εγχείρηση το Δικαστήριο βρίσκει ότι η μαρτυρία αυτή όχι μόνο είναι ταυτόσημη ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τις λέξεις που χρησιμοποίησαν όπως είναι το ταυτόσημο το περιεχόμενο και με τις ίδιες λέξεις αυτά που περιέχονται στις καταθέσεις τους προς την Αστυνομία.»

Υπάρχουν και άλλες πτυχές της μαρτυρίας που ενείχαν σημασία για τη διαπίστωση των γεγονότων, τις οποίες το Δικαστήριο παραγνώρισε. Το πρώτο, αφορά τον ισχυρισμό της παραπονουμένης ότι, ως αποτέλεσμα της επέμβασης του εφεσείοντος στον κόλπο της, είχε πόνους στα γεννητικά όργανα. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, το φυσικά αναμενόμενο θα ήταν να αποταθεί σε γυναικολόγο για την εξέταση της κατάστασής της, πράγμα που δεν έπραξε. Άλλο γεγονός, το οποίο παρέμεινε ασχολίαστο από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι η εκδοχή της Νικολέττας ότι το πέος του εφεσείοντος, τιθέμενο στο στόμα της, δεν ήταν εν στύσει. Εύλογο είναι το ερώτημα κατά πόσο ένα τέτοιο γεγονός δεν αναιρεί το κίνητρο για την άσεμνη επίθεση.   

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου συγκρούονται με το μέρος της μαρτυρίας που έχουμε εκθέσει και την αβεβαιότητα που εκδηλώθηκε ως προς το τι συνέβηκε και ως προς το τι διαμείφθηκε μεταξύ Νικολέττας και Έλιας. Οι διαπιστώσεις αυτές, αναφερόμενες στα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στην αποδοχή της μαρτυρίας της παραπονουμένης αλλά και στην πρόσδοση βαρύτητας στα παράπονα τα οποία υπέβαλε, είναι άκρως επισφαλείς. 

Βέβαιη κατέστη η παραπονούμενη για τα συμβάντα, όπως έχουμε αναφέρει, την επαύριον της εξόδου της από την κλινική.  Στο γεγονός αυτό δεν αποδόθηκε καμιά βαρύτητα από το Δικαστήριο, ούτε συσχετίστηκε με την προγενέστερη ομολογηθείσα αβεβαιότητα ως προς τα συμβάντα. Εξ αντικειμένου, δύσκολα γίνεται δεκτό ότι αίσθημα αβεβαιότητας για γεγονότα μπορεί να αρθεί με την πάροδο του χρόνου και η βεβαιότητα να υποκαταστήσει την αβέβαιη γνώση. [*453]Η ίδια η παραπονούμενη απέδωσε την αρχική της αβεβαιότητα στα φάρμακα, κάτω από την επήρεια των οποίων τελούσε. Αν η φαρμακευτική αγωγή είχε αυτή την επίδραση, δηλαδή ελλιπή συνείδηση για τα τεκταινόμενα, πώς μπορούσε σε μεταγενέστερο στάδιο να είναι βέβαιη για το τι είχε συμβεί; Αυτή την πτυχή της μαρτυρίας και τις προεκτάσεις της δεν τις πραγματεύεται το Δικαστήριο, ούτε, ως είναι πρόδηλο, αυτή επενέργησε στις διαπιστώσεις του για τα κρίσιμα γεγονότα που περιβάλλουν το περιστατικό, που αποτέλεσε το αντικείμενο της κατηγορίας και της καταδίκης του εφεσείοντος.

Δε θα αναφερθούμε σε άλλους λόγους έφεσης, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι είναι ανυπόστατοι, για το λόγο ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου για τα κρίσιμα γεγονότα είναι ακροσφαλή, λόγω της εσφαλμένης και ατελούς καθοδήγησής του ως προς τη μαρτυρία, γεγονός που υποσκάπτει το θεμέλιο της καταδίκης.

Πέραν τούτου, η μαρτυρία, που απτόταν των κρίσιμων γεγονότων της υπόθεσης, δεν παρείχε πεδίο για βέβαιη κατάληξη ότι ο εφεσείων επιτέθηκε ασέμνως στην παραπονούμενη.

Οι διαπιστώσεις, στις οποίες έχουμε προβεί, αποτελούν πρόσθετο λόγο για τη μη έκδοση διαταγής αναδίκασης της υπόθεσης.  Πέραν τούτου, δικαιολογούν, εκτός από τον παραμερισμό της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου, μαζί με οδηγίες για τη μη επαναφορά της και την αθώωση του εφεσείοντος.

Η έφεση επιτρέπεται.

Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

Ως αποτέλεσμα της έκβασης της έφεσης 7056, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα 7057, αποστερείται του αντικειμένου της και απορρίπτεται.

Η έφεση 7056 επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Ως αποτέλεσμα της έκβασης της έφεσης 7056, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα 7057 εναντίον της ποινής ως καταφανώς ανεπαρκούς, αποστερείται του αντικειμένου της.

Η έφεση 7057 απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο