Bύρωνος Bύρωνας ν. Aστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 454

(2002) 2 ΑΑΔ 454

[*454]30 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΒΥΡΩΝΑΣ ΒΥΡΩΝΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7345)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου από το Επαρχιακό Δικαστήριο μέχρι την δίκη του από το Κακουργιοδικείο, στο οποίο είχε παραπεμφθεί, λόγω της ύπαρξης κινδύνου μη προσέλευσής του στη δίκη ― Το Εφετείο δεν επενέβη στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στη διακριτική ευχέρεια του παραπέμποντος Δικαστηρίου.

Ποινική Δικονομία ― Απόλυση υποδίκου υπό όρους ― Αποτελεί την πρώτη επιλογή, νοουμένου ότι διασφαλίζεται η παρουσία του στο Δικαστήριο.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες εισαγωγής, κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση από το Επαρχιακό Δικαστήριο το οποίο τον είχε παραπέμψει σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στον κίνδυνο μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη, στις 6.11.2002.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση του Δικαστηρίου να εκδώσει την επίδικη διαταγή κράτησης του υποστηρίζοντας ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχόμενου μη προσέλευσής του απομόνωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται και εντελώς αναιτιολόγητα διέταξε την κράτησή του, παρά το ότι δέκτηκε ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων.

Αποφασίστηκε ότι:

[*455]1.      Το Δικαστήριο δεν απομόνωσε τη σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε και η απόφασή του ήταν εντελώς αναιτιολόγητη.  Η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη είναι βασικός παράγοντας που εξετάζεται, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχόμενου κράτησής του.

2.  Η διακριτική ευχέρεια ανήκει στο παραπέμπον Δικαστήριο και όχι στο Εφετείο και στην παρούσα υπόθεση ασκήθηκε ορθά.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Rex v. Solomonides XIV C.L.R. 12,

Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404,

Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130,

Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415,

Θεοδωρίδη κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139,

Amirov v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος κατηγορείται για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ναρκωτικών διαφόρων ειδών, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 21570/2002), ημερομηνίας 16/9/2002, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι την παραπομπή του σε δίκη στις 6/11/2002 ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ρ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

[*456]Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κατηγορείται για εισαγωγή, κατοχή και κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο ναρκωτικών διαφόρων ειδών, μεταξύ των οποίων κοκαΐνη, φαιναιθυλαμίνη και κάνναβη. Μετά την παραπομπή της υπόθεσής του για δίκη στις 6.11.2002, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού διέταξε την κράτησή του μέχρι τότε.

Ο εφεσείων, προσβάλλοντας το διάταγμα κράτησής του, υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχόμενου μη προσέλευσής του απομόνωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται και εντελώς αναιτιολόγητα διέταξε την κράτησή του, παρά το ότι δέκτηκε ότι δεν υπήρχε ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων.

Όπως από πολύ παλιά έχει αποφασιστεί (Rex v. Solomonides XIV C.L.R. 12), σε κάθε περίπτωση που υπάρχει λογική προσδοκία ότι ο υπόδικος θα προσέλθει στη δίκη του, αυτός θα πρέπει να απολύεται με εγγύηση.  Το δικαίωμα ελευθερίας κατοχυρώθηκε στη συνέχεια και από το Άρθρο 11 του Συντάγματος.

Σε περίπτωση κράτησης υπόδικου θα πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζονται οι λόγοι που επιβάλλουν περιορισμό της ελευθερίας και η απόφαση για κράτηση θα πρέπει να αιτιολογείται, αφού ο υπόδικος δικαιούται να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους στερείται της ελευθερίας του (Καραγιώργης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, 97).

Στην παρούσα υπόθεση, δεν συμφωνούμε, ούτε ότι το Δικαστήριο απομόνωσε τη σοβαρότητα του αδικήματος, ούτε και ότι η απόφασή του ήταν εντελώς αναιτιολόγητη. Η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη είναι βασικός παράγοντας που εξετάζεται, όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχόμενου κράτησής του (Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτη (1997) 2 Α.Α.Δ. 404, 407 και Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, 133).

Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί (βλέπε μεταξύ άλλων Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45, 48, 49), το ενδεχό[*457]μενο κράτησης εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη οποιουδήποτε από τους εξής κινδύνους:

(α) τη μη προσέλευση στο δικαστήριο,

(β) τη διάπραξη στο μεταξύ άλλων αδικημάτων και

(γ) τον επηρεασμό μαρτύρων.

Το Δικαστήριο υπολογίζοντας το ενδεχόμενο μη προσέλευσης του υπόδικου λαμβάνει υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αδικήματος, το ύψος της προβλεπόμενης ποινής και την πιθανολόγηση καταδίκης.

Η διακριτική ευχέρεια ανήκει στο παραπέμπον δικαστήριο και όχι στο Εφετείο (Χριστοφόρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 415). Όπως επισημάνθηκε και στην υπόθεση Θεοδωρίδη κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139, όσο σοβαρότερη είναι η κατηγορία, ανάλογα μεγαλύτερο είναι και το κίνητρο του υπόδικου να αποφύγει τη δίκη. Άλλος παράγοντας που προσμετρά κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, είναι η δύναμη της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής, όπως αυτή προκύπτει από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την πιθανότητα προσέλευσης του εφεσείοντα και αφού αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων που αντιμετώπιζε, σοβαρότητα που αντικατοπτρίζεται στις ποινές που προβλέπονται, μέχρι και ισόβια φυλάκιση για μερικά από αυτά, και συνδυάζοντας την με την πιθανότητα καταδίκης του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδεχόμενο μη προσέλευσης του εφεσείοντα στο δικαστήριο είναι ορατό. Η κατάληξή του είναι ορθή. 

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η κράτηση μέχρι τη δίκη αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση, ενώ η πρώτη επιλογή είναι η απόλυση με εγγύηση. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, παραγνωρίστηκε ότι η κατοικία και το επάγγελμά του βρίσκονται στην Κύπρο, ενώ δεν εξειδικεύεται το γενικό δημόσιο συμφέρον που απαιτεί την κράτησή του μέχρι τη δίκη.

Το ότι η κράτηση δεν αποτελεί μέτρο τιμωρίας, αλλά διατάσσεται εκεί όπου κρίνεται ότι ο κίνδυνος απόδρασης το επιβάλλει, έχει επανειλημμένα λεχθεί. Η απόλυση του υπόδικου υπό όρους, αν βέβαια διασφαλίζεται η παρουσία του στο δικαστήριο, αποτελεί σίγουρα την πρώτη επιλογή. Η αντιμετώπιση αυτή απορρέει [*458]από το τεκμήριο της αθωότητας. Δεν είναι ορθό ότι στην παρούσα περίπτωση το Δικαστήριο παρέβη την αρχή αυτή ή ότι δεν εξέτασε την πιθανότητα απόλυσής του με εγγύηση. Το Δικαστήριο, σωστά ενεργώντας, ξεκίνησε από το τεκμήριο της αθωότητας και προχώρησε στη συνέχεια να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε κίνδυνος μη προσέλευσής του στη δίκη. Το Δικαστήριο δεν εξετάζει θέμα απόλυσης με εγγύηση ή με οποιουσδήποτε άλλους όρους, αλλά κατά πόσο δικαιολογείται η κατ’ εξαίρεση, λόγω του τεκμηρίου της αθωότητας, κράτηση του υπόδικου μέχρι τη δίκη του.

Ασφαλώς και ελήφθη υπ’ όψιν ότι ο εφεσείων είναι Κύπριος.  Θα πρέπει να πούμε ότι δεν συμφωνούμε με τη γενικότητα με την οποία τέθηκε το σχετικό επιχείρημα. Το γεγονός ότι κάποιος είναι Κύπριος και κατοικεί στην Κύπρο, έχοντας εδώ το κέντρο των οικονομικών και οικογενειακών του δραστηριοτήτων, είναι ασφαλώς ένας παράγοντας που θα πρέπει να λαμβάνεται υπ΄ όψιν, αλλά αυτό δεν σημαίνει, όπως έγινε προσπάθεια να τεθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, ότι αφού στην υπόθεση Amirov ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603, αλλοδαπός αφέθηκε ελεύθερος, πολύ περισσότερο στην παρούσα περίπτωση θα έπρεπε να γίνει το ίδιο, αφού ο εφεσείων είναι Κύπριος. Κάθε υπόθεση εξετάζεται χωριστά με βάση τα δικά της περιστατικά και αφού ληφθούν βέβαια υπ΄ όψιν όλοι οι σχετικοί παράγοντες.

Τέλος, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε αναιτιολόγητα ότι δεν υπήρχε πιθανότητα παρακώλυσης της υπεράσπισής του εξ αιτίας της κράτησής του.  Πλην μερικών αόριστων γενικοτήτων ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα δεν έχει τεκμηριώσει πως και γιατί παρακωλύεται με την κράτηση η υπεράσπισή του. Χρειάζεται κάτι περισσότερο από ένα απλό ισχυρισμό.

Η έφεση κρίνεται ως παντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο