Xατζημάρκου Xαράλαμπος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 482

(2002) 2 ΑΑΔ 482

[*482]10 Οκτωβρίου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

XΑΡAΛΑΜΠΟΣ ΧΑΤΖΗΜAΡΚΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6887)

 

Απόδειξη ― Συνεργοί ― Ποίοι μάρτυρες εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία και τρόπος αντιμετώπισης της μαρτυρίας τους ― Το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, έστω και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, αφού προειδοποιήσει δεόντως τον εαυτό του για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο ― Αρχές που διέπουν την αξιολόγηση μαρτυρίας συνεργού.

Απόδειξη ― Αναγνώριση υπόπτων ― Αναγνωριστική παράταξη ― Επίδειξη φωτογραφιών κατά τη διαδικασία αναγνώρισης – Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή τριών περίπου κιλών κάνναβης ― Εισαγωγή της ίδιας ποσότητας ― Προμήθεια 110 περίπου γραμμαρίων κάνναβης ― Επιβολή ποινών φυλάκισης πέντε, δύο και τεσσάρων ετών αντίστοιχα ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Ναρκωτικά ― Κατοχή ― Εισαγωγή και εμπορία ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ναρκωτικά ― Προσωπικές περιστάσεις ― Δεν μπορούν να εξουδετερώσουν ή αποδυναμώσουν τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας.

Ποινή ― Ναρκωτικά ― Αυξητική τάση του εγκλήματος ― Αντιμετωπίζεται ανάλογα από τα Δικαστήρια με την αύξηση των ποινών.

Παγίδευση κατηγορουμένου ― Προϋποθέσεις δημιουργίας παγίδευσης κατηγορουμένου και επιπτώσεις της στη διεξαγωγή της δίκης.

[*483]Ναρκωτικά ― Ο περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμος του 1995, Ν. 3(Ι)/95 ― Έχει ως στόχο τη σύλληψη ατόμων κατά τη διακίνηση ναρκωτικών μέσω της επικράτειας μίας ή περισσοτέρων χωρών.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές φυλάκισης σε κατηγορίες που αναφέρονται σε παραβάσεις του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/1977.  Βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν η Μ.Κ. 2 Νεκταρία Βουζαλή.

Τα γεγονότα έχουν ως εξής:

Ο εφεσείων, λίγες μέρες πριν τις 4/8/99, πρότεινε στη Νεκταρία να μεταφέρει για λογαριασμό του από την Αθήνα, ναρκωτικά. Η Νεκταρία, της οποίας ο σύζυγος εξέτιε τότε ποινή φυλάκισης για κατοχή ναρκωτικών, αφού ενημέρωσε την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (ΥΔΙΝ) και εξασφάλισε την έγκριση της, αποδέκτηκε την πρόταση. Μετέβη στην Αθήνα όπου, αφού ενημέρωσε την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών Αττικής, ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα που της υπέδειξε ο εφεσείων.  Τελικά παρέλαβε, πάντα ύστερα από οδηγίες του εφεσείοντα, ποσότητα τριών σχεδών κιλών κάνναβης, την οποία και μετέφερε στην Κύπρο στις 16/8/99.

Κατά την έξοδο της από το αεροδρόμιο Λάρνακας, η Νεκταρία παρακολουθείτο συνεχώς από την Αστυνομία. Η Νεκταρία παρέδωσε τη τσάντα με τα ναρκωτικά στο Λοϊζου, το πρόσωπο που είχε αποστείλει για το σκοπό αυτό ο εφεσείων.  Ο Λοϊζου ανακόπηκε από την Αστυνομία καθώς έφευγε από το διαμέρισμα της Νεκταρίας και δέκτηκε να συνεργαστεί. Άφησε τα ναρκωτικά σε σταθμό βενζίνης και στη συνέχεια τηλεφώνησε στον εφεσείοντα και τον πληροφόρησε για το ακριβές σημείο τοποθέτησης τους, ζητώντας του να τα παραλάβει από εκεί. Ο εφεσείων τις πρώτες πρωϊνές ώρες της επομένης, 17.8.1999, ειδοποίησε τηλεφωνικώς κάποιο Λουκά Κυριάκου και του ζήτησε να παραλάβει τη τσάντα από το σημείο που την είχε αφήσει ο Λοϊζου. Ο Κυριάκου συμμορφώθηκε για να συλληφθεί με τη σειρά του επ’ αυτοφώρω από άνδρες της δίωξης ναρκωτικών που παρακολουθούσαν την περιοχή.

Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο εφεσείων λίγες μέρες πριν και συγκεκριμένα γύρω στις 10.8.1999, είχε παραδώσει στο Λοϊζου κάνναβη βάρους 110 περίπου γραμμαρίων για να την κρύψει.  Οι τσάντες μέσα στις οποίες ήταν τα ναρκωτικά παραδόθηκαν από το Λοΐζου στην Αστυνομία.

[*484]Σε δύο κατηγορίες κατοχής τριών περίπου κιλών κάνναβης το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης πέντε ετών, ενώ για την κατηγορία της εισαγωγής της ίδιας ποσότητας, δύο χρόνια.  Στην κατηγορία της διέγερσης για διάπραξη κακουργήματος δεν του επεβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή γιατί κρίθηκε ότι στην πραγματικότητα τα γεγονότα επί των οποίων βασιζόταν υπερκαλύπτονταν από τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τις υπόλοιπες κατηγορίες.  Του επιβλήθηκε επίσης ποινή τεσσάρων χρόνων στην κατηγορία της προμήθειας για τα 110 περίπου γραμμάρια κάνναβης που σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λοίζου, του είχε παραδώσει προς φύλαξη για δεκαπέντε περίπου μέρες, από την 1.8.99 μέχρι τις 15.8.99.

O εφεσείων ήγειρε σωρεία λόγων έφεσης εναντίον της καταδίκης και της ποινής.  Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων ότι:

α) Το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να δεχθεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Νεκταρίας γιατί ήταν προκατειλημμένη και εχθρική προς τον εφεσείοντα, υπήρξε συνεργάτιδα και ενεργούσε κάτω από την καθοδήγηση της Αστυνομίας, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί από αυτήν εναντίον του, ενώ τέλος στη μαρτυρία της υπήρχαν κενά, ασάφειες και αμφιβολίες.

β) Παρά το ότι η Νεκταρία ήταν συναυτουργός, δεν αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία ούτε είχε καταταγεί, όπως θα έπρεπε, στην ομάδα των μαρτύρων που εξυπηρετούν δικό τους σκοπό και συνεπώς θα έπρεπε επίσης να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία.

γ)  Αφού το Δικαστήριο κατέληξε ότι βάσει του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1995, Ν. 3(Ι)/95, η Νεκταρία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άτομο που εισήξε, κατείχε ή μετέφερε παράνομα ναρκωτικά, η εισαγωγή των ναρκωτικών ήταν νόμιμη και συνεπώς ουδείς, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα, μπορούσε να καταδικαστεί για την εισαγωγή τους.

δ) Η Αστυνομία χρησιμοποίησε μέθοδο παγίδευσής του.

ε)  Η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη, αφού δεν είναι αρκετό να βρει ότι συνεργός είναι αξιόπιστος μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να προχωρήσει και να ερευνήσει αν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται στην αποδοχή της μαρτυρίας συναυτουργού.

[*485]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η Νεκταρία δεν ήταν ούτε συνεργός, ούτε και συναυτουργός στη διάπραξη των εξεταζομένων αδικημάτων. Συνεργός (accomplice) είναι το πρόσωπο που συμμετέχει στη διάπραξη του αδικήματος (participes criminis), είτε ως αυτουργός ή ως συνεργός, πριν ή μετά το γεγονός ή το πρόσωπο που διενεργεί ή παράγει την πράξη (committing or procuring) ή που παρέχει βοήθεια. Σε όλες όμως αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρχει η εγκληματική πρόθεση (mens rea), η πρόθεση παραβίασης του νόμου.

     Η Νεκταρία σε κανένα χρονικό σημείο δεν είχε την απαιτούμενη εγκληματική πρόθεση, αφού σε καμμιά χρονική στιγμή δεν είχε τη διάθεση να διαπράξει οιονδήποτε αδίκημα ή να βοηθήσει στη διακίνηση ναρκωτικών. Συνεπώς δεν μπορεί κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις να θεωρηθεί ως συμμέτοχος στο αδίκημα.

2.  Ο ισχυρισμός ότι η Νεκταρία δίδοντας μαρτυρία εξυπηρετούσε τους δικούς της σκοπούς δεν στοιχειοθετείται από τη μαρτυρία και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να προσεγγίσει τη μαρτυρία της έχοντας κάτι τέτοιο κατά νου.

3.  Ο Νόμος 3(Ι)/95 επιτρέπει τη διέλευση από, προς ή μέσω της επικράτειας μίας ή περισσοτέρων χωρών, υπό την επίβλεψη των αρχών, με σκοπό ακριβώς τη σύλληψη ατόμων όπως ο εφεσείων.  Οι πρόνοιες του Νόμου δεν καθιστούν την εισαγωγή των ναρκωτικών κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες νόμιμη για τον εφεσείοντα. Διαφορετική ερμηνεία θα αντιστρατευόταν το σκοπό της νομοθεσίας αυτής.

4.  Παγίδευση έχουμε όταν ένα πρόσωπο υποκινεί άλλο στη διάπραξη παραβίασης του νόμου, στην οποία παραβίαση άλλως δεν θα προέβαινε και στη συνέχεια καταθέτει εναντίον του σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα. Η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών ούτε εμπνεύστηκε, ούτε και προώθησε τη διάπραξη του αδικήματος. Ούτε η Νεκταρία παρεκίνησε ή ενεθάρυνε τον εφεσείοντα να παρανομήσει. Αντίθετα ο ίδιος είχε συλλάβει στο μυαλό του την πρόθεση να παρανομήσει, πολύ πριν έλθει σε επαφή μαζί της και της ζητήσει να τον βοηθήσει.

5.  Σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού λόγω της συμμετοχής του στο έγκλημα.  Ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορούμενου στο έγκλημα αναζητείται προς άρση [*486]των αμφιβολιών αυτών. Όμως, το δικαστήριο παραμένει κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικαστηρίου να αποδεκτεί τη μαρτυρία συνεργού.

6.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, τόσο για τον Λοϊζου, όσο και για τον Κυριάκου, η οποία όμως δεν χρειάστηκε να επισημανθεί, γιατί οι μαρτυρίες και των δύο κρίθηκαν ως αξιόπιστες. Θεώρησε ότι ήταν ασφαλές να ενεργήσει πάνω στην χωρίς ενίσχυση μαρτυρία τους, αφού βέβαια προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπήρχαν σε κάτι τέτοιο.

     Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αναγκαιότητα για επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τη διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικά, είναι ορθή, ενόψει του ότι τα αδικήματα αυτά, αποτελούν επικίνδυνη πληγή στο σώμα ολόκληρης της κοινωνίας και επηρεάζουν όχι μόνο το πρόσωπο που τα διαπράττει, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο κινείται, ιδιαίτερα βέβαια το οικογενειακό του περιβάλλον. Δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση στην επιμέτρηση της ποινής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Birtles [1969] Cr. App. R. 469,

Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,

Davies v. D.P.P. [1954] A.C. (H.L.) 378,

Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,

Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336,

Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,

Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 628,

Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,

Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224,

[*487]R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549,

Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,

Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259,

Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22,

Sultan v. Republic (1983) 2 C.L.R. 121,

Rahma v. Republic (1984) 2 C.L.R. 363,

Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577,

Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220,

Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 20591/99), ημερομηνίας 10/2/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες που αναφέρονται σε παραβάσεις του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν. 29/1977 και σε δύο κατηγορίες κατοχής τριών περίπου κιλών κάνναβης το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, ενώ για την κατηγορία της εισαγωγής της ίδιας ποσότητας, δύο χρόνια και επίσης ποινή τεσσάρων χρόνων για την κατηγορία της προμήθειας 110 περίπου γραμμαρίων κάνναβης τα οποία παρέδωσε προς φύλαξη σε τρίτο πρόσωπο.

Ελ. Βραχίμη, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Χρ. Κυθρεώτου, ασκούμενη δικηγόρο, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

[*488]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα       απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές φυλάκισης σε κατηγορίες που αναφέρονται σε παραβάσεις του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, Ν.29/1977. Βασικός μάρτυρας κατηγορίας ήταν η Μ.Κ.2 Νεκταρία Βουζαλή. Μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα γεγονότα, όπως είχαν εκτεθεί από την Κατηγορούσα Αρχή, είχαν αποδειχθεί. Δέκτηκε ότι ο κατηγορούμενος και τώρα εφεσείων, λίγες μέρες πριν τις 4.8.1999, πρότεινε στη Νεκταρία να μεταφέρει για λογαριασμό του από την Αθήνα, ναρκωτικά. Η Νεκταρία, της οποίας ας σημειωθεί ο σύζυγος εξέτιε τότε ποινή φυλάκισης για κατοχή ναρκωτικών, αφού ενημέρωσε την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών (ΥΔΙΝ) και εξασφάλισε την έγκρισή της, αποδέκτηκε την πρόταση. Μετέβη στην Αθήνα όπου, αφού ενημέρωσε την Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών Αττικής, ήλθε σε επαφή με διάφορα πρόσωπα που της υπέδειξε ο εφεσείων. Τελικά παρέλαβε, πάντα ύστερα από οδηγίες του εφεσείοντα, ποσότητα τριών σχεδόν κιλών κάνναβης, την οποία και μετέφερε στην Κύπρο στις 16.8.1999.

Κατά την έξοδό της από το αεροδρόμιο Λάρνακας, η Νεκταρία παρακολουθείτο συνεχώς από την αστυνομία. Στην είσοδο της Λευκωσίας το ταξί στο οποίο επέβαινε οδηγήθηκε από μέλη της Δίωξης Ναρκωτικών Αρχηγείου στα γραφεία της Δίωξης για να μεταφερθεί στη συνέχεια και πάλι με ταξί στο διαμέρισμά της. Η Νεκταρία παρέδωσε τη τσάντα με τα ναρκωτικά στο Λοΐζου, το πρόσωπο που είχε αποστείλει για το σκοπό αυτό ο εφεσείων. Ο Λοΐζου θα έπρεπε, όπως είχε συνεννοηθεί με τον εφεσείοντα, να επικοινωνούσε μαζί του για περαιτέρω οδηγίες μόλις θα έφτανε στην περιοχή της σχολής Γκράμαρ Σκουλ.

Ανακόπηκε από την αστυνομία καθώς έφευγε από το διαμέρισμα της Νεκταρίας και δέκτηκε να συνεργαστεί. Άφησε τα ναρκωτικά σε σταθμό βενζίνης και στη συνέχεια τηλεφώνησε στον εφεσείοντα και τον πληροφόρησε για το ακριβές σημείο τοποθέτησής τους, ζητώντας του να τα παραλάβει από εκεί.

Ο εφεσείων τις πρώτες πρωϊνές ώρες της επομένης 17.8.1999, ειδοποίησε τηλεφωνικώς κάποιο Λουκά Κυριάκου και του ζήτησε να παραλάβει τη τσάντα από το σημείο που την είχε αφήσει ο Λοΐζου. Ο Κυριάκου συμμορφώθηκε για να συλληφθεί με τη σειρά του επ’ αυτοφώρω από άνδρες της δίωξης ναρκωτικών που [*489]παρακολουθούσαν την περιοχή.

Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ο εφεσείων λίγες μέρες πριν και συγκεκριμένα γύρω στις 10.8.1999, είχε παραδώσει στο Λοΐζου κάνναβη βάρους 110 περίπου γραμμαρίων για να την κρύψει.  Οι τσάντες μέσα στις οποίες ήταν τα ναρκωτικά παραδόθηκαν από τον Λοΐζου στην αστυνομία.

 

Ο εφεσείων προβάλλει κατ’ αρχήν τον ισχυρισμό ότι η μαρτυρία τόσο της Νεκταρίας, των Λοΐζου και Κυριάκου όσο και κάποιων άλλων μαρτύρων στους οποίους θα αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν ήταν αξιόπιστη και δεν θα έπρεπε να γινόταν αποδεκτή. Εγείρει επίσης σωρεία άλλων λόγων τους οποίους θα εξετάσουμε αργότερα.

Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να δεκτεί ως αξιόπιστη τη μαρτυρία της Νεκταρίας γιατί ήταν προκατειλημμένη και εχθρική προς τον εφεσείοντα, υπήρξε συνεργάτιδα και ενεργούσε κάτω από την καθοδήγηση της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να επηρεαστεί από αυτήν εναντίον του, ενώ τέλος στη μαρτυρία της υπήρχαν κενά, ασάφειες και αμφιβολίες.

Θα πρέπει να πούμε ότι οι αντιφάσεις που επισημάνθηκαν από την ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, αν μπορούν να ονομαστούν τέτοιες, είτε αναφέρονται σε άσχετα ή μικρής σημασίας γεγονότα, όπως είναι για παράδειγμα ο λόγος για τον οποίο η Νεκταρία ήλθε στην Κύπρο για πρώτη φορά, είτε σε γενικότητες ή ακόμα και σε έκφραση γνώμης.

Από την άλλη, σε κανένα σημείο της μαρτυρίας της δεν διακρίνονται αισθήματα εχθρότητας, εκδικητικότητας ή προκατάληψης εναντίον του. Ο ισχυρισμός ότι η Νεκταρία έτρεφε αισθήματα εκδικητικότητας εναντίον του εφεσείοντα γιατί ήταν το άτομο που είχε μπλέξει το σύζυγό της στη διακίνηση ναρκωτικών, δεν τεκμηριώθηκε. Όσον αφορά τη φιλοσοφία της προς τα ναρκωτικά και τη διαφορετική στάση που η ίδια τήρησε όσον αφορά τον εφεσείοντα και το σύζυγό της και το λόγο για τον οποίο στην περίπτωση του συζύγου της δεν τον κατήγγειλε για τη συμμετοχή του σε πράξεις που είχαν σχέση με τα ναρκωτικά, η απάντηση είναι προφανής. 

Δεν θέλουμε να κάνουμε εικασίες για το λόγο που έσπρωξε τη Νεκταρία να προσφερθεί να συνεργαστεί με την αστυνομία, άνκαι σημειώνουμε ότι ο ισχυρισμός της ότι ήθελε να σταματήσει τον εφεσείοντα να σκορπά το θάνατο με τα ναρκωτικά, κρίθηκε από το Δικαστήριο ως ειλικρινής και γνήσιος. 

[*490]Οι λόγοι για τη συμπεριφορά της μπορεί να είναι πολλοί. Δεν έχουν όμως σημασία, αφού το γεγονός παραμένει ότι η κατάθεση της Νεκταρίας έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ως αξιόπιστη και τίποτε από ό,τι έχει λεχθεί ενώπιόν μας δεν έχει κλονίσει αυτή τη διαπίστωση. Το Δικαστήριο, εν όψει της στενής της συνεργασίας με την αστυνομία, προσήγγισε τη μαρτυρία της με κάθε προσοχή, επεσήμανε δε τους λόγους για τους οποίους η Νεκταρία θα μπορούσε να ήταν επηρεασμένη. Το Δικαστήριο, παρ’  όλον ότι είχε κατά νου ακόμα και το γεγονός ότι η Νεκταρία μπορεί να μην έτρεφε αγαθά αισθήματα έναντι του εφεσείοντα, κατέληξε ότι είχε πει την αλήθεια.

Η Νεκταρία στο εδώλιο έκανε εξαίρετη εντύπωση.  Χαρακτηρίστηκε ως καθαρή στη σκέψη της, σταθερή στις θέσεις της και ακλόνητη στην πιεστική  και επίμονη αντεξέταση. Δεν δίστασε, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, να αποκαλύψει γεγονότα που δεν ήταν κολακευτικά για την ίδια ή που την τοποθετούσαν στα κράσπεδα της παρανομίας. Παραδέκτηκε ότι στο παρελθόν, ακολουθώντας το σύζυγό της, έκανε χρήση ναρκωτικών.

Περαιτέρω ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι παρά το ότι η Νεκταρία ήταν συναυτουργός, δεν αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία. Ακόμα ότι θα έπρεπε να καταταγεί στην ομάδα των μαρτύρων που εξυπηρετούν δικό τους σκοπό και συνεπώς θα έπρεπε επίσης να αναζητηθεί ενισχυτική μαρτυρία. Άλλο επιχείρημα καταλήγει ότι, αφού το Δικαστήριο κατέληξε ότι βάσει του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου 3(Ι)/95, η Νεκταρία δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί άτομο που εισήξε, κατείχε ή μετέφερε παράνομα ναρκωτικά, η εισαγωγή των ναρκωτικών ήταν νόμιμη και συνεπώς ουδείς, συμπεριλαμβανομένου και του εφεσείοντα, μπορούσε να καταδικαστεί για την εισαγωγή τους. Τέλος, προβλήθηκε ο ισχυρισμός, παρ’ όλον ότι δεν προέκυπτε από τους λόγους έφεσης όπως είχαν διατυπωθεί, η ύπαρξη παγίδευσης εκ μέρους της αστυνομίας.

Θα αρχίσουμε από το τελευταίο. Παγίδευση έχουμε όταν πρόσωπο υποκινεί άλλο στη διάπραξη παραβίασης του νόμου, στην οποία παραβίαση άλλως δεν θα προέβαινε και στη συνέχεια καταθέτει εναντίον του σε σχέση με το συγκεκριμένο αδίκημα (Archbold, Criminal Pleading Evidence and Practice, 41η Έκδοση, σελ. 964, παραγρ. 15-74. Βλέπε επίσης Frank Alexander Birtles [1969] Cr. App. R. 469).

Η παγίδευση οδηγεί στη διακοπή της δίκης γιατί ανάγεται σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας εφ’ όσον αποδεικνύεται [*491]πως η ίδια η Πολιτεία, μέσω των οργάνων της, εμπνεύστηκε, οργάνωσε και προώθησε τη διάπραξη του αδικήματος με στόχο τη συλλογή μαρτυρίας προς εξασφάλιση καταδίκης προσώπου που εξωθήθηκε να αναμειχθεί και τούτο γιατί αλλιώς το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης θα εκτίθετο ως ανυπόληπτο (Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, 287).

Στην παρούσα υπόθεση η Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών ούτε εμπνεύστηκε, ούτε και προώθησε τη διάπραξη του αδικήματος. Ούτε η Νεκταρία παρεκίνησε ή ενεθάρρυνε τον εφεσείοντα να παρανομήσει. Αντίθετα ο ίδιος είχε συλλάβει στο μυαλό του την πρόθεση να παρανομήσει, πολύ πριν έλθει σε επαφή μαζί της και της ζητήσει να τον βοηθήσει. Δεν υπάρχει καμιά από τις προϋποθέσεις της παγίδευσης και συνεπώς το σχετικό επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η Νεκταρία θα έπρεπε να θεωρηθεί ως συνεργός. Η συλλογιστική που αναπτύσσεται στο συγκεκριμένο σημείο του διαγράμματος αγόρευσης είναι λανθασμένη. Η Νεκταρία δεν ήταν ούτε συνεργός, ούτε και συναυτουργός στη διάπραξη των εξεταζομένων αδικημάτων. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Davies v. D.P.P. [1954] A.C. (H.L.) 378, συνεργός (accomplice), είναι το πρόσωπο που συμμετέχει στη διάπραξη του αδικήματος (participes criminis), είτε ως αυτουργός ή ως συνεργός, πριν ή μετά το γεγονός ή το πρόσωπο που διενεργεί ή παράγει την πράξη (committing or procuring), ή που παρέχει βοήθεια. Σε όλες όμως αυτές τις ιδιότητες θα πρέπει να υπάρχει η εγκληματική πρόθεση (mens rea), η πρόθεση παραβίασης του νόμου. (Περισσότερα για το συναυτουργό βλέπε επίσης Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 24).

Στην παρούσα υπόθεση η Νεκταρία σε κανένα χρονικό σημείο δεν είχε την απαιτούμενη εγκληματική πρόθεση, αφού σε καμιά χρονική στιγμή δεν είχε τη διάθεση να διαπράξει oιονδήποτε αδίκημα ή να βοηθήσει στη διακίνηση ναρκωτικών. Συμμετείχε στο όλο εγχείρημα ύστερα από οδηγίες της αστυνομίας. Συνεπώς δεν μπορεί κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις να θεωρηθεί ως συμμέτοχος στο αδίκημα. Το θέμα της συνέργειας θα εξετάσουμε αργότερα εκτενέστερα σε σχέση με άλλους  μάρτυρες.

Προβλήθηκε ακόμα ο ισχυρισμός ότι η Νεκταρία δίδοντας μαρτυρία εξυπηρετούσε τους δικούς της σκοπούς. Ο ισχυρισμός αυτός δεν τεκμηριώνεται. Παρά την κάποια ακροθιγή αναφορά στη δυνατότητα αναστολής της ποινής του συζύγου της, δεν επισημαίνεται με ακρίβεια ποιό σκοπό εξυπηρετούσε καταθέτοντας. [*492]Βρίσκουμε ότι από την ενώπιόν μας μαρτυρία δεν στοιχειοθετείται ένας τέτοιος ισχυρισμός και συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο δεν είχε την υποχρέωση να προσεγγίσει τη μαρτυρία της έχοντας κάτι τέτοιο κατά νου.

Ούτε το επιχείρημα ότι η αστυνομία εισήγαγε τα ναρκωτικά και βοήθησε τον κατηγορούμενο στην κατοχή τους ευσταθεί.  Στην πραγματικότητα ο εφεσείων συνωμότησε χωρίς οποιανδήποτε ανάμειξη της αστυνομίας να εισάξει ναρκωτικά. Πλησίασε τη Νεκταρία στην οποία πρότεινε να τον βοηθήσει και οργάνωσε την παραλαβή τους από αυτή και τη μεταφορά τους στην Κύπρο. Εκεί έδωσε εντολές στη Νεκταρία να τα παραδώσει στο Λοΐζου και στη συνέχεια απέστειλε τον Κυριάκου να τα παραλάβει από τον τόπο που ο Λοΐζου τα είχε κρύψει. Η Αστυνομία κανένα κανόνα δεν έχει παραβεί, ούτε και ώθησε τον εφεσείοντα στη διάπραξη του αδικήματος, ούτε και του δημιούργησε τον πειρασμό να παρανομήσει. Το ίδιο και η Ελληνική Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών που απλώς παρακολούθησε την εξέλιξη της επιχείρησης στην Ελλάδα, χωρίς να έχει οποιανδήποτε ανάμειξη.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι αφού εν όψει των προνοιών του περί Καταστολής του Εγκλήματος (Ελεγχόμενη Παράδοση και Άλλες Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1995, Ν.3(Ι)/95, επιτρέπεται, με τη γνώση και υπό την επίβλεψη των αρμόδιων αρχών, η διέλευση απαγορευμένων ουσιών, με σκοπό την αναγνώριση προσώπων αναμεμειγμένων στη διάπραξη καθορισμένων αδικημάτων η εισαγωγή των συγκεκριμένων ναρκωτικών ήταν νόμιμη. Συνεπώς αν η Νεκταρία είναι αντιπρόσωπος της Αστυνομίας και η εισαγωγή νόμιμη, τότε και ο εφεσείων δεν διέπραξε αδίκημα. Αν, από την άλλη, η Νεκταρία θεωρηθεί ως αντιπρόσωπος του εφεσείοντα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αθώα αντιπρόσωπος αφού γνώριζε τη φύση των αντικειμένων που εισήγαγε και συνεπώς εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 4(2)(δ) του Ν.3(Ι)/95.

Το επίχειρημα στερείται βάσης. Ο Νόμος 3(Ι)/95 επιτρέπει τη διέλευση από, προς ή μέσω της επικράτειας μίας ή περισσοτέρων χωρών, υπό την επίβλεψη των αρχών, με σκοπό ακριβώς τη σύλληψη ατόμων όπως ο εφεσείων. Οι πρόνοιες του Νόμου 3(Ι)/95 δεν καθιστούν την εισαγωγή των ναρκωτικών κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες νόμιμη για τον εφεσείοντα. Διαφορετική ερμηνεία θα αντιστρατευόταν το σκοπό της νομοθεσίας αυτής. Ο εφεσείων είναι ένοχος των αδικημάτων του κατηγορητηρίου. Προήγαγε τη Νεκταρία στη διενέργεια ποινικού αδικήματος και υπέχει ποινική ευθύνη βάσει του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, [*493]Κεφ.154.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Κ.12 Σάββα Λοΐζου και Μ.Κ.20 Λούκα Κυριάκου. Θυμίζουμε ότι ο Λοΐζου είναι το πρόσωπο που μετέφερε τα ναρκωτικά από το διαμέρισμα της Νεκταρίας στην περιοχή του Γκράμμαρ Σκουλ, ενώ ο Κυριάκου είναι αυτός που ο εφεσείων έστειλε για να τα παραλάβει στη συνέχεια.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι μάρτυρες ήταν προκατειλημμένοι εναντίον του γιατί ήταν συναυτουργοί στη διάπραξη των υπό εκδίκαση αδικημάτων. Επίσης ότι στη μαρτυρία τους υπήρχαν κενά, ασάφειες και αμφιβολίες. Όσον αφορά το Λοΐζου, στην αγόρευσή της η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προσπαθεί να στηρίξει κάποιο επιχείρημα στη διαφορά μεταξύ της φράσης «τα ναρκωτικά μου τα προμήθευσε ο κατηγορούμενος» και της φράσης «μου τα έδωσε». Εκτός όσον αφορά το θέμα του ύψους της ποινής που θα εξετάσουμε σε άλλο μέρος της απόφασής μας, αδυνατούμε να δούμε, ως προς την ουσία της καταδίκης, τη διαφορά και το νόημα που αποδίδεται από την υπεράσπιση στις δύο φράσεις. 

Ο εφεσείων περαιτέρω προβάλλει ότι η διαδικασία που ακολούθησε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν εσφαλμένη, αφού δεν είναι αρκετό να βρει ότι συνεργός είναι αξιόπιστος μάρτυρας, αλλά θα πρέπει να προχωρήσει και να ερευνήσει αν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του για τους κινδύνους που περιέχονται στην αποδοχή της μαρτυρίας συναυτουργού.

Μάρτυς για να θεωρηθεί συνεργός, θα πρέπει είτε ο ίδιος να ομολογήσει τη συμμετοχή του στο αδίκημα ή η μαρτυρία του κρινόμενη μόνη της ή σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία στην υπόθεση, να εγείρει το θέμα της συμμετοχής του στα αδικήματα που έχουν διαπραχθεί (Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336, 339).

Το δικαστήριο μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, έστω και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο (Αριστοδήμου άλλως Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231).

Οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού συνοψίστηκαν στην υπόθεση Χριστοδούλου, άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 628, ως ακολούθως:

[*494]«(α)  Εφόσον το δικαστήριο είναι διατεθειμένο, κατ’ αρχήν, να αποδώσει πίστη στη μαρτυρία του, τότε πρέπει να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του, στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας.

  (β) Ενισχυτική είναι η μαρτυρία, που τείνει να καταδείξει ότι διαπράχθηκε το έγκλημα, στο οποίο αναφέρεται ο συνεργός, και ότι εκείνος που το διέπραξε είναι ο κατηγορούμενος.

  (γ) Το δικαστήριο, αφού προσεγγίσει τη μαρτυρία του συνεργού με τον τρόπο που έχουμε διαγράψει, μπορεί να βασιστεί στη μαρτυρία του, έστω και αν διαπιστώσει ότι απουσιάζει ενισχυτική μαρτυρία.»

Θέμα αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας τίθεται μόνο αν ο συνεργός φαίνεται αξιόπιστος. Όμως η αξιολόγηση της μαρτυρίας συνεργού διενεργείται ενιαία (Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266 και Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224).

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ρόπας, ανωτέρω, σκοπός της ενισχυτικής μαρτυρίας είναι η άρση των εγγενών αμφιβολιών για την ποιότητα της μαρτυρίας του συνεργού λόγω της συμμετοχής του στο έγκλημα. Ενισχυτική μαρτυρία για την ανάμειξη του κατηγορούμενου στο έγκλημα αναζητείται προς άρση των αμφιβολιών αυτών. Όμως, το δικαστήριο παραμένει κριτής του αξιόπιστου, της σημασίας και της βαρύτητας που αποδίδεται στη μαρτυρία συνεργού και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Η απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας δεν αναιρεί το δικαίωμα του δικαστηρίου να αποδεκτεί τη μαρτυρία συνεργού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, τόσο για τον Λοΐζου, όσο και για τον Κυριάκου, η οποία όμως δεν χρειάστηκε να επισημανθεί, γιατί οι μαρτυρίες και των δύο κρίθηκαν ως αξιόπιστες. Θεώρησε ότι ήταν ασφαλές να ενεργήσει πάνω στην χωρίς ενίσχυση μαρτυρία τους, αφού βέβαια προειδοποίησε τον εαυτό του για τους κινδύνους που υπήρχαν σε κάτι τέτοιο. Έτσι και ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί.

Όμως και το παράπονο του εφεσείοντα ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δέκτηκε ότι η Μελπίτα Σκαλιώτου έκαμε ακριβή και ορθή αναγνώριση του εφεσείοντα, θα πρέπει να απορριφθεί. Οι αρχές που διέπουν την αναγνώριση υπόπτων έχουν τεθεί από πολύ παλιά (βλέπε R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549). Οι αρχές της Τurnbull υιο[*495]θετήθηκαν από σωρεία κυπριακών αποφάσεων (Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, 267-268, Χ"Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259). Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ασφαλή τη μαρτυρία της Σκαλιώτου και δεν βρίσκουμε οποιονδήποτε λόγο να επέμβουμε στη διαπίστωση αυτή. Η μάρτυς ήταν απόλυτη όταν αναγνώριζε τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που συνόδευσε τη Νεκταρία στο γραφείο της με σκοπό την έκδοση αεροπορικού εισιτηρίου.  Για τη χρήση φωτογραφιών κατά τη διαδικασία αναγνώρισης αρκεί παραπομπή στην υπόθεση Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, 332-333.

Το ίδιο αβάσιμοι είναι και οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της αποδοχής της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 Βάσου Ασημένου και του Μ.Κ.18 Χατζηκωνσταντίνου. Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί δεν κλονίζουν τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία τους.

Ο εφεσείων παραπονείται και για την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.20 Αστυνόμου Ιωάννη Ραχοβίτσα, της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών Αττικής. Τα παράπονα αυτά συγκεκριμενοποιούνται στο ότι επί το πλείστον η μαρτυρία του βασιζόταν σε εξ ακοής μαρτυρία, ενώ οι κυριότερες δραστηριότητες της Νεκταρίας στην Ελλάδα δεν παρακολουθήθηκαν από τον ίδιο.  Τα παράπονα αυτά είναι και πάλιν αβάσιμα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε την εισαγωγή εξ ακοής μαρτυρίας την οποία επανειλημμένα ανέφερε ότι αγνοεί, άνκαι χαρακτήρισε την προσαγωγή της αναπόφευκτη για να υπάρξει συνέχεια στη ροή των γεγονότων. Ο Ραχοβίτσας κρίθηκε αξιόπιστος και η μαρτυρία για όσα γεγονότα είχε ιδίαν αντίληψη έγινε δεκτή.

Ο εφεσείων αντέτεινε ότι η εκδοχή της Νεκταρίας δεν ήταν αληθινή γιατί κατά την υπό εξέταση περίοδο ο ίδιος προγραμμάτιζε να ταξιδεύσει στη Θεσσαλονίκη όπου και θα διέμενε για ορισμένες μέρες. Η εκδοχή αυτή απορρίφθηκε. Τη μαρτυρία του το Δικαστήριο θεώρησε πλήρως αναξιόπιστη. Το ίδιο αναξιόπιστη θεώρησε επίσης και τη Μ.Υ.2, Αναστασία Αλεξοπούλου, που υποτίθεται στήριξε την εκδοχή του. Ούτε και εδώ βρίσκουμε λόγο επέμβασης στα συμπεράσματα αυτά.

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται σχετικά ότι τόσο η μαρτυρία του ίδιου, όσο και της Αλεξοπούλου λανθασμένα κρίθηκαν ως αναξιόπιστες, γιατί η μαρτυρία της Αλεξοπούλου βεβαιώνεται και από τη μαρτυρία τόσο του ίδιου του εφεσείοντα, όσο και του Μ.Κ.12.  Ουδέν αναλη[*496]θέστερον. Οι μεν εφεσείων και Αλεξοπούλου κρίθηκαν αναξιόπιστοι. Ο δε Λοΐζου, απλώς ανέφερε ότι σύχναζε στο μπαρ του εφεσείοντα στο οποίο εργαζόταν και η Αλεξοπούλου.

Τα πιο πάνω ισχύουν και για τον ισχυρισμό του ότι τα ναρκωτικά που κατείχαν διαδοχικά η Νεκταρία, ο Λοΐζου και ο Κυριάκου, στις 16 και 17.8.1999, δεν τελούσαν υπό τον έλεγχό του, γιατί από τις 17.8.1999 θα απουσίαζε στη Θεσσαλονίκη για διακοπές. Ακόμα ισχυρίζεται ότι από τη μαρτυρία του Λοΐζου, δεν προκύπτει ότι υπήρξε οποιαδήποτε συνεννόησή του με τον εφεσείοντα για τη μεταφορά των ναρκωτικών. Ο εφεσείων επιτίθεται ξανά και εναντίον της αξιοπιστίας του Μ.Κ.12 την οποία θεωρεί αντιφατική, αβέβαιη, αναξιόπιστη και μαρτυρία συναυτουργού.

Το θέμα της μαρτυρίας συναυτουργού έχουμε εξετάσει προηγουμένως και δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε ξανά σ’ αυτό. Περαιτέρω, το Δικαστήριο αποδέκτηκε τις μαρτυρίες τόσο του Λοΐζου, όσο και του Κυριάκου ως αξιόπιστες και το Εφετείο δεν μπορεί να επέμβει στην αξιολόγηση αυτή. Ούτε και βρίσκουμε λόγο να το κάνουμε.

Όλοι οι λόγοι έφεσης που στρέφονται εναντίον της καταδίκης θα πρέπει να απορριφθούν. Προσβάλλονται επίσης και οι επιβληθείσες ποινές.  Ο εφεσείων αντιμετώπιζε έξι συνολικά κατηγορίες. Σε δύο κατηγορίες κατοχής τριών περίπου κιλών κάνναβης το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών, ενώ για την κατηγορία της εισαγωγής της ίδιας ποσότητας, δύο χρόνια. Στην κατηγορία της διέγερσης για διάπραξη κακουργήματος δεν του επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή γιατί κρίθηκε ότι στην πραγματικότητα τα γεγονότα επί των οποίων βασιζόταν υπερκαλύπτονταν από τα γεγονότα που στοιχειοθετούσαν τις υπόλοιπες κατηγορίες.  Του επιβλήθηκε επίσης ποινή τεσσάρων χρόνων στην κατηγορία της προμήθειας για τα 110 περίπου γραμμάρια κάνναβης που σύμφωνα με τη μαρτυρία του Λοΐζου, του είχε παραδώσει προς φύλαξη για δεκαπέντε περίπου μέρες, από την 1.8.99 μέχρι τις 15.8.99.

Το Κακουργιοδικείο αναλύει τους παράγοντες που έλαβε υπ’ όψιν κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Στέκεται για να επισημάνει την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών με σκοπό την αποθάρρυνση της εισαγωγής, κατοχής και διάθεσης ναρκωτικών. Όπως πολύ σωστά επισημαίνεται, τα αδικήματα που σχετίζονται με ναρκωτικά «αποτελούν επικίνδυνη πληγή στο σώμα ολόκληρης της κοινωνίας και επηρεάζουν όχι μόνο το πρόσωπο που τα διαπράττει, αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο [*497]κινείται ιδιαίτερα βέβαια στο οικογενειακό του περιβάλλον» (Σίμκαση ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 22, 27-28. Βλέπε επίσης Sultan v. Republic (1983) 2 C.L.R. 121 και Rahma v. Republic (1984) 2 C.L.R. 363). Τονίζεται επίσης η ανάγκη για επιβολή αυστηρότερων ποινών στα θέματα ναρκωτικών (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 577). Σημειώθηκε ακόμα η επαγγελματικότητα, μεθοδικότητα και σχεδιασμός κάθε λεπτομέρειας, στοιχεία που προδίδουν άνθρωπο επικίνδυνο στον τομέα.

Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα των αδικοπραγούντων στις υποθέσεις ναρκωτικών δεν μπορούν να εξουδετερώσουν ή αποδυναμώσουν τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας (Παυλίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220 και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, ανωτέρω και Gholi ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30). Από την άλλη σχολιάστηκε από το Δικαστήριο ότι τα ναρκωτικά δεν ήταν από τα πλέον σκληρά και ότι η ποσότητα, άνκαι σοβαρή, δεν ήταν τεράστια.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι δεν του αποδόθηκε η επιείκεια που εδικαιούτο γιατί λανθασμένα το Δικαστήριο έλαβε υπ’ όψιν του ένα προηγούμενο σε μη σχετικό αδίκημα που διεπράχθη πριν δώδεκα χρόνια. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προηγούμενη καταδίκη του το 1988 για ένοπλη ληστεία, για την οποία του επιβλήθηκε εξαετής φυλάκιση δεν ελήφθη υπ’ όψιν ως επιβαρυντικός παράγοντας εναντίον του, αλλά μόνο ως παράγοντας που του στερεί την επιείκεια που θα ανέμενε, αν δεν βαρυνόταν με οποιανδήποτε προηγούμενη καταδίκη. Είναι φανερό ότι ουσιαστικά ελάχιστη, αν όχι καμιά, σημασία αποδόθηκε σ’ αυτήν, πολύ δε περισσότερο σε σημείο που να επηρέασε την ορθότητα της τιμωρίας που θα έπρεπε να του επιβληθεί.

Πολύς λόγος έγινε για την άνιση μεταχείριση των συνεργών του εφεσίβλητου και κυρίως για τη μη καταδίκη της Νεκταρίας Βουζαλή.  Θα πρέπει να τονίσουμε για μια ακόμα φορά ότι η Νεκταρία δεν μπορεί κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις να θεωρηθεί συνεργός του κατηγορούμενου γιατί της έλειπε η εγκληματική πρόθεση για διάπραξη των εξεταζομένων αδικημάτων. Άλλο γνώση του ότι τα αντικείμενα που εισήγαγε ήταν ναρκωτικά και άλλο εγκληματική πρόθεση εισαγωγής τους. Άλλως παραγνωρίζουμε το εμφανές. Για μια ακόμη φορά θα τονίσουμε και το γεγονός ότι δεν υπήρξε παγίδευση του εφεσείοντα, γιατί η Αστυνομία σε καμιά απολύτως κίνηση παγίδευσης δεν προέβη. Απλώς παρακολουθούσε τις κινήσεις του για να μπορέσει να τον συλλάβει και να τιμωρηθεί για τις εγκληματικές του πράξεις. Έτσι οι αρχές που ισχύουν για την παγίδευση [*498]ως παράγοντα επιμέτρησης της ποινής δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

Όσον αφορά τους συνεργούς του, Λοΐζου και Κυριάκου, πολύ ορθά το Δικαστήριο θεώρησε την εμπλοκή τους στα υπό εξέταση αδικήματα ως εντελώς μηδαμινή. Ο εφεσείων ήταν ο ιθύνων νους, ο με τόσο επαγγελματικό τρόπο οργανωτής και εμπνευστής του όλου εγχειρήματος. Οι Λοΐζου και Κυριάκου, απλώς χρησιμοποιήθηκαν από τον εφεσείοντα που εκμεταλλεύτηκε το πάθος τους για τα ναρκωτικά, για μια απλή διακίνηση. Καμία απολύτως σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μεταξύ του εφεσείοντα και των δύο μαρτύρων και συνεπώς δεν μπορεί να τεθεί θέμα ίσης μεταχείρισης.  Πέραν δε τούτου θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν είναι ορθό και μάλιστα ως γενικός κανόνας, όπως έγινε προσπάθεια να τοποθετηθεί, ότι οι ποινές που επιβάλλονται από τα Επαρχιακά Δικαστήρια είναι συνήθως επιεικέστερες των ποινών του Κακουργιοδικείου. Ούτε το επιχείρημα ότι οι Λοΐζου και Κυριάκου δεν δικάστηκαν από τους φυσικούς τους δικαστές ευσταθεί. Όσον αφορά δε το Μ.Κ.18, Α. Χατζηκωνσταντίνου, δεν ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας αν δικάστηκε για το αδίκημα της παράνομης εξαγωγής συναλλάγματος, γιατί ο κατηγορούμενος δεν αντιμετώπιζε μια τέτοια κατηγορία και συνεπώς δεν τίθεται θέμα ίσης μεταχείρισης.

Θα σταθούμε λίγο στην επιβληθείσα ποινή στην έκτη κατηγορία, για προμήθεια στο Λοΐζου 110 γραμμαρίων κάνναβης με σκοπό την απόκρυψή τους, στην οποία το Δικαστήριο επέβαλε τετραετή φυλάκιση. Παρ’ όλον ότι τα ναρκωτικά δόθηκαν για φύλαξη μόνο και όχι για χρήση, εν τούτοις, βρίσκουμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε, δεν είναι, κάτω από τις περιστάσεις, υπερβολική. Το Κακουργιοδικείο δεν επέβαλε οποιαδήποτε ποινή στην κατηγορία της κατοχής της πιο πάνω ποσότητας. Ο εφεσείων δεν είναι χρήστης και συνεπώς προόριζε και αυτή την ποσότητα για προμήθεια. 

Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί δεν δικαιολογεί την επέμβασή μας στην επιμέτρηση της ποινής που έγινε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο