Kυριάκου Kυριάκος ν. Aστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 499

(2002) 2 ΑΑΔ 499

[*499]24 Οκτωβρίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7212)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Μη αποδεκτό οποιοδήποτε μέρος μαρτυρίας μάρτυρος ο οποίος κρίνεται γενικά αναξιόπιστος.

Ποινικός Κώδικας ― Ανησυχία, κατά παράβαση του Άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Προϋπόθεση τέλεσης του αδικήματος η μη ύπαρξη εύλογης αιτίας για την πρόκληση του θορύβου ή της ταραχής σε δημόσιο χώρο.

Ο εφεσείων αντιμετώπιζε τέσσερις κατηγορίες.

α) Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

β) Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα.

γ)  Ανησυχία, κατά παράβαση του Άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα και

δ) Δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.

Η γενεσιουργός αιτία του επεισοδίου, στην βάση των περιστατικών του οποίου προσήφθησαν οι πιο πάνω κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντος, ανάγεται στις κακές σχέσεις με την εν διαστάσει σύζυγο του. Το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επικοινωνίας του εφεσείοντος με το ανήλικο παιδί τους, σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να το παίρνει, μεταξύ άλλων περιόδων, από τις 4.00 – 9.00 το βράδυ κάθε Τετάρτης. Στις 13/6/01, ημέρα Τετάρτη, γινόταν γιορτή στο σχολείο του παιδιού, στην οποία παρέστησαν τόσο η μητέρα του όσο και ο εφεσείων. Όταν η γιορτή τέλειωσε γύρω στις 7 το βράδυ, ο εφεσείων πλησίασε να πάρει το παιδί για να του αγοράσει παγωτό. Η [*500]μητέρα όμως παρενέβη για να μην το αφήσει να πλησιάσει τον εφεσείοντα ο οποίος άρχισε να διαμαρτύρεται. Στη σκηνή πλησίασαν συγγενείς της μητέρας του παιδιού με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονη συζήτηση και διαπληκτισμοί μεταξύ όλων των παρισταμένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσείοντα στις κατηγορίες (α) και (β), τον έκρινε όμως ένοχο στις κατηγορίες (γ) και (δ).  Ο εφεσείων προσέβαλε την απόφαση με την οποία κρίθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες. Ισχυρίστηκε μεταξύ άλλων, ότι η μόνη μαρτυρία που αφορούσε την εξύβριση προήλθε μόνο από τον παραπονούμενο αστυνομικό, και μολονότι υπήρχαν πολλά πρόσωπα στη σκηνή του επεισοδίου κανένας δεν είπε ότι άκουσε τον εφεσείοντα να υβρίζει τον αστυνομικό. Επιπλέον το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον εν λόγω αστυνομικό ως μάρτυρα έκρινε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη σε ότι αφορά το επεισόδιο της επίθεσης, ταυτόχρονα όμως έκρινε τη μαρτυρία του αξιόπιστη σε σχέση με το μέρος της που αφορούσε στην εξύβριση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ως ορθή τη μαρτυρία ατόμου ως προς ένα σημείο ή πτυχή των γεγονότων που αναφέρονται σ’ αυτή και να την απορρίψει αναφορικά με άλλο σημείο ή πτυχή της υπόθεσης εφόσον ο μάρτυρας κριθεί γενικά αξιόπιστος. Όταν κριθεί αξιόπιστος είναι δυνατό η μαρτυρία του σε ένα μέρος της να κριθεί ορθή ενώ σε άλλο λαθεμένη, μετά που θα συγκριθεί με το ενδεχομένως υπάρχον υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Δεν μπορεί όμως όταν ένας μάρτυρας κριθεί από το Δικαστήριο γενικά αναξιόπιστος να θεωρηθεί πως μέρος της μαρτυρίας του είναι αληθές και άλλο όχι.

     Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τη μαρτυρία του παραπονούμενου αστυνομικού, τον έκρινε γενικά ως αναξιόπιστο μάρτυρα.  Συνεπώς δεν υπήρχε πλέον βάση για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο μάρτυρας αυτός είπε την αλήθεια αναφορικά με τον ισχυρισμό του πως τον ύβρισε ο εφεσείων.

2.  Αναφορικά με την κατηγορία της ανησυχίας δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αλληλουχία των γεγονότων που συναποτελούσαν το επεισόδιο, από το οποίο προέκυψαν και οι 4 κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.  Ειδικότερα δεν εντόπισε την αφετηρία της δημιουργίας της ανησυχίας, και αν δημιουργητής της ήταν ο εφεσείων, κατά πόσο είχε προς τούτο εύλογη αιτία.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και στις κατηγορίες 3 και 4.

[*501]Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 9910/2001) ημερομηνίας 1/11/2001, με την οποία κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε δύο κατηγορίες για (α) Ανησυχία, κατά παράβαση του  Άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα και (β) Δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.

Δ. Κακουλλής, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Ζαχαριάδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜIΔΗΣ, Δ.: Η γενεσιουργός αιτία του επεισοδίου, που έγινε το βράδυ της 13.6.01 και στη βάση των περιστατικών του οποίου προσήφθησαν 4 κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα, ανάγεται στις κακές σχέσεις με την εν διαστάσει σύζυγο του.  Το Οικογενειακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα επικοινωνίας του εφεσείοντα με το ανήλικο παιδί τους, σύμφωνα με το οποίο, μεταξύ άλλων περιόδων, θα μπορούσε να παίρνει το παιδί από τις 4.00-9.00 το βράδυ κάθε Τετάρτης.

Την πιο πάνω ημερομηνία, ημέρα Τετάρτη, γινόταν γιορτή στο σχολείο του παιδιού, στην οποία παρέστησαν τόσο η μητέρα του όσο και ο εφεσείων. Όταν η γιορτή τέλειωσε, γύρω στις 7.00 το βράδυ, ο εφεσείων, προφανώς στην επιθυμία του να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας που είχε με το παιδί, το πλησίασε για να το πάρει να του αγοράσει παγωτό. Η μητέρα όμως παρενέβη για να μην αφήσει το παιδί να πλησιάσει τον εφεσείοντα, ο οποίος άρχισε να διαμαρτύρεται. Στη σκηνή πλησίασαν συγγενείς της μητέρας του παιδιού, που έτυχε να βρίσκονταν και εκείνοι στη γιορτή, οι οποίοι και αναμείχθηκαν στο επεισόδιο με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί έντονη συζήτηση και διαπληκτισμοί μεταξύ όλων των παρισταμένων. Στο σχολείο βρισκόταν, με πολιτικά ρούχα, και ο αστυφύλακας του ΤΑΕ Λάρνακας Σάββας Σάββα. Πλησίασε τη σκηνή του επεισοδίου με σκοπό, καθώς είπε ο ίδιος στο πρωτόδικο Δικαστήριο, να υποδείξει στον εφεσείοντα να ηρεμήσει. Του παρουσίασε την ταυτότητα του αλλά ο εφεσείων συνέχισε να φωνάζει και στη διάρκεια της συζήτησης τον εξύβρισε με τη λέξη «πεζεβέγκη». Ο αστυφύλακας είπε επίσης πως ο εφεσείων τον κτύπησε στο πρόσωπο. Στο χώρο του επεισοδίου έφθασε επίσης ο αστυφύλακας Αθανάσιος Αθανασίου, που ειδοποιήθηκε σχετικά ενώ βρισκόταν σε περιπολεία. Ο μάρτυρας αυτός είπε πως ο εφεσείων [*502]φαινόταν θυμωμένος και φώναζε και ότι του παραπονέθηκε πως είχε κτυπηθεί από διάφορα πρόσωπα, τα οποία δεν κατονόμασε γιατί όπως του είπε ήταν πολλοί. Άλλος μάρτυρας, που ήταν στη σκηνή, είπε πως κάποια στιγμή άκουσε τη σύζυγο του εφεσείοντα να φωνάζει: «Παναγία μου βοήθεια, έπιασε το μωρό μου ο πελλός» και ακολούθως είδε τον αστυφύλακα Σάββα να δείχνει την ταυτότητα του και να καλεί τους παρισταμένους να ηρεμήσουν.  Στη συνέχεια είδε πρόσωπα να κτυπιούνται και ειδικά ένα ηλικιωμένο πρόσωπο να κτυπά τον αστυφύλακα Σάββα. Να σημειώσουμε πως ο εφεσείων είναι αστυνομικός στις Βάσεις και λόγω των κατηγοριών που αντιμετώπιζε τέθηκε σε διαθεσιμότητα. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί ενώπιον του (έδωσε και ένορκη κατάθεση ο ίδιος ο εφεσείων), προχώρησε στην ανάλυση και αξιολόγηση της. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι κατηγορίες 1 και 2 δεν είχαν αποδειχθεί εναντίον του εφεσείοντα και συνεπώς αθωώθηκε σ’ αυτές. Τον έκρινε όμως ένοχο στις κατηγορίες 3 και 4. 

Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων ήταν οι εξής:

(α)   Επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

(β)   Επίθεση κατά οργάνου τήρησης της τάξης, κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα.

(γ)   Ανησυχία, κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα και,

(δ)   Δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα.

Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ένοχος στις δύο τελευταίες κατηγορίες. Ο δικηγόρος του εισηγήθηκε πως η μόνη μαρτυρία που αφορούσε στην εξύβριση προήλθε μόνο από τον παραπονούμενο αστυφύλακα Σάββα, και μολονότι υπήρχαν πολλά πρόσωπα στη σκηνή του επεισοδίου κανένας δεν είπε ότι άκουσε τον εφεσείοντα να υβρίζει τον αστυνομικό. Επιπλέον, το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τον αστυφύλακα Σάββα ως μάρτυρα έκρινε τη μαρτυρία του αναξιόπιστη σε ό,τι αφορά το επεισόδιο της επίθεσης, ταυτόχρονα όμως έκρινε τη μαρτυρία του αξιόπιστη σε σχέση  με το μέρος της που αφορούσε στην εξύβριση. Αναφορικά με την κατηγορία της δημό[*503]σιας ανησυχίας ο δικηγόρος του εφεσείοντα αναφέρθηκε στο συστατικό στοιχείο του άρθρου, που θέτει ως προϋπόθεση τέλεσης του αδικήματος την μη ύπαρξη εύλογης αιτίας για την πρόκληση του θορύβου ή της ταραχής σε δημόσιο χώρο. Εισηγήθηκε δε πως το Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα που ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν αυτός που προκάλεσε το επεισόδιο, αλλά η μητέρα και οι συγγενείς της.  Ο ίδιος άρχισε να φωνάζει και να αντιδρά μετά που δέχθηκε επίθεση.

Έχουμε τη γνώμη πως ο δικηγόρος του εφεσείοντα έχει δίκαιο σε όλες τις πιο πάνω εισηγήσεις του. Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή πως το Δικαστήριο μπορεί να δεχθεί ως ορθή τη μαρτυρία ατόμου ως προς ένα σημείο ή πτυχή των γεγονότων που αναφέρονται σ’ αυτή και να την απορρίψει αναφορικά με άλλο σημείο ή πτυχή της υπόθεσης. Αυτό βέβαια γίνεται εφόσον ο μάρτυρας κριθεί γενικά αξιόπιστος. Όταν κριθεί αξιόπιστος είναι δυνατό η μαρτυρία του σε ένα μέρος της να κριθεί ορθή ενώ σε άλλο λαθεμένη, μετά που θα συγκριθεί με το ενδεχομένως υπάρχον υπόλοιπο μαρτυρικό υλικό στην υπόθεση. Δεν μπορεί όμως όταν ένας μάρτυρας κριθεί από το Δικαστήριο γενικά αναξιόπιστος να θεωρηθεί πως μέρος της μαρτυρίας του είναι αληθές και άλλο όχι.

Στην υπόθεση που εξετάζουμε το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τη μαρτυρία του αστυφύλακα Σάββα, τον έκρινε γενικά ως αναξιόπιστο μάρτυρα. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στον ισχυρισμό του μάρτυρα ότι του επιτέθηκε ο εφεσείων. Το Δικαστήριο είπε τα εξής:

«Ο Μ.Κ.1 Σάββας Σάββα είπε στην κυρίως εξέταση του ότι ο κατηγορούμενος στη συνέχεια άπλωσε το χέρι του για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο και ένοιωσε ένα κάψιμο που του έκαμε στη δεξιά παρειά. Στην αντεξέταση είπε ότι ο κατηγορούμενος άπλωσε το αριστερό του χέρι με πρόθεση να τον χτυπήσει, τον κρατούσαν 3-4 άτομα, τους ξέφυγε και τον χτύπησε. Αντιλήφθηκε την πρόθεση εκείνη τη στιγμή ότι θα τον χτυπήσει. Ήταν πολύ κοντά, δεν χρειάζεται πολύς χρόνος να απλώσει το χέρι του προς το πρόσωπο του (δηλαδή του Αστυνομικού). Είδε το χέρι του κατηγορούμενου το αριστερό να τον κτυπά. Ένοιωσε κάψιμο. Ο μάρτυρας είπε στην κυρίως εξέταση ότι ο κατηγορούμενος άπλωσε το χέρι του για να τον κτυπήσει στο πρόσωπο, στην αντεξέταση όμως είπε ότι είδε το χέρι του κατηγορούμενου να τον κτυπά. Γιατί ο μάρτυρας δεν είπε από την αρχή ότι ο κατηγορούμενος τον κτύπησε; Γιατί ο κατηγορούμενος ήθελε τόσο πολύ να κτυπήσει τον μάρτυρα αυτό, αφού όπως είπε ο [*504]μάρτυρας τον κρατούσαν 3-4 άτομα, τους ξέφυγε και τον κτύπησε;  Αυτό έγινε μόνο για το λόγο ότι του έδειξε την αστυνομική ταυτότητα;»

Και παρακάτω, στην κατάληξη του, το Δικαστήριο αναφέρει:

«Υπάρχει όπως ανέφερα και πιο πάνω αμφιβολία ότι ο κατηγορούμενος επιτέθηκε και κτύπησε τον μάρτυρα και συνεπώς αμφιβολία ως προς την εκδήλωση εχθρικής πράξης.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει άλλη μαρτυρία αναφορικά με το αδίκημα αυτό.»

Εφόσον το Δικαστήριο αξιολόγησε το μάρτυρα με τον τρόπο που καταδεικνύεται στα πιο πάνω αποσπάσματα της απόφασης του, δεν υπήρχε πλέον, κατά τη γνώμη μας, βάση για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο μάρτυρας αυτός είπε την αλήθεια αναφορικά με τον ισχυρισμό του πως τον ύβρισε ο εφεσείων.  Συμπεριφορά την οποία κανένας από τους παρισταμένους δεν επιμαρτύρησε.

Αναφορικά με την κατηγορία της ανησυχίας δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο η αλληλουχία των γεγονότων που συναποτελούσαν το επεισόδιο, από το οποίο προέκυψαν και οι 4 κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Ειδικότερα δεν εντόπισε την αφετηρία της δημιουργίας της ανησυχίας, και αν δημιουργητής της ήταν ο εφεσείων, κατά πόσο είχε προς τούτο εύλογη αιτία.  Επί του προκειμένου να σημειώσουμε πως ο εφεσείων πρόβαλε τον ισχυρισμό, που δεν εξετάστηκε, ότι είχε υποστεί επίθεση από αριθμό ατόμων όταν η σύζυγος του προσπαθούσε να πάρει από τον ίδιο το παιδί, και γι’ αυτό διαμαρτυρόταν.

Ενόψει των ανωτέρω η έφεση γίνεται αποδεκτή.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο εφεσείων αθωώνεται και στις κατηγορίες 3 και 4.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και στις κατηγορίες 3 και 4.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο