Nvoorwzefr Aly ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 505

(2002) 2 ΑΑΔ 505

[*505]24 Οκτωβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ALY NVOORWZEFR,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7004)

 

Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Μαρτυρία συναυτουργού ― Κατά πόσο η εσφαλμένη εντύπωση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με μέρος των όσων θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, μπορούσε να αφήσει άθικτη την καταδίκη, ενόψει της αρχικής του κατάληξης ότι η μαρτυρία συναυτουργού ήταν από μόνη της αρκετή χωρίς ενίσχυση για στήριξη της καταδίκης.

Εναντίον του εφεσείοντος, ο οποίος είναι Ιρανός, προσήφθησαν τέσσερις κατηγορίες σε σχέση με ναρκωτικά: Η πρώτη αφορούσε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, η δεύτερη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β, η τρίτη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β και η τέταρτη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα.

Προηγουμένως, σε σχέση με τα ναρκωτικά, σε άλλη ποινική υπόθεση, είχε καταδικαστεί ο επίσης Ιρανός Σιστανί, ο οποίος ήταν ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντος.

Ο Σιστανί, κατά την άφιξή του στην Κύπρο στις 22/12/99 ερευνήθηκε σωματικά και βρέθηκαν στο σώμα του τρία συσκευασμένα αντικείμενα τα οποία περιείχαν ρητίνη κάνναβης συνολικού βάρους 2,829,25 γραμμαρίων.  Ενέπλεξε τον εφεσείοντα ως τον οργανωτή της μεταφοράς των ναρκωτικών στην Κύπρο.

Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνώριζε το Σιστανί. Όταν πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο να διεξαχθεί αναγνωριστική παράταξη, διατύπωσε αντιρρήσεις και έτσι αντί αυτής διευθετήθηκε με εισήγηση του, μια κατ’ εμφάνιση τυχαία συνάντηση του με το Σιστανί στην [*506]παρουσία του αστυνομικού εξεταστή και μεταφράστριας. Όταν ο Σιστανί είδε τον εφεσείοντα καταφέρθηκε εναντίον του κατηγορώντας τον ότι του κατέστρεψε τη ζωή.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σιστανί, ο εφεσείων του απάντησε: “Εγώ;” Όμως ούτε η μεταφράστρια ούτε ο αστυνομικός δεν σημείωσαν την απάντηση.

Η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με τη συμμετοχή του εφεσείοντος είχε ως κεντρικό άξονα τη μαρτυρία του Σιστανί η οποία επεκτάθηκε στη γνωριμία των δύο αντρών και στις αντίστοιχες κινήσεις τους, για να καταδείξει ότι καθίστατο εξ αντικειμένου εφικτή η εκδοχή του Σιστανί.  Αμφισβητήθηκε κυρίως ως προς το όνομα του εφεσείοντος, τις συνθήκες της συνάντησης τους και τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ τους.

Το Κακουργιοδικείο προέβη σε αυτοκαθοδήγηση αναφορικά με τον κίνδυνο που συνοδεύει τη μαρτυρία συνεργού και την ανάγκη προσέγγισής της με ιδιαίτερη προσοχή.

Σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Σιστανί ήταν ειλικρινής και επομένως αξιόπιστος, σε βαθμό που η μαρτυρία του να μπορούσε να στηρίξει καταδίκη χωρίς άλλη ενισχυτική.  Ωστόσο εξέφρασε την άποψη ότι υπήρχε και η πιο κάτω ενισχυτική μαρτυρία:

α) Το γεγονός ότι ο εφεσείων έδωσε στο Σιστανί ψεύτικο όνομα γι’ αποφυγή εντοπισμού του.

β) Τα ψέματα του εφεσείοντος αναφορικά με το αν γνώριζε ή όχι το Σιστανί.

γ)  Η μη αντίδραση του εφεσείοντος όταν καταφέρθηκε εναντίον του ο Σιστανί κατά τη διευθετηθείσα συνάντησή τους.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και του επιβλήθηκαν μόνο στη δεύτερη και τέταρτη κατηγορία συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ ετών.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας δύο λόγους.  Ο πρώτος αφορούσε την καταστροφή των ναρκωτικών πράγμα που κατ’ ισχυρισμό στερούσε την υπεράσπιση της δυνατότητας ελέγχου και αντίκρουσης, απολήγοντας έτσι σε ανισότητα των όπλων και ο δεύτερος αφορούσε τον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας του Σιστανί και του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αυτοκαθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ήταν επαρκής. Διατηρούσε τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μόνο τη μαρτυρία του [*507]Σιστανί, που ήταν συνεργός, για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος. Η ύπαρξη ωστόσο και ενισχυτικής μαρτυρίας, παρόλο που αυτό δεν χρειαζόταν, εφόσον αναδεικνυόταν ορθή, θα ήταν συναρτημένη προς τη βεβαιότητα της κατάληξης για ενοχή του εφεσείοντος. Όμως το πρώτο στοιχείο της θεωρηθείσας από το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτικής μαρτυρίας δεν πληροί την προϋπόθεση ανεξάρτητης πηγής αφού το αναφερθέν ως γεγονός ότι ο εφεσείων έδωσε στο Σιστανί ψεύτικο όνομα προέρχεται από τη μαρτυρία του ίδιου του Σιστανί.

     Ως προς το δεύτερο στοιχείο, το οποίο αφορούσε στην ψευδή άρνηση του εφεσείοντος για την γνωριμία του με το Σιστανί, αυτό πράγματι μπορούσε να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία.  Αλλά το τρίτο στοιχείο δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία.  Η αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι κατά τη διευθετηθείσα συνάντηση ο εφεσείων παρέμεινε σιωπηλός και δεν αντέδρασε μπροστά στα όσα του καταλόγιζε ο Σιστανί, βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ίδιου του Σιστανί, την οποία το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ανεπιφύλακτα στο σύνολό της.

2.  Η εσφαλμένη εντύπωση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το μέρος των όσων θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, δεν μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη ενόψει της αρχικής του κατάληξης ότι η μαρτυρία του συνεργού ήταν από μόνη της αρκετή, χωρίς ενίσχυση.

3.  Το λάθος που προέκυψε αναφορικά με το τρίτο στοιχείο της θεωρηθείσας ως ενισχυτικής μαρτυρίας αποτελεί σημαντική πτυχή της υπόθεσης, συνυφασμένη με το γενικότερο ζήτημα της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας με άμεση δυνητική επίδραση στην κατάληξη περί αξιοπιστίας.

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίσθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Lucas (C.A.) [1981] 73 Cr. App. R. 159,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 8823/2000) ημερομηνίας 24/10/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες [*508]για ναρκωτικά και του επιβλήθηκαν στην δεύτερη και τέταρτη κατηγορία συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ ετών.

Μ.Γ. Πικής, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Ταλαρίδου-Κοντοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Ο Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, που είναι Ιρανός, βρέθηκε από το Κακουργιοδικείο κατόπιν δίκης ένοχος σε κατηγορίες για ναρκωτικά σε σχέση με τα οποία προηγουμένως, σε άλλη ποινική υπόθεση, είχε καταδικαστεί ο επίσης Ιρανός Γιούσεφ Σιστανί, που ήταν και ο βασικός μάρτυρας εναντίον του.

Ο Σιστανί αφίχθηκε με τη σύζυγό του στην Κύπρο αεροπορικώς στις 22 Δεκεμβρίου 1999. Ερευνήθηκε σωματικά και βρέθηκαν κρυμμένα στο σώμα του τρία συσκευασμένα αντικείμενα τα οποία, όπως εν τέλει διαπιστώθηκε, περιείχαν ρητίνη κάνναβης συνολικού βάρους 2.829,25 γραμμαρίων. Αρχικά ανέφερε πως τα αντικείμενα τα πήρε χωρίς να ξέρει τι ήταν, όταν είδε πως κάποιος τα είχε αφήσει. Όμως μετά παραδέχθηκε ενοχή και ενέπλεξε τον εφεσείοντα ως τον οργανωτή της μεταφοράς των ναρκωτικών στην Κύπρο. Προέβαλε την εξής εκδοχή. Ένα μήνα προηγουμένως, στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, διερευνούσε το ενδεχόμενο εξασφάλισης ταξιδιωτικής θεώρησης για μετάβαση στις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό να πάρει εκεί ένα άρρωστο παιδί του για να υποβληθεί σε πολυδάπανη χειρουργική επέμβαση. Τον πλησίασε ο εφεσείων, ο οποίος του συστήθηκε ως Κόνραντ, και του είπε πως αν ήταν διατεθειμένος να μετέβαινε στην Κύπρο θα μπορούσε να τον βοηθήσει να μεταβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δελεάστηκε από την πρόταση και έδωσε το τηλέφωνό του. Ύστερα από μικρό χρονικό διάστημα ο εφεσείων επικοινώνησε και εξήγησε τις διευθετήσεις για μεταφορά ναρκωτικών. Συμφώνησαν. Και το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή.  Στην ίδια πτήση προς την Κύπρο ήταν και ο εφεσείων, ο οποίος στο αεροπλάνο του έδωσε τα ναρκωτικά λέγοντάς του πως θα περίμενε έξω από την αίθουσα του αεροδρομίου για να τα παραλάβει. Τους συμπλήρωσε και τις κάρτες αποβίβασης. Εντός της αίθουσας ο εφεσείων έδωσε στη σύζυγο του Σιστανί ποσό [*509]Η.Π.Α. $20 που το ζεύγος χρειαζόταν για την άδεια εισόδου.

Ο Σιστανί περιέγραψε τον αναζητούμενο, τον οποίο ως τότε γνώριζε ως Κόνραντ, και συνεργάστηκε για την ετοιμασία σχετικού σκιτσογραφήματος φυσιογνωμίας. Έπειτα, στις 30 Δεκεμβρίου 1999, και ο αφού ο Σιστανί ανέφερε πως ο αναζητούμενος είχε ξανά επισκεφθεί την Κύπρο, του υποδείχθηκαν φωτογραφίες Ιρανών στους οποίους είτε δεν είχε επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο είτε απελάθηκαν. Αναγνώρισε τον εφεσείοντα από φωτογραφία σε φωτοαντίτυπο του διαβατηρίου. Κατ’ ακολουθίαν εκδόθηκε αμέσως εναντίον του εφεσείοντος ένταλμα σύλληψης. Εκτελέστηκε στις 5 Ιουνίου 2000 όταν ο εφεσείων παρουσιάστηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας για αναχώρηση με προορισμό τη Δαμασκό. Στις αποσκευές του βρέθηκε εισιτήριο ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 1999 για τη διαδρομή Τεχεράνη-Λάρνακα-Τεχεράνη. Στο μεταξύ είχε διεκπεραιωθεί η δικαστική υπόθεση  εναντίον του Σιστανί. Παραδέχθηκε και στις 31 Ιανουαρίου 2000 το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε φυλάκιση πέντε ετών, διατάσσοντας συνάμα την καταστροφή των ναρκωτικών, προφανώς διότι δεν είχε πληροφορηθεί για την εκκρεμότητα του εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντος σε σχέση με αυτά. Ως αποτέλεσμα τα ναρκωτικά καταστράφηκαν στις 19 Απριλίου 2000. 

Ο εφεσείων κατά τη σύλληψή του, αφού του εξηγήθηκε ο λόγος και αφού του δόθηκε η προβλεπόμενη προειδοποίηση δικαιωμάτων, είπε ότι δεν γνώριζε τίποτε: «I know nothing about this». Ακολούθησε ανάκριση στα γραφεία της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών κατά την οποία τέθηκε στον εφεσείοντα η εκδοχή του Σιστανί και υποδείχθηκε φωτογραφία του. Ο εφεσείων αρνήθηκε και πάλι ότι γνώριζε τον Σιστανί ή ότι είχε ο ίδιος σχέση με την υπόθεση. Στις 6 Ιουνίου 2000, σε διαδικασία για προσωποκράτησή του, ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνώριζε τον Σιστανί. Αργότερα, όταν πληροφορήθηκε ότι επρόκειτο να διεξαχθεί αναγνωριστική παράταξη, ο εφεσείων διατύπωσε αντιρρήσεις και έτσι αντί αυτής διευθετήθηκε με εισήγησή του, στις 7 Ιουνίου 2000, μια κατ’ εμφάνιση τυχαία συνάντηση με τον Σιστανί στην παρουσία του αστυνομικού εξεταστή και μεταφράστριας. Όταν ο Σιστανί είδε τον εφεσείοντα, καταφέρθηκε εναντίον του λέγοντας: «Τα κατάστρεψες όλα για μένα, μου έχεις χέσει στη ζωή, κατάστρεψες τη ζωή μου, τα πήρες όλα από εμένα, είσαι δειλός, τα πήρες όλα αναίσθητε, ανόητε, πήρες τη ζωή μου, τη γυναίκα μου, πήρες τα παιδιά μου, έχω δύο ασθενή παιδιά, εντάξει, εντάξει, αυτή είναι η ζωή η δική μου τώρα». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Σιστανί, ο εφεσείων του απάντησε: «Εγώ;». Όμως η μεταφράστρια δεν σημείωσε την απάντηση, προφανώς επειδή δεν την [*510]αντιλήφθηκε, όπως το ίδιο δεν τη σημείωσε και ο αστυνομικός.

Προσήφθησαν εναντίον του εφεσείοντος τέσσερεις κατηγορίες σε σχέση με τα ναρκωτικά: η πρώτη αφορούσε συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος· η δεύτερη εισαγωγή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β· η τρίτη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β· και η τέταρτη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξης Β με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Δεν τις παραδέχθηκε και διεξήχθη δίκη. Βρέθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε στη δεύτερη και τέταρτη κατηγορία ποινή φυλάκισης οκτώ ετών με διαταγή να συντρέχουν ενώ, ενόψει αυτών δεν του επιβλήθηκε ποινή στις άλλες δύο όπως δεν του επιβλήθηκε ποινή και σε πέμπτη κατηγορία, την οποία είχε παραδεχθεί, για παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας χωρίς άδεια.

Η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με τη συμμετοχή του εφεσείοντος είχε ως κεντρικό άξονα τη μαρτυρία του Σιστανί η οποία επεκτάθηκε στη γνωριμία των δύο ανδρών και στις αντίστοιχες κινήσεις τους, για να καταδείξει ότι καθίστατο εξ αντικειμένου εφικτή η εκδοχή του Σιστανί, αλλά και σε αυτά αμφισβητήθηκε κυρίως ως προς το όνομα του εφεσείοντος, τις συνθήκες της συνάντησής τους και τα όσα διαμείφθηκαν μεταξύ τους. Επιπλέον η Κατηγορούσα Αρχή στηρίχθηκε στις αντιδράσεις του εφεσείοντος μετά τη σύλληψή του οι οποίες, κατά την εισήγησή της, συνιστούσαν ψευδείς αρνήσεις δυνάμενες να οδηγήσουν σε εξαγωγή συμπεράσματος ενοχής. Ως προς το αντικείμενο των κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή προσήγαγε μαρτυρία για να αποδείξει πως τα ανευρεθέντα στην κατοχή του Σιστανί, όπως αυτά περιγράφονταν στις κατηγορίες, ήταν πράγματι ναρκωτικά παρόλον ότι δεν υπήρχαν πια. Η μαρτυρία που προσήχθη απέβλεπε στη σύνδεση των ανευρεθέντων με τις διαπιστώσεις που προέκυψαν από τις επιστημονικές αναλύσεις που είχαν γίνει.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία η οποία αφορούσε στα ναρκωτικά, από την ανεύρεση τους μέχρι την επιστημονική περί αυτών διαπίστωση και έπειτα μέχρι την καταστροφή τους.  Ως προς τη μαρτυρία του Σιστανί το Κακουργιοδικείο προέβη στη δέουσα αυτοκαθοδήγηση και αναφέρθηκε σε νομολογία, Κυπριακή και Αγγλική, για τον κίνδυνο που συνοδεύει τη μαρτυρία συνεργού και επακόλουθα για την ανάγκη προσέγγισης της μαρτυρίας συνεργού με ιδιαίτερη προσοχή. Σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Σιστανί ήταν πλήρως ειλικρινής και επομένως αξιόπιστος, σε βαθμό μάλιστα που η μαρτυρία του να μπορούσε να στηρίξει καταδίκη χωρίς άλλη, ενισχυτική. Προχώρησε ωστόσο, για να εκφράσει την [*511]άποψη ότι υπήρχε εν προκειμένω και ενισχυτική μαρτυρία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

«Είμαστε διατεθειμένοι να στηριχθούμε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του Sistani. Η ποιότητα της μαρτυρίας του είναι τέτοια που αισθανόμαστε ασφαλείς να στηριχθούμε σ’ αυτή για εξαγωγή συμπερασμάτων αφού προειδοποιήσουμε τον εαυτό μας όπως πιο πάνω αναφέραμε. Όμως λέμε ότι υπάρχει και μαρτυρία που ενισχύει αυτήν του Sistani. Την απαριθμούμε συνοπτικά:

(α) Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έδωσε στον Sistani ψεύτικο όνομα γι’ αποφυγή εντοπισμού του.

(β) Τα ψέματα του κατηγορούμενου αναφορικά με το αν γνώριζε ή όχι τον Sistani. Ήταν μια προσπάθεια του να αποσυνδέσει τον εαυτό του από τον Sistani για ευνόητους λόγους.

      Πληρούνται εξ άλλου οι προϋποθέσεις ώστε σύμφωνα με τις αρχές απόδειξης το ψέμα να θεωρείται σαν περιστατική μαρτυρία η οποία προσθέτει στον κρίκο της αλυσίδας εναντίον του κατηγορούμενου. Το ψέμα ήταν ηθελημένο, αναφερόταν στο ουσιώδες ζήτημα των επαφών του κατηγορούμενου με το Sistani ένεκα της επίγνωσης της ενοχής και του φόβου της αλήθειας. Το ψέμα εξ άλλου αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία. (Βλ. μεταξύ άλλων Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260 και Ευρυπίδης Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444).

(γ) Η αντίδραση  ή καλύτερα η μη αντίδραση του κατηγορούμενου όταν ο Sistani τον συνάντησε στα γραφεία της ΥΔΙΝ Λευκωσίας και του είπε όσα αναφέρθησαν πιο πάνω.  Μπροστά στα όσα του καταμαρτυρούσε ο Sistani παρέμεινε απλά σιωπηλός. Δεν ήταν καθόλου φυσιολογική αντίδραση για κάποιον που δεν έχει σχέση με όσα του αποδίδονται. (Βλ. R. v. Mitchell [1829] 17 Cox 503 και Parkers v. R. [1976] 3 All E.R. 380).»

Αντιστρόφως, το Κακουργιοδικείο θεώρησε τον εφεσείοντα αναξιόπιστο. Ανέφερε τα εξής, τα οποία  εν συνεχεία επεξήγησε:

«Ο κατηγορούμενος όμως γενικά δεν μας έκαμε καλή εντύπωση στο εδώλιο του μάρτυρα. Επιπλέον άφησε χωρίς εξηγήσεις σημαντικές αντιφατικές του δηλώσεις κατά την πορεία των εξετάσεων.»

[*512]Τέθηκαν με την έφεση και αναπτύχθηκαν διεξοδικώς από τον συνήγορο του εφεσείοντος διάφορα ζητήματα σε δύο κύριους τομείς.  Ο πρώτος αφορά στην καταστροφή των ναρκωτικών και έχει δύο πτυχές. Κατά την υπεράσπιση,  η καταστροφή των ναρκωτικών καθιστούσε αφ’ εαυτής και ανεξάρτητα από τις περιστάσεις έλευσής της, ανέφικτη τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης γιατί στερούσε την υπεράσπιση της δυνατότητας ελέγχου και αντίκρουσης, απολήγοντας έτσι σε ανισότητα όπλων. Έπειτα προτάθηκε, για την περίπτωση που αυτό δεν γινόταν δεκτό, πως εν προκειμένω η Κατηγορούσα Αρχή με τη μαρτυρία που προσήγαγε απέτυχε να αποδείξει ότι τα ανευρεθέντα στην κατοχή του Σιστανί ήταν πράγματι τα ναρκωτικά. Ο δεύτερος τομέας αφορά στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο αντίκρυσε και αξιολόγησε αντιστοίχως τη μαρτυρία του Σιστανί και του εφεσείοντος.  Η αναφορά ήταν κυρίως στα όσα το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως αντιφάσεις του εφεσείοντος και συμπεριφορά που παρείχε ερείσματα για την εξαγωγή συμπερασμάτων ενοχής.

Η αυτοκαθοδήγηση του Κακουργιοδικείου ήταν επαρκής.  Διατηρούσε τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μόνο τη μαρτυρία του Σιστανί, που ήταν συνεργός, για να καταλήξει ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος. Υπέδειξε ωστόσο πως υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία την οποία εξειδίκευσε. Παρόλον που αυτό δεν χρειαζόταν, τέτοια μαρτυρία, εφόσον αναδεικνυόταν ορθή, θα ήταν συναρτημένη προς τη βεβαιότητα της κατάληξης για ενοχή του εφεσείοντος. Διαπιστώνουμε όμως αδυναμίες. Το πρώτο στοιχείο της θεωρηθείσας από το Κακουργιοδικείο ως ενισχυτικής μαρτυρίας δεν πληροί την προϋπόθεση ανεξάρτητης πηγής αφού το αναφερθέν ως γεγονός ότι ο εφεσείων έδωσε στον Σιστανί ψεύτικο όνομα προέρχεται από τη μαρτυρία του ιδίου του Σιστανί. Ως προς το δεύτερο στοιχείο, το οποίο αφορά στην ψευδή άρνηση του εφεσείοντος για τη γνωριμία του με τον Σιστανί, αυτό πράγματι μπορούσε να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία: βλ. την Αγγλική R. v. Lucas (C.A.) [1981] 73 Cr. App. R. 159  στην οποία τέθηκαν τα κριτήρια τα οποία υιοθετήθηκαν στη  Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73 καθώς και σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Αλλά το τρίτο στοιχείο το οποίο το Κακουργιοδικείο θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία δεν υποστηρίζεται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Στην οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος υπεράσπισης και στην οποία ήδη αναφερθήκαμε. Η αντίληψη του Κακουργιοδικείου ότι κατά τη διευθετηθείσα συνάντηση ο εφεσείων παρέμεινε σιωπηλός και δεν αντέδρασε μπροστά στα όσα του καταλόγιζε ο Σιστανί, βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του ιδίου του Σιστανί, την οποία το Κα[*513]κουργιοδικείο δέχθηκε ανεπιφύλακτα στο σύνολό της.

Προκύπτει επομένως, ως κρίσιμο ερώτημα, το κατά πόσο η εσφαλμένη εντύπωση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με μέρος των όσων θεώρησε ως ενισχυτική μαρτυρία, μπορεί να αφήσει άθικτη την καταδίκη ενόψει της αρχικής κατάληξης ότι η μαρτυρία του συνεργού ήταν από μόνη της αρκετή χωρίς ενίσχυση. Κατά την κρίση μας δεν υπάρχει εν προκειμένω περιθώριο για απάντηση άλλη από την αρνητική. Ενώ η εσφαλμένη αντίληψη σε σχέση με το πρώτο στοιχείο, της θεωρηθείσας ως ενισχυτικής μαρτυρίας, που όπως επεσημάναμε δεν ήταν, δεν αφαιρεί ο,τιδήποτε από την αρχική κατάληξη, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για το τρίτο στοιχείο. Ο λόγος είναι ότι το λάθος που προέκυψε αναφορικά με το τρίτο αποτελεί σημαντική πτυχή της υπόθεσης, συνυφασμένη με το γενικότερο ζήτημα της αξιολόγησης του συνόλου της μαρτυρίας – βλ. εξάλλου την A-G of Hong Kong v. Wong [1987] 2 All E.R. 488 – με άμεση δυνητική επίδραση στην κατάληξη περί αξιοπιστίας. Σε σχέση με την οποία δεν υπάρχει χώρος για πιθανολόγηση από μέρους μας. Ενόψει αυτού καθίσταται αχρείαστη η απασχόληση με άλλα από τα τεθέντα ζητήματα.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο