(2002) 2 ΑΑΔ 522
[*522]11 Νοεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΝΙΚΟΛΑΟY ΚΩΜΟΔΡOΜΟΥ,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7063)
Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305(Α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε ― Παράλληλη έγερση ποινικής και πολιτικής διαδικασίας ― Κατά πόσο συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου ― Απόκλιση Εφετείου, κατά πλειοψηφία, από τις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη και Μ. & Μ. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd.
Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Αναστολή της δίκης ή απόρριψη της υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, χωρεί μόνο εφόσο απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου ― Η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς οποιαδήποτε νομοθετικη προέλευση ― Πως εμπεδώθηκε η σύμφυτη δικαστική εξουσία με την πάροδο του χρόνου ― Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και ανάλυση αυθεντιών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την ιδιωτική ποινική υπόθεση που καταχώρησε ο εφεσείων στις 21.5.98 εναντίον του εφεσίβλητου για έκδοση επιταγής για το ποσό των £6.000 προς όφελός του, η οποία όταν εμφανίστηκε στην Τράπεζα δεν εξοφλήθηκε λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η ποινική δίωξη έγινε κατά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο εξέτασε το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας αυτεπάγγελτα, η κατάχρηση [*523]προέκυπτε από τη χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την εξασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων του εφεσείοντος, ήτοι την ικανοποίηση δικαστικής απόφασης η οποία εκδόθηκε στις 15.9.98 κατά του εφεσίβλητου για ανάκτηση του ποσού της επιταγής σε πολιτική αγωγή με αρ. 4323/98 η οποία καταχωρήθηκε στις 3.6.98. Το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας επιστράφηκε, το Δεκέμβριο του 1998, ανεκτέλεστο. Υπήρχε σε ισχύ από 9.4.98 διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε κατ’ έφεση πως δεν υφίσταται νομικό κώλυμα στην παράλληλη έγερση ποινικής και πολιτικής διαδικασίας γιατί η κάθε μια εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό. Ο συνήγορος κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να αποκλίνει από τις αποφάσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 και Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, ως μη απηχούσες «τις ορθές αρχές δικαίου». Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης προσβάλλουν την ορθότητα των ακόλουθων συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
α) Ότι με την ποινική δίωξη ο εφεσείων απέβλεπε στην άσκηση πίεσης και τη χρησιμοποίησε ως μοχλό για να επιτύχει πληρωμή,
β) Ότι δεν προηγήθηκε της δίωξης καταγγελία στις Αστυνομικές Αρχές έτσι που να δικαιολογείται η πρωτοβουλία του εφεσείοντος και
γ) Ότι η αιτία που κατατέθηκε η δίωξη ήταν γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να εισπράξει την επιταγή με αστική διαδικασία.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να διευρύνει τη σύνθεσή του έτσι ώστε να επιληφθεί της υπόθεσης η πλήρης Ολομέλειά του.
Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία απαρτίζεται από τους Δικαστές Νικήτα, Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολαΐδη, Νικολάου, Κρονίδη και Κραμβή, σε απόφαση που έδωσε ο Νικήτας Δ., μετά από επισκόπηση και ανάλυση της σχετικής νομολογίας και αφού έλαβε υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εμπόριο σχετικά με τις ακάλυπτες επιταγές, που περιγράφονται στην απόφαση, αποφάνθηκε ότι δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας η παράλληλη καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης και η έγερση πολιτικής αγωγής για είσπραξη του ποσού επιταγής η οποία είχε εκδοθεί χωρίς αντίκρυσμα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προσέγγιση στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133 και M. & M. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 A.A.Δ. 717, υπήρξε λανθασμένη.
Οι Δικαστές Αρτεμίδης και Γαβριηλίδης συμφωνούν με την από[*524]φαση του Νικήτα Δ. για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα δεν υπεισέρχεται προς συζήτηση θέμα κατάχρησης της ποινικής διαδικασίας με την εμπλοκή οποιασδήποτε άλλης αστικής και ότι, ως εκ τούτου, η άποψη του Εφετείου στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (1999) 2 Α.Α.Δ. 299 είναι ορθή.
Η απόφαση της μειοψηφίας, που δόθηκε από τον Καλλή, Δ. και με την οποία συμφωνούν ο Πικής, Π. και οι Δικαστές Ηλιάδης και Χατζηχαμπής, κατέληξε με τη διαπίστωση ότι ο λόγος της Βασιλείου – και της μεταγενέστερης Μ & Μ Loizou Ltd – βρίσκει απόλυτο έρεισμα στην προηγούμενη νομολογία και επίσης ότι το Εφετείο στη Βασιλείου ορθά παραγνώρισε την Νεοφύτου.
Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Η υπόθεση επαναπέμφθηκε στον ίδιο δικαστή για να αποφασίσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και να πράξει ανάλογα με το αποτέλεσμα. Δεν εκδόθηκε διαταγή για έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ. 133,
Μ. & Μ. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 A.A.Δ. 717,
Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363,
Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,
Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (1999) 2 Α.Α.Δ. 299,
Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Σ.Ε.Κ. ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 619,
Metropolitan Bank v. Pooley [1885] 10 App. C. 210 (220),
Hunter v. Chief Constable of West Midlands a.o. [1981] 3 All E.R. 727,
Παπόρη ν. Maskinfabriken “510” A/S (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037,
[*525]R. v. Norwich Crown Court ex p. Belsham 1, W.L.R. 54,
Walpole v. Partidge and Wilson [1994] 1 All E.R. 385,
Director of Public Prosecutions v. Humphrys [1977] A.C. 1,
R. v. Oxford City Justices ex p. Smith 75 Crim. App. Rep. 200, 204,
R. v. Brentford Justices, ex. P. Wong, 73 Cr. App. Rep. 65,
R. v. Grays Justices, ex p. Low 88 Crim. App. R. 291 D.C.,
Διευθυντής Φυλακών ν. Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,
Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska DD, (1996) 1 A.A.Δ. 911,
Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478,
D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τον κατήγορο εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 10811/98), ημερομηνίας 17/1/2001, με την οποία ο κατηγορούμενος, ο οποίος διώχθηκε για το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Κονναρής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Νικήτας, Δ.. Με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Νικολάου, Κρονίδης και Κραμβής. Οι Αρτεμίδης, Δ. και Γαβριηλίδης, Δ. επίσης συμφωνούν με την απόφαση του Νικήτα, Δ. για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ..
Η απόφαση της μειοψηφίας θα δοθεί από τον Καλλή, Δ.. Εκτός από εμένα συμφωνούν με αυτή οι Δικαστές Ηλιάδης και Χατζηχαμπής.
[*526]ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών με τα δυσμενή παρεπόμενά της για τις εμπορικές συναλλαγές εξανάγκασαν το νομοθέτη να δημιουργήσει το ιδιώνυμο αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα. Για το σκοπό αυτό τροποποιήθηκε, με το Ν. 186/86, ο Ποινικός Κώδικας, για να ενσωματωθεί σ’ αυτόν το παραπάνω αδίκημα με το άρθρ. 305Α. Έκτοτε τροποποιήθηκε με το Ν. 36(1)/97, μεταξύ άλλων και για να διευρύνει την εξουσία των δικαστηρίων να τιμωρούν το αδίκημα με βαρύτερες κυρώσεις. Φαίνεται δε ότι μελετάται και νέα νομοθετική παρέμβαση. Η ιδιαίτερη αυτή ευαισθησία του νομοθέτη φανερώνει τις διαστάσεις του ζητήματος που, όντως, έχει προσλάβει τη μορφή μάστιγας για την ομαλή ροή των εμπορικών δοσοληψιών. Παράλληλα φέρνει στο προσκήνιο και την ανάγκη τόνωσης της τρωθείσας εμπορικής πίστης στην καθημερινή εμπορική ζωή.
Είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των υποθέσεων που κατέκλυσαν τα δικαστήρια και εξακολουθούν με την ίδια συχνότητα να φτάνουν σ’ αυτά. Η έφεση θίγει μια πτυχή του όλου ζητήματος, κεφαλαιώδους σημασίας, που άπτεται της σύμφυτης εξουσίας του δικαστηρίου να αναστέλλει, διακόπτει και απορρίπτει δικαστική διαδικασία όταν διάδικος τη χρησιμοποιεί για να καταπιέσει τον αντίδικό του ή για σκοπούς αλλότριους προς εκείνους του δικαίου. Χρειάζεται όμως πρώτα να παρακολουθήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες η κρινόμενη περίπτωση είχε αχθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού και σε τελευταίο στάδιο ενώπιον της πλήρους Ολομέλειας του Δικαστηρίου.
Ο εφεσίβλητος-κατηγορούμενος εξέδωσε προς όφελος του εφεσείοντα-κατήγορου επιταγή επί της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Μέσα Γειτονιάς με αριθ. 56131654 για το ποσό των ΛΚ6.000. Έφερε ημερομηνία 27.3.98. Η επιταγή κατατέθηκε αυθημερόν σε λογαριασμό, που διατηρούσε ο εφεσείων, σε τραπεζικό κατάστημα στη Λεμεσό. Επιστράφηκε όμως, όπως φαίνεται, στις 30.3.98, απλήρωτη, με τη στερεότυπη τραπεζική σημείωση, να αποταθεί ο εφεσείων για τους λόγους στον εκδότη της. Ο εφεσείων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, ζήτησε επανειλημμένα εξόφληση της επιταγής, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στη συνέχεια, στις 21.5.98, καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού την ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμ. 10811/98 κατά του εφεσίβλητου. Αντικείμενο της κατηγορίας ήταν η διάπραξη από τον τελευταίο του αδικήματος του άρθρ. 305Α. Ας σημειωθεί ότι η κρινόμενη έφεση καταχωρήθηκε, αφού ο εφεσείων εξασφάλισε την απαιτούμενη από το Γενικό Εισαγγελέα άδεια.
Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε τον Οκτώβριο του 1999. Ο [*527]εφεσείων κάλεσε 16 μάρτυρες. Όταν περατώθηκε η υπόθεσή του, ο εφεσίβλητος υπέβαλε, όπως είχε δικαίωμα, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Τα επιχειρήματα του αντέκρουσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, κατά την καθιερωμένη διαδικασία. Ο πρωτόδικος δικαστής δεν καταπιάστηκε με ό,τι έθεσαν οι δικηγόροι. Τον απασχόλησε το ζήτημα κατά πόσο υπήρξε κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών και το εξέτασε αυτεπάγγελτα, δοθέντος ότι ο εφεσείων είχε, στις 3.6.98, κινήσει την πολιτική αγωγή στο ίδιο Δικαστήριο με αριθμ. 4323/98 εναντίον του εφεσίβλητου για ανάκτηση του ποσού της επιταγής. Λήφθηκε απόφαση κατά του εφεσίβλητου για το ποσό αυτό στις 15.9.98. Ωστόσο, το ένταλμα εκποίησης κινητής περιουσίας επιστράφηκε, το Δεκέμβριο του 1998, ανεκτέλεστο. Υπήρχε σε ισχύ από 9.4.98 διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του εφεσίβλητου (εκδόθηκε στην αίτηση αρ. 284/97).
Παραθέτοντας εκτεταμένα αποσπάσματα από την απόφαση στην Σοφία Νικολάου Βασιλείου ν. Μάριου Μακρίδη (2000) 2 Α.Α.Δ.133 και μνημονεύοντας επίσης την M. & M. Loizou Ltd v. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717, που υιοθέτησε τη Βασιλείου και τις αιτιολογικές της σκέψεις, ο πρωτόδικος δικαστής, τερμάτισε τη δίωξη και απέρριψε την υπόθεση με τον ακόλουθο συλλογισμό:
« ................... η παρούσα δίωξη έχει κινηθεί παράλληλα με αστική διαδικασία, διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό και συνιστά κατάχρηση της ποινικής δίωξης καθότι σκοπός της είναι η είσπραξη της ισχυριζόμενης οφειλής και το Δικαστήριο έχει καθήκον να προστατεύσει τη διαδικασία για την οποία είναι ταγμένη η ποινική δίωξη και να ανακόψει την ποινική διαδικασία στο στάδιο αυτό.»
Σχολιάζοντας το διάταγμα παραλαβής, ο πρωτόδικος δικαστής είπε ότι η πολιτική αγωγή καταχωρήθηκε παρά την ύπαρξη τέτοιου διατάγματος από 9.4.98. Αν ακόμη υποτεθεί, συνέχισε, ότι ο εφεσείων δεν ήταν ενήμερος γιαυτό, εντούτοις ο ίδιος δεν προέβη στη διαδικασία επαλήθευσης στο γραφείο της Επίσημης Παραλήπτριας όταν πληροφορήθηκε το Δεκέμβριο του 1998 ότι αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ευοδώθηκε το μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο επέλεξε.
Θεώρησε ο πρωτόδικος δικαστής ότι ο εφεσείων αποσκοπούσε με τη δίωξη να εξαναγκάσει τον κατηγορούμενο να τον πληρώσει, φοβούμενος πιθανή καταδίκη του. Περαιτέρω δεν κατάγγειλε την υπόθεση στις Αστυνομικές Αρχές έτσι ώστε να δικαιολογείται η [*528]πρωτοβουλία του. Τη σκέψη του αυτή στήριξε πάλιν στη Βασιλείου, που επικαλείται την Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363 και τη ρήση του Λόρδου Diplock που, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα ιδιωτικής δίωξης, είπε ότι «it exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law». Τέλος, ο πρωτόδικος δικαστής χαρακτήρισε τη δίωξη ως μοχλό πίεσης παρομοιάζοντάς τη με δαμόκλεια σπάθη. Θεώρησε ότι το ελατήριο του εφεσείοντα δεν ήταν η εφαρμογή του ποινικού δικαίου με την τιμωρία του παρανομούντος. Προς τούτου ανέφερε:
«Η φραστική δήλωση στο Δικαστήριο ότι επιθυμεί (ο εφεσείων) την τιμωρία του κατηγορούμενου και αυτό θα έπραττε και εάν ακόμη επληρώνετο την επιταγή, αυτή παραμένει κενό γράμμα και δεν συνάδει τόσο με τις ίδιες τις προθέσεις του κατηγόρου όσο και με τη μαρτυρία που παρουσίασε.»
Αφού έχει τεθεί το υπόβαθρο, μπορούμε να στραφούμε στους λόγους της έφεσης. Η καρδιά του ζητήματος βρίσκεται στον πρώτο. Οι άλλοι βασικά ανακινούν τα επιμέρους ζητήματα και συμπεράσματα της πρωτόδικης απόφασης, που άπτονται και του πρώτου λόγου. Κατά την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, δεν υφίσταται νομικό κώλυμα για ταυτόχρονη καταχώριση ποινικής και πολιτικής διαδικασίας γιατί η καθεμιά εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό, την τιμωρία του κατηγορούμενου η πρώτη και την είσπραξη της οφειλής η δεύτερη. Και είναι νόμιμη η επιδίωξη και των δύο στόχων. Για το δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης ο συνήγορος αναφέρθηκε στην Ttofinis ανωτέρω, ενώ για την άσκηση της αγωγής στα άρθρα 38 και 59 του περί Συναλλαγματικών Νόμου, που αναγνωρίζουν αντίστοιχα το δικαίωμα του κατόχου συναλλαγματικών να εγείρει αγωγή και το δικαίωμα διεκδίκησης αποζημιώσεων που περιλαμβάνουν το ποσό της συναλλαγματικής / επιταγής.
Ο συνήγορος είπε ότι τα δύο δικαιώματα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Και υπογράμμισε ότι οποιοσδήποτε συσχετισμός ή αλληλεπίδραση εξαιτίας των προνοιών του άρθρ. 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148 έχει αρθεί με βάση τους τροποποιητικούς νόμους 87(1)/93 και 29(1)/2000. Η μόνη συνάρτηση είναι ότι η εξόφληση είναι ελαφρυντική περίσταση που λαμβάνει υπόψη το ποινικό δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ο κ. Ευτυχίου δέχθηκε ότι στις παραπάνω δύο αποφάσεις θε[*529]ωρήθηκε ότι η ποινική δίωξη από τους εφεσείοντες, παράλληλα με την καταχώρηση πολιτικής αγωγής, συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας γιατί με αυτή επιδιώχθηκε αλλότριος και καταπιεστικός σκοπός. Όμως, υπέδειξε ότι οι αποφάσεις εκείνες δεν απηχούν «τις ορθές αρχές δικαίου». Μας κάλεσε ωστόσο, με βάση τις αρχές απόκλισης από δεσμευτικό προηγούμενο, που εξηγεί η Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (335, 336), να μην τις ακολουθήσουμε. Αλλά να αναζητήσουμε τη σωστή αντιμετώπιση σε άλλη νομολογία που είτε άμεσα είτε έμμεσα εκφράστηκε αντίθετη γνώμη. Πρόκειται για τις αποφάσεις Σταύρος Νεοφύτου ν. Σάββα Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299 και Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου Σ.Ε.Κ. ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.ά. (Αρ. 2) (2000) 2 Α.Α.Δ. 619. Αυτός ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους είχε αποφασισθεί η διεύρυνση του Εφετείου που θα δίκαζε την υπόθεση έτσι ώστε να της επιληφθεί η πλήρης Ολομέλεια (βλ. απόφαση Εφετείου ημέρ. 11.12.01).
Τέλος, στα πλαίσια του ίδιου λόγου, έχει λεχθεί ότι δικαίωμα που παρέχει ο νόμος ή, όπως νομίζουμε ήθελε να πει ο συνήγορος, το κοινό δίκαιο, δεν μπορεί να υπαχθεί στη σύμφυτες εξουσίες του δικαστηρίου για να μπορεί να κατασταλεί.
Με τον επόμενο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος ότι με την ποινική υπόθεση ο εφεσείων απέβλεπε στην άσκηση πίεσης και τη χρησιμοποίησε ως μοχλό για να πετύχει πληρωμή. Ο συνήγορος ισχυρίστηκε ότι δεν έγινε από το δικαστήριο αξιολόγηση της μαρτυρίας και ότι εν πάση περιπτώσει η μαρτυρία δεν υποστήριζε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Βασικά διότι οι δύο διαδικασίες ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Ο εφεσείων δεν γνώριζε για το διάταγμα παραλαβής. Αν ήταν όμως ενήμερος θα γνώριζε, υπό την ιδιότητά του ως δικηγόρου, ότι δεν ήταν δυνατή η προώθηση δικαστικής διαδικασίας ή η πληρωμή από τον εφεσίβλητο της επιταγής. Μια τέτοια ενέργεια δεν ήταν δυνατή γιατί αντίκειται στις διατάξεις του άρθρ. 4, 9 και 41 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.
Ο τρίτος λόγος εστιάζεται στο συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι δεν προηγήθηκε της δίωξης καταγγελία στις Αστυνομικές Αρχές έτσι που να δικαιολογείται η πρωτοβουλία του εφεσείοντα. Με τον τελευταίο λόγο βάλλεται το συμπέρασμα του δικαστηρίου ότι η αιτία που κατατέθηκε η δίωξη ήταν γιατί ο εφεσείων δεν μπορούσε να εισπράξει την επιταγή με αστική διαδικασία. Και επανα[*530]λαμβάνονται τα προηγούμενα επιχειρήματα επί του θέματος.
Ο εφεσίβλητος ουσιαστικά με όσα αναφέρει στο περίγραμμα, αλλά και την ίδια την αγόρευσή του, υιοθετεί τους συλλογισμούς της εκκαλούμενης απόφασης χωρίς να προσθέτει ο,τιδήποτε καινούργιο. Μας αναφέρθηκε ότι και ο εφεσείων είναι πτωχεύσας. Ο ίδιος, κατά τη μαρτυρία του, είπε ότι του δόθηκε αναστολή του σχετικού διατάγματος, το οποίο όμως δεν παρουσίασε. Εν πάση περιπτώσει δεν είναι θέμα που τίθεται για εξέταση στην παρούσα διαδικασία.
Η αναστολή της δίκης ή η απόρριψη υπόθεσης για κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας χωρεί μόνο εφόσο απολήγει σε καταπίεση ή δυσμενή επηρεασμό του αντιδίκου. Η δικαιοδοσία για πάταξη τέτοιων περιπτώσεων είναι σύμφυτη χωρίς να έχει οποιαδήποτε νομοθετική προέλευση. Είναι μια εξουσία αυτονόητη και απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και την αξιοπιστία των θεσμών και μέσων επίτευξης των στόχων της. Υπήρξε βέβαια αντικείμενο συζητήσεων και πολλών δικαστικών αποφάσεων ποια δικαστήρια έχουν τέτοια αρμοδιότητα και για ποιούς σκοπούς μπορούσαν να την ασκήσουν.
Η πληρέστερη ανάπτυξη της θεωρίας της σύμφυτης δικαιοδοσίας έγινε ίσως από τον Sir Jack I.H. Jacob στο άρθρο του "The Inherent Jurisdiction of the Court" [1970] C.L.Ρ. 23, το οποίο άσκησε επιρροή στη διαμόρφωση και εξέλιξη της εξουσίας αυτής:
«....... the jurisdiction to exercise these powers was derived, not from any statute or rule of law, but from the very nature of the court as a superior court of law, and for this reason such jurisdiction has been called "inherent" ... the essential character of a superior court of law necessarily involves that it should be invested with a power to maintain its authority and to prevent its process being obstructed and abused. Such a power is intrinsic in a superior court; it is its very lifeblood, its very essence, its immanent attribute ... The jurisdiction which is inherent in a superior court of law is that which enables it to fulfil itself as a court of law. The juridical basis of this jurisdiction is therefore the authority of the judiciary to uphold, to protect and to fulfil the judicial function of administering justice according to law in a regular, orderly and effective manner.»
Με την πάροδο του χρόνου, η σύμφυτη δικαστική εξουσία εμπεδώθηκε σε διαφορετικούς κλάδους του δικαίου. Ένα παρά[*531]δειγμα στο οποίο εκδηλώθηκε είναι και η καταχρηστική προσφυγή στις διαδικασίες. Είναι πια εμπεδωμένο ότι επιβάλλεται η περιστολή της χρήσης διαδικασίας όταν διαστρεβλώνεται ο σκοπός ύπαρξής της. Χωρίς να θέλουμε ή να χρειάζεται να καλύψουμε όλη την ιστορία του θέματος είναι αξιοσημείωτο ότι ο προβληματισμός εντάθηκε από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και παραμένει μέχρι σήμερα ένα ζωντανό θέμα, παρόλο που οι βασικές συνισταμένες έχουν διευκρινιστεί. Στην Metropolitan Bank v. Pooley [1885] 10 App. C. 210 (220) ο Λόρδος Blackburn, χωρίς να αισθανθεί την ανάγκη να προσφύγει σε προηγούμενα, είπε:
«.......... from early times (I rather think, though I have not looked at it enough to say, from the earliest times) the Court had inherently the right to see that its process was not abused by a proceeding without reasonable grounds, so as to be vexatious and harassing – the court had the right to protect itself against such an abuse .... it was done ... by a summary order to stay the action which was brought under such circumstances as to be an abuse of the process of the Court.»
Ως προς τη νεώτερη αντίκριση του θέματος από την αγγλική νομολογία χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του Λόρδου Diplock στην Hunter ν. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727, 729:
".............. this is a case about abuse of the process of the High Court. It concerns the inherent power which any court of justice must possess to prevent misuse of its procedure in a way which, although not inconsistent with the literal application of its procedural rules, would nevertheless be manifestly unfair to a party to litigation before it, or would otherwise bring the administration of justice into disrepute among right-thinking people. The circumstances in which abuse of process can arise are very varied; those which give rise to the instant appeal must surely be unique. It would, in my view, be most unwise if this House were to use this occasion to say anything that might be taken as limiting to fixed categories the kinds of circumstances in which the court has a duty (I disavow the word discretion) to exercise this salutary power."
Ας σημειωθεί ότι η παραπάνω ανάπτυξη υιοθετείται από το Εφετείο μας στην Μιχάλη Παπόρη ν. Maskinfabriken «510» Α/S (1996) 1(B) A.A.Δ. 1037.
Στην υπόθεση R. v. Norwich Crown Court ex p. Belsham 1 [*532]W.L.R. 54 (στη σελ. 66), το Divisional Court θεώρησε (άποψη obiter) ότι ήταν προτιμητέα η θεωρία ότι οι σύμφυτες εξουσίες προέρχονται από το κοινοδίκαιο και είναι ανεξάρτητες από τις δικαιοδοτικές νομοθετικές διατάξεις.
Η αρχή εξετάστηκε και στην Walpole v. Partidge and Wilson [1994] 1 All E.R. 385, όπου ο δικαστής Ralph Gibson τόνισε πως το δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται σε κάθε περίπτωση ότι η διαδικασία είναι τόσο καθαρά και έντονα καταχρηστικής φύσεως ώστε να δικαιολογείται η καταστολή της με το κατάλληλο διάταγμα. Στην Director of Public Prosecutions v. Humphrys [1977] A.C. 1 ο Λόρδος Salmon σχολιάζοντας την αρχή καθόρισε και τα όριά της (στη σελίδα 46):
«I respectfully agree with [Lord Dilhorne] that a judge has not and should not appear to have any responsibility for the institution of prosecutions; nor has he any power to refuse to allow a prosecution to proceed merely because he considers that, as a matter of policy, it ought not to have been brought. It is only if the prosecution amounts to an abuse of the process of the court and is oppressive and vexatious that the judge has the power to intervene. Fortunately, such prosecutions are hardly ever brought but the power of the court to prevent them is, in my view, of great constitutional importance and should be jealously preserved.»
Σε πολλές περιπτώσεις η αγγλική νομολογία έχει υπογραμμίσει ότι η άσκηση τέτοιας δραστικής εξουσίας ασκείται φειδωλά. Βλέπε, για παράδειγμα, R. v. Oxford City Justices, ex p. Smith 75 Crim. App. Rep. 200, 204. Διαφαίνεται επίσης από αυτές ότι η κάθε υπόθεση εξετάζεται υπό το πρίσμα των δικών της πραγματικών περιστατικών. Βλ. Archbold, έκδ. 1995, παραγρ. 4-44β, σελ. 1/439, όπου δίνονται παραδείγματα στα οποία κρίθηκε πως υπήρξε κατάχρηση, καθώς και περιπτώσεις που αποφασίστηκε το αντίθετο. Από αυτές αναφέρουμε δύο. Στην R. v. Brentford Justices, ex. p. Wong, 73 Cr. App. Rep. 65 D.C., θεωρήθηκε κατάχρηση όταν ο κατήγορος κατέθεσε δίωξη, αλλά δεν επέδιδε για μερικούς μήνες την κλήση, με σκοπό να έχει την ευχέρεια να αποφασίσει αν τελικά θα την προωθούσε. Στην R. v. Grays Justices, ex p. Low 88 Crim. App. R. 291 D.C., δεν επιτράπηκε η συνέχιση ιδιωτικής ποινικής δίωξης σε σχέση με κατηγορία για την οποία οι διωκτικές αρχές απέσυραν προηγούμενη δίωξη κατά του κατηγορούμενου, αφού ο ίδιος δεσμεύθηκε να τηρεί την τάξη.
Την ίδια εξουσία καταστολής για κατάχρηση των διαδικα[*533]σιών έχουν τα κυπριακά δικαστήρια. Στη βασική υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα Τζεννάρο (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, ο Πικής Π., διέγραψε τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα και το σκοπό που τη διαπνέει, υπογραμμίζοντας ότι:
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι’ αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»
Στη μεταγενέστερη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska DD (1996) 1 A.A.Δ. 911, αναφέρονται όλες οι υποθέσεις στις οποίες συζητήθηκε το ζήτημα καθώς και κάποιες παράμετροι του, που εμφορούνται από το ίδιο πνεύμα. Αποφασίστηκε ότι:
«(α) Σε περιπτώσεις κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με επιδίωξη του ίδιου σκοπού με διαφορετικά ένδικα μέσα, το Δικαστήριο έχει στη διάθεσή του τόσο το μέτρο της απόρριψης όσο και εκείνο της αναστολής.»
Αξίζει όμως να σταθούμε στα γεγονότα. Έγιναν παράλληλα δύο όμοιες εφέσεις κατά των ίδιων αποφάσεων. Κραυγαλέα η περίπτωση. Όπως διαβάζουμε από τη σύνοψη:
«.......... δηλαδή επρόκειτο για δύο παράλληλες διαδικασίες ανεξάρτητες δικονομικά αλλά όμοιες ως προς το αντικείμενο τους και ως εκ τούτου προς αποτροπήν κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου η μεταγενέστερη έφεση θα έπρεπε να απορριφθεί.»
Πρέπει στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι το δικαίωμα του πολίτη – θύματος να προβεί σε ιδιωτική ποινική δίωξη δεν συναρτήθηκε στην [*534]Ttofinis με την καταγγελία της παράβασης στις αστυνομικές αρχές ή την άρνηση ή απροθυμία τους να την προωθήσουν. Πέραν τούτου, ο εντεινόμενος ρυθμός των σχετικών παραπόνων δεν επιτρέπει στην αστυνομία να ασχοληθεί με το σύνολο των περιπτώσεων. Γιαυτό και αφήνεται η δίωξη στα χέρια των ίδιων των παθόντων, όπως προκύπτει από τις υποθέσεις που έρχονται ενώπιόν μας.
Ως προς την παραπάνω παρατήρηση του Λόρδου Diplock, δεν φαίνεται από τα συμφραζόμενα να τέθηκε σαν όρος της δίωξης. Το σχετικό απόσπασμα από την Gouriet είναι από τη σελίδα 97:
«In English public law every citizen still has the right, as he once had a duty (though of imperfect obligation), to invoke the aid of courts of criminal jurisdiction for the enforcement of the criminal law by this procedure. It is a right which nowadays seldom needs to be exercised by an ordinary member of the public, for since the formation of regular police forces charged with the duty in public law to prevent and detect crime and to bring criminals to justice and the creation in 1879 of the office of Director of Public Prosecutions, the need for prosecutions to be undertaken (and paid for) by private individuals has largely disappeared; but it still exists and is a useful constitutional safeguard against capricious, corrupt or biased failure or refusal of those authorities to prosecute offenders against the criminal law.»
Στην Ttofinis υπογραμμίστηκε ότι το ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του νόμου καθώς και το συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους. Αναφορικά με τις συνταγματικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα στο θέμα των διώξεων και τις εξουσίες των αστυνομικών αρχών που τους παρέχει ο νόμος, η απόφαση του Πική, Π., διευκρινίζει ότι το δικαίωμα της ιδιωτικής δίωξης παραμένει ανεπηρέαστο.
«There is nothing in the Constitution neutralising the position at common law as regards private prosecutions. On the contrary, Article 113.2 is an empowering enactment conferring wide powers upon the Attorney-General with regard to prosecution, in addition and not in derogation of those vesting in other persons or authorities. Likewise, the power conferred upon Police authorities to prosecute under s.17(2) and s.19 of the Police Law-Cap. 285, is not exclusive but supplementary to the right of the victim of crime to prosecute the suspect.
[*535]Not every individual has the right of private prosecution. Only victims of crime have this right. Unlike the Roman Law, the common law never recognised actio popularis in any sphere.»
Υπέβοσκε πράγματι, όπως επισημάνθηκε, μια διαφορετική αντίληψη (από διαφορετικές συνθέσεις του Εφετείου) αναφορικά με περιπτώσεις επιταγών που ήταν αντικείμενο αγωγής και, παράλληλα, ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Στη Νεοφύτου (ημερ. 4.6.99) αντιμετωπίστηκε απευθείας το ερώτημα που αφορά κατάχρηση της διαδικασίας. Το επιχείρημα ωστόσο για μια τέτοια διαπίστωση δεν κατίσχυσε. Το δικαστήριο το απέρριψε γιατί, όπως στην ουσία έκρινε, στην ποινική διαδικασία βρίσκεται στην πλάστιγγα το θέμα ενοχής ή αθωότητας. Και σε περίπτωση καταδίκης το θέμα τιμωρίας. Κρίθηκε ότι το ελατήριο του κατήγορου ήταν στοιχείο άσχετο, αφού αυτό «δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του (κατηγόρου)». Είναι πιστεύουμε αυτό το πνεύμα της απόφασης. Στη μεταγενέστερη υπόθεση Ταμείο Πρόνοιας Σ.Ε.Κ., επιβάλλοντας ποινή στον εφεσίβλητο, αφού ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, το Εφετείο δεν έλαβε καθόλου υπόψη το γεγονός πως υπήρχε παράλληλη αστική διαδικασία. Είναι όμως σωστό να λεχθεί ότι δεν υπήρξε συζήτηση επί του θέματος.
Οι υποθέσεις Βασιλείου και Μ. & Μ. Λοΐζου Λτδ., ήταν μεταγενέστερες (εκδόθηκαν στις 24.2.00 και 29.12.00 αντίστοιχα). Η Νεοφύτου, που σχολιάστηκε και στις δύο, δεν ακολουθήθηκε. Για το λόγο ότι η υπόθεση εκείνη δεν εξετάστηκε, υπό το πρίσμα της προηγούμενης νομολογίας μας, με την οποία, όπως ελέχθη, συγκρούεται. Στη Βασιλείου παρατίθεται και απόσπασμα από την αντεξέταση του κατηγόρου στην οποία ρητά παραδέχεται ότι σκοπός και των δύο διαδικασιών που κίνησε κατά του εκδότη των επιταγών ήταν η είσπραξη της οφειλής. Αφού αναλύθηκε η νομολογία αποφασίστηκε ότι:
«Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.»
Είναι φανερό πως έπαιξε καταλυτική επίδραση η δήλωση του κατηγόρου αναφορικά με τα ελατήρια του. Όμως, κατά τη γνώμη μας, το πώς εκείνος βλέπει το σκοπό της διαδικασίας δεν μπορεί να [*536]έχει αποφασιστική σημασία. Σημασία έχει, όπως διευκρινίζει η Ttofinis και η παραπάνω αγγλική νομολογία, ότι ο παθών μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του, άσχετα από οποιαδήποτε ελατήρια του που δεν λείπουν και από άλλης φύσεως διώξεις. Η αντίδραση του κατηγόρου στη Βασιλείου βρίσκεται μέσα στο συνηθισμένο ανθρώπινο μέτρο, αλλά αυτό δεν προσδιορίζει το δικαίωμα ούτε αλλοιώνει το σκοπό της διαδικασίας. Αυτή καθαυτή η δίωξη δεν υποβοηθά ούτε σκοπεί στην είσπραξη της απαίτησης. Άλλωστε στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων είπε ουσιαστικά ότι επιδίωκε την τιμωρία του εφεσιβλήτου και όχι την ικανοποίηση της απαίτησης. Διερωτόμαστε αν μια τέτοια απάντηση, σε περίπτωση που γινόταν δεκτή, θα διέσωζε τη διαδικασία. Θα καθιερώναμε όμως τότε ένα πλασματικό κριτήριο. Θα μπορούσε επίσης να λεχθεί ότι ένα από τα κύρια αιτιολογικά στηρίγματα της Βασιλείου είναι η αγγλική νομολογία, η οποία αφορά σε πτωχευτικές και άλλες διαδικασίες στις οποίες κατεστάλη η έκδηλη επιδίωξη παράλληλου ωφελήματος, παντελούς ξένου και ανεξάρτητου από τη φύση ή το σκοπό ή τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαδικασίας. Η διάκριση με την προκείμενη περίπτωση είναι εμφανής.
Προλογίζουμε τη συνέχεια με ό,τι ανέφερε ο Λόρδος Denning στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 1 W.L.R. 478, μιλώντας για τη δικαστική διαδικασία στη σελίδα 489:
«It is abused when it is diverted from its true cause so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end.»
Την επίσης σχετική υπόθεση D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, παραθέτει και σχολιάζει ως εξής ο Archbold στη σελίδα 1/439:
«In D.P.P. v. Hussain, The Times, June 1, 1994, the Divisional Court reiterated the exceptional nature of an order staying proceedings on the ground of abuse of process and stated that such an order should never be made where there were other ways of achieving a fair hearing of the case, still less where there was no evidence of prejudice to the defendant.»
Κατά ποίον τρόπον εδώ, φαίνεται τόσο έντονα ώστε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της καταστολής, η προκατάληψη σε βάρος του εφεσίβλητου ή κατά μείζονα λόγο αποτελεί εκβιαστικό μέτρο η ποινική δίωξη. Δεν βλέπουμε πώς πετυχαίνουν οι σκοποί του δικαίου με το να αφεθεί ατιμώρητος ο παραβάτης (δεν αναφερόμαστε σ’ αυτή [*537]την περίπτωση για την οποία δεν εκφράζουμε άποψη) επειδή λήφθηκε προηγουμένως απόφαση εναντίον του, η οποία δεν εκτελέστηκε. Έχοντας μάλιστα υπόψη τις συνθήκες που επικρατούν στο εμπόριο σχετικά με τις ακάλυπτες επιταγές, που περιγράψαμε στην αρχή. Φυσικά ο φόβος της τιμωρίας είναι συνυφασμένος με τη σωφρονιστική πολιτική του ποινικού δικαίου. Δε συνιστά όμως κατάχρηση. Δε συμφωνούμε, με κάθε σεβασμό προς τους συναδέλφους μας με τις υποθέσεις Βασιλείου και Λοΐζου Λτδ. Η προσέγγιση υπήρξε, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένη.
Η έφεση επιτρέπεται. Η εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση ημερομηνίας 17.1.2000 ακυρώνεται. Υπό τις συνθήκες, η υπόθεση επαναπέμπεται στον ίδιο πρωτόδικο δικαστή για να αποφασίσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και να πράξει ανάλογα με το αποτέλεσμα. Δεν θα επιδικάσουμε έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση που έδωσε ο αδελφός δικαστής Νικήτας. Θέλω μόνο να σταθώ σε δυο σημεία για να εκφράσω τις δικές μου σκέψεις. Με εκπροσωπούν απόλυτα οι εναρκτήριες παρατηρήσεις στην απόφαση, μέσα από τις οποίες αναδύεται το τεράστιο πρόβλημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Είναι καλά γνωστή η νομολογιακή αρχή πως η έκδοση επιταγής ισοδυναμεί με πληρωμή τοις μετρητοίς. Αυτός δηλαδή που εκδίδει επιταγή χρησιμοποιεί απλώς την εντολή προς την τράπεζα του για να πληρωθεί ο δικαιούχος, αντί να του δώσει μετρητά. Επομένως, το σύστημα αυτό της συναλλαγής δεν μπορεί να εξουδετερώνεται μέσω της άρνησης τίμησης της επιταγής. Ο νομοθέτης βέβαια μέσα στα πλαίσια του συντάγματος έχει απόλυτη εξουσία ρύθμισης του θέματος.
Το άρθρο 305Α, που με τον Ν.186/86 ενσωματώθηκε στον ποινικό κώδικα, δημιούργησε το αδίκημα της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα με προβλεπόμενη ποινή φυλάκιση ή και πρόστιμο. Έxω ταπεινά τη γνώμη πως εφόσον συγκεκριμένη συμπεριφορά ποινικοποιείται παρέχεται το δικαίωμα στον πολίτη, όταν τηρηθούν βεβαίως οι πρόνοιες του νόμου, ως ιδιώτης κατήγορος να προσάψει κατηγορία εναντίον προσώπου, το οποίο, σύμφωνα με την εισήγηση του κατηγόρου, παραβίασε την ποινική νομοθεσία, όπως έγινε στην υπόθεση που μας απασχόλησε. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν υπεισέρχεται, κατά τη γνώμη μου, προς συζήτηση θέμα κατάχρησης της ποινικής διαδικασίας με την εμπλοκή οποιασδήποτε άλλης αστικής. Οι δυο διαδικασίες είναι απόλυτα διαχωρισμένες. Κατά συνέπεια ορθή ήταν η άποψη που εκφράσαμε ως εφετείο στην υπόθεση Νεόφυτου Κυριακίδη, όπως εξηγεί στην απόφαση του ο αδελφός δικαστής Νικήτας.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) την κατηγορία της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των άρθρων 305Α (1)* και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως προστέθηκε με το Νόμο 186/86 και τροποποιήθηκε με το Νόμο 36(Ι)/97). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος ο εφεσίβλητος στις 27.3.98 εξέδωσε επιταγή για το ποσό των £6000 προς όφελος του εφεσείοντα η οποία όταν εμφανίσθηκε στην Τράπεζα, σε εύλογο χρονικό διάστημα, από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της και παρέμεινε απλήρωτη πέραν των επτά ημερών από την εν λόγω παρουσίαση.
Στο στάδιο της εξέτασης της εισήγησης της υπεράσπισης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το θέμα της κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εκ μέρους του εφεσείοντα. Η πορεία που επέλεξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο συνάδει με τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Μακρίδη (2000) 2 A.A.Δ. 133 και M. & M. Lοizou Ltd κ.ά. ν. Jumbo Investments Ltd (2000) 2 Α.Α.Δ. 717 (απόφασεις Πική, Π.).
Μετά από εκτεταμένη παράθεση της μαρτυρίας και αποσπασμάτων από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις το Πρωτόδικο Δικαστή[*539]ριο έκαμε τις πιο κάτω διαπιστώσεις:
(1) Η επιταγή βάσει της οποίας ασκήθηκε η ποινική δίωξη εναντίον του κατηγορουμένου φέρει ημερομηνία πληρωμής 27.3.98. Την ίδια ημέρα παρουσιάσθηκε και κατατέθηκε από τον κατήγορο (εφεσείοντα) σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου σε λογαριασμό του ο οποίος πιστώθηκε με το ποσό των £6000 που αναγράφετο επ’ αυτής.
(2) Η επιταγή επεστράφη στον κατήγορο (εφεσείοντα) απλήρωτη με σχετική σημείωση.
(3) Ο κατήγορος (εφεσείων) δεν κατάγγειλε τον εφεσίβλητο στην Αστυνομία μόλις έλαβε γνώση της παρανομίας του. Αντίθετα του έδωσε προθεσμία 15 ημερών για να του πληρώσει το ποσό της επιταγής. Πρόσθετα του τηλεφώνησε πολλές φορές και ζητούσε να του πληρώσει την επιταγή.
(4) Η παρούσα υπόθεση καταχωρήθηκε στις 4.5.98, δύο σχεδόν μήνες μετά την έκδοση της επιταγής. Ακολούθως στις 3.6.98 καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού πολιτική αγωγή με αρ. 4323/99 με τον κατήγορο (εφεσείοντα) ως ενάγοντα και τον κατηγορούμενο (εφεσίβλητο) ως εναγόμενο «με την διεκδίκηση από τον πρώτο ως η έκθεση απαίτησης, του ίδιου ποσού και βάσει της ίδιας επιταγής». Στις 15.9.98 εκδόθηκε εναντίον του εφεσίβλητου (εναγομένου στην πιο πάνω αγωγή) απόφαση για ολόκληρο το ποσό της επιταγής πλέον τόκους και έξοδα.
(5) Στις 9.4.98 εκδόθηκε εναντίον του κατηγορούμενου (εφεσίβλητου) διάταγμα παραλαβής.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα εξής συμπεράσματα:
(α) Ότι ο κατήγορος (εφεσείων) δεν κατήγγειλε τον εφεσίβλητο στις αστυνομικές αρχές «για να δικαιολογείται η ποινική δίωξη».
(β) Ο κατήγορος (εφεσείων) καθυστέρησε στην καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης και δίωξης του παραβάτη «έχοντας στα χέρια του ως δαμόκλειο σπάθη και μοχλό καταπίεσης εναντίον του κατηγορούμενου προς είσπραξη του λαβείν του την ίδια την ποινική διάταξη που προβλέπει το σχετικό αδίκημα».
[*540](γ) Λόγω του διατάγματος παραλαβής «καμιά πληρωμή δεν μπορούσε να καταβάλει» στον κατήγορο (εφεσείοντα) ο κατηγορούμενος (εφεσίβλητος) και με την ποινική δίωξη ο κατήγορος (εφεσείων) προσδοκούσε υπό την απειλή πιθανής καταδίκης, ως τελευταίο μέσο, την είσπραξη της επιταγής.
(δ) Ο λόγος που ο κατήγορος (εφεσείων) δεν κατάγγειλε την υπόθεση στις αστυνομικές αρχές αμέσως μόλις περιήλθε σε γνώση του η διάπραξη του αδικήματος εκ μέρους του κατηγορούμενου (εφεσίβλητου) ήταν γιατί από την αρχή δεν είχε πρόθεση την τιμωρία του παραβάτη αλλά την είσπραξη του λαβείν του μέσω της χρήσης της ποινικής διαδικασίας και έτσι της ευχέρειας εκ μέρους του διαπραγμάτευσης του τρόπου πληρωμής της. Η φραστική δήλωση στο Δικαστήριο ότι επιθυμεί την τιμωρία του κατηγορουμένου (εφεσίβλητου) και αυτό θα έπραττε και εάν ακόμη επληρώνετο την επιταγή, αυτή παραμένει κενό γράμμα και δεν συνάδει τόσο με τις ίδιες τις προθέσεις του κατηγόρου όσο και με τη μαρτυρία που παρουσίασε.
(ε) Ο κατήγορος (εφεσείων) αν και είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής από τις 9.4.98 έναντι του κατηγορουμένου (εφεσίβλητου) εντούτοις κατεχώρησε και αστική αγωγή στις 3.6.98. Έστω ακόμη αν υποτεθεί ότι περιήλθε εις γνώση του αυτό το γεγονός τον Δεκέμβρη του 1998 μετά από την επιστροφή του εντάλματος κινητών στην αστική υπόθεση σε κανένα διάβημα δεν προέβηκε απέναντι στον επίσημο παραλήπτη για να δηλώσει και επαληθεύσει την οφειλή του κατηγορουμένου (εφεσίβλητου) προς τον ίδιο, γιατί προσδοκούσε στην είσπραξη των χρημάτων του από τον κατηγορούμενο (εφεσίβλητο) από το φόβο ενδεχόμενης καταδίκης του.
(στ) Πρόθεση και σκοπός του κατηγόρου (εφεσείοντα) με την προώθηση παράλληλης με την αστική διαδικασία, ποινικής διαδικασίας που υπερσκέλισε την αστική διαδικασία και με τον τρόπο που χειρίστηκε την αστική υπόθεση, κατέληξε η ποινική διαδικασία να αποτελέσει ασφυκτικό βραχίωνα και καταπιεστικό μέτρο εναντίον του κατηγορουμένου (εφεσίβλητου) με μοναδικό στόχο την είσπραξη του λαβείν του.
Σε σχέση με την καθυστέρηση (βλ. παραγ. (β), πιο πάνω) το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι η αναφορά του στην καθυστέρηση καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης είναι «για να καταδείξει την πραγματική βούληση του κατήγορου (εφεσείοντα) [*541]ως προς τον σκοπό του που δεν ήταν άλλος από την είσπραξη του ποσού της επιταγής και όχι ως προς την χρονική καθυστέρηση καταχώρησης αυτής ταύτης της ποινικής υπόθεσης».
Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική του κρίση «ανέκοψε και τερμάτισε την ποινική δίωξη». Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Κρίνω ότι η παρούσα δίωξη έχει κινηθεί παράλληλα με αστική διαδικασία, διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό και συνιστά κατάχρηση της ποινικής δίωξης καθότι σκοπός της είναι η είσπραξη της ισχυριζόμενης οφειλής και το Δικαστήριο έχει καθήκον να προστατεύσει τη διαδικασία για την οποία είναι ταγμένη η ποινική δίωξη και να ανακόψει την ποινική διαδικασία στο στάδιο αυτό.
Θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι δεν είναι μόνο στην άσκηση παράλληλης διαδικασίας και φανέρωσης σκοπού άλλου απ’ αυτό που συνεστήθη η διαδικασία που υπάρχει κατάχρηση διαδικασίας, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση όπου μέσα από τη μαρτυρία και τα γεγονότα προβάλλεται και φανερώνεται ο αληθινός και πραγματικός σκοπός της χρήσης της διαδιακασίας, ο οποίος διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό, όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτής της ποινικής διαδικασίας, και δεν είναι ίδιος μ’ αυτό για τον οποίο συνηστήθη, τάχθηκε, υπάρχει και προορίζεται (Βλέπε τις αποφάσεις που αναφέρθησαν πιο πάνω).»
Η έφεση.
Έχουν προβληθεί λόγοι έφεσης σε σχέση τόσο με τις πιο πάνω διαπιστώσεις και συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και με την τελική κρίση του.
Ο κ. Ευτυχίου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υποστήριξε ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η παρούσα ποινική δίωξη έγινε κατά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Ο ευπαίδευτος συνήγορος, με αναφορά στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363, 368, 369 υπέβαλε ότι το δικαίωμα του πολίτη που είναι το θύμα εγκλήματος να ασκήσει ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον του δράστη του εγκλήματος συνιστά δικαίωμα που συμβαδίζει με το κοινό συμφέρον για την εφαρμογή του Νόμου. Περαιτέρω ο κ. Ευτυχίου έκαμε αναφορά στην Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] [*542]3 All E.R. 70 (H.L.). Υπέδειξε ότι «το δικαίωμα του θύματος εγκλήματος για άσκηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης του δράστη εγκλήματος δεν περιορίζεται ως συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των Αρχών να προβούν στη δίωξη του δράστη εγκλήματος». Αντίθετα – σύμφωνα με τον κ. Ευτυχίου – στην υπόθεση Couriet (πιο πάνω) αναγνωρίστηκε η σημασία του δικαιώματος που παρέχεται στο θύμα εγκλήματος να ασκήσει ιδιωτική ποινική δίωξη εναντίον του δράστη του εγκλήματος ως του συνηθισμένου τρόπου εφαρμογής του ποινικού νόμου για την τιμωρία του δράστη του εγκλήματος παρ’ όλο ότι σήμερα την κύρια ευθύνη την έχουν αναλάβει οι Αρμόδιες Αρχές του Κράτους. Υπέβαλε, επίσης, ότι το δικαίωμα που παραχωρείται ρητά σε πολίτη από νομοθετικές διατάξεις «ως είναι το δικαίωμα του εφεσείοντα να ασκήσει ιδιωτική ποινική δίωξη και/ή πολιτική αγωγή για την τιμωρία του δράστη και την ανάκτηση του ποσού της επιταγής αντίστοιχα δεν μπορεί να κατασταλεί μέσα στα πλαίσια των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου για αποτροπή κατάχρησης της διαδικασίας». Δεν υπάρχει – συνέχισε ο κ. Ευτυχίου – στο νομικό σύστημα της Κύπρου «οποιοσδήποτε συσχετισμός και/ή επίδραση μεταξύ ποινικής υπόθεσης και πολιτικής αγωγής έτσι που η μια υπόθεση να μπορεί να εξουδετερώσει την άλλη».
Ήταν περαιτέρω η εισήγηση του κ. Ευτυχίου ότι το δικαίωμα του εφεσείοντα να καταχωρήσει ιδιωτική ποινική δίωξη και πολιτική αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου για την τιμωρία του «προς εφαρμογή του ποινικού Νόμου και ανάκτηση του ποσού της επίδικης επιταγής αντίστοιχα βασίζεται σε ρητές νομοθετικές διατάξεις και/ή κανόνες δικαίου». Η διεκδίκηση του πιο πάνω δικαιώματος με την προσφυγή του στο Δικαστήριο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1 του Συντάγματος και το άρθρο 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση) που κυρώθηκε με το Ν 39/62. Το υπό των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων – συμπλήρωσε ο κ. Ευτυχίου – «κατοχυρούμενο δικαίωμα του εφεσείοντα προσφυγής στη δικαιοσύνη για την άσκηση δικαιώματος του ως πιο πάνω αναφέρεται συνιστά απόλυτο δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να ανασταλεί αν και μπορεί να ρυθμιστεί με Νόμο. Όμως δεν μπορεί το πιο πάνω δικαίωμα να ρυθμιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε η προσφυγή του δικαιώματος τούτου να επηρεάζεται ή ματαιώνεται».
Σύμφωνα με τον κ. Ευτυχίου το σκεπτικό των αποφάσεων στις υποθέσεις Βασιλείου και M. & M. Loizou Ltd (πιο πάνω) δεν αντανακλά με σαφήνεια τις σωστές αρχές δικαίου αναφορι[*543]κά με το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη να διεκδικήσει τόσο με καταχώριση ποινικής δίωξης όσο και με αγωγή την τιμωρία του αδικοπραγούντα και επανόρθωση για την απώλεια που έχει υποστεί αντίστοιχα.
Ο κ. Ευτυχίου έκαμε αναφορά στην Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, 278, 299 καθώς και στην Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Industry Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 619, στις οποίες, σύμφωνα με την εισήγηση του, δεν έχει ληφθεί καθόλου υπόψη το γεγονός ότι υπήρχε παράλληλη αστική διαδικασία. Αντίθετα θεωρήθηκε ότι η καταβολή του ποσού της επίδικης επιταγής εκκρεμούσης της ποινικής διαδικασίας συνιστούσε στοιχείο θετικό για μετριασμό της ποινής.
Ήταν η εισήγηση του πως οι πιο πάνω δύο αποφάσεις αντανακλούν τις σωστές αρχές δικαίου σε ότι αφορά την ερμηνεία του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η ύπαρξη παράλληλης αστικής διαδικασίας με την άσκηση της ποινικής δίωξης δεν συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου.
Τέλος – σε σχέση με τον πρώτο λόγο της έφεσης – ο κ. Ευτυχίου έκαμε αναφορά στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336, στην οποία έχουν τεθεί οι αρχές που επιτρέπουν την απόκλιση από προηγούμενη δικαστική απόφαση. Υπέβαλε ότι το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει τις σωστές αρχές δικαίου όπως εξάγονται από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις αποφάσεις Κυριακίδης και Σ.Ε.Κ. (πιο πάνω).
Με το δεύτερο λόγο της έφεσης προσβάλλονται τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο της επίδικης κρίσης του περί κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας. Ο κ. Ευτυχίου, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα σχετικά – επίδικα – συμπεράσματα του «χωρίς πρώτα να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και να καταλήξει σε ευρήματα ως προς την αξιοπιστία της».
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω εισήγηση του ο κ. Ευτυχίου υπέβαλε ότι οι λόγοι στους οποίους το Πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε για να καταλήξει στην εκκαλούμενη απόφαση του δεν «βασίζονται και/ή ούτε υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία».
[*544](Α) Πρώτος λόγος της Έφεσης:
Το σκεπτικό των αποφάσεων στις υποθέσεις Βασιλείου και M. & M. Loizou (πιο πάνω) δεν αντανακλά με σαφήνεια τις σωστές αρχές δικαίου και ότι οι αποφάσεις στις υποθέσεις Νεοφύτου και Σ.Ε.Κ. (πιο πάνω) αντανακλούν τις σωστές αρχές δικαίου σε ό,τι αφορά την ερμηνεία του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα.
Θα πραγματευθούμε πρώτα τις πιο πάνω δύο εισηγήσεις του κ. Ευτυχίου αφού εξετάσουμε τί έχει αποφασισθεί στις 4 πιο πάνω υποθέσεις με τη σειρά έκδοσής τους.
Η Νεοφύτου είναι η πρώτη απόφαση. Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος από το Εφετείο σε δύο κατηγορίες για διάπραξη ισάριθμων αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα. Στη διάρκεια της αγόρευσης του για μετριασμό της ποινής ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε πως ο κατήγορος καταχράστηκε της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Και τούτο γιατί ενώ ενήγαγε τον εφεσίβλητο στο πολιτικό Δικαστήριο για είσπραξη της απαιτήσεως του, προχώρησε εναντίον του και με ποινική δίωξη με τον ίδιο στόχο. Η θέση αυτή του δικηγόρου προέκυψε από την απάντηση που έδωσε ο κατήγορος σε ερώτηση του, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γιατί προχώρησε με την ποινική δίωξη και αυτός απάντησε: «για να εισπράξω τα χρήματα μου». Με αυτό το δεδομένο, ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε πως η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός πως ο κατήγορος χρησιμοποίησε παράλληλα την ποινική δίωξη με σκοπό να εισπράξει το λαβείν του, ενώ η φύση της ποινικής διαδικασίας είναι για να κριθεί η ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, και στην περίπτωση που βρίσκεται ένοχος, να τιμωρηθεί.
Το Εφετείο (απόφαση Αρτεμίδη, Δ.) απέρριψε την εισήγηση. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Συμφωνούμε όμως πως, ο σκοπός της ποινικής διαδικασίας είναι για να διαπιστωθεί η ενοχή του κατηγορουμένου, που μπορεί βεβαίως να απολήξει και στην αθωότητα του, και σε περίπτωση καταδίκης του η τιμωρία του με την επιβολή της αρμόζουσας ποινής. Αυτό είναι και το έργο μας στην παρούσα υπόθεση, ανεξάρτητα από τα ελατήρια που ώθησαν τον κατήγορο στην έναρξη της ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου, [*545]που έγινε βεβαίως αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, και που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του.»
Η Βασιλείου (πιο πάνω) είναι η δεύτερη απόφαση. Στην υπόθεση εκείνη η εφεσείουσα εξέδωσε 4 επιταγές για μεγάλα χρηματικά ποσά (£79.100,00) τις οποίες παρέδωσε στον εφεσίβλητο. Οι επιταγές δεν εξαργυρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.
Ο εφεσίβλητος προέβη στην ποινική δίωξη της εφεσείουσας, κατηγορώντας την για τη διάπραξη αντίστοιχων, προς τον αριθμό των επιταγών, αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Παράλληλα, ήγειρε αγωγή εναντίον της (εφεσείουσας) προς ανάκτηση του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, μέσω της αστικής διαδικασίας.
Στην ποινική δίκη ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι κίνησε και τις δύο διαδικασίες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, την είσπραξη του οφειλόμενου σ’ αυτό ποσού. Αντεξεταζόμενος δήλωσε:-
«Ε. Συμφωνείτε ότι έχετε καταχωρήσει δυο διαδικασίες ενώπιον δύο Δικαστηρίων για να εισπράξετε τα χρήματά σας;
Α. Μάλιστα.
Ε. Και όχι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό;
Α. Όχι.»
Η εφεσείουσα υπέβαλε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η έναρξη και προώθηση της ποινικής δίωξης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου η οποία έπρεπε να κατασταλεί. Σκοπός της δίωξης, εισηγήθηκε, δεν ήταν η καταδίκη της και, αλληλένδετα προς αυτή, η κατίσχυση του δικαίου αλλά η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή χάριν της ανάκτησης της οφειλής που διεκδικούσε o εφεσίβλητος. Η θέση της εφεσείουσας δεν έγινε δεκτή υπό το φως της απόφασης Νεοφύτου (πιο πάνω).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα ένοχη και στις τέσσερις κατηγορίες και την καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών. Η εφεσείουσα άσκησε έφεση. Επεδίωξε τον παραμερισμό της καταδίκης της λόγω κατάχρησης της [*546]διαδικασίας. Ο συνήγορος της υπέβαλε ότι η απόφαση στη Νεοφύτου (πιο πάνω), στην οποία εδράζεται η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη και νομολογιακά αδύναμη εφόσον εκδόθηκε χωρίς αναφορά και χωρίς να ληφθούν υπόψη προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντίθετες προς το λόγο της. Υπέβαλε περαιτέρω ότι η νομολογία υποστηρίζει ότι η χρήση δικαστικής διαδικασίας για αλλότριο σκοπό καθώς και η χρήση περισσότερων διαδικασιών της μιας για τον ίδιο σκοπό, συνιστά κατάχρηση την οποία το Δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία να ανακόψει και να καταστείλει με μέσα ανάλογα με την ανάγκη η οποία προκύπτει. Παρέπεμψε στις αποφάσεις Constantinides v. Vima Ltd. (1983) 1 C.L.R. 348· Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248· Castanho v. Brown & Root (UK) Ltd [1981] 1 All E.R. H.L. 143.
Το Εφετείο (απόφαση Πική, Π.) αναφέρθηκε στα νομολογηθέντα στις 4 πιο πάνω υποθέσεις καθώς και στις υποθέσεις Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 2 All E.R. 566 (C.A.), Church of Scientology v. DHSS [1979] 3 All E.R. 97 (C.A.), Διευθυντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Re Beogradska D.D. (1996) 1 Α.Α.Δ. 911, Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212, Re Majory, Re A Debtor [1955] 2 All E.R. 65, Re A Judgment Summons [1953] 1 All E.R. 424, Re Shaw [1928] Ch. 206. Στη συνέχεια έκαμε αναφορά στην Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261, στην οποία κρίθηκε ότι προηγούμενη απόφαση του Εφετείου εστερείτο νομολογιακού κύρους, διότι λήφθηκε χωρίς αναφορά και κατ’ αντίθεση προς το λόγο προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Κρίθηκε, επίσης, ότι η απόφαση άφησε ακλόνητη την επί του θέματος «ισχυρή γραμμή της νομολογίας από την οποία αποτελεί αδικαιολόγητη παρέκκλιση». Κατά συνέπεια ο λόγος της αγνοήθηκε. Έκαμε, επίσης, αναφορά στην Ιωσηφίδη ν. Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 490, στην οποία απηχούνται ανάλογες αρχές ως προς τη νομολογιακή αποδυνάμωση απόφασης η οποία εκδίδεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος το οποίο πραγματεύεται. Αναφέρθηκε, επίσης, στη Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το δικαστικό προηγούμενο. Διευκρίνισε ότι το κύρος της απόφασης του Εφετείου δεν εξασθενεί για το λόγο και μόνο ότι δεν γίνεται αναφορά και δεν εξετάζεται μια ή περισσότερες αποφάσεις που εκδόθηκαν επί του θέματος που πραγματεύεται απόφαση του Εφετείου. Όπως εξηγείται στην Johnson v. Agnew [1978] 3 All E.R. 314 (C.A.), η απόφαση θεωρείται ότι εκ[*547]δόθηκε “per incuriam” μόνο όπου ως αποτέλεσμα της παράλειψης αναφοράς στην προηγούμενη νομολογία η σχετική απόφαση δεν αντανακλά τις αρχές δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής.
Ακολούθως το Εφετείο κατέληξε ως εξής:
«Στη Νεοφύτου, η αρχή η οποία υιοθετείται διατυπώνεται χωρίς αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίθετα προς το λόγο της ως προς τις αρχές της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου· νομολογία η οποία ενσωματώνει την ορθή αρχή δικαίου. Για τούτο ο λόγος της καθίσταται ανίσχυρος. Προκύπτει από τη δοθείσα μαρτυρία και από τη συνάρτηση της ποινικής προς την αστική υπόθεση, ότι σκοπός του εφεσίβλητου με την έγερση και προώθηση της ποινικής δίωξης, ήταν η εξασφάλιση της διεκδικούμενης από την εφεσείουσα, οφειλής. Αυτό επιμαρτυρείται και από το γεγονός ότι καμιά καταγγελία δεν έγινε στις αστυνομικές αρχές για τα αδικήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της διώξης.
Το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη όπως αναγνωρίζεται στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363. To δικαίωμα αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των αρχών να προβούν στη δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Λόρδου Diplock στην Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70 (HL). Κατά τα άλλα η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος. (Βλ. Άρθρο 17(2) και Άρθρο 17, του περί Αστυνομίας Νόμου - Κεφ. 285.) Εγκλήματα του ποινικού κώδικα κατά κανόνα καταγγέλλονται στις αστυνομικές αρχές, διερευνούνται και αποτελούν το αντικείμενο αστυνομικής δίωξης λόγω των ευρύτερων επιπτώσεων στο δημόσιο. Δεν αποκλείεται όμως η δίωξη του δράστη από το θύμα του εγκλήματος, ιδιαίτερα όταν η αστυνομία αδρανήσει στο έργο της ή παραλείψει να προβεί στη δίωξη του φερόμενου ως παραβάτη.
Ο εφεσίβλητος προέβη στη δίωξη της εφεσείουσας προς ενίσχυση των αστικών του διεκδικήσεων τις οποίες προώθησε με παράλληλη αγωγή. Η ποινική δίωξη είχε ένα σκοπό, την προσεπίκληση του ισχυρού βραχίονα της ποινικής διαδικασίας ως αρωγού στις διεκδικήσεις του για την ανάκτηση της οφειλής [*548]προς αυτόν. Ουδέποτε κατήγγειλε την υπόθεση στις αστυνομικές αρχές.
Η χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την επιτυχία της πολιτικής αγωγής του εφεσίβλητου αποκαλύπτεται παραστατικά απ’ όσα ακολούθησαν την ετυμηγορία του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη και πριν της επιβληθεί ποινή.
........................................................................................................
Η διευθέτηση της πολιτικής αγωγής, όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λήφθηκε υπόψη ως γεγονός μετριαστικό της ποινής, όχι όμως στο βαθμό που θα προσμετρούσε η εξόφληση του συνόλου της απαίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογραμμίζει:
‘Στα γεγονότα που λέχθηκαν σήμερα ενώπιόν μου δεν αναφέρεται άμεση εξόφληση, αλλά εξόφληση μέχρι το 2004, στοιχείο που σίγουρα δεν έχει την ίδια βαρύτητα ως θα είχε η άμεση αποζημίωση του Παραπονουμένου.’
Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.
Η πίεση την οποία μπορεί να ασκήσει η ποινική διαδικασία στον προσδιορισμό της θέσης του εναγομένου στην πολιτική δίκη, καθίσταται εμφανής από το γεγονός ότι ενώ η εφεσείουσα συναίνεσε στην έκδοση απόφασης εναντίον της, υποστήριξε ενώπιον μας, όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν στοιχειοθετήθηκε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της. Η ποινική δίωξη σκοπούσε να προσφέρει οφέλη στον εφεσίβλητο στην πολιτική δίκη τα οποία και αποκόμισε. Αυτός δεν είναι ο σκοπός της ποινικής δίωξης που συνίσταται στον κοινό σκοπό τιμωρίας του εγκλήματος και μέσω της τιμωρίας στην αποτροπή επανάληψης του εγκλήματος από τον ίδιο και κάθε επίδοξο εγκληματία. Η χρήση της ποινικής δίωξης για σκοπούς άλλους από τους καθιερωμένους εκτρέπει τον σκοπό της, αποδυναμώνει το κύρος της και την καθιστά έρμαιο των επιδιώξεων του διώκοντος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να ανακόψει την ποινική [*549]διαδικασία αφότου κατέστησαν σαφείς οι προθέσεις του εφεσίβλητου για την προσεπίκλησή της. Η δίωξη της εφεσείουσας είχε αποκλειστικό σκοπό την ενίσχυση των θέσεων του εφεσίβλητου στην πολιτική δίκη. Συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας η οποία έπρεπε να περισταλεί. Ό,τι απομένει σε μας στην παρούσα έφεση είναι να πληρώσουμε την παράλειψη διορθώνοντας το σφάλμα με μέσα πρόσφορα στο στάδιο της έφεσης. Με τους άλλους λόγους έφεσης δεν θα ασχοληθούμε, χωρίς αυτό να υποδηλώνει ότι αυτοί στερούνται κύρους.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση και η παρεπόμενη απόφαση για την ποινή παραμερίζονται. Η ποινική δίωξη τερματίζεται και η υπόθεση απορρίπτεται.»
Προχωρούμε με την εξέταση της τρίτης απόφασης – της Σ.Ε.Κ. (πιο πάνω). Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην υπόθεση εκείνη φαίνεται στο πιο κάτω απόσπασμα:
«Το άρθρο 305(Α) δεν έχει εφαρμογή σε επιταγή από την οποία δεν γεννάται αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της. Είναι μια πρόσθετη υπεράσπιση που παρέχει σε κατηγορούμενο το εδ. 3 του άρθρου (βλ. Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108). Ο συνήγορος υπεράσπισης υπέβαλε, χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, ότι δεν υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα κατά της εφεσίβλητης γιατί στο μεταξύ κατατέθηκε αγωγή – και λήφθηκε απόφαση – εναντίον της. Επικαλέστηκε δε την απόφαση Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182. Πρέπει όμως να υποδείξουμε ότι στην υπόθεση εκείνη έγινε νέα συμφωνία μεταξύ των εμπλεκομένων που, όπως χαρακτηριστικά είπε το εφετείο, εξαφάνισε την αρχική για την οποία δόθηκε η επιταγή και επομένως ‘οι εφεσείοντες απέδειξαν ότι από την απλήρωτη επιταγή δεν προέκυπτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον των και επομένως οι εφέσεις επιτυγχάνουν’. Είναι φανερό, ότι η παρούσα διακρίνεται. Οι συνθήκες εδώ είναι σαφώς διαφορετικές.»
Η τέταρτη απόφαση είναι η M. & M. Loizou Ltd (πιο πάνω). Στην υπόθεση εκείνη οι εφεσείοντες διώχθηκαν ποινικά για την έκδοση στους εφεσίβλητους εννέα επιταγών χωρίς αντίκρυσμα. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 8.5.1998.
Της ποινικής δίωξης των εφεσειόντων προηγήθηκαν άλλες τρεις διώξεις από τους εφεσίβλητους σε σχέση με επτά από τις εννέα επιταγές – στις 5.3.97, 3.4.97 και 21.5.97. Οι τρεις αυτές διώξεις αποσύρθηκαν από τους εφεσίβλητους στις 31.10.97 με επακόλουθο την απαλλαγή των εφεσειόντων.
Μετά την καταχώριση του κατηγορητηρίου οι εφεσίβλητοι ήγειραν και πολιτική αγωγή εναντίον των εφεσειόντων - (13433/98 - 27/10/98 - Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας) - προς ανάκτηση του ποσού το οποίο αντιπροσώπευαν οι εννέα επιταγές. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία, 3 Ιουλίου, 1998, εμφανίστηκαν οι εφεσείοντες και απάντησαν αρνητικά στις κατηγορίες. Η δίκη άρχισε στις 7 Δεκεμβρίου, 1998.
Οι εφεσείοντες παραδέχτηκαν, τόσο στην ποινική όσο και στην πολιτική υπόθεση, την έκδοση και τη μεταγενέστερη ανάκληση των επιταγών. Υποστήριξαν ότι τούτο έπραξαν για καλό λόγο, αναγόμενο στην, κατ’ ισχυρισμό, διάρρηξη της μεταξύ των μερών συμφωνίας, που πρόβλεπε την έκδοση των επιταγών.
Κατά την ποινική δίκη, ορισμένα γεγονότα έγιναν παραδεκτά, ενώ για άλλα προσκομίστηκε μαρτυρία από τους αντιδίκους.
Το Δικαστήριο έκρινε τους κατηγορουμένους ένοχους σε όλες τις κατηγορίες, αφού διαπίστωσε ότι η υπεράσπιση δεν απέδειξε «... ούτε την υπεράσπιση του αρ. 305 (Α) (2) ούτε την υπεράσπιση έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος με βάση το άρθρο 305 (Α) (3)».
Πριν το Δικαστήριο προχωρήσει να ακούσει γεγονότα, σχετικά με την ποινή, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ζήτησε: «... να παραμείνει η απόφαση για επιβολή ποινής σε μεταγενέστερο χρόνο, ώστε η εξόφληση των επιταγών να είναι μετριαστικός παράγοντας στην επιβολή της ποινής.», αίτημα στο οποίο συναίνεσαν οι εφεσίβλητοι και το οποίο το Δικαστήριο αποδέχτηκε.
Κατά την ορισθείσα ημέρα, στις 10 Μαΐου, 1999*, γνωστοποιήθηκε στο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες κατέβαλαν στους εφεσίβλητους το ποσό το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές - £6.404,00.
Στην επιμέτρηση της ποινής, το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε «... πολύ σοβαρά υπόψη το γεγονός της αποζημίωσης του παραπονούμενου ...». Καταδίκασε τον κάθε κατηγορούμενο (την εταιρεία και το διευθυντή της) σε πρόστιμο £350,00, σε κάθε κατηγορία.
Με ξεχωριστές εφέσεις, οι οποίες ακούστηκαν από κοινού, οι εφεσείοντες πρόσβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και την ποινή η οποία τους επιβλήθηκε.
Ένας από τους λόγους έφεσης (λόγος 5) αφορούσε το παραδεκτό της ποινικής διαδικασίας, ενόψει της παράλληλης αστικής διαδικασίας, για την ανάκτηση του ποσού που αντιπροσώπευαν οι επιταγές. Στην επιχειρηματολογία τους, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η ποινική υπόθεση και η προώθησή της συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε ανακόψει· αφότου διαφάνηκαν οι προθέσεις των εφεσιβλήτων, με την έγερση της πολιτικής αγωγής.
Οι εφεσίβλητοι απάντησαν ότι οι σκοποί των δύο διαδικασιών - ποινικής και πολιτικής - είναι διάφοροι, γεγονός το οποίο, κατά την εισήγησή τους, «... ενισχύεται και από την ίδια την θέση την οποίαν υιοθέτησαν οι κατηγορούμενοι, ότι δηλαδή μετά που κρίθηκαν ένοχοι κατέβαλαν το ποσό των επιταγών σας* μετριαστικό παράγοντα της ποινής.».
Το Εφετείο (απόφαση Πική, Π.) παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και την παρεπόμενη ποινή, τερμάτισε την ποινική δίωξη και απέρριψε την υπόθεση.
Αφού αναφέρθηκε στην Βασιλείου (πιο πάνω) παραθέτοντας και σχετικά αποσπάσματα συνέχισε ως εξής:
«Όπως λέχθηκε στη Βασιλείου, έτσι και στην παρούσα υπόθεση, ο κατήγορος: ‘Παράλληλα, ήγειρε αγωγή εναντίον της (εφεσείουσας) προς ανάκτηση του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, μέσω της αστικής διαδικασίας.’
Άλλος παραλληλισμός μεταξύ των δύο υποθέσεων προκύπτει από το γεγονός ότι και στις δύο υποθέσεις το ποσό, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, καταβλήθηκε μετά την καταδίκη των εφεσειόντων - (στη Βασιλείου, μάλιστα, όχι προς πλήρη ικανοποίηση του κατηγόρου). Και στις δύο υποθέσεις η ποινική υπερακόντισε την πολιτική διαδικασία και την εξοστράκισε ως το μέσο για τη διαπίστωση των αστικών δικαιωμάτων των διαδίκων.
Διακρίνονται τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, σε σύ[*552]γκριση με εκείνα της Βασιλείου, σε τούτο: Στη Βασιλείου ο κατήγορος κατέθεσε ευθέως ότι σκοπός της ποινικής δίωξης ήταν η είσπραξη του λαβείν του. Η αρχή στη Βασιλείου δε συναρτάται με αυτό τούτο το γεγονός της ομολογίας του κατηγόρου ως προς τους σκοπούς του. Η ίδια αρχή ισχύει και όπου τούτο καταφαίνεται από τις πράξεις του κατηγόρου. Η χρήση της ποινικής διαδικασίας, στην παρούσα υπόθεση, για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους είναι τεταγμένη, ενισχύεται και από το γεγονός των τριών προηγούμενων διώξεων του 1997. Οι επιταγές, που αποτέλεσαν το αντικείμενο των τριών διώξεων του 1997, εκδόθηκαν τις αρχές του 1997. Η δίωξη του παραβάτη, ευθύς ως έρχεται σε φως η αξιόποινη πράξη του, αποτελεί αρχή συνυφασμένη με την καλή απονομή της δικαιοσύνης και αυτή τούτη τη δίκαιη δίκη. Ο συσχετισμός της απόσυρσης των τριών διώξεων, τον Οκτώβριο του 1997, και της επαναφοράς τους, το Μάιο του 1998, τείνει να υποστηρίξει τη χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους αυτή προορίζεται και την ύπαρξη αλλότριων κινήτρων.
.......................................................................................................
Κρίνουμε ότι η μαρτυρία, η οποία τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποκάλυψε ότι η ποινική δίωξη των εφεσειόντων είχε ως αντικείμενο την άσκηση πίεσης εκ μέρους των εφεσιβλήτων, προς ανάκτηση των χρηματικών τους διεκδικήσεων. και, όντως, η πίεση αυτή επενέργησε προς την κατεύθυνση που ήθελαν, όπως διαφάνηκε από την εξέλιξη της ποινικής υπόθεσης. Παρά την προβληθείσα θέση και την υπεράσπισή τους στην πολιτική δίκη, οι εφεσείοντες κατέβαλαν το σύνολο του ποσού το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές.
Καταλήγουμε ότι η δίωξη των εφεσειόντων είχε ως πρωταρχικό σκοπό τη χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την ανάκτηση του ποσού, το οποίο διεκδικούσαν οι εφεσίβλητοι στην πολιτική δίκη. Η δίωξη των εφεσειόντων συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας, η οποία έπρεπε να είχε ανακοπεί. Ό,τι απομένει, είναι να πληρώσουμε την παράλειψη, με μέσα πρόσφορα στο Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του.»
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου την οποία έχει επικαλεσθεί το Εφετείο στην Βασιλείου (πιο πάνω) και η οποία σχετίζεται με τις αρχές κατάχρησης της διαδικασίας:
[*553](1) Constantinides v. Vima Ltd (πιο πάνω).
Στην Constantinides v. Vima Ltd επεξηγήθηκε η φύση της δικαιοδοσίας προς παρεμπόδιση διαδικασιών που αποτελούν κατάχρηση της διαδικασίας. Λέχθηκε ότι η δικαιοδοσία είναι σύμφυτη και αποβλέπει, όπως εξηγείται, στην τελευταία ανάλυση, στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Λέχθηκε, επίσης, ότι η διαδικασία μπορεί να κατασταλεί και όταν εκπηγάζει από δικαίωμα το οποίο παρέχεται για την προσεπίκλησή της οποτεδήποτε μολύνεται από αλλότρια κίνητρα.
(2) Έλληνας ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω).
Αναγνωρίσθηκε ότι ποινική διαδικασία μπορεί να ανασταλεί εφόσον διαπιστώνεται ότι η συνέχιση της θα συνιστούσε κατάχρηση του δικαιώματος του κατήγορου να προσφύγει στο Δικαστήριο. Εξηγήθηκε ότι πρόκειται για εξουσία η οποία ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η διαδικασία απολήγει σε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
(3) Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (πιο πάνω).
Υποδείχθηκε ότι η επίκληση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησής τους. Αναφέρθηκε:
«Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. Για να είναι σε θέση το Δικαστήριο να ασκήσει τον πρέποντα έλεγχο και να επιτηρήσει την επίκληση των δικαιοδοσιών του επιβάλλεται όπως διευκρινισθεί αν θα αποκατασταθεί η έφεση ώστε να διαφανεί ποιές διαδικασίες εκκρεμούν για την αναθεώρηση της ίδιας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.»
(4) Διευθυντής των Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217.
Λέχθηκαν τα εξής:
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και [*554]μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι’ αυτό,η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»
Σημειώνουμε ότι το πιο πάνω απόσπασμα από την Περρέλλα (πιο πάνω) έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Παπόρη ν. Maskinfabriken “SIO” A/S (1996) 1 Α.Α.Δ. 1037, 1041 (απόφαση Νικήτα Δ.). Βλ. και Agini ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (1999) 1 Α.Α.Δ. 11, Loukos Trading Co. Ltd κ.ά. v. Pέινμποου Πλήτσινγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 1014 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 A.A.Δ. 1110.
(5) Re Beogradska (1996) 1 Α.Α.Δ. 911 (απόφαση της Ολομέλειας).
Το πίο πάνω απόσπασμα από την Περρέλλα χαρακτηρίσθηκε ως κλασσική διατύπωση των αρχών που διέπουν την αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Λέχθηκε, επίσης, ότι παρόμοιες θέσεις είχαν διατυπωθεί και σε προγενέστερες αποφάσεις του Εφετείου (Βλ. Re Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 361, Τρύφωνος ν. Επίσημου Παραλήπτη κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, καθώς και σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση (βλ. Re Ηλίας Ηλία (Αρ. 3) (1995) 1 Α.Α.Δ. 786).
Περαιτέρω – στη Re Beogradska - έγινε αναφορά στις αγγλικές αποφάσεις Lawrance v. Norreys [1890] 15 App. Cas. 210, 219, Hardy v. Elphick [1973] 1 All E.R. 914, 918, Wright v. Bennett and Another [1948] 1 All E.R. 9, Thames Launches v. Trinity House [1961] 1 All E.R. 26, 32, 33, Royal Bank of Scotland v. Citruidal Investments [1971] 3 All E.R. 558, Slough Estates v. Slough B.C. [1967] 2 All E.R. 271, Castanho (πιο πάνω), Mills v. Cooper [1967] 2 All E.R. 100, 104, και Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.
Σημειώνουμε ότι η Beogradska (πιο πάνω) έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Evand Promotion Ltd κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1175 (απόφαση Αρτέμη, Δ.). Στην υπόθεση εκείνη οι εναγόμενοι [*555]στην ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου αγωγή, ζήτησαν με ενδιάμεση αίτηση τους, διάταγμα του Δικαστηρίου που να παρεμποδίζει την εκπροσώπηση του καθ’ ου η αίτηση – ενάγοντα από τους δικηγόρους του γιατί αυτοί είχαν αποκτήσει εμπιστευτικές πληροφορίες για γεγονότα που είχαν σχέση με την υπόθεση των αντιδίκων τους, εναγομένων-αιτητών.
Το Δικαστήριο, αποφάσισε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τέτοιου είδους αίτηση και την απέρριψε.
Εναντίον της απόφασης, οι αιτητές πέτυχαν άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο και καταχώρισαν αίτηση ζητώντας έκδοση εντάλματος Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση και Mandamus. Προηγουμένως, είχαν καταχωρίσει έφεση εναντίον της ίδιας απόφασης.
Η αίτηση για έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων απορρίφθηκε γιατί το αντικείμενο τόσο της διαδικασίας έκδοσης εντάλματος Certiorari όσο και της έφεσης που καταχωρίσθηκε προηγουμένως ήταν το ίδιο και συνεπώς η διαδικασία εντάλματος Certiorari συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι η Beogradska (πιο πάνω) υιοθετήθηκε και στην Δημητρίου ν. Γαβριήλ (2001) 1 Α.Α.Δ. 16 (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Βλ. και Βιολάρης ν. Ηρακλέους κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 61 (απόφαση Νικολάου, Δ.) στην οποία λέχθηκε: «Η αίτηση για συνοπτική απόφαση, τόσα χρόνια μετά την καταχώριση εμφάνισης στην αγωγή και με την απαράδεκτη πορεία που σκιαγραφήσαμε θα έπρεπε να απορρίπτετο η ίδια συνοπτικά λόγω κατάχρησης της διαδικασίας του Δικαστηρίου, παρόλον ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης που έφτασαν τα πράγματα έως εκεί την έφερε το ίδιο το Δικαστήριο.»
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε μερικές από τις υποθέσεις οι οποίες έχουν αναφερθεί στην Beogradska (πιο πάνω).
Α. Οι Κυπριακές αποφάσεις.
(1) Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (πιο πάνω).
Μετά την απόρριψη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αίτησης για έκδοση του Alexander Valentinovich Bodrov στις Ρωσικές Αρχές, επειδή το ένταλμα σύλληψης που απέστειλαν δεν ήταν το πρωτότυπο ή πιστοποιημένο αντίγραφο του, ο Υπουργός [*556]Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, προχώρησε στην έκδοση νέας εξουσιοδότησης με βάση το ίδιο ένταλμα. Η σκοπιμότητα της ενέργειας του, ήταν να κινήσει νέα διαδικασία έκδοσης, ώστε να γίνει νέα σύλληψη του εκζητούμενου. Παράλληλα, υποβλήθηκε αίτηση από το Γενικό Εισαγγελέα στο Ανώτατο Δικαστήριιο για αναθεώρηση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου μέσω των προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus με σκοπό να παραμεριστεί η απόφαση λόγω καταφανούς νομικού σφάλματος και εκδοθεί προστακτικό διάταγμα ολοκλήρωσης της διαδικασίας και εκδοθεί ο Bodrov στις Ρωσικές Αρχές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα, αφού διαπίστωσε ότι δεν είχε καταδειχθεί εμφανές νομικό σφάλμα που να εκβαθρώνει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση.
Πριν την έναρξη της ακρόασης της έφεσης που καταχωρήθηκε, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπέβαλε ότι η διαδικασία συνιστά κατάχρηση των δικαστικών διαδικασιών, εφόσον επιζητείται με αυτή ο ίδιος στόχος μ’ εκείνο της δεύτερης αίτησης για την έκδοση του Bodrov. Αποφασίσθηκε (απόφαση Πική, Π.):
Η εκκρεμούσα έφεση είχε αποκλειστικό σκοπό την αναβίωση της πρωτόδικης διαδικασίας για έκδοση του φυγοδίκου με τον παραμερισμό της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου και συνιστούσε δεύτερη και παράλληλη διαδικασία έκδοσης. Η δυνατότητα έκδοσης δεύτερης εξουσιοδότησης για την έκδοση φυγοδίκου, συναρτάται με την εγκατάλειψη της πρώτης. Η παράλληλη προώθηση δύο διαδικασιών έκδοσης φυγοδίκου, συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας που επιβάλλει την παρέμβαση του δικαστηρίου για την αποτροπή της.
(2) Ηλία (Αρ. 3) (πιο πάνω).
Εναντίον του αιτητή εκδόθηκε στις 13.2.1995 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας προσωρινό διάταγμα διατροφής της ανήλικης εξώγαμης θυγατέρας του που απόκτησε με τη Μάρω Αλωνεύτη από τη Λευκωσία και αναγνώρισε. Το διάταγμα, που τον διέτασσε να πληρώνει £120.- το μήνα διατροφή για την ανήλικη, εκδόθηκε στην υπ’ αρ. 1/95 αίτηση της μητέρας και προσβλήθηκε από αυτόν για έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφάσισε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο, είχε δικαιοδοσία εκδόσεως του διατάγματος. Η απόφα[*557]ση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου εφεσιβλήθηκε από τον αιτητή, αλλά η εκδίκασή της δεν είχε συμπληρωθεί.
Ο αιτητής παρέλειψε να καταβάλλει τη μηνιαία δόση διατροφής για την ανήλικη από 15.2.1995 όπως πρόβλεπε το προσωρινό διάταγμα ημερ. 13.2.1995 και κατ’ ακολουθίαν εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 6.6.1995, ένταλμα φυλάκισης του για ένα χρόνο, εκτός αν πλήρωνε £480.- για απλήρωτες δόσεις από το Φεβρουάριο μέχρι το Μάιο του 1995.
Με νέα αίτηση του ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο αιτητής ζήτησε άδεια να καταχωρήσει αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition και/ή Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το εκδοθέν ένταλμα φυλακίσεως του και να απαγορεύεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας να συνεχίσει οποιανδήποτε διαδικασία σχετικά με έκδοση ενταλμάτων φυλακίσεως στην αίτηση 1/95 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.
Εν όψει της εκκρεμότητας και της πορείας της έφεσης το Δικαστήριο (Νικήτας, Δ.) ζήτησε να έχει τις απόψεις του δικηγόρου του αιτητή κατά πόσον είναι δυνατή η παράλληλη προώθηση των δύο διαδικασιών και αν πρέπει να επιλέξει με ποιά από τις δύο θα επιδιώξει επίλυση του θέματος. Του έδωσε μάλιστα την ευκαιρία να μελετήσει το σημείο.
Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση λόγω κατάχρησης διαδικασίας. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Αποτελούσε ανέκαθεν εξουσία αλλά και ιδιαίτερη μέριμνα των Δικαστηρίων να αποτρέπουν καταχρήσεις της δικαστικής διαδικασίας από τους διαδίκους με τους κατάλληλους χειρισμούς και μηχανισμούς. Δεν θα ήταν πρωτότυπη η παρατήρηση, πρέπει όμως να λεχθεί, ότι αν το δικαστήριο δεν ασκούσε τον έλεγχο αυτό θα κινδύνευε να παραμορφωθεί η δικαστική διαδικασία και να χάσει την αξιοπιστία και το κύρος της σαν το μέσο εφαρμογής του δικαίου. Τα κυπριακά δικαστήρια δεν μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση.»
Αφού παρέθεσε αποσπάσματα από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Constantinides και Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (πιο πάνω) κατέληξε ως εξής:
«Η δεύτερη αυτή διαδικασία αποτελεί, για τους λόγους που προεξέθεσα, κατάχρηση διαδικασίας. Γι’ αυτό και την απορρίπτω.»
[*558](3) Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.α. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του δικάσαντος δικαστηρίου με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση του για την αναστολή ακυρωτικής απόφασης μέχρι την αποπεράτωση της έφεσης που ασκήθηκε κατά της ακυρωτικής απόφασης. Παράλληλα υπέβαλε αίτηση με κλήση, ενώπιον του Εφετείου, με το ίδιο αντικείμενο όπως και η έφεση, για την παροχή αναστολής μέχρι την έκβαση της έφεσης. Στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου για τον έλεγχο των διαδικασιών που εγείρονται προς αποτροπή κατάχρησης των δικονομικών μέσων που παρέχονται ζητήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα να καθορίσει ποιό από τα παράλληλα μέτρα που έλαβε θα προωθήσει. Μετά που ο Γενικός Εισαγγελέας πληροφόρησε το Εφετείο ότι θα προχωρήσει με την αίτηση με κλήση το Εφετείο έδωσε οδηγίες όπως η έφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης παραμείνει στο φάκελο και όπως μη προχωρήσει εκτός με άδεια του δικαστηρίου.
Β. Οι Αγγλικές αποφάσεις.
(1) Lawrance v. Norreys [1890] 15 App. Cas. 210, 219.
Το ζήτημα τέθηκε ως πιο κάτω:
«Ιt cannot be doubted that the Court has an inherent jurisdiction to dismiss an action which is an abuse of process of the Court. It is a jurisdiction which ought to be very sparingly exercised, and only in very exceptional cases.»
Μετάφραση στα ελληνικά:
«Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία να απορρίψει μια αγωγή η οποία αποτελεί κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Είναι μια δικαιοδοσία που πρέπει να ασκείται πολύ φειδωλά και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.»
(2) Wright v. Bennett and Another [1948] 1 All E.R. 227.
Ο ενάγων είχε καταχωρήσει αγωγή στην οποία αξίωνε αποζημιώσεις για δόλια ψευδή παράσταση εναντίον δύο εναγομένων και αποζημιώσεις για αμέλεια εναντίον ενός από αυτούς. Στη συνέχεια καταχώρησε νέα αγωγή εναντίον τους η οποία κάλυπτε ουσιαστικά το ίδιο έδαφος όπως η πρώτη αλλά βασίζετο πάνω σε [*559]ισχυρισμό για δόλια συνωμοσία. Το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την αίτηση των εναγομένων για διαγραφή της έκθεσης απαιτήσεως για το λόγο ότι η αγωγή ήταν επιπόλαια και ενοχλητική. Το Αγγλικό Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε διαταχθεί αναστολή της διαδικασίας. Έκρινε ότι:
«The proceedings were an abuse of the process of the court, which should exercise its inherent jurisdiction to prevent the defendants being called on to meet what in substance and reality was the same charge as that in the earlier action.»
Μετάφραση στα ελληνικά:
«Η διαδικασία αποτελούσε κατάχρηση της διαδικασίας του δικαστηρίου το οποίο πρέπει να ασκήσει την σύμφυτη εξουσία του για να αποτρέψει τους εναγομένους από του να κληθούν να υπερασπίσουν αυτό που στην ουσία και στην πραγματικότητα ήταν η ίδια κατηγορία στην προηγούμενη αγωγή.»
(3) Thames Launches v. Trinity House [1961] 1 All E.R. 26.
Οι ενάγοντες αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με πρωτογενή αίτηση ημερ. 13.4.1960 για να αποφασίσει κατά πόσο με βάση την ορθή ερμηνεία των άρ. 11 και 43 της Pilotage Act 1913 είχαν δικαίωμα τα επιβατικά σκάφη τους να διέρχονται δια σκοπούς εκδρομών αναψυχής μέσω του Λιμανιού του Λονδίνου χωρίς να έχουν πάνω στο σκάφος αδειούχο πλοηγό. Εναγόμενοι ήταν οι Trinity House, η Αρχή Πλοηγών της Περιφέρειας Λονδίνου. Στις 21.10.1960 καταχωρήθηκαν δύο κατηγορητήρια από το Διευθυντή του Τμήματος Πλοηγών του Trinity House εναντίον ενός υπαλλήλου των εναγόντων ο οποίος ήταν ο καπετάνιος ενός σκάφους των εναγόντων για διάπραξη αδικημάτων δυνάμει των άρ. 11 και 43 της Pilotage Act 1913, λόγω του ότι παρέλειψε να έχει προσοντούχο πλοηγό πάνω στο σκάφος. Σε αίτηση των εναγόντων για απαγορευτικό διάταγμα που να εμποδίζει τους εναγομένους να προχωρήσουν με τα κατηγορητήρια ενώπιον του πταισματοδικείου μέχρι την εκδίκαση των θεμάτων που εγείρονται στην Πρωτογενή αίτηση κρίθηκε:
«Όπου εγείρονται τόσο σε πολιτική διαδικασία και σε μεταγένεστερο στάδιο σε ποινική διαδικασία ενώπιον κατώτερου δικαστηρίου θέματα τα οποία συνεπάγονται ουσιαστικά τα ίδια επίδικα θέματα, μεταξύ μερών τα οποία με βάση την ουσία του πράγματος είναι στην πραγματικότητα τα ίδια το Δικαστήριο μπορούσε να εμποδίσει τον κατήγορο στην ποινική [*560]διαδικασία από του να την προχωρήσει μέχρι την έκδοση της απόφασης στην πολιτική διαδικασία. Έπεται πως θα εκδοθεί απαγορευτικό διάταγμα στην παρούσα υπόθεση εφόσον το ουσιαστικό νομικό ζήτημα που εγείρεται στην ποινική διαδικασία είναι το ίδιο με εκείνο που εγείρεται στην πολιτική διαδικασία.»
Είναι πολύ ενδιαφέροντα για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης αυτά που λέχθηκαν στις σελ. 29-32, 33:
«Jurisdiction of that kind, in my judgment, is very clearly a jurisdiction which must be exercised with the greatest care, and this court, I think, would be very slow to interfere with the course of criminal proceedings unless it was clear that the issues in the civil proceedings and the criminal proceedings really raised in substance the same issue and that if the civil proceedings succeeded the criminal proceedings must necessarily fail. In principle the court discourages multiplicity οf litigation in any form. In other words, the court must be satisfied that to allow the criminal proceedings to be proceeded with pending the decision of the civil proceedings would really be vexatious.
…………………………………………………………………
If there are two courts which are faced with substantially the same question, it is desirable to be sure that that question is debated in only one of those two courts, if by that means justice can be done. It does not appear to me, that it would make any difference whether the problems which confronted one court were of a wider and more general nature than the problems which confronted the other court.
………………………………………………………………..
Counsel for the defendants says that the principle is that a man should not pursue a remedy in respect of the same matter in more than one court. In my judgment, the principle is rather wider than that. It is that no man should be allowed to institute proceedings in any court if the circumstances are such that to do so would really be vexatious.»
Μετάφραση στα ελληνικά:
«Κατά την κρίση μας η δικαιοδοσία αυτού του είδους είναι καθαρά δικαιοδοσία που πρέπει να ασκείται με την μεγαλύτερη προσοχή, και αυτό το Δικαστήριο, νομίζω πρέπει να είναι πο[*561]λύ φειδωλό στο να επεμβαίνει στην πορεία της ποινικής διαδικασίας εκτός αν είναι βέβαιο ότι τα επίδικα θέματα στην πολιτική και την ποινική διαδικασία στην ουσία εγείρουν το ίδιο επίδικο θέμα και αν η πολιτική διαδικασία πετύχει η ποινική πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτύχει. Ως θέμα αρχής το Δικαστήριο απονθαρρύνει πολλαπλότητα διαδικασιών οποιασδήποτε μορφής. Με άλλα λόγια το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι το να επιτραπεί στην ποινική διαδικασία να προχωρήσει εκκρεμούσης της απόφασης στην πολιτική διαδικασία θα ήταν πραγματικά ενοχλητικό.
........................................................................................................
Εάν υπάρχουν δυο δικαστήρια τα οποία αντιμετωπίζουν ουσιαστικά το ίδιο ζήτημα είναι επιθυμητό να είμαστε βέβαιοι ότι εκείνο το ζήτημα συζητείται σε μόνο ένα από εκείνα τα δικαστήρια εάν με αυτόν τον τρόπο μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη. Δεν μου φαίνεται ότι θα έκαμνε οποιαδήποτε διαφορά αν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ένα δικαστήριο ήταν πιο ευρείας, και πιο γενικής φύσης από τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε το άλλο δικαστήριο.
........................................................................................................
Ο συνήγορος των εναγομένων λέγει ότι ένας δεν πρέπει να προωθεί μια θεραπεία σε σχέση με το ίδιο ζήτημα σε περισσότερο από ένα δικαστήριο. Κατά την κρίση μου η αρχή είναι μάλλον πιο ευρεία. Είναι ότι σε κανένα δεν πρέπει να επιτρέπεται να εγείρει διαδικασία σε οποιοδήποτε δικαστήριο εάν οι περιστάσεις είναι τέτοιες που αν του επιτρέπετο να το πράξει στην πραγματικότητα αυτό θα ήταν ενοχλητικό.»
(4) Castanho v. Brown & Root (U.K.) Ltd and Another [1981] 1 All E.R. 143 (HL).
Αποφασίστηκε ότι ειδοποίηση για την εγκατάλειψη αγωγής μπορεί ν’ ακυρωθεί παρά την απουσία θεσμικών περιορισμών για την εγκατάλειψη αγωγής προς αποτροπή χρήσης του δικαιώματος για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχεται, δηλαδή, τον τερματισμό της διαδικασίας για την επίλυση του επίδικου θέματος. Κρίθηκε ότι η ειδοποίηση δόθηκε όχι για το σκοπό για τον οποίο το δικονομικό αυτό μέσο προορίζεται αλλά γι’ άλλους σκοπούς, για να προλειάνει το έδαφος για την έναρξη διαδικασίας για το ίδιο θέμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μετά την εξασφάλιση σημαντικών ωφελημάτων από τη διαδικασία ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου. Πριν την υποβολή της ειδο[*562]ποίησης για την εγκατάλειψη της αγωγής, οι εναγόμενοι είχαν αναγνωρίσει ευθύνη για τις διεκδικήσεις του ενάγοντα και κατέβαλαν υπό μορφή ενδιάμεσων πληρωμών μέρος της απαίτησης του. Ο λόγος της Castanho είναι ότι η άσκηση δικονομικών δικαιωμάτων μπορεί να περισταλεί εφόσον ασκούνται για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρέχονται και απολήγουν σε κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου.
(5) Mills v. Cooper [1967] 2 All E.R. 100, 104.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το κατηγορητήριο επειδή ήταν καταπιεστικό και αποτελούσε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου. Σε σχέση με το λόγο απόρριψης του κατηγορητηρίου ο Αρχιδικαστής Λόρδος Parker διατύπωσε την άποψη ότι χωρίς αμφιβολία κάθε δικαστήριο δικαιούται, εντός της διακριτικής του ευχέρειας, να αρνηθεί να ακούσει οποιαδήποτε διαδικασία επειδή είναι καταπιεστική και καταχρηστική της δικαστικής δικαιοδοσίας.
Αναφορικά με την Αγγλική Νομολογία στη Βασιλείου (πιο πάνω) υποδείχθηκε ότι «εξαρχής η αγγλική νομολογία αποδέχτηκε ότι η χρήση διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, χάριν της εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση διαδικασίας, για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, μπορεί να περισταλεί ως κατάχρηση της διαδικασίας».
Η βάση του πιο πάνω κανόνα – σύμφωνα με το Εφετείο στην Βασιλείου – εκτίθεται επιγραμματικά στην απόφαση στην Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212, 221: “to effect an object not within the scope of the process” («για προώθηση σκοπού ο οποίος δεν βρίσκεται εντός των πλαισίων της διαδικασίας»).
Εκτίθεται, επίσης, στην Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 2 All E.R. 566 (C.A.). Διακηρύχθηκε ότι η άσκηση δικαιώματος μπορεί να περιοριστεί οποτεδήποτε ασκείται για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο παρέχεται από το νόμο, κυρίως όταν αποβλέπει στην εξασφάλιση παρεμφερούς πλεονεκτήματος (collateral advantage). Μετά δε από παραπομπή στο πιο πάνω απόσπασμα από την Grainger (πιο πάνω) ο Scarman L.J. διευκρίνισε στη σελ. 582:
«In a phrase, the plaintiff’s purpose has to be shown to be not that which the law by granting a remedy offers to fulfill, but one [*563]which the law does not recognize as a legitimate use of the remedy sought: see Re Majory.»
Σε μετάφραση:
«Με μια φράση, πρέπει να καταδειχθεί ότι ο σκοπός του ενάγοντα δεν είναι εκείνος τον οποίο ο Νόμος προσφέρεται να εκπληρώσει με την παροχή θεραπείας, αλλά σκοπός τον οποίο ο Νόμος δεν αναγνωρίζει ως θεμιτή χρησιμοποίηση της θεραπείας που επιδιώκεται: βλ. Re Majory.»
Αξιοσημείωτα είναι και τα όσα λέχθηκαν από τον Lord Denning, M.R. στη σελ. 574 (απόφαση μειοψηφίας). Κάτω από το κεφάλαιο «Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας»:
«Abuse of legal process.
In a civilized society, legal process is the machinery for keeping order and doing justice. It can be used properly or it can be abused. It is used properly when it is invoked for the vindication of men’s rights or the enforcement of just claims. It is abused when it is diverted from its true course so as to serve extortion or oppression; or to exert pressure so as to achieve an improper end. When it is so abused, it is a tort, a wrong known to the law. The judges can and will intervene to stop it. ………………..............................................
Sometimes abuse can be shown by the very steps being taken in the courts. ………..................……………...................……………..
At other times the abuse can only be shown by extrinsic evidence that the legal process is being used for an improper purpose. On the face of it, in any particular case, the legal process may appear to be entirely proper and correct. What may make it wrongful is the purpose for which it is used. If it is done in order to exert pressure so as to achieve an end which is improper in itself, then it is a wrong known to the law. This appears distinctly from the case which founded this tort. It is Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212 which arose out of the old process of capias. The plaintiff recovered damages for abuse of the process. It had been abused because it had been taken, as Tindal CJ said at p. 221, ‘to effect an object not within the scope of the process …’: and as Bosanquet J said at p. 24: ‘the process was enforced for an ulterior purpose’.»
[*564]Σε μετάφραση:
«Σε μια πολιτισμένη κοινωνία η δικαστική διαδικασία είναι ο μηχανισμός τήρησης της τάξεως και απονομής δικαιοσύνης. Μπορεί να γίνει ορθή χρήση της ή κατάχρηση της. Γίνεται ορθή χρήση της όπου γίνεται επίκληση της για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου ή την επιβολή δικαίων απαιτήσεων. Γίνεται κατάχρηση της όταν εκτρέπεται από την αληθινή πορεία της για να εξυπηρετήσει εκβιασμό ή καταπίεση ή να ασκήσει πίεση για να πετύχει ανάρμοστο σκοπό. Όπου γίνεται τέτοια κατάχρηση της, είναι αστικό αδίκημα, γνωστό στο δίκαιο. Οι δικαστές μπορούν και θα επέμβουν να την σταματήσουν. ...........................................................................
Ωρισμένες φορές η κατάχρηση μπορεί να καταδειχθεί από αυτά τούτα τα μέτρα που λαμβάνονται στα δικαστήρια. ....................
Άλλες φορές η κατάχρηση μπορεί μόνο να καταδειχθεί με εξωγενή μαρτυρία ότι η δικαστική διαδικασία χρησιμοποιείται για ανάρμοστο σκοπό. Εκ πρώτης όψεως, σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη υπόθεση, η δικαστική διαδικασία μπορεί να φαίνεται ότι είναι εντελώς σωστή και ορθή. Αυτό που μπορεί να την κάμει αδικαιολόγητη είναι ο σκοπός για τον οποίο χρησιμοποιείται. Αν χρησιμοποιείται με σκοπό την άσκηση πίεσης για να επιτευχθεί ένας σκοπός ο οποίος από μόνος του είναι ανάρμοστος τότε είναι αδίκημα γνωστό στο δίκαιο. Αυτό φαίνεται καθαρά από την υπόθεση η οποία καθιέρωσε αυτό το αστικό αδίκημα είναι η Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212, η οποία έχει εγερθεί από την παλαιά διαδικασία του capias. Ο ενάγων ανέκτησε αποζημιώσεις για κατάχρηση διαδικασίας. Είχε σημειωθεί κατάχρηση της γιατί είχε εγερθεί, όπως είπε ο Tindal C.J. στη σελ. 221 ‘για προώθηση σκοπού που δεν βρισκόταν εντός των πλαισίων της διαδικασίας’: και όπως είπε ο Bosanquet J. στη σελ. 224 ‘η διαδικασία επεβλήθει για αλλότριο σκοπό’.»
Στην Βασιλείου (πιο πάνω) έγινε αναφορά και στην Re Majory, η οποία απαντάται κάτω από τον τίτλο Re A Debtor [1955] 2 All E.R. 65. Λέχθηκε ότι «ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα για τα θέματα τα οποία εγείρονται στην παρούσα έφεση, διότι διευκρινίζει ότι ο κανόνας ο οποίος διατυπώθηκε σε διαδικασίες πτώχευσης – αποτελεί κατάχρηση η χρήση ή απειλή χρήσης της διαδικασίας πτώχευσης για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται – δεν συνιστά ιδιαιτερότητα της διαδικασίας πτώχευσης, αλλά κανόνα καθολικής εφαρμογής, προς περιφρούρηση του κύρους των δικαστικών διαδι[*565]κασιών, απαρέγκλιτα συνυφασμένου με το σκοπό για τον οποίο παρέχεται». Έγινε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Προέδρου του Εφετείου, Sir R. Evershed, M.R.:- (σελ. 78)
«The so-called ‘rule’ in bankruptcy is, in truth, no more than an application of a more general rule that court proceedings may not be used or threatened for the purpose of obtaining for the person so using or threatening them some collateral advantage to himself, and not for the purpose for which such proceedings are properly designed and exist; and a party so using or threatening proceedings will be liable to be held guilty of abusing the process of the court, and therefore, disqualified from invoking the powers of the court by proceedings which he has abused.»
Σε μετάφραση:
«Ο ούτω καλούμενος κανόνας πτώχευσης είναι, στα αλήθεια, τίποτε περισσότερο από μια εφαρμογή του πιο γενικού κανόνα ότι η δικαστική διαδικασία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ή να απειλείται η χρησιμοποίηση της για σκοπούς εξασφάλισης, για το πρόσωπο που την χρησιμοποιεί ή προβαίνει στην απειλή, κάποιου παρεμφερούς πλεονεκτήματος για το ίδιο, και όχι για το σκοπό για τον οποίο τέτοια διαδικασία ορθά προορίζεται και υφίσταται· και ο διάδικος ο οποίος χρησιμοποιεί με αυτό τον τρόπο ή απειλεί την χρησιμοποίηση τέτοιας διαδικασίας θα υπόκειται να κριθεί ένοχος κατάχρησης της διαδικασίας του δικαστηρίου και επομένως θα αποκλείεται από του να επικαλείται τις εξουσίες του Δικαστηρίου με διαδικασία την οποία έχει καταχρασθεί.»
Στη Βασιλείου έγινε, επίσης, αναφορά στην στη Re A Judgment Summons [1953] 1 All E.R. 424. Κρίθηκε ότι δεν είναι παραδεκτή η χρήση της διαδικασίας πτώχευσης όπου τούτο θα αποτελούσε μέσο καταπιεστικό για τα δικαιώματα του χρεώστη. Εφόσον στοιχειοθετείται καταπίεση, η διαδικασία αναστέλλεται προς διαφύλαξη του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το δικονομικό μέτρο. Πότε προκύπτει κατάχρηση, εξηγείται με τρόπο παραστατικό στην απόφαση του Lawrence, L.J., στη Re Shaw [1928] Ch. 206, απόφαση στην οποία ανασκοπείται η προηγούμενη νομολογία επί του θέματος:-
(ibid., 211)
“It cannot, in my opinion, be too clearly understood that [*566]bankruptcy proceedings, which are in their nature quasi criminal, must not be used for the purpose of obtaining a collateral advantage. An attempt to do so, even though unsuccessful, will be sufficient to disentitle a petitioning creditor to an order, and, therefore, the fact that in the present case the debtor refused to pay the costs of the Sherbourne Trust, Ltd., and that that demand was not insisted upon, does not absolve the petitioning creditors from the consequences of having made that demand. The principle upon which the court acts in these cases is that it treats a demand of this nature as evidence that bankruptcy proceedings were taken not with the bona fide intention of obtaining adjudication but for some collateral purpose.”
Σε μετάφραση:
«Δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να γίνει καθαρά αντιληπτό ότι η διαδικασία πτώχευσης, η οποία από τη φύση της είναι ειονεί ποινική, δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για εξασφάλιση παρεμφερούς πλεονεκτήματος. Απόπειρα να γίνει κάτι τέτοιο, έστω και ανεπιτυχής, θα είναι αρκετή να στερήσει τον αιτητή διατάγματος, και επομένως το γεγονός ότι στην παρούσα υπόθεση ο χρεώστης αρνήθηκε να πληρώσει τα έξοδα της Sherbourne Trust Ltd και ότι δεν επέμενε επί της αξίωσης του, δεν απαλλάττει τους αιτητές-πιστωτές των συνεπειών που προκύπτουν από την προβολή της αξίωσης. Η αρχή επί της οποίας το Δικαστήριο ενεργεί σε τέτοιες υποθέσεις είναι να θεωρήσει μια αξίωση τέτοιας φύσεως ως απόδειξη ότι η δικαστική διαδικασία δεν έχει εγερθεί με την καλόπιστη πρόθεση εξασφάλισης διατάγματος πτώχευσης αλλά για κάποιο παρεμφερή σκοπό.»
Στην Thames Launches (πιο πάνω) το Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την York Corporation v. Pilkington [1742] 2 Atk. 302, της οποίας τα γεγονότα είχαν ως εξής:
Οι ενάγοντες οι οποίοι διεκδικούσαν αποκλειστικό δικαίωμα αλιείας ήγειραν αγωγή για αδιατάρακτη κατοχή του δικαιώματος. Οι εναγόμενοι απάντησαν ότι είχαν δικαίωμα αλιείας στα σύνορα του κτήματος τους λόγω εθίμου. Εκκρεμούσης της εκδίκασης της αγωγής καταχωρήθηκαν κατηγορητήρια εναντίον πολλών προσώπων γιατί αλίευαν με την άδεια των εναγομένων. Οι εναγόμενοι αποτάθηκαν για διάταγμα αναστολής των κατηγορητηρίων. Κρίθηκε:
«Παρόλο ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να χορηγήσει απαγορευτικό διάταγμα για αναστολή ποινικής διαδικασίας, που εγείρεται από το Στέμμα, για να εμποδίσει το Γενικό Εισαγγελέα, ωστόσο, εφόσον πρόκειται για κατηγορία για παράνομη επέμβαση που δεν συνοδεύεται με βία και πρόκειται να εκδικάσει αστικό δικαίωμα, το οποίο είναι αντικείμενο αγωγής, μπορεί να διατάξει τον Κατήγορο, που είναι ο ενάγων ενώπιον του Δικαστηρίου, να μην προχωρήσει.»*
Άντλησε, επίσης, καθοδήγηση από την Saull v. Browne [1874] 10 Ch. App. 65 στην οποία διακηρύχθηκε ότι όπου η ποινική διαδικασία είναι τόσο όμοια με την πολιτική διαδικασία το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει ότι το ίδιο πρόσωπο δεν μπορεί να επιδιώκει μια θεραπεία στην πολιτική διαδικασία και ταυτόχρονα να επιδιώκει άλλη θεραπεία η οποία εντάσσεται στο κεφάλαιο της ποινικής διαδικασίας.**
Στην απόφαση του ο Mellish L.J. υπέδειξε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να επέμβει στην ποινική διαδικασία μπορεί να εγερθεί μόνο όπου η ποινική διαδικασία είναι της ίδιας φύσης με την πολιτική διαδικασία.***
Στην Βασιλείου (πιο πάνω) το Εφετείο απέκλινε από την Νεοφύτου (πιο πάνω) γιατί η αρχή η οποία υιοθέτησε – η Νεοφύτου – «διατυπώνεται χωρίς αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίθετα προς το λόγο της ως προς τις αρχές της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου».
Σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου στην Βασιλείου αυτό που συνιστούσε κατάχρηση δικαιοδοσίας ήταν η χρήση της [*568]ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την επιτυχία της πολιτικής αγωγής και «η χρήση της για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται πράγμα το οποίο εκτρέπει τον σκοπό της, αποδυναμώνει το κύρος της και την καθιστά έρμαιο των επιδιώξεων του διώκοντος».
Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο το κατά πόσο η προηγούμενη νομολογία δικαιολογεί το λόγο (ratio) της Βασιλείου (πιο πάνω). Η απάντηση είναι σαφώς καταφατική. Δεν χρειάζεται παρά να αναφερθούμε:
(α) Στην Constantinides (πιο πάνω), σελ. 356, στην οποία λέχθηκε ότι η διαδικασία μπορεί να ανασταλεί δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου «οποτεδήποτε μολύνεται από αλλότρια κίνητρα» και ότι η διαδικασία μπορεί να εμποδισθεί εάν προωθείται για εξασφάλιση παρεμφερούς πλεονεκτήματος.
(β) Στην Goldsmith (πιο πάνω) η οποία υιοθετήθηκε στην Constantinides (πιο πάνω) και στην οποία διακηρύχθηκε ότι η άσκηση δικαιώματος μπορεί να περιοριστεί οποτεδήποτε ασκείται για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο παρέχεται από το Νόμο κυρίως όταν αποβλέπει στην εξασφάλιση παρεμφερούς πλεονεκτήματος.
(γ) Στην Beogradska (πιο πάνω) στην οποία υιοθετήθηκε η Thames Launches (πιο πάνω) όπου διακηρύχθηκε ότι οσάκις τα επίδικα θέματα στην πολιτική διαδικασία και την ποινική διαδικασία στην πραγματικότητα εγείρουν ουσιαστικά το ίδιο επίδικο θέμα και η πολιτική διαδικασία επέτυχε η ποινική πρέπει κατ’ ανάγκη να αποτύχει.
Καταλήγουμε με τη διαπίστωση ότι ο λόγος της Βασιλείου (πιο πάνω) – και της μεταγενέστερης M. & M. Loizou Ltd - βρίσκει απόλυτο έρεισμα στην προηγούμενη νομολογία.
Το επόμενο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο το Εφετείο στη Βασιλείου ορθά παραγνώρισε την Νεοφύτου.
Η απάντηση είναι και πάλι καταφατική. Η παραγνώριση δικαστικού προηγούμενου που δεν είναι ευθυγραμμισμένο με την υπόλοιπη νομολογία επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τις αποφάσεις στις υποθέσεις Πίττα και Ιωσηφίδη (πιο πάνω) αλλά και από την Σιμιλλίδη ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160, 168, 169 (απόφαση Νικήτα, Δ.):
«Ένα σύντομο τελευταίο σχόλιο για την υπόθεση Ellinas. Δεν είναι ευθυγραμμισμένη με την υπόλοιπη νομολογία μας επί του θέματος για παράδειγμα την υπόθεση Costas Tsirides v. The Police (1973) 2 C.L.R. 204, η οποία έχει αναφερθεί στη διαδικασία αυτή και περαιτέρω τη νομολογία που την ακολούθησε όπως, λ.χ., την υπόθεση Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301, 317. Εξάλλου όπως ρητά λέγει η ίδια η απόφαση αυτοπεριορίζεται στα γεγονότα της χωρίς να έχει θέσει κανόνα δικαίου ευρύτερης εφαρμογής. Για το χειρισμό δικαστικού προηγούμενου που δεν συγκλίνει προς τα νομολογηθέντα εύστοχη αναφορά μπορεί να γίνει στην Scruttons Ltd v. Midland Silicones Ltd [1962] 1 All E.R. 1, 12, ιδιαίτερα σε ότι έχουμε υπογραμμίσει:
‘I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision.’»*
Εν όψει της διαπίστωσης μας για συμφωνία της Βασιλείου (πιο πάνω) και της μεταγενέστερης της M. & M. Loizou Ltd (πιο πάνω) με την προηγούμενη νομολογία θεωρούμε ότι αυτές οι αποφάσεις αντανακλούν ορθά και με σαφήνεια τη θέση της νομολογίας επί του θέματος της κατάχρησης της διαδικασίας και τις σωστές αρχές δικαίου όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρ. 305Α του Κεφ. 154. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του κ. Ευτυχίου δεν ευσταθεί. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την θέση του ως προς την εμβέλεια της απόφασης στην Σ.Ε.Κ. (πιο πάνω) γιατί στην υπόθεση εκείνη το Εφετείο δεν έχει πραγματευθεί με οποιοδήποτε τρόπο θέμα κατάχρησης της διαδικασίας.
Στην ουσία ο κ. Ευτυχίου μας έχει καλέσει να αποστούμε από τις [*570]αποφάσεις Βασιλείου και M. & M. Loizou Ltd (πιο πάνω). Τυγχάνουν λοιπόν εξεταστέες οι αρχές οι οποίες διέπουν την απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Το θέμα τέθηκε ως εξής στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 335, 336 (απόφαση της πλειοψηφίας Πική, Π.):
«Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας – Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, το Δικαστήριο απέστη από την απόφαση της Ολομέλειας στη Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, επειδή έκρινε ότι η αρχή δικαίου στην οποία είχε θεμελιωθεί ήταν εσφαλμένη. Το ακόλουθο απόσπασμα καθορίζει το αιτιολογικό της απόκλισης και την ευχέρεια που παρέχεται για απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση, οποτεδήποτε ο λόγος της συγκρούεται με συνταγματική αρχή:
‘Η απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη δικαστική απόφαση δικαιολογείται οποτεδήποτε διαπιστώνεται ότι η αρχή την οποία ενσωματώνει είναι εσφαλμένη. Η ελευθερία είναι αναμφιβόλως μεγαλύτερη οποτεδήποτε προηγούμενη δικαστική απόφαση συγκρούεται με θεμελιακή συνταγματική αρχή, όπως η διάκριση των Εξουσιών.’
Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης. Όμως, η όποια διστακτικότητα υποχωρεί, εφόσον διαπιστωθεί ότι η αρχή δικαίου, την οποία ενσωματώνει, είναι αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη.»
Η Μαυρογένης (πιο πάνω) υιοθετήθηκε στην Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 445 (απόφαση Κρονίδη, Δ.), Βύρωνος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 57/94/25.2.99 (αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας από Νικολαΐδη, Δ. και Νικολάου, Δ.), Re E. Mitsingas Exports Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1507 (απόφαση Πική, Π.), Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 867 (απόφαση Πική, Π.), Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 361 (απόφαση Ηλιάδη, Δ.), Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 300.
Η Χριστοδούλου ν. Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1295, αποτελεί παράδειγμα της προσήλωσης προς το δικαστικό προηγούμενο. Το Εφετείο κλήθηκε να αποστεί από την απόφαση στη Γεωργίου ν. Κυπριακές Αερογραμμές Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 1794. Στην απόφαση του Εφετείου ο Αρτεμίδης, Δ. έθεσε το θέμα ως εξής:
«Εμείς θα εφαρμόσουμε αυτή την απόφαση για σοβαρούς λόγους [*571]αρχής δικαίου. Πιστεύουμε πως οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρέπει να είναι σεβαστές, πρώτα από το ίδιο το Δικαστήριο και βεβαίως γενικά. Γιατί διασφαλίζεται έτσι, όσο είναι δυνατό, η ευθυγράμμιση του δικαίου και της νομολογίας. Αν είχαμε διαφορετική νομική προσέγγιση, που δεν έχουμε, πάλιν θα υιοθετούσαμε την απόφαση του Εφετείου για το λόγο που αναφέραμε πιο πάνω. Θα διαφωνούσαμε μόνο στην περίπτωση που η προσωπική μας άποψη θα δημιουργούσε κρίση συνείδησης για την ορθότητα μιας απόφασης, σε τέτοιο βαθμό που θα πιστεύαμε πως αν δεν εκφράζαμε τη δική μας θέση θα αισθανόμαστε πως οδηγείται η υπόθεση στο δρόμο της αδικίας.»
Δεν έχουμε πεισθεί από τα όσα έθεσε ενώπιον μας ο κ. Ευτυχίου ότι η αρχή την οποία ενσωματώνουν οι πιο πάνω δύο αποφάσεις είναι εσφαλμένη. Αντίθετα βρίσκει απόλυτο έρεισμα στην προηγούμενη νομολογία στην οποία έχουμε αναφερθεί σε έκταση. Ειδικά και σε σχέση με το επίμαχο άρ. 305Α του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και τα εξής:
Το Εδάφιο (3) του άρ. 305Α προβλέπει ότι «το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της». Επομένως το κατά πόσο προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα αποτελεί ένα από τα κύρια επίδικα θέματα της ποινικής διαδικασίας. Σίγουρα αποτελεί και ένα από τα κύρια επίδικα θέματα της πολιτικής διαδικασίας, με τη διαφορά όμως πως στην πολιτική διαδικασία το μέτρο απόδειξης είναι «το ισοζύγιο των πιθανοτήτων», ενώ στην ποινική διαδικασία είναι «πέρα από κάθε λογική αμφιβολία». Επομένως η ύπαρξη δύο διαδικασιών – της πολιτικής και ποινικής – αναπόφευκτα συνεπάγεται την έκδοση απόφασης από δύο κατώτερα δικαστήρια ακριβώς επί του ιδίου επίδικου θέματος.
Καλούνται δύο δικαστήρια να εξετάσουν και αποφασίσουν επί του ιδίου επίδικου σημείου. Αυτό αποτελεί κατά την κρίση μας μια χωρίς προηγούμενο κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας. Στη δε περίπτωση που τα δύο δικαστήρια καταλήξουν σε διαφορετικό αποτέλεσμα, κάτι το οποίο δεν αποκλείεται λόγω και της διαφοράς στο επίπεδο απόδειξης, αυτό θα είχε σαν άμεση συνέπεια την υπονόμευση του κύρους και της αξιοπιστίας της απονομής της δικαιοσύνης.
Εδώ έχουν τη θέση τους τα όσα ανέφερε ο Αρτεμίδης, Δ. στην Re Δώρος Γεωργιάδης, Αίτηση 19/2002/17.4.2002, όπου υιοθέτησε την αρχή της Περρέλλα (πιο πάνω) σε σχέση με την κατά[*572]χρηση της διαδικασίας:
«Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε για πρακτικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους. Η έναρξη πολλαπλών διαδικασιών, ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, στην περίπτωση που εξετάζουμε του Ανωτάτου Δικαστηρίου, μπορεί να απολήξουν σε διαφορετικές αποφάσεις, είτε ως προς το τελικό αποτέλεσμα ή την αιτιολόγηση τους, κάτι βεβαίως που θα ήταν ολωσδιόλου ανεπιθύμητο, καθώς θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό των διαδικασιών και δικαστικό αδιέξοδο.»
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν πρόσθετους λόγους για την ανάληψη σύμφυτης δικαιοδοσίας για ανακοπή διαδικασίας η οποία υπονομεύει το κύρος και την αξιοπιστία της απονομής της δικαιοσύνης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση μετά που είχε διαπιστώσει ότι η επίδικη ποινική δίωξη διαπνέεται από αλλότριο και καταπιεστικό σκοπό και συνιστά κατάχρηση της ποινικής διώξης. Θεωρούμε ότι η επίδικη κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα στα νομολογηθέντα στη Βασιλείου (πιο πάνω) και στη μεταγενέστερη απόφαση M. & M. Loizou Ltd (πιο πάνω). Αυτό νοουμένου ότι τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία. Αυτή η πτυχή θα εξεταστεί σε συνάρτηση με το δεύτερο λόγο της έφεσης.
Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης – κατοχύρωση του δικαιώματος άσκησης ποινικής δίωξης από το άρ. 30.1 του Συντάγματος και το άρ. 6(1) της Σύμβασης.
Το άρ. 30.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο. Το άρ. 30.2 και 3 του Συντάγματος και το άρ. 6(1), (2) και (3) της Σύμβασης κατοχυρώνουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης.
Έχει νομολογηθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα άρθρα 30.2 και 30.3 (β) του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά (Βλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, 112, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής [*573]Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, 710, Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 534, Royal Insurance International Ltd ν. Δήμου Λεμεσού (1995) 2 Α.Α.Δ. 185 και Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1 Α.Α.Δ. 997). Βλ. και Rousos v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1437, Rousos and Another v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119, Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068 και Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35.
Θεωρούμε ότι η πιο πάνω αρχή τυγχάνει κατ’ αναλογία εφαρμογής και στην περίπτωση του Άρθρου. 30.1 του Συντάγματος. Η λειτουργία του Δικαστηρίου, δυνάμει της σύμφυτης εξουσίας του με την οποία ανακόπτει ποινική διαδικασία λόγω κατάχρησης της διαδικασίας έχει σαν μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει όπως η άσκηση των ποινικών διώξεων και κατ’ επέκταση το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο, επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά. Θεωρούμε λοιπόν ότι η σχετική λειτουργία του Δικαστηρίου δεν παραβιάζει το άρ. 30.1 του Συντάγματος και το άρ. 6(1) της Σύμβασης. Όπως έχει λεχθεί στην In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329, 333 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε):
«Ατομικό δικαίωμα μπορεί να συνυπάρχει με καθήκον. Η εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας αποτελεί θεμελιώδη σκοπό του Συντάγματος. Η ανεμπόδιστη ροή της δικαιοσύνης δεν είναι λιγότερο σημαντικός συνταγματικός στόχος από τη διαφύλαξη των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όπου τα θεμελιώδη δικαιώματα είναι συνυφασμένα με την αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας πρέπει να ασκούνται και να εφαρμόζονται με τρόπο που να διασφαλίζονται οι παράλληλοι σκοποί του Συντάγματος.»
Εδώ το δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο είναι σαφώς συνυφασμένο με την αποτελεσματικότητα της δικαστικής λειτουργίας. Πρέπει να ασκείται με τρόπο που να διασφαλίζει την εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας και με τρόπο που να διασφαλίζει τους παράλληλους σκοπούς του Συντάγματος.
Πρέπει με την ευκαιρία αυτή να υποδείξουμε ότι η φύση, σοβαρότητα και συχνότητα του αδικήματος που προβλέπεται από το Άρθρο 305Α (1) δεν συνιστούν λόγους που δικαιολογούν την μη επίκληση της σύμφυτης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Όπως έχει λεχθεί στη Βασιλείου (πιο πάνω) η «δίωξη των παραβατών του Ποινικού Δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος». Το δικαίωμα του θύματος του εγκλή[*574]ματος να προβεί στη δίωξη του δράστη συνιστά χρήσιμη διασφάλιση κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των Αρχών να προβούν στη δίωξη των παραβατών του Ποινικού Δικαίου (Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70, 97 (H.L.)). Εδώ ο κατήγορος δεν φαίνεται να έχει καταγγείλει το δράστη στις διωκτικές αρχές. Δεν μπορεί επομένως να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε παράλειψη των Αρχών.
(Β) Δεύτερος λόγος της έφεσης:
Τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχουν λόγω μη αξιολόγησης της μαρτυρίας και/ή δεν βασίζονται και/ή ούτε υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία.
Λαμβάνουμε υπόψη τα σχετικά συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία έχουμε παραθέσει σε κάποια έκταση (βλ. σελ. 529-530, πιο πάνω). Λαμβάνουμε, επίσης, υπόψη τη σχετική μαρτυρία. Έχουμε την άποψη πως τα σχετικά συμπεράσματα έχουν σαν βάθρο γεγονότα τα οποία ήταν αδιαμφισβήτητα. Δεν χρειαζόταν λοιπόν αξιολόγηση της μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε ότι όπου η υπόθεση βασίζεται επί των συμπερασμάτων που μπορούν να εξαχθούν από τα γεγονότα το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση, όπως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, να αποφασίσει επί της υπόθεσης (Koudellaris v. Christoforou and Others (1975) 1 C.L.R. 366, 372 και Powell v. Straatham Manor Nursing Home [1935] A.C. 243, 267).
Έχοντας υπόψη τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα θεωρούμε ότι τα επίδικα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου υποστηρίζονται πλήρως από τα γεγονότα εκείνα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. Η υπόθεση επαναπέμπεται στον ίδιο δικαστή για να αποφασίσει κατά πόσο αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση και να πράξει ανάλογα με το αποτέλεσμα. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο