(2002) 2 ΑΑΔ 601
[*601]12 Δεκεμβρίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7308)
Ποινή ― Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή ― Δύσκολες προσωπικές περιστάσεις, σοβαρά οικονομικά προβλήματα και προβλήματα υγείας ― Κατάθεση κοινωνικής έρευνας αναφορικά με τις οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος ― Δύο προηγούμενες καταδίκες ― Λήφθηκαν υπόψη δέκα εκκρεμείς υποθέσεις παρόμοιας φύσεως ― Επιβολή ποινής διετούς φυλάκισης ― Επικυρώθηκε, κατά πλειοψηφία.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Η επιβολή αποτρεπτικής ποινής για τη διάπραξη του αδικήματος της διάρρηξης και κλοπής ήταν αναγκαία όχι μόνο για να αποτρέψει τον κατηγορούμενο από τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων αλλά και για την ταυτόχρονη προστασία της κοινωνίας.
Στις 27/8/00 ο εφεσείων διέρρηξε ένα περίπτερο από το οποίο έκλεψε £315 σε μετρητά και διάφορα είδη περιπτέρου συνολικής αξίας £185,80. Συνελήφθη επ’ αυτοφώρω, παραδέχθηκε στην αστυνομία τη διάπραξη της κλοπής και απολογήθηκε.
Παραδέκτηκε την κατηγορία που προσήφθη εναντίον του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α), 255 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, και με αίτημα του εφεσείοντος, ελήφθησαν υπόψη άλλες 10 υποθέσεις που εκκρεμούσαν εις βάρος του που αφορούσαν αριθμό κλοπών, κατά κύριο λόγο ζώων. Ο εφεσείων είχε επίσης δύο προηγούμενες καταδίκες. Του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
[*602]Ο εφεσείων προσέβαλε την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Επικεντρώθηκε κυρίως σε δύο επιχειρήματα:
α) Εισηγήθηκε πως το κατάντημα του είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αντίξοων και προσωπικών συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε και ακόμη ζει.
β) Με κάποιο χρηματικό βοήθημα από το δημόσιο δημιούργησε μικρή φάρμα ζώων η οποία ενδεχομένως να αρχίσει να του αποφέρει εισόδημα.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Αρτεμίδη, Δ. συμφωνούντος και του Νικολάου, Δ.:
1. Η παραπομπή του εφεσείοντος στη φυλακή δεν θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες στη φάρμα του, που την επίβλεψη της ανέλαβαν οι γονείς του.
2. Η σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι είχε ενώπιον του ένα παραβάτη που θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με αποτρεπτική ποινή, που ταυτόχρονα θα συνέβαλλε στην προστασία της κοινωνίας από την παράνομη συμπεριφορά του εφεσείοντος, ήταν ορθή.
Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ..
Υπάρχει ανακολουθία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου επειδή οι μετριαστικοί παράγοντες, μερικοί από τους οποίους θεωρήθηκαν ως σημαντικοί από το Δικαστήριο, δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη, με την απόδοση ρυθμιστικής έμφασης στο στοιχείο της αποτροπής. Η αρμόζουσα ποινή φυλάκισης θα ήταν, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η φυλάκιση ενός έτους.
Η έφεση απορρίφθηκε κατά πλειοψηφία.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 2029/2001) ημερομηνίας 24/5/2002, με την οποία καταδικάστηκε, αφού παραδέκτηκε κατηγορία, που προσήφθη εναντίον του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 291, 294(α), 255 και 29 του [*603]Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε στις 30/5/2001, ποινή φυλάκισης δύο χρόνων, ως ποινής έκδηλα υπερβολικής.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση που θα διαβάσω συμφωνεί και ο Νικολάου, Δ.. Ο Χ''Χαμπής, Δ. θα δώσει ξεχωριστή απόφαση.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέκτηκε κατηγορία, που προσήφθη εναντίον του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 291, 294(α), 255 και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, και τα παραδεκτά γεγονότα, στις 27.8.00 ο εφεσείων διέρρηξε ένα περίπτερο από το οποίο έκλεψε £315 σε μετρητά και διάφορα είδη περιπτέρου συνολικής αξίας £185.80. Ο εφεσείων συνελήφθη επ’ αυτοφόρω, παραδέκτηκε στην αστυνομία τη διάπραξη της κλοπής και απολογήθηκε.
Κατά την επιμέτρηση της ποινής, και με αίτημα του εφεσείοντα, ελήφθησαν υπόψη άλλες 10 υποθέσεις που εκκρεμούσαν εις βάρος του που αφορούσαν αριθμό κλοπών, κατά κύριο λόγο ζώων. Στον αστυνομικό φάκελο του εφεσείοντα, όπως αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, αναγράφονται και δυο προηγούμενες καταδίκες, οι ακόλουθες:
- 8589/98 Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ημερομηνία καταδίκης 15.6.98 - ποινή φυλάκισης 15 μηνών για κλοπή, απόκτηση περιουσίας με απειλές και πλαστοπροσωπία μέλους της αστυνομικής δύναμης.
- 2869 Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ημερομηνία καταδίκης 1.3.00 - £300 πρόστιμο για κακόβουλη ζημιά.
Η απόφαση της πρωτόδικης Δικαστού, στην οποία αιτιολογεί την ποινή των δύο χρόνων φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσείοντα, καταλαμβάνει 16 σελίδες. Γίνεται λεπτομερής αναφορά στα γεγονότα της υπό συζήτηση κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, και σ’ αυτά των κατηγοριών που ζήτησε να ληφθούν [*604]υπόψη, καθώς και στις προσωπικές του περιστάσεις και την εκτεταμένη δική του αγόρευση για μετριασμό της ποινής. Επιπλέον, η Δικαστής προέβη σε ευρεία αναφορά της νομολογίας, για να καταλήξει στην άποψη πως θα έπρεπε να επιλεγεί η αποτρεπτική ποινή της φυλάκισης, για να προστατευθεί η κοινωνία από τις συχνές παρανομίες του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, που καταχώρισε και χειρίστηκε ο ίδιος την έφεση του, εισηγήθηκε ενώπιον μας πως η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική, και γι’ αυτό ζήτησε τη μείωση της. Στην αγόρευση του ενώπιόν μας, την οποία άρθρωσε με καθαρό λόγο και ορθή δομή σκέψης, επικεντρώθηκε κυρίως σε δυο επιχειρήματα:
(α) Εισηγήθηκε πως το κατάντημα του είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αντίξοων και σκληρών προσωπικών συνθηκών στις οποίες μεγάλωσε, και ακόμη ζει. Οι συνθήκες αυτές δεν του επέτρεψαν να έχει κάποιο εισόδημα ώστε να ζει ως ένα κανονικό μέλος της κοινωνίας. Στην κοινωνία μάλιστα επιρρίπτει τις ευθύνες για τις παρανομίες του, λέγοντας, χαρακτηριστικά, πως τίποτε δεν του πρόσφερε για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια του.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατατέθηκε κοινωνική έρευνα, του τμήματος κοινωνικής ευημερίας, που αφορά στις οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα. Ο πατέρας του είναι από το Τραχώνι Κυθραίας, ενώ η μητέρα του από την Κυθραία. Είναι, επομένως, οικογένεια εκτοπισμένων η οποία μένει σε σπίτι στον οικισμό αυτοστέγασης Γερίου. Ο εφεσείων ζει με τους γονείς του, όπως και η μικρότερη αδελφή του. Το 1991 ο εφεσείων είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο είχε σοβαρότατες συνέπειες στην υγεία του. Υπέστη κρανιοεγκεφαλική κάκωση και ανεπάρκεια απόφυσης με αποτέλεσμα να καταστεί ανίκανος για εργασία. Παίρνει £164 μηνιαίο βοήθημα από το δημόσιο.
(β) Μας πληροφόρησε πως με κάποιο χρηματικό βοήθημα από το δημόσιο δημιούργησε μικρή φάρμα ζώων, ο πολλαπλασιασμός των οποίων άρχισε πρόσφατα με ενδεχόμενο η φάρμα να αρχίσει να αποφέρει εισόδημα. Ο ίδιος λέει πως οι κλοπές ζώων, τις οποίες διέπραξε, οφείλονται στη μεγάλη αγάπη που τρέφει για τα ζώα. Εφόσον θα αρχίσει να έχει εισόδημα από τη φάρμα του, υπόσχεται πως δεν θα ξανακλέψει. Διατείνεται πως έκλεβε για να εξασφαλίζει κάποια χρήματα, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της ζωής και στις καταναλωτικές προκλήσεις που υπάρχουν γύρω μας. Ως νέος άνθρωπος να πηγαίνει κι αυτός σε ένα σινεμά, μπαρ, εστιατόριο, κ.λπ. όπως οι άλλοι της ηλικίας του.
[*605]Μας έχει απασχολήσει σοβαρά η υπόθεση. Ιδιαίτερα προβληματιστήκαμε από το γεγονός της πρόσφατης δημιουργίας από τον εφεσείοντα της μικρής φάρμας από την οποία θα αρχίσει να έχει κάποιο εισόδημα. Σκεφτήκαμε αν τούτο το στοιχείο θα ’πρεπε να επιδράσει προς την κατεύθυνση μείωσης της ποινής. Η σκέψη μας όμως αυτή ανατρέπεται από τα ίδια τα γεγονότα. Ο εφεσείων διέπραξε και άλλη κλοπή σε μεταγενέστερο χρόνο της δημιουργίας της φάρμας. Επιπλέον, να παρατηρήσουμε και τα εξής. Ο εφεσείων φοίτησε μέχρι την Τρίτη τάξη του γυμνασίου. Όπως είπαμε και πιο πριν, η ενώπιον μας εμφάνιση του δείχνει άνθρωπο με πνευματική επάρκεια και ικανότητα εκφοράς του λόγου. Εξέφρασε τις απόψεις του αναφορικά με το χρέος της κοινωνίας απέναντι του, όπως ο ίδιος βέβαια το αντιλαμβάνεται, και έχει επίσης γνώμη ως προς το σωφρονιστικό μας σύστημα. Εισηγήθηκε μάλιστα πως η φυλακή δεν προσφέρει τίποτε στην αναμόρφωση του, αντίθετα, είπε, πως εκεί μαθαίνει και άλλες μεθόδους αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν έχουμε ενώπιόν μας έναν άνθρωπο που αδικήθηκε από τη φύση, με μειωμένη π.χ. πνευματική ικανότητα. Αντίθετα, ο εφεσείων διαθέτει πνευματική επάρκεια, τέτοια που θα ’πρεπε να τον οδηγεί στην εύνομη πορεία. Το γεγονός βέβαια πως είναι επιρρεπής στην κλοπή δείχνει πως κάτι συμβαίνει με την ψυχολογική του κατάσταση, την οποία βέβαια δεν μπορούμε να εξηγήσουμε.
Η παραμονή του εφεσείοντα στη φυλακή δεν θα έχει καταστρεπτικές συνέπειες στη φάρμα του, που την επίβλεψη της ανέλαβαν οι γονείς του.
Μ’ αυτά που αναφέρουμε πιο πάνω, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως η σκέψη της πρωτόδικης δικαστού, ότι είχε ενώπιον της ένα παραβάτη που θα ’πρεπε να αντιμετωπιστεί με αποτρεπτική ποινή, που ταυτόχρονα θα συνέβαλλε στην προστασία της κοινωνίας από την παράνομη συμπεριφορά του εφεσείοντα, ήταν ορθή. Η ποινή των δύο ετών φυλάκισης που επιβλήθηκε, έχοντας υπόψη και τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα και τις κατηγορίες που ζήτησε να ληφθούν υπόψη, δεν μπορεί με οποιοδήποτε τρόπο να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η χωριστή απόφασή μου από εκείνη των αδελφών μου Δικαστών συναρτάται προς την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία θεωρώ πεπλανημένη.
Η ευπαίδευτη Δικαστής εξέτασε όλες τις παραμέτρους του [*606]πράγματος. Αφού επεσήμανε,με αναφορά στη νομολογία, την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής υπό τη μορφή φυλάκισης για αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών που θεωρούνται σοβαρά, προχώρησε να σχολιάσει σειρά παραγόντων τους οποίους θεώρησε ότι συνιστούσαν ελαφρυντικά για τον Εφεσείοντα. Στη σ. 10 είπε:
“Ο ερασιτεχνικός όμως τρόπος δράσης του, και ο εύκολος εντοπισμός όλης σχεδόν της κλοπιμαίας περιουσίας στην κατοχή του αμέσως μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, με αποτέλεσμα την επιστροφή της εν λόγω περιουσίας στους παραπονούμενους, αποτελεί ελαφρυντικό παράγοντα για τον Κατηγορούμενο.”
Έλαβε επίσης σοβαρά υπ’ όψη της την άμεση παραδοχή του Εφεσείοντα και την πλήρη συνεργασία του με την Αστυνομία.
Ακόμα, έλαβε υπ’ όψη της τις προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του Εφεσείοντα, ιδιαίτερα τη δύσκολη παιδική ηλικία του χωρίς την παρουσία και φροντίδα του πατέρα του, τις επιπτώσεις του δυστυχήματος που ο Εφεσείων είχε το 1991, ιδιαίτερα την κρανιοεγκεφαλική κάκωση και την ανεπάρκεια απόφυσης που τον κατέστησαν ανίκανο για εργασία και τον οδήγησαν σε οικονομικό αδιέξοδο, γενικά τα προβλήματα υγείας του που περιλάμβαναν, πλην των πιο πάνω, επιληψία, νεφρική ανεπάρκεια και διαβήτη, και το νεαρό της ηλικίας του Εφεσείοντα. Πέραν τούτων, είπε και τα ακόλουθα στις σελίδες 11-12:
“... δεν παραγνωρίζω τον ζήλο και την επιθυμία του Κατηγορουμένου να δημιουργήσει μια δική του μάντρα αφού έχει μανία με ζώα, η οποία θα τον ενισχύσει οικονομικά, με απώτερο στόχο την επαναδημιουργία και επανένταξη του στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η διαπίστωση του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος έχει τώρα τη μάντρα του με περιορισμένο αριθμό ζώων, η οποία σύντομα θα του αποφέρει εισόδημα. Η ένδειξη στην αλλαγή και βελτίωση του τρόπου ζωής του Κατηγορουμένου είναι σημαντικό στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής...”
Κατέληξε δε ως εξής στις σελίδες 14-15:
“Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα που αφορούν την παρούσα υπόθεση, και ιδιαίτερα τη φύση και τη σοβαρότητα των αδικημάτων, τις συνθήκες διάπραξης αυτών, και την όλη συμπεριφο[*607]ρά που ο κατηγορούμενος επέδειξε κατά το χρονικό διάστημα διάπραξης αυτών, και με δεδομένο το στοιχείο της αποτροπής, κρίνω ότι η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης. Προς τούτο, παραπέμπω στην υπόθεση Χριστάκη Αργυρού ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 670, που αφορούσε διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή και διάρρηξη καταστήματος και κλοπή, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής οι προσωπικές και άλλες περιστάσεις του κατηγορουμένου είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
Χαρακτηριστική δε ήταν η στάση του Εφετείου στην υπόθεση Βαρνάβα Ευγενίου Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 485, που αφορούσε και πάλι διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή:-
‘Το Δικαστήριο έχει καθήκον να προσεγγίζει τον καθορισμό του είδους και του ύψους της ποινής έχοντας υπόψη την εξατομίκευση της ποινής. Όμως είναι γνωστή η αρχή ότι η εξατομίκευση δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του Νόμου. Όταν ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να αποτελεί ένα συνεχή κίνδυνο για την κοινωνία, δεν παραμένουν παρά μόνο μικρά περιθώρια για την εξατομίκευση της ποινής (ίδε Αντωνιάδη ν. Αστυνομίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 21 και Mansour v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 434).’
Οι ελαφρυντικοί παράγοντες που ανέφερα πιο πάνω, και ιδιαίτερα η ανεύρεση και επιστροφή του μεγαλύτερου μέρους της κλοπιμαίας περιουσίας, η άμεση παραδοχή και συνεργασία του Κατηγορούμενου με την αστυνομία, η μεταμέλεια που εξέφρασε, οι προσωπικές του συνθήκες και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει, τα προβλήματα υγείας του, το νεαρό της ηλικίας του, και η δημιουργία της δικής του μάντρας, δεν είναι ικανοί να μετατρέψουν το είδος της ποινής, ενόψει των όσων εκτίθενται πιο πάνω, όμως θα έχουν τη σημασία τους στη διάρκεια αυτής.”
Φρονώ ότι υπάρχει κάποια ανακολουθία στο σκεπτικό του Δικαστηρίου. Η αναφορά του στους ελαφρυντικούς παράγοντες απεκάλυπτε και ότι μερικοί από αυτούς ήσαν αφ’ εαυτών σημαντικοί και ότι εθεωρήθησαν ως σημαντικοί από το Δικαστήριο. Παρά ταύτα, η ρυθμιστική έμφαση την οποία έθεσε στην κατάλη[*608]ξη της στο στοιχείο της αποτροπής αναιρούσε τη σημασία την οποία η ίδια είχε προηγουμένως αποδώσει στους μετριαστικούς παράγοντες και απέληγε σε ανακολουθία.
Για τους λόγους αυτούς, θα επέτρεπα την έφεση μειώνοντας την ποινή φυλάκισης σε ένα έτος ώστε να αποδίδεται η δέουσα σημασία στους παράγοντες τους οποίους και το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήσαν σημαντικοί.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο