Aποστόλου Άντρη ν. Aστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ 614

(2002) 2 ΑΑΔ 614

[*614]20 Δεκεμβρίου, 2002

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΡΗ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7123)

 

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Ουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία, σε βαθμό που κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα, δεν μπορούν να στηρίξουν καταδίκη.

Η εφεσείουσα και η μητέρα της αντιμετώπιζαν κατηγορία επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης. Η παραπονούμενη εργοδοτείτο ως οικιακή βοηθός στο σπίτι, της εφεσείουσας. Ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής πως η εφεσείουσα και η μητέρα της, στο σπίτι της πρώτης, μετά από συζήτηση, κτύπησαν και έσπρωξαν την παραπονούμενη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση μόνο σε σχέση με την εφεσείουσα, η οποία στη συνέχεια κατέθεσε ενόρκως. Αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, το Δικαστήριο κατέληξε πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, περιλαμβανομένης και της παραπονούμενης, ήταν ειλικρινείς και αξιόπιστοι.  Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη για τη διάπραξη του αδικήματος της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη μαρτυρία ήταν αντιφατική.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο βαθμός και η έκταση της σύνδεσης όσων αφορούσαν στην εμπλοκή της εφεσείουσας και της μητέρας της καθιστούσαν ανασφαλές να διαχωριστεί το επεισόδιο σε μέρος του ως προς το οποίο η παραπονούμενη ήταν ειλικρινής και σε μέρος του ως προς το οποίο η μαρ[*615]τυρία της δεν προσφερόταν ως αξιόπιστη βάση για καταδίκη. Οι αντιφάσεις δε που εντοπίστηκαν, οι οποίες ήταν σοβαρές δεν εδικαιολογείτο να απομονωθούν ως ασύνδετες προς την καθόλου αξιοπιστία της παραπονούμενης σε σχέση με το ένα επεισόδιο, όπως εν τέλει η ίδια η παραπονούμενη το περιέγραψε.

2. Τα πιο πάνω σε συνδυασμό και προς άλλα που προκύπτουν ως αδυναμίες στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας καθιστούν την καταδίκη της εφεσείουσας επισφαλή.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Azinas a.ο. v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από την κατηγορούμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 7465/2000),  ημερομηνίας 7/6/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχη για το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 242 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και της επιβλήθηκε ποινή προστίμου £350,-.

Ν. Καλλής, για την Εφεσείουσα.

Φ. Τιμοθέου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Τα περιστατικά αναδεικνύουν ως ιδιότυπο στην παρούσα υπόθεση το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και συνακολούθως του ασφαλούς της τελικής ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο η εφεσείουσα διέπραξε το αδίκημα της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης.

Η κατηγορία είχε προσαφθεί και κατά της μητέρας της παραπονούμενης και, κατά τη συμπλήρωση της υπόθεσης για την κατηγορούσα αρχή, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση πως [*616]δεν είχε αποδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η καθοδήγησή του ως προς τις αρχές δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Azinas and Another v. Τhe Police (1981) 2 C.L.R. 9 και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, απόσπασμα της οποίας και παρέθεσε.  Δεν απασχόλησε η πρώτη περίπτωση που δικαιολογεί απαλλαγή σε εκείνο το στάδιο. Η απουσία δηλαδή ενός ή περισσότερων από τα συστατικά στοιχεία της κατηγορίας. Απασχόλησε η δεύτερη σύμφωνα με την οποία, όπως εξηγείται στην απόφαση που εξέδωσε ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, στην Χριστοδούλου (ανωτέρω),

"Η απαλλαγή του εφεσίβλητου δικαιολογείται μόνο όταν,

(α)  ...........................................................................................

(β)  οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σ’ αυτή την καταδίκη του κατηγορούμενου. Και στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι αντικειμενικό διότι το μέτρο δεν είναι οι εκτιμήσεις του συγκεκριμένου Δικαστηρίου αλλά εκείνες ενός νοητού λογικού Δικαστηρίου".

Η παραπονούμενη εργοδοτείτο ως οικιακή βοηθός στο σπίτι της εφεσείουσας. Ήταν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής πως η εφεσείουσα και η μητέρα της, στο σπίτι της πρώτης, μετά από συζήτηση, κτύπησαν και έσπρωξαν την παραπονούμενη, με αποτέλεσμα την πρόκληση αιματώματος και εκχυμώσεων στο χέρι της και εκχυμώσεων στη δεξιά της ωμοπλάτη. Έρεισμα ήταν η μαρτυρία της παραπονούμενης. Οι άλλοι μάρτυρες αναφέρθηκαν σε σχετικά δεδομένα, επικουρικής όμως σημασίας. Επρόκειτο για τον αστυφύλακα στον οποίο η παραπονούμενη υπέβαλε παράπονο και την ιατρό που την εξέτασε στο Τμήμα Πρώτων Βοηθειών του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση μόνο σε σχέση με την εφεσείουσα. Ως προς τη μητέρα της, εξήγησε γιατί η μαρτυρία της παραπονούμενης δεν ήταν δυνατό να στηρίξει καταδίκη, εννοείται στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών. Η παραπονούμενη, όταν κατήγγειλε την επίθεση, ας σημειωθεί περίπου 4½ ώρες μετά την κατ΄ισχυρισμό διάπραξή της, δεν περιέλαβε στους δράστες και τη μητέρα της εφεσείουσας. Αναφέρθηκε μόνο στην εφεσείουσα.  Ο ισχυρισμός της για το αντίθετο, όπως επισήμανε το πρωτόδικο δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφασή του, διαψεύσθηκε από τη σαφή και ξεκάθαρη μαρτυρία του αστυφύλακα στον οποίο είχε αποταθεί. Ενέπλεξε και τη μητέρα της εφεσείου[*617]σας μετά πάροδο πολλών ημερών όταν, στις 24.1.00, προέβη σε γραπτή κατάθεση. Αλλά και πάλιν, το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε σοβαρές, όπως τις χαρακτήρισε, αντιφάσεις αναφορικά με το χώρο μέσα στο σπίτι, το χρονικό συσχετισμό της επίθεσης της μιας ή της άλλης από τις κατηγορούμενες και, περαιτέρω, τις συνθήκες της διάπραξής της. Άλλα είχε υποστηρίξει στη γραπτή της κατάθεση η παραπονούμενη και άλλη εικόνα έδωσε με τη μαρτυρία της ενώπιον του δικαστηρίου.

Κατέθεσε ενόρκως και η εφεσείουσα και το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, κατέληξε πως όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας, περιλαμβανομένης και της παραπονούμενης, ήταν ειλικρινείς και αξιόπιστοι. Πώς αυτό συμβιβαζόταν με την αντίφαση αναφορικά με το ποιο παράπονο υπέβαλε αρχικά η παραπονούμενη δεν εξήγησε. Όσα δε είχε θεωρήσει προηγουμένως ως σοβαρές αντιφάσεις της σημασίας που προσδιόρισε, τα χαρακτήρισε ως "ορισμένες αντιφάσεις και κάποιες συγχύσεις", οι οποίες "δεν αναιρούν σε καμιά περίπτωση και δεν μειώνουν ούτε κατ΄ελάχιστον τη θετική εικόνα που μου δημιούργησε η παραπονούμενη και την πεποίθησή μου ότι ήταν ειλικρινής μάρτυρας και ότι είπε στο Δικαστήριο την πραγματική αλήθεια για το τί συνέβη στις 11.1.00". Θεώρησε συναφώς πως αυτές οι αντιφάσεις ή οι συγχύσεις διευκρινίστηκαν με τη δήλωσή της πως "η αλήθεια ευρίσκεται στην περιγραφή που έδωσε στην κατάθεσή της στην αστυνομία". Στη βάση της οποίας και το πρωτόδικο δικαστήριο διαμόρφωσε τις διαπιστώσεις του.

Ένα πρόσθετο θέμα, και αυτό συναφές προς την αξιοπιστία της παραπονούμενης, αφορούσε στο χρόνο όχι μόνο της καταγγελίας αλλά και της άφιξης της παραπονούμενης στο Νοσοκομείο Λεμεσού.  Η μαρτυρία της ήταν πως επισκέφθηκε το Τμήμα Πρώτων Βοηθειών αμέσως μετά την έξοδό της από τον Αστυνομικό Σταθμό, δηλαδή λίγο μετά τις 6.30 μ.μ. Εν τούτοις, προέκυπτε από τη μαρτυρία της ιατρού που την εξέτασε πως είχε εγγραφεί στις 10.45 μ.μ., οπότε και εξετάστηκε. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν παράξενο ή περίεργο να περίμενε η παραπονούμενη αδρανής στο Τμήμα επί τέσσερις ώρες, μέχρις ότου κλήθηκε, όπως ήταν η μαρτυρία της. Χωρίς όμως και να συσχετίσει αυτή την πτυχή προς την κατηγορηματική θέση της ιατρού πως ήταν εντελώς αδύνατο να είχε συμβεί τέτοιο πράγμα.

Τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας, η οποία ήταν έγκυος τότε, πως στη συζήτηση που έγινε και που αφορούσε σε ζητήματα της εργοδότησης της παραπονούμενης, ακολούθησε δική της αντίδραση που [*618]εκδηλώθηκε με φωνές και κτυπήματα εδώ και εκεί ακόμα και με σπρώξιμό της, παρά την προσπάθειά της να την καθησυχάσει, τους θεώρησε ότι "περιέχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό το στοιχείο της υπερβολής και δεν στέκουν στη βάσανο της κριτικής αλλά και της λογικής εξήγησης των γεγονότων". Χωρίς όμως και να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο αυτός ο υποτιθέμενος αντικειμενικός δείκτης της αλήθειας, δεν μπορούσε να ισχύσει και στην περίπτωση της αντίθετης εκδοχής της παραπονούμενης.  Στην ουσία, ήταν και εκείνης ο ισχυρισμός πως ενώ κατά τη συζήτηση ήταν ήρεμη, δέχθηκε απρόκλητα την επίθεση της εφεσείουσας και της μητέρας της.

Η εφεσείουσα τονίζει ιδιαίτερα ό,τι χαρακτηρίζει ως αντιφατική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τη σημασία των αντιφάσεων που είχαν εντοπιστεί. Και ενώ δέχεται το βασικό πως το Δικαστήριο μπορεί να αποδέχεται μέρος μιας μαρτυρίας και να απορρίπτει άλλη, εισηγείται πως αυτό δεν ήταν δυνατό στην περίπτωση. Η εφεσίβλητη διαχωρίζει μεταξύ της αντικειμενικής διάστασης της κρίσης κατά το στάδιο της εξέτασης αν στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση, με την υποκειμενική, πλέον, αξιολόγηση κατά την τελική ετυμηγορία.  Και, κατ’ επίκληση των αρχών που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ’ αυτό τον τομέα, εισηγείται την απόρριψη της έφεσης καλώντας μας να θεωρήσουμε, όσο και αν δεν ασκήθηκε έφεση από την ίδια, ότι η σημασία που προσδόθηκε στις αντιφάσεις αρχικώς, ήταν λανθασμένη.

Δεν νομίζουμε ότι προσφέρεται η περίπτωση για αναζητήσεις από την άποψη των δυνατοτήτων. Ήταν σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση αλληλένδετα τα αφορώντα στην εμπλοκή της εφεσείουσας και της μητέρας της ώστε να αναδεικνύεται, για να πούμε το λιγότερο, εξ αντικειμένου ανασφαλές να διαχωριστεί το επεισόδιο σε μέρος του ως προς το οποίο η παραπονούμενη ήταν ειλικρινής και σε μέρος του ως προς το οποίο η μαρτυρία της δεν προσφερόταν ως αξιόπιστη βάση για καταδίκη.  Οι αντιφάσεις δε που εντοπίστηκαν, πράγματι σοβαρές όπως τις κρίνουμε, δεν ειδικαιολογείτο να απομονωθούν ως ασύνδετες προς την καθόλου αξιοπιστία της παραπονούμενης σε σχέση με το ένα επεισόδιο, όπως εν τέλει η ίδια η παραπονούμενη το περιέγραψε. Αυτά, πολύ περισσότερο σε συνδυασμό και προς τα άλλα που προκύπτουν ως αδυναμίες στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας, καθιστούν την καταδίκη της εφεσείουσας επισφαλή.  Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο