(2003) 2 ΑΑΔ 1
[*1]14 Ιανουαρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7243)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ― Ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε τέτοια έκταση και μορφή, οδήγησε στον προπηλακισμό κατηγορουμένου με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το πιο πάνω συνταγματικό του δικαίωμα ― Το κριτήριο για δίκαιη και ανεπηρέαστη δίκη είναι αντικειμενικό.
Σεξουαλικά αδικήματα ― Τα θύματα σεξουαλικών αδικημάτων πρέπει να αντιδρούν άμεσα και επίσης να προβαίνουν άμεσα σε καταγγελία των παρανόμων πράξεων.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική δίκη ― Η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Η προσωπική πεποίθηση του δικαστή ότι ο μάρτυρας λέει την αλήθεια δεν είναι πάντοτε από μόνη της αρκετή, παρά μόνο αν είναι το αποτέλεσμα της ορθής εφαρμογής των κανόνων αξιολόγησης της αποδεικτικής αξίας μαρτυρίας που εξ αντικει[*2]μένου και σε συσχετισμό και συνεκτίμηση με τα υπόλοιπα στοιχεία στην υπόθεση παρέχει ασφαλή βάση για καταδίκη.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παράλειψη του Κακουργιοδικείου να εξετάσει κατηγορία άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας που παρουσιάστηκε ενώπιόν του, πριν καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου ― Η έκφραση πεποίθησης του Κακουργιοδικείου πως οι παραπονούμενες είπαν την αλήθεια δεν μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Διεξαγωγή χωριστής δίκης υποθέσεων στις οποίες οι δύο κατηγορούμενοι εφέροντο ότι διέπραξαν τα ίδια αδικήματα ― Είχε ως αποτέλεσμα να αποστερηθεί ο εφεσείων της ευχέρειας να παρουσιάσει ορισμένες πτυχές της υπεράσπισης του.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για προβολή της υπεράσπισής του ― Παραβίαση του δικαιώματος, με την διεξαγωγή χωριστής δίκης από τη δίκη άλλου κατηγορουμένου για τα ίδια αδικήματα.
Ο εφεσείων, ο οποίος είναι γνωστός μουσικός, μετείχε σε κριτική επιτροπή τηλεοπτικού προγράμματος, ενώπιον της οποίας αξιολογούντο οι τυχόν δυνατότητες νεαρών ατόμων, τα οποία εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για ανέλιξη τους στην ελαφρά μουσική. Οι παραπονούμενες ήσαν μεταξύ των κοπέλων που επισκέφθηκαν τον εφεσείοντα στο στούτιο των ηχογραφήσεων του όπου, κατ’ ισχυρισμόν, διαπράχθηκαν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε. Τα αδικήματα αυτά ήταν η σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Ν. 3(1)/2000 και η άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Η υπόθεση εκδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο λόγω της ποινής με την οποία τιμωρείται το έγκλημα που δημιουργείται με το Άρθρο 3(1)(γ)(2)(β) του Ν. 3(1)/2000. Η ποινική δίωξη στην κατηγορία για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου (1η κατηγορία) ανεστάλη γιατί κατά τον χρόνο διάπραξης του σχετικού αδικήματος δεν είχε τεθεί σε ισχύ ο Ν. 3(1)/2000. Το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τον εφεσείοντα στην 2η κατηγορία που αφορούσε άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Και στις δύο πιο πάνω κατηγορίες η παραπονούμενη ήταν το ίδιο πρόσωπο, ενώ οι υπόλοιπες σχετίζονταν με διαφορετική παραπονούμενη στην κάθε μια κατηγορία.
[*3]Η δίκη διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, ώστε να προστατευθεί η ηθική υπόληψη των παραπονουμένων.
Η έφεση αφορά πέντε κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας στις οποίες ο εφεσείων καταδικάστηκε με συνολική ποινή φυλάκισης 2½ ετών.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι:
1. Το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή στις θέσεις που ανέπτυξε, ενώ δεν ασχολήθηκε καθόλου με ορισμένα ζητήματα που ήγειρε.
2. Η ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την υπόθεση οδήγησε στον προπηλακισμό του εφεσείοντα με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το συνταγματικό του δικαίωμα για διεξαγωγή ανεπηρέαστης δίκης, το οποίο κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
3. Το Κακουργιοδικείο διέπραξε σφάλμα να αποδεχθεί ως αξιόπιστη την μαρτυρία των παραπονουμένων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η εισήγηση 1 ανωτέρω είναι ορθή.
2. Το Κακουργιοδικείο χρησιμοποίησε εσφαλμένο κριτήριο για να αποφανθεί αν η δίκη ήταν ανεπηρέαστη. Όπως καθαρά φαίνεται από την απόφαση του, το κριτήριο του ήταν υποκειμενικό. Βεβαίωσε, στην ουσία, πως εφόσον η δίκη διεξαγόταν ενώπιον δικαστών και όχι ενόρκων, δεν υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού.
3. Ακόμα και η ίδια η εισαγγελία, όπως προκύπτει από ανακοινωθέν που είχε εκδώσει, είχε ήδη ανησυχήσει σοβαρά για την έκταση των δημοσιευμάτων και τις επιπτώσεις τους στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης.
4. Το Κακουργιοδικείο δεν αξιολόγησε ορθά το θέμα του χρόνου που διέρρευσε από τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα μέχρι την καταγγελία τους. Ο νόμος αναμένει την άμεση αντίδραση και καταγγελία από το θύμα της παράνομης πράξης, ιδιαίτερα της σεξουαλικής.
5. Το Κακουργιοδικείο δεν έκαμε καμιά αναφορά σε επιστολή δύο [*4]εκ των παραπονουμένων στο διαδίκτυο με τίτλο “θύματα παιδεραστή”, στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό.
6. Το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με την πιθανή σχέση των περιστάσεων, που το οδήγησαν να απορρίψει τη δεύτερη κατηγορία εναντίον του εφεσείοντος, με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας. Περιστάσεις που δημιούργησαν ένα τόσο δυσμενές κλίμα ώστε αντικειμενικά ιδώμενο να οδηγεί στην αναμονή καταδίκης του εφεσείοντος ως της μόνης δυνατής απόφασης.
7. Αναφορικά με την κατηγορία 2, η παραπονούμενη περιέπεσε σε έκδηλη και ουσιαστική αντίφαση ως προς ουσιαστικά γεγονότα.
8. Ο ισχυρισμός των παραπονουμένων πως ότι έγινε εις βάρος τους, ήταν χωρίς τη θέλησή τους, παίρνει διαφορετική διάσταση όταν εξεταστεί στο σύνολο της μαρτυρίας της κάθε παραπονούμενης, ιδιαίτερα κάτω από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για χρόνια δεν ανέφεραν τίποτε σε κανένα. Οι ίδιες μάλιστα είπαν πως η σοβαρότητα της εις βάρος τους διαγωγής του εφεσείοντος αξιολογήθηκε ορθά κατά την ενηλικίωση τους.
9. Η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των παραπονουμένων, μαζί με τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, μειώθηκε σημαντικά.
10. Η διεξαγωγή χωριστής δίκης της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση εναντίον του Γ. Σερδάρη, με τον οποίο ο εφεσείων εφέρετο να είχε διαπράξει τα αδικήματα, είχε ως αποτέλεσμα να αποστερηθεί ο εφεσείων της ευχέρειας να παρουσιάσει την πτυχή της υπεράσπισης του, σύμφωνα με την οποία τις άσεμνες επιθέσεις είχε διενεργήσει μόνον ο Σερδάρης, ή ότι συναίνεσαν οι παραπονούμενες σε ότι του καταμαρτυρούσαν.
Ενόψει των ανωτέρω, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η καταδίκη του εφεσείοντος ήταν ακροσφαλής.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
X. v. Norway [1970] 35 C.D. 37,
Αστυνομία ν. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160,
Αίτηση Αρ. 7748/76 Dec, 10.10.1977 (unreported),
[*5]Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232,
Λιασίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 7056 ημερ. 30.9.02.
Έφεση.
Έφεση από τον Κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18095/01) ημερ. 7/1/02, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε πέντε κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε σωρευτική ποινή φυλάκισης 2 1/2 ετών.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορητήριο από 8 κατηγορίες ενώπιον του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας. Στην 1η κατηγορία κατηγορείτο για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου, κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας Προσώπων και περί Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Ανηλίκων Νόμου του 2000, Ν.3(Ι)/2000. Οι υπόλοιπες 7 κατηγορίες αφορούσαν άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Στην 1η και 2η κατηγορία παραπονούμενη ήταν το ίδιο πρόσωπο, ενώ οι υπόλοιπες σχετίζονταν με διαφορετική παραπονούμενη στην κάθε μια κατηγορία.
Η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή για το έγκλημα που δημιουργείται με το Άρθρο 3(1)(γ)(2)(β) του Ν.3(1)/2000, που αφορά μόνο στην 1η κατηγορία, είναι φυλάκιση 20 ετών. Η ποινή που προβλέπεται στις υπόλοιπες 7 κατηγορίες, βασισμένες στον Ποινικό Κώδικα, είναι φυλάκιση μέχρι 2 έτη. Είναι, επομένως, η 1η κατηγορία που οδήγησε την υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Κατά τη διάρκεια της δίκης, και προτού καταθέσει η παραπονούμενη, της οποίας η μαρτυρία όπως είπαμε αφορούσε τις κατηγορίες 1 και 2, η κα. Κλεόπα, που εμφανιζόταν σ’ εκείνο το στάδιο για την κατηγορούσα αρχή, ζήτησε, και δόθηκε άδεια από το Δικαστήριο, να τροποποιηθεί η 2η κατηγορία σε ότι αφορά τις ημερομηνίες διάπραξης του αδικήματος ώστε αντί να διαβάζεται: «ο κατηγορούμενος [*6]σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 1.12.2000 και 31.12.2000» να είναι «1.1.2000 και 13.1.2000». Το αίτημα για την τροποποίηση έγινε, καθώς αναφέρθηκε στο Κακουργιοδικείο, επειδή είχε διαπιστωθεί πως η σχετική μαρτυρία κάλυπτε την περίοδο 1.1.2000 μέχρι 13.1.2000, και όχι αυτήν που αναφερόταν στην κατηγορία. Μετά την τροποποίηση κατέστη αναγκαίο να ανασταλεί η ποινική δίωξη στην 1η κατηγορία, εφόσον ο Ν.3(Ι)/2000 τέθηκε σε ισχύ την 21.1.2000, μεταγενέστερα δηλαδή της διάπραξης του αδικήματος. Έτσι, παρέμειναν στο κατηγορητήριο οι υπόλοιπες κατηγορίες βάσει του άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, που αφορούσαν όλες σε άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας. Επιπλέον, και κατά την διάρκεια της δίκης αποσύρθηκε και η 5η κατηγορία γιατί, όπως δηλώθηκε από την εισαγγελία, δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για τη στήριξη της. Επίσης στην τελική του απόφαση το Κακουργιοδικείο απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσείοντα στη 2η κατηγορία, για τους λόγους που θα αναφερθούν στο κατάλληλο σημείο της απόφασής μας. Η έφεση, επομένως, μας απασχόλησε σε ό,τι αφορά τις κατηγορίες 3, 4, 6, 7 και 8.
Μετά την καταδικαστική απόφαση το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα στην 3η κατηγορία φυλάκιση ενός έτους, στην 4η, 2 μήνες, στην 6η, 9 μήνες, στην 7η, 3 μήνες και στην 8η 6 μήνες. Διέταξε δε να συντρέχουν οι ποινές αναφορικά με τις κατηγορίες 3 και 4, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες να είναι διαδοχικές. Έτσι, ο εφεσείων θα εκτίσει σωρευτική ποινή φυλάκισης 2.5 ετών. Έχουν τη σημασία τους όλα αυτά που είπαμε στα προηγούμενα, όπως θα δείξουμε στη συνέχεια της απόφασης μας.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, που συνοψίζουμε για οικονομία λόγου έτσι που να εκτεθούν μόνο όσα χρειάζονται για τη συζήτηση της έφεσης είναι τα εξής: Ο εφεσείων είναι γνωστός μουσικός. Διαθέτει δε για τους σκοπούς της εργασίας του ιδιόκτητο στούντιο ηχογραφήσεων. Υπό την καλλιτεχνική του ιδιότητα μετείχε στο τηλεοπτικό πρόγραμμα «Αφετηρίες», που μεταδιδόταν από το ΡΙΚ, στο οποίο νεαρά άτομα δοκιμάζονταν ενώπιον κριτικής επιτροπής για να αξιολογηθούν οι τυχόν δυνατότητες τους για ανέλιξη στην ελαφρά μουσική. Στην επιλογή μετείχε και ο εφεσείων. Οι παραπονούμενες ήσαν μεταξύ των κοπέλων που επισκέφθηκαν το στούντιο του εφεσείοντα για να δοκιμαστούν στο τραγούδι. Είναι σ’ αυτές τις επισκέψεις που, κατ’ ισχυρισμόν, διαπράχθηκαν τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε.
Τα αδικήματα των κατηγοριών 3 και 4 αναφέρονται να διαπράχθηκαν χρονολογικά μεταξύ 1.1.95 και 31.5.95, της 6ης κατηγορίας στο έτος 1996, της 7ης μεταξύ 1.7.98 και 31.12.98, ενώ της [*7]8ης μεταξύ 1.9.88 και 30.6.89.
Η πιο σοβαρή κατηγορία, όσον αφορά τις λεπτομέρειες της άσεμνης επίθεσης, είναι η 3η. Σύμφωνα με αυτή ο εφεσείων ανάγκασε την παραπονούμενη Μ.Μ. να τον φιλήσει στα γεννητικά όργανα, πράξη που προκάλεσε την εκσπερμάτωση του στο στόμα της. Οι λεπτομέρειες στις υπόλοιπες κατηγορίες είναι: Στην 4η κατηγορία ο εφεσείων χάιδεψε το πόδι της Κ.Γ. από το γόνατο προς το μηρό. Στην 6η ότι χαΐδεψε το στήθος και γεννητικά όργανα της Μ.Θ. και έβαλε το χέρι της στα δικά του. Στην 7η πως χαΐδεψε την Α.Κ. στα χέρια και στους ώμους μέχρι τους καρπούς και ότι την έπιασε από τη μέση. Στην 8η κατηγορία ότι έβαλε το χέρι του πάνω από τη φούστα της παραπονούμενης Σ.Δ., αγγίζοντας τα γεννητικά της όργανα.
Η δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, ώστε να προστατευθεί η ηθική υπόληψη των παραπονουμένων. Το Κακουργιοδικείο, αφού ανέλυσε με πολλή λεπτομέρεια την ενώπιον του μαρτυρία, κατέληξε στο συμπέρασμα πως όλες οι παραπονούμενες, πλην της Μ.Δ. αναφορικά με τη 2η κατηγορία, είπαν στο Δικαστήριο την αλήθεια, ενώ ο εφεσείων ότι εψεύσθη. Το Κακουργιοδικείο ρητά, και με έμφαση, αναφέρει στην απόφαση του πως εντυπωσιάστηκε από τη φιλαλήθεια των παραπονουμένων σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποδεχθεί τη μαρτυρία τους χωρίς να αναζητήσει οποιοδήποτε ενισχυτικό αποδεικτικό στοιχείο. Βεβαίως, και σύμφωνα με τη νομολογία, προειδοποίησε τον εαυτό του για τον ενδεχόμενο κίνδυνο της επιλογής του αυτής, ιδιαίτερα σε υπόθεση σεξουαλικών αδικημάτων που, πάλιν κατά νομολογιακή πρακτική, αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία.
Στην έφεση που συζητούμε ο δικηγόρος του εφεσείοντα ήγειρε σωρεία νομικών ζητημάτων, ύψιστης σημασίας θα λέγαμε, τα οποία δομημένα μαζί αποτελούν μια πολυεπίπεδη υπεράσπιση, με κύριο και θεμέλιο παράπονο πως το κακουργιοδικείο, δεν απέδωσε στις εισηγήσεις του τη δέουσα, και σε ορισμένες από αυτές καμιά σημασία.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντα ήταν πράγματι πολυεστιακή. Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε την υπόθεση στη βάση του εφετηρίου, στο οποίο εγείρονται όλα τα ζητήματα στα οποία στηρίζεται. Στη συζήτηση που θα ακολουθήσει δεν θα καταπιαστούμε με την ίδια σειρά που διατυπώνονται στο εφετήριο οι λόγοι έφεσης. Θα ακολουθήσουμε τη ροή της δικής μας σκέψης, με την ελπίδα πως θα [*8]σχολιάσουμε και θα αποφασίσουμε όλα όσα είναι πρέπον να αποτελέσουν την αιτιολογία της απόφασής μας. Εκτός από την επιχειρηματολογία που ακούσαμε στην αιτιολογία της απόφασης μας προστίθενται και δικές μας σκέψεις, βασισμένες βέβαια σε εμφανή και πρόδηλα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης.
Η πρωταρχική και κυρίαρχη εισήγηση στην οποία περιστρέφεται, και ταυτόχρονα συμπτύσσεται, η πρόταση του δικηγόρου του εφεσείοντα είναι πως η δίκη που διεξήχθη στο Κακουργιοδικείο δεν ήταν ανεπηρέαστη, κατά παράβαση της επιταγής του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Η θέση του αυτή στηρίζεται στο ουσιαστικά παραδεκτό από την κατηγορούσα αρχή γεγονός της άνευ προηγουμένου ενασχόλησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την υπόθεση από το στάδιο που ήλθε στο φως η καταγγελία, η οποία στη συνέχεια έγινε στην αστυνομία, και βεβαίως με την πορεία των εξετάσεων από τις αρμόδιες αρχές μέχρι τη σύλληψη και προσαγωγή του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα διατείνεται πως η δημοσιότητα αυτή βγήκε από τα παραδεκτά πλαίσια της ελεύθερης και καλόπιστης δημοσιογραφίας και μετετράπη σε φανερό προπηλακισμό του εφεσείοντα με τη μόνιμη αναφορά και χαρακτηρισμό των πράξεων και των υπόπτων ως: «παιδεραστία» «παιδεραστές». Ο προπηλακισμός αυτός, κατά το συνήγορο, επηρέασε κατά συγκεκριμένο τρόπο τους παράγοντες της δίκης, η οποία, και ως εκ τούτου, δεν ήταν ανεπηρέαστη. Mε αυτό το επιχείρημα συνδέονται ως κρίκοι και οι υπόλοιπες εισηγήσεις που αφορούν σε όλα τα στοιχεία της υπόθεσης, οι οποίες και συναποτελούν την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Προχωρούμε αμέσως στη συζήτηση τους.
Τα αδικήματα, όπως εμφαίνονται στο κατηγορητήριο, και υποδείξαμε στην αρχή της απόφασής μας, διαπράχθηκαν έτη πολλά πριν από την καταγγελία τους, που έγινε στην αστυνομία την 1.8.2001. Προηγήθηκε όμως, λίγους μήνες πριν από την καταγγελία, η δημοσίευση στο διαδίκτυο από τις παραπονούμενες ΜΜ και ΚΓ του τεκμ.2 με τίτλο «Θύματα παιδεραστή», στο οποίο θα επανέλθουμε στο κατάλληλο σημείο. Σύμφωνα με το συνήγορο δημιουργήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης τέτοιο κύμα εναντίον του εφεσείοντα που συνεπήρε ακόμη και την εισαγγελία, με κοινό και μοναδικό στόχο την επιδίωξη της καταδίκης του. Οι μάρτυρες στην αντεξέτασή τους, συνεχίζει η εισήγηση του συνηγόρου, παραδέκτηκαν ουσιαστικά την έντονη επιθυμία τους να καταδικαστεί ο εφεσείων, ενώ το σύνολο της μαρτυρίας τους χρωματίστηκε με την επιθυμία τους αυτή, ενδυναμωμένη από τα δημοσι[*9]εύματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης που εμφανίζονταν συνεχώς μέχρι τη δίκη.
Οι λόγοι έφεσης καλύπτουν και το θέμα της αξιοπιστίας των παραπονουμένων στη βάση του περιεχομένου της μαρτυρίας τους. Υποδεικνύεται συναφώς, με αναφορά στα πρακτικά, πως ήταν σφάλμα του Δικαστηρίου να κρίνει τις παραπονούμενες ως μάρτυρες της αλήθειας.
Η υπεράσπιση του κατηγορουμένου ήταν πως η υπόθεση εναντίον του ήταν σκευωρία, με σκοπό να πληγεί επειδή οι παραπονούμενες δεν είχαν επιτύχει να αναδειχθούν ως ταλέντα στο τραγούδι.
Έχουμε μελετήσει με πολλή προσοχή, και αγωνία θα λέγαμε, την υπόθεση, στην οποία η εργασία των κ. Πουργουρίδη, δικηγόρου του εφεσείοντα, και της κας. Ευθυβούλου, που τελικά εμφανίστηκε για τη Δημοκρατία, μας βοήθησε πολύ. Είναι, κατά τη γνώμη μας, ορθή η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή, στις θέσεις που ανέπτυξε, ενώ ορισμένα ζητήματα που ήγειρε δεν τα άγγιξε καθόλου.
Να υπενθυμίσουμε την απαράβατη αρχή πως ο κατηγορούμενος δεν είχε το βάρος της απόδειξης της αθωότητας του. Είναι πάντοτε χρέος της κατηγορούσας αρχής να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Κακουργιοδικείο πέρασε ακροθιγώς τη πτυχή της δημοσιότητας που δόθηκε στην υπόθεση. Δεν ασχολήθηκε δεόντως, ενόψει του πρωτοφανούς μεγέθους του προπηλακισμού του παραβάτη, αργότερα κατηγορουμένου. Ιδιαίτερα όμως δε συνέλαβε τη νομική της διάσταση, την οποία προσπάθησε ο δικηγόρος του εφεσείοντα να παρουσιάσει. Το Δικαστήριο λέει τα εξής σχετικά στην απόφαση του:
«Αναφορικά με τα παράπονα περί της δημοσιότητας που έτυχε η υπόθεση από τα ΜΜΕ παρατηρούμε ότι δε διακρίναμε οτιδήποτε που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε οποιανδήποτε ευμενή για τον κατηγορούμενο κατάληξη. Είχαμε υπόψη μας όλα τα συναφώς κατατεθέντα τεκμήρια. Δε θεωρούμε ότι η δημοσιότητα που δόθηκε επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο τη δίκη. Σίγουρα θα ήταν αδύνατο να μη διδόταν καθόλου δημοσιότητα στα γεγονότα (βλ. X. v. Norway [1970] 35 C.D. 37, 48). Το γεγονός όμως ότι η υπόθεση εκδικάστηκε ενώπιον δικαστών και όχι ενόρκων μείωσε ουσιαστικά τους κινδύνους οποιασδήποτε προκατάληψης για το πρόσωπο του κατηγορού[*10]μενου, χωρίς επαναλαμβάνουμε, να υπονοούμε έστω για μια στιγμή ότι η έκταση και το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να οδηγούσε στην παρούσα περίπτωση σε αντίθετη κατάληξη (βλ. Αστυνομία v. Φάντη και Άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160).
Στην Αίτηση αρ. 7748/76 Dec,10.10.1977 (unreported) αναφέρθηκαν τα πιο κάτω όπως καταγράφονται στο σύγγραμμα Emmerson and Ashworth, Human Rights and Criminal Justice, (1η έκδοση 2001), στην παρα.14-56:
"In the present case the Court of Appeal compromised no jurors who were likely to be influenced by such a campaign; neither the charge nor the conviction of the judges was founded upon the statements of an influenceable witness. Nothing, moreover, suggests that the judges hearing the case at first instance and on appeal, before whom the existence of the facts was scarcely challenged, might have been really influenced by a press campaign of this kind. The mere fact that they sentenced the applicant to the maximum term (6 months) does not permit the Commission to conclude that the Public Prosecutor’s statements of which he complains led the judges to believe that the applicant had accorded more substantial advantages to Mr X than those recorded in the indictment."
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ήγειρε όλα τα ζητήματα αναφορικά με την εισήγηση του για μη ανεπηρέαστη δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αναφέρθηκε δε σχετικά με αυτή την πτυχή στις υποθέσεις Αστυνομία ν. Φάντη και άλλων (1994) 2 Α.Α.Δ. 160, και Δημοκρατία ν. Ford (Αρ.2) (1995) 2 A.A.Δ. 232.
Το Κακουργιοδικείο όμως, στην κρίση μας, χρησιμοποίησε εσφαλμένο κριτήριο για να αποφανθεί αν η δίκη ήταν ανεπηρέαστη. Όπως καθαρά φαίνεται από την απόφαση του το κριτήριο του ήταν υποκειμενικό. Βεβαίωσε, στην ουσία, πως εφόσον η δίκη διεξαγόταν ενώπιον δικαστών, και όχι ενόρκων, δεν υπήρχε κίνδυνος επηρεασμού.
Δεν χρειάζεται να συζητήσουμε τη διαφορά, που πράγματι υπάρχει όταν υπεισέρχονται ζητήματα επηρεασμού του δικαστηρίου, μεταξύ της δίκης ενώπιον ενόρκων και αυτής ενώπιον δικαστών μόνο, διαφορά που επισημάνθηκε στην υπόθεση Φάντη. Το κριτήριο όμως, αν η δίκη είναι ανεπηρέαστη, είναι αντικειμενικό. Για να το θέσουμε παραστατικά, η σκέψη του δικαστή πρέ[*11]πει να μετακινηθεί από την ιδιότητα του για να μεταφερθεί στην αυτονόητη σε κάθε αναπτυγμένο άνθρωπο αίσθηση του δικαίου και για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Τα δημοσιεύματα, σε σωρεία εφημερίδων που είχαν κατατεθεί κοινή συναινέσει ως τεκμήριο 13, από μόνα τους δεν ρίχνουν ολόκληρο το φως στο μέγεθος της δημοσιότητας και προπηλακισμού του εφεσείοντα. Όμως, η κατηγορούσα αρχή δεν αρνήθηκε, και πολύ ορθά, την πρωτοφανή σε έκταση ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με την υπόθεση, με έντονο ύφος τον προπηλακισμό του εφεσείοντα με τους χαρακτηρισμούς «παιδεραστία» «παιδεραστές». Η εισαγγελία παραδέχθηκε ουσιαστικά την επέμβαση στη διαδικασία της ορθής διερεύνησης της υπόθεσης και δίκαιης δίκης σε ανακοίνωση που εξέδωσε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, στην οποία γίνεται ακριβώς αναφορά στο ενδεχόμενο να επηρεαστεί η απονομή της δικαιοσύνης, με ιδιαίτερη έμφαση στο στοιχείο της δημιουργίας πεποίθησης ενοχής των δύο υπόπτων. Να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση για να αναφέρουμε πως τα δημοσιεύματα αφορούσαν στον εφεσείοντα και ένα άλλο πρόσωπο, εναντίον του οποίου όμως έγινε ξεχωριστή δίκη. Θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε αυτούσια την πιο πάνω ανακοίνωση της νομικής υπηρεσίας – τεκμ.12, η οποία φωτίζει, χωρίς παραπέρα σχόλια, την έκταση και το περιεχόμενο των δημοσιευμάτων που αφορούσαν στην υπόθεση και τους κινδύνους που η ίδια η νομική υπηρεσία διέκρινε αναφορικά με τον επηρεασμό της απονομής της δικαιοσύνης.
«Ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας.
Εδώ και αρκετές ημέρες το κυρίαρχο θέμα σε όλα τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας είναι οι διεξαγόμενες από την Αστυνομία ανακρίσεις για τη διαπίστωση διάπραξης ποινικών αδικημάτων, που φέρεται να διαπράχθηκαν από τους κ.κ.Δώρο Γεωργιάδη και Γεώργιο Σερδάρη.
Η έκταση των δημοσιευμάτων και προβολής της εν λόγω υπόθεσης είχε πάρει από την αρχή μορφή χιονοστιβάδας, στην οποία ενεπλάκησαν όλα τα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα, σε βαθμό που να καθιστά αδύνατο τον οποιοδήποτε έλεγχο χωρίς την ανάγκη δίωξης σχεδόν των πάντων στη Δημοκρατία, σε περίπτωση που διαπιστώνετο ότι διαπράττετο με τα εν λόγω δημοσιεύματα ποινικό αδίκημα.
Έχουν περάσει αρκετές ημέρες και φαίνεται ότι, παρά το γεγονός ότι το θέμα έπαυσε να αποτελεί πρώτη είδηση, εντούτοις [*12]εξακολουθεί να γίνεται προβολή του, παρά και την έκδοση στο μεταξύ διαταγμάτων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για διεξαγωγή της διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών, απαγόρευσης με οποιοδήποτε τρόπο δημοσιοποίησης των πρακτικών της διαδικασίας, και διάθεσης υλικού από το φάκελο της υπόθεσης χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Στην ίδια απόφαση του το Δικαστήριο ανέφερε πως η έννοια της «δίκης κεκλεισμένων των θυρών» δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο του Δικαστηρίου αλλά σκοπό έχει να αποκλειστεί η δημοσιοποίηση των όσων διαδραματίζονται σε σχέση με αυτήν.
Είναι για το λόγο αυτό που χωρίς να παραβλέπεται και το δικαίωμα του κοινού για πληροφόρηση, πρέπει να παύσει οποιαδήποτε αναφορά από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας στην υπόθεση, με τρόπο που ενδέχεται να επηρεάσει την απονομή της δικαιοσύνης, και ιδιαίτερα προκαλώντας την πίστη για ενοχή των δύο υπόπτων αναφορικά με τα όποια αδικήματα τελούν υπό διερεύνηση.
Το δικαίωμα κάθε προσώπου να θεωρείται αθώος μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο θα πρέπει να γίνεται απόλυτα σεβαστό από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και να αποφεύγεται η οποιαδήποτε εντύπωση για ενοχή των υπόπτων, πράγμα το οποίο αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαιοσύνης.
Είναι με λύπη μου που θα δώσω οδηγίες για ποινική δίωξη σε περίπτωση που δημοσίευμα όχι μόνο θα παραβαίνει τα διατάγματα του Δικαστηρίου, αλλά και που ενδέχεται να επηρεάσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή τις ανακρίσεις και γενικότερα τις αρχές της δίκαιης δίκης.
Πέτρος Κληρίδης
Αν. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
Λευκωσία, 14 Αυγούστου, 2001»
Μολονότι στην τελευταία παράγραφο του πιο πάνω ανακοινωθέντος δίδεται προειδοποίηση για ποινική δίωξη, σε περίπτωση που δημοσιεύματα ενδεχόταν να επηρεάσουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, εντούτοις από ολόκληρο το ανακοινωθέν φαίνεται πως και η ίδια η εισαγγελία είχε ήδη ανησυχήσει σοβαρά για την έκταση των δημοσιευμάτων, και τις επιπτώσεις τους στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Δημοσιεύματα που προφανώς είχαν ήδη υπερβεί τα επιτρεπόμενα.
[*13]
Το Κακουργιοδικείο δεν κάνει καμιά αναφορά σ’ αυτό το σημαντικό, κατά τη γνώμη μας, ανακοινωθέν. Αν το Κακουργιοδικείο αξιολογούσε αυτό το στοιχείο δεν θα αναμέναμε να πει στην απόφαση του «δε διακρίναμε οτιδήποτε που θα μπορούσε να μας οδηγήσει σε οποιανδήποτε ευμενή για τον κατηγορούμενο κατάληξη». Ο εφεσείων δεν πρόβαλε την επιχειρηματολογία του για «κάποια ευμενή» υπέρ του κατάληξη, αλλά για να δείξει πως οδηγείτο σε όχι ανεπηρέαστη δίκη. Ζητούσε δε από το Κακουργιοδικείο να αξιολογήσει τα στοιχεία που ήταν ενώπιον του. Και ένα σημαντικό στοιχείο ήταν το πιο πάνω ανακοινωθέν του Β.Γ. Εισαγγελέα.
Κατά την αντεξέταση όλων των παραπονουμένων ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε σ’ αυτές ερωτήσεις που στόχευαν να δείξουν πως είχαν επηρεαστεί από τα δημοσεύματα, και ιδιαίτερα τη μόνιμη αναφορά τους σε «παιδεραστές», των οποίων με κάθε τρόπο επεδίωκαν την καταδίκη. Επιθυμία η οποία δημιουργήθηκε και φούντωσε μετά την καταγγελία της υπόθεσης και την ενασχόληση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με αυτή, για ισχυριζόμενα αδικήματα που είχαν γίνει έτη προηγουμένως. Η εξήγηση των παραπονουμένων, αναφορικά με το χρόνο που διέρρευσε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την καταγγελία τους στην αστυνομία, ήταν περίπου ταυτόσημη. Είπαν πως όταν έγιναν τα αδικήματα, ήσαν τότε μεταξύ 14-15½ χρόνων, έβλεπαν στον εφεσείοντα ένα επώνυμο σοβαρό καλλιτέχνη, ενώ οι ίδιες μικρές και άσημες καθώς ήσαν κανένας δεν θα πίστευε σ΄αυτά που θα έλεγαν. Επιπλέον, ότι συνειδητοποίησαν τώρα που είναι ώριμες αυτά που τους συνέβησαν και αισθάνθηκαν το καθήκον να καταγγείλουν την υπόθεση ώστε να μην υπάρξουν άλλα θύματα.
Η εκδοχή του εφεσείοντα, αναφορικά με τις πράξεις που του καταμαρτυρούσαν οι παραπονούμενες, ήταν πως αυτά που έλεγαν δεν ανταποκρίνονταν στην αλήθεια. Εξηγώντας τη γενική συμπεριφορά του απέναντι στα κορίτσια, νεαρές τραγουδίστριες, είπε πως για να τις ενθαρρύνει να αποδώσουν στο τραγούδι, που ήταν φυσικό να έχουν τρακ, τους έλεγε ενθαρρυντικά λόγια σαν δάσκαλος – πατέρας, και σ’ αυτό το πνεύμα, ενδεχομένως, να ερχόταν σε κάποια επαφή μαζί τους για να τους δείξει π.χ. τη στάση που έπρεπε να πάρουν, ή τις κινήσεις που ενδεικνυόταν να κάνουν. Η υπεράσπιση πρότεινε επίσης για εξέταση από το κακουργιοδικείο, και την πιθανή συναίνεση των παραπονουμένων, στη βάση μάλιστα του περιεχομένου της δικής τους μαρτυρίας.
Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας το ζήτημα του χρόνου που [*14]διέρρευσε από τα κατ’ ισχυρισμόν αδικήματα μέχρι την καταγγελία τους, είπε τα εξής:
«Αν ορισμένες από τις παραπονούμενες ήθελαν για οποιοδήποτε λόγο να εκδικηθούν τον κατηγορούμενο γιατί θα έπρεπε να περίμεναν τόσα χρόνια; Κανένας δεν μπορεί να υποτιμήσει την ταλαιπωρία και τους κινδύνους που υφίσταται μια κοπέλα από την δημοσιότητα όταν προβαίνει σε καταγγελία αυτής της φύσης. Επομένως κάποιος θα μπορούσε να διερωτηθεί γιατί δεν το έπραξαν αμέσως αφού ήθελαν εκδίκηση. Υπήρχε βέβαια η εξήγηση της θυματοποίησης και άλλων περιπτώσεων από τα Μ.Μ.Ε. γεγονός πως τις ενεθάρρυνε να προβούν σε καταγγελία. Αυτό όμως αγνοεί την ταλαιπωρία στην οποία η κάθε μια από τις παραπονούμενες γνώριζε ότι θα υπόκειτο για να υποστηρίξει την καταγγελία της μέχρι τέλους. Όπως μας εξήγησαν ορισμένες απ΄αυτές και όπως και εμείς οι ίδιοι γνωρίζουμε από την κυπριακή πραγματικότητα, δεν είναι καθόλου εύκολο για μια κοπέλα να καταγγείλει τέτοια περιστατικά χωρίς προσωπικό κόστος.».
(Η υπογράμμιση δική μας)
Δε συμφωνούμε με τις πιο πάνω σκέψεις, και ιδιαίτερα με αυτά που υπογραμμίζουμε. Εμείς δεν θα σχολιάσουμε την πιθανή συμπεριφορά της κυπριακής κοινωνίας όταν καταγγέλλονται τέτοιου είδους υποθέσεις. Ο νόμος, εκφραστής της αναμενόμενης ανθρώπινης συμπεριφοράς, αναμένει την άμεση αντίδραση και καταγγελία από το θύμα της παράνομης πράξης, ιδιαίτερα της σεξουαλικής. Η άμεση μάλιστα εκδήλωση παραπόνου θεωρείται τόσο σημαντική ώστε θεσμοθετημένη πρόνοια στον περί Αποδείξεως Νόμο Κεφ.9, άρθρο 10, να επιτρέπει, κατ΄εξαίρεση του κανόνα της μη αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας, την κατάθεση στο Δικαστήριο του παραπόνου αυτού ως απόδειξη του καταγγελλόμενου γεγονότος ή και ενισχύσεως του. Και τούτο παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε το πιο πάνω άρθρο σε πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ποινική έφεση αρ.7056 Λιασίδης ν. Αστυνομίας, ημερ. 30.9.02). Εκείνο που έχει σημασία είναι η σκέψη του νομοθέτη πίσω από τη σχετική πρόνοια.
Από τα πιο σημαντικά στοιχεία στην υπόθεση, το οποίο έδωσε και το έναυσμα της δίωξης, είναι η επιστολή δύο από τις παραπονούμενες την ΜΜ και ΚΓ, στο διαδίκτυο με τίτλο «θύματα παιδεραστή». Πρέπει να παραθέσουμε αυτούσιο το κείμενο γιατί πάνω σ’ αυτό κτίστηκε η σοβαρή πτυχή της υπεράσπισης του εφεσείοντα, πως η καταγγελία στο έγγραφο αυτό δεν αφορούσε τον εφεσείοντα, εξ’ [*15]ου και ο τίτλος του στον ενικό «θύματα παιδεραστή», αλλά κάποιο Γιώργο Σερδάρη, ο οποίος, σύμφωνα με την υπεράσπιση, ήταν και ο μοναδικός δράστης των αδικημάτων εναντίον των παραπονουμένων. Ρίχνει φως όμως και σε μια άλλη πτυχή της υπόθεσης, της ενδεχόμενης συναίνεσης στην κατ’ ισχυρισμόν σεξουαλική προσέγγιση του εφεσείοντα στις παραπονούμενες.
«ΘΥΜΑΤΑ ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΗ
Είμαστε δυο κοπέλες και σας γράφουμε για να ζητήσουμε τη βοήθεια σας. Είμαστε πρώην μαθήτριες του γνωστού μουσικού Γιώργου Σερδάρη από 7 με 8 χρονών και από την ηλικία των 12 ετών υποστήκαμε σεξουαλική παρενόχληση για αρκετά χρόνια. Ως γνωστόν, διδάσκει στο σπίτι του κιθάρα (ιδιαίτερα μαθήματα), είναι ο μαέστρος της ΠΑΙΔΙΚΗΣ χορωδίας της Λαϊκής Τράπεζας και επίσης μέλος της κριτικής επιτροπής του τηλεοπτικού προγράμματος Αφετηρίες.
Ο τρόπος με τον οποίο μαθήτριες μπαίνουν στο κύκλωμα αποτελείται από τρία στάδια. Αρχικά από μικρές οι μαθήτριες μαθαίνουν τι σημαίνει να είσαι γυναίκα, φυσικά πάντα αναλόγως των δικών του προϋποθέσεων, και παράλληλα τι είναι το σεξ και όλα γύρω από αυτό. Συνεχίζοντας όταν νιώσει ότι η πλύση εγκεφάλου αρχίζει να δουλεύει, ξεκινά με τα αθώα φιλιά και αγγίγματα .... Στο τρίτο στάδιο, «αρχίζει» να μπαίνει στο ψαχνό ασκώντας ψυχολογικό εκβιασμό και ζητώντας πράξεις, μαζί του, φυσικά.
Για να αναφερθούμε και στους χώρους στους οποίους γίνονται αυτά είναι το γραφείο όπου παραδίδει τα μαθήματα στο σπίτι του, στο στούντιο που ανήκει στον Δώρο Γεωργιάδη, όπου η χορωδία πάντοτε ηχογραφεί τα τραγούδια της και στο μικρό λεωφορείο με το οποίο παίρνει τις μαθήτριες στα σπίτια τους, φροντίζοντας, πάντα, ποιές θα πάρει πρώτες, και ποιά τελευταία .......
Οι μαθήτριες περνούν από πλήρη πλύση εγκέφαλου. Ξέροντας πάντα πού να κτυπήσει, προσεγγίζει μαθήτριες που έχουν ως όνειρο να κάνουν καριέρα τραγουδίστριας. Σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω, και τα δικά λόγια: «μια τραγουδίστρια για να πετύχει πρέπει εκτός από το απλώς, στοιχειώδες ταλέντο πρώτα να προσφέρει τις υπηρεσίες της στον παραγωγό ή συνθέτη που θα την αναλάβει προς αντάλλαγμα στη δική του βοήθεια ..........» Ως παράδειγμα προς μίμηση μας έδινε παλιές του μαθήτριες οι οποίες τώρα είναι [*16]γνωστές κι επιτυχημένες.
Σε περίπτωση που αποτραβιόμασταν σε κάποιο άγγιγμα απαντούσε με ειρωνεία: «Εντάξει, εντάξει, είναι επειδή δεν είσαι γυναίκα ακόμη» προκαλώντας έτσι την αντίδραση μας για να μας κάνει να του αποδείξουμε το αντίθετο (ψυχολογικός εκβιασμός).
Ένα μικρό μερίδιο από τα επιτυχημένα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας έχει και ο Δώρος Γεωργιάδης, ο οποίος απλώς παίρνει το πακέτο έτοιμο. Και οι δύο, περιγράφουν με χυδαίες λεπτομέρειες δικές τους προσωπικές εμπειρίες, περηφανευόμενοι για τις σεξουαλικές τους ικανότητες.
Ευνόητοι είναι οι λόγοι που διατηρούμε την ανωνυμία μας. Παρακαλούμε μην το πάρετε ως κάποιου είδους φάρσα. Σκεφτείτε την ηλικία του και υπολογίστε πόσα χρόνια συμβαίνει αυτή η τραγωδία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εμείς προσωπικά δυσκολευτήκαμε να συνειδητοποιήσουμε τι μας συνέβαινε – δεν γνωρίζουμε αν άλλες το έχουν συνηδειτοποιήσει – και αυτό έγινε με τη βοήθεια ειδικών (ψυχολόγων).
Η ζωή μικρών κοριτσιών είναι στα χέρια μας. Παρακαλούμε βοηθείστε μας να βοηθήσουμε, να σώσουμε ...............»
HudtAnonymous@netscape.net
Το Κακουργιοδικείο δεν κάνει πάλιν καμιά αναφορά σ’ αυτό το τεκμήριο, το οποίο, όπως ήδη υποδείξαμε, θεωρούμε σημαντικό.
Όπως αναφέραμε στην αρχή, το Κακουργιοδικείο απέρριψε την δεύτερη κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα. Οι λόγοι που έδωσε για την απόφαση του αυτή είναι πλήρεις. Προέβη σε εκτεταμένη ανάλυση της μαρτυρίας, όπως και όλης της υπόλοιπης, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν αναξιόπιστη. Το Κακουργιοδικείο όμως δεν ασχολήθηκε με την πιθανή σχέση των περιστάσεων, που το οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη, με το σύνολο της υπόλοιπης υπόθεσης. Περιστάσεις που άπτονται της γενικής δυσμενούς ατμόσφαιρας που δημιουργήθηκε εις βάρος του εφεσείοντα, ιδιαίτερα αναφορικά με τα σημεία της υπεράσπισης που πρόβαλε. Κλίμα τόσο δυσμενές ώστε αντικειμενικά ιδωμένο να οδηγεί στην αναμονή καταδίκης του εφεσείοντα ως της μόνης δυνατής απόφασης. Να θυμίσουμε πως για την ίδια παραπονούμενη και για την ίδια άσεμνη επίθεση προσάφθηκε και η 1η [*17]κατηγορία, που οδήγησε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Στις ίδιες λεπτομέρειες, της άσεμνης επίθεσης, στοιχειοθετήθηκε και η δεύτερη κατηγορία. Στην αναβάθμιση δηλαδή της σοβαρότητας της υπόθεσης, μέσα στο κλίμα της δημοσιότητας που είχε δοθεί, συνέβαλε ουσιαστικά και η περίληψη στο κατηγορητήριο της 1ης κατηγορίας, που όπως φάνηκε αργότερα δεν μπορούσε να προσαφθεί γιατί ο σχετικός Νόμος, στον οποίο βασίστηκε, δεν ίσχυε κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος. Γι΄αυτό και ήχθη η υπόθεση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Επανερχόμαστε στη συζήτηση μας για την κατηγορία 2, που σχετίζεται με τα πιο πάνω γενικά σχόλια μας. Στην αστυνομία η παραπονούμενη είπε πως η ίδια «ασυναίσθητα» κάθισε στα γόνατα του εφεσείοντα. Στο Κακουργιοδικείο όμως κατέθεσε πως ο παραπονούμενος την κάθισε στα πόδια του. Η αντίφαση έκδηλη και ουσιαστική. Την εντόπισε ο δικηγόρος του εφεσείοντα και αποτέλεσε αντικείμενο της αντεξέτασης της μάρτυρος. Δε χρειάζεται να προωθήσουμε το ζήτημα σε λεπτομέρεια. Να πούμε μόνο πως η μάρτυρας κηρύχθηκε εχθρική και η κατάθεση της απορρίφθηκε από το Δικαστήριο ως αναξιόπιστη. Η ίδια όμως η παραπονούμενη απηύθυνε ιδιόγραφη επιστολή, τεκμ.6, στον κ.Πουργουρίδη, στην οποία ανέφερε πως η δικηγόρος της Δημοκρατίας, που χειριζόταν την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο, προσπάθησε να την πείσει να καταθέσει στο Δικαστήριο πως ο ίδιος ο εφεσείων την κάθισε στα γόνατα του, αντί αυτού που έλεγε στην κατάθεση της στην αστυνομία, ότι δηλαδή η ίδια «ασυναίσθητα» κάθισε στα γόνατα του. Στην εν λόγω επιστολή παραπονείτο επίσης πως η δικηγόρος της Δημοκρατίας την παρότρυνε όταν θα κατέθετε στο δικαστήριο να μην πει πράγματα που θα ήταν ευνοϊκά για τον εφεσείοντα.
Η πιο πάνω εξέλιξη οδήγησε στην πρωτόγνωρη, και δυσάρεστη βεβαίως, διαδικασία που ακολούθησε. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, που χειριζόταν μέχρι εκείνη την ώρα την υπόθεση, αποσύρθηκε για να καταθέσει ως μάρτυρας και να αντικρούσει τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης. Το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του ότι η δικηγόρος της δημοκρατίας δεν παρέβη τα καθήκοντα της. Δε θα διαφωνήσουμε με την πιο πάνω κρίση.
Να έλθουμε τώρα και στο περιεχόμενο της μαρτυρίας για να δούμε αν αυτό θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο από τη σκοπιά της κατά συνείδηση πεποίθησης του δικαστηρίου πως οι παραπονούμενες, από τις οποίες και προερχόταν η μαρτυρία, έλεγαν την αλήθεια. Η αναζήτηση της αλήθειας, στο βαθμό που αυτή εντοπίζεται με την ανθρώπινη λειτουργία, είναι βεβαίως ο σκοπός της δίκης. Η διαλεκτι[*18]κή όμως της δίκης ακολουθεί τους δικούς της κανόνες ως προς την απόδειξη των γεγονότων, στους οποίους, κανόνες, δε θεωρούμε σκόπιμο να ενδιατρίψουμε δεδομένου ότι το έδαφος είναι καλά γνωστό. Στην ποινική δίκη η αποδεικτική αξία και βάρος της μαρτυρίας εκτιμούνται στη βάση της αρχής πως η κατηγορούσα αρχή πρέπει να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η προσωπική πεποίθηση του δικαστή ότι ο μάρτυρας λέει την αλήθεια δεν είναι πάντοτε από μόνη της αρκετή, παρά μόνο αν είναι το αποτέλεσμα της ορθής εφαρμογής των κανόνων αξιολόγησης της αποδεικτικής αξίας μαρτυρίας που εξ αντικειμένου και σε συσχετισμό και συνεκτίμηση με τα υπόλοιπα στοιχεία στην υπόθεση παρέχει ασφαλή βάση για καταδίκη.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε δεν ήταν δυνατό, κατά τη γνώμη μας, να μην επηρεάσουν την εκτίμηση της μαρτυρίας όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω και που το Κακουργιοδικείο, όπως είναι φανερό από την απόφαση του, υποβάθμισε ή δεν προβληματίστηκε. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σε παραδείγματα, γενικής φύσεως, από τη μαρτυρία, αλλά και σε συγκεκριμένα αποσπάσματα από το πρακτικό της δίκης που στηρίζουν την κρίση μας.
Όλες οι παραπονούμενες έδωσαν περίπου την ίδια εξήγηση στο ερώτημα, γιατί για τόσα χρόνια δεν κατήγγειλαν την υπόθεση στην αστυνομία, στις πλείστες δε περιπτώσεις για χρόνια δεν είπαν τίποτε σε κανένα. Η εξήγηση τους, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν πως λόγω της μικρής τους ηλικίας, σε αντίθεση με αυτή του εφεσείοντα και της επώνυμης του ιδιότητας, είχαν την εντύπωση πως δεν θα τους πίστευε κανένας. Η πιο σοβαρή όμως αιτιολογία ήταν πως στην ηλικία των 14-15½ ετών, στην οποία ήσαν κατά τα επεισόδια, δεν είχαν επαρκώς συνειδητοποιήσει την ανήθικη εμπειρία στην οποία υποβλήθηκαν. Τώρα όμως που έφθασαν σε ώριμη ηλικία και δεν φοβούνται, αισθάνθηκαν χρέος τους να καταγγείλουν την υπόθεση, ώστε να γλιτώσουν άλλες νεαρές κοπέλες από την ίδια εμπειρία.
Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τις πιο πάνω εξηγήσεις, και μάλιστα εξέφρασε την άποψη πως η συμπεριφορά των παραπονουμένων ήταν συμβατή με την ισχύουσα αντίδραση της κυπριακής κοινωνίας σε τέτοιας φύσεως θέματα. Έχουμε ήδη εκφράσει τη δική μας άποψη επί του ζητήματος. Εδώ θα μας απασχολήσει το ίδιο θέμα από μια άλλη, αυστηρά νομική γωνία. Διαβάζοντας με προσοχή τη μαρτυρία των παραπονουμένων διαπιστώνουμε να ισχυρίζονται πως ό,τι έγινε εις βάρος τους ήταν χωρίς τη θέληση τους, εξ’ ου βέβαια και η καταδίκη του εφεσείοντα. Αυτός όμως ο ισχυρισμός παίρνει διαφορετική διάσταση όταν εξεταστεί το σύνολο της μαρτυρίας της κάθε πα[*19]ραπονούμενης, ιδιαίτερα κάτω από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι για χρόνια δεν ανέφεραν τίποτε σε κανένα. Οι ίδιες μάλιστα είπαν πως η σοβαρότητα της εις βάρος τους διαγωγής του εφεσείοντα αξιολογήθηκε ορθά κατά την ενηλικίωση τους. Πρόβαλαν δηλαδή κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους τα συμβάντα πίσω στο χρόνο για να μεταφέρουν τις σοβαρές τους επιπτώσεις χρόνια μετά ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Έχουμε τη γνώμη πως η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των παραπονουμένων, μαζί με τα υπόλοιπα δεδομένα της υπόθεσης, μειώθηκε σημαντικά. Η ίδια σκέψη θα έπρεπε να προβληματίσει το Κακουργιοδικείο, που αναμενόταν να συζητήσει την υπόθεση στο πλαίσιο που παρουσιάστηκε ενώπιον του. Αντί αυτού περιορίστηκε ουσιαστικά στην έκφραση της πεποίθησης του πως οι παραπονούμενες είπαν την αλήθεια.
Να τελειώσουμε με ακόμη ένα σχόλιο επί της μαρτυρίας, που άπτεται όμως και του γενικού χειρισμού της υπόθεσης από την κατηγορούσα αρχή. Τούτο αφορά τη μαρτυρία της ΜΜ. Να υπενθυμίσουμε πως οι λεπτομέρειες της άσεμνης εις βάρος της επίθεσης είναι οι πιο σοβαρές στο κατηγορητήριο. Η μάρτυς είπε πως αναγκάστηκε από τον εφεσείοντα να του κάνει στοματικό έρωτα. Πριν απ’ αυτό, σύμφωνα με τη μαρτυρία της, την ρώτησε αν ήταν ολοκληρωμένη γυναίκα, αυτή δε του απάντησε καταφατικά. Δέχθηκε πως διατηρούσε τότε δεσμό με νεαρό άτομο με το οποίο είχε ολοκληρωμένες σχέσεις. Ο εφεσείων, σύμφωνα πάντοτε με την μαρτυρία της, για να τη μάθει πώς να φιλά ωραία άρχισε να τη φιλά. Στη συνέχεια ο ίδιος κάθισε σε μια καρέκλα και την ανάγκασε να γονατίσει και να του φιλά το πέος. Αυτή προσπάθησε να αποτραβηχτεί, σε κλάσματα όμως δευτερολέπτου εκσπερμάτωσε στο στόμα της. Εξηγώντας η μάρτυς τη δική της στάση είπε πως είχε σιοκκαριστεί αλλά αντέδρασε στην προσέγγιση του εφεσείοντα προσπαθώντας να τραβήξει προς τα πάνω το κεφάλι της, το οποίο πίεζε ο εφεσείων προς το πέος του. Μετά το επεισόδιο έφυγε με τη φίλη της Κ.Γ. επίσης παραπονούμενη αναφορικά με τις κατηγορίες 1 και 2, στις οποίες όπως είπαμε ήδη ο εφεσείων απηλλάγη. Η παραπονούμενη δεν ξαναπήγε στο στούντιο του εφεσείοντα. Όταν τέλειωσε η σεξουαλική πράξη που περιγράψαμε η ίδια αισθάνθηκε σιοκκαρισμένη και με αηδία τρέμοντας έτρεξε στην τουαλέτα να ξεπλυθεί. Απαντώντας όμως σε ερωτήσεις κατά την αντεξέταση, δέχθηκε, κάτι που εξάλλου είπε και στην κατάθεση της στην αστυνομία, πως αμέσως μετά το πιο πάνω επεισόδιο ο Σερδάρης με τον οποίο είχαν πάει στο στούντιο του εφεσείοντα, την οδήγησε στην αποθήκη στο χώρο όπου βρισκόταν το στούντιο, και εκεί αφού την εγύμνωσε από τη μέση και κάτω και την κάθισε σε μια καρέκλα της έκανε ο [*20]ίδιος στοματικό έρωτα. Η μάρτυρας ανέφερε πως ο Σερδάρης της πρότεινε να κάνουν και κανονικό έρωτα, κάτι όμως που η ίδια αρνήθηκε. Έφυγαν δε μαζί με τον Σερδάρη, όπως ήλθαν. Σε άλλες ερωτήσεις πάνω στο ίδιο ζήτημα, δηλαδή προηγούμενες ερωτικές εμπειρίες με το Σερδάρη, επενέβη το Δικαστήριο για να υποδείξει στο συνήγορο πως δεν επιτρεπόταν να αναφέρεται σε «άλλη υπόθεση». Από την αναφορά αυτή του Κακουργιοδικείου, καθώς επίσης και στα πρακτικά της δίκης, διαπιστώνουμε πως εκκρεμούσε υπόθεση και εναντίον του Σερδάρη. Πιστεύουμε πως, στις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, ότι η παρέμβαση του Κακουργιοδικείου δεν ήταν ορθή. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ενομιμοποιείτο να συνεχίσει τη γραμμή της αντεξέτασης που υιοθέτησε, και που αποσκοπούσε να δείξει πως οι παραπονούμενες ενδεχομένως συναινούσαν στις ισχυριζόμενες άσεμνες επιθέσεις εναντίον τους, εξ’ ου και για τόσα χρόνια δεν εξέφρασαν κανένα παράπονο. Η διεξαγωγή χωριστής δίκης των δύο υποθέσεων είχε ως αποτέλεσμα να αποστερηθεί ο εφεσείων της ευχέρειας να παρουσιάσει την πτυχή της υπεράσπισης του, σύμφωνα με την οποία τις άσεμνες επιθέσεις είχε διενεργήσει μόνο ο Σερδάρης, ή ότι συναίνεσαν οι παραπονούμενες σε ό,τι του καταμαρτυρούσαν.
Να επαναλάβουμε σ’ αυτό το σημείο πως η υπόθεση ξεκίνησε από τις δυο βασικές παραπονούμενες, που συνέταξαν το τεκμ.2, που τιτλοφορείται «θύματα παιδεραστή». Αυτή η εκδοχή θα έπρεπε να εξεταστεί από το Δικαστήριο έστω και αν ο εφεσείων, που κλήθηκε να αντικρούσει επεισόδια που έγιναν έτη πριν, είχε προβάλει τον ισχυρισμό πως δυνατό να άγγιζε τις παραπονούμενες με πατρικό και παιδαγωγικό τρόπο για να τις ενθαρρύνει στο τραγούδι. Το πιο πάνω τεκμήριο λέει πολλά, και ιδιαίτερα για το πώς οι συντάκτριες του για τόσο καιρό αντιμετώπιζαν τις ερωτικές προσεγγίσεις, κυρίως του Σερδάρη.
Όλες οι σκέψεις που εκφράσαμε πιο πάνω κατατείνουν στο συμπέρασμα πως η καταδίκη του εφεσείοντα ήταν ακροσφαλής.
Η έφεση επομένως γίνεται αποδεκτή. Ο εφεσείων απαλλάσσεται και αθωώνεται σε όλες τις κατηγορίες.
Η έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο