Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Xρυσόστομου Mατθαίουάλλως Mαλέκκου (2003) 2 ΑΑΔ 50

(2003) 2 ΑΑΔ 50

[*50]28 Ιανουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΛΛΩΣ «ΜΑΛΕΚΚΟΥ»,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7343)

 

Ποινή ― Επιβολή ποινής φυλάκισης και επί τη αναστολή της, ποινή προστίμου ― Αντίκειται προς το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, ότι κανένας δεν τιμωρείται εκ δευτέρου για την ίδια πράξη.

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Είναι δικαιολογημένη μόνο εφόσο συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις ― Η λέξη “εξαιρετικές” συνεπάγεται περιστάσεις ασυνήθιστες, που μπορεί να συμπλέκονται είτε σωρευτικά με τις συνθήκες της υπόθεσης και/ή εκείνες του παραβάτη είτε διαζευκτικά με οποιεσδήποτε από αυτές.

Ποινή ― Συνδυασμός ποινής φυλάκισης με ποινή προστίμου ― Είναι παραδεκτός και μπορεί να επιβληθεί ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Αποζημίωση θύματος ― Συνηγορεί υπέρ ηπιότερης τιμωρίας ― Δεν αποκτά όμως κυριαρχική σημασία στην επιβολή ποινής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται περί σοβαρών αδικημάτων.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Αφέλεια η οποία προδίνει την απουσία εγκληματικής σκέψης ― Δεν συνιστά μετριαστικό παράγοντα.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται σε αδικήματα έκδοσης και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών.

Ποινή ― Πλαστογραφία επιταγών ― Κυκλοφορία πλαστών επιταγών ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Επιβολή συντρέ[*51]χουσων ποινών φυλάκισης 6 και 2 μηνών με τριετή αναστολή και επιβολή ποινής προστίμου ― Ακύρωση κατ’ έφεση της αναστολής και του προστίμου.

Ο εφεσίβλητος καταδικάσθηκε, μετά από παραδοχή, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξη και δύο μηνών σε κατηγορίες για πλαστογραφία επιταγών, κυκλοφορία τους και απόσπαση χρημάτων ή εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις. Το Δικαστήριο ανέστειλε τις ποινές για τρία χρόνια λόγω εξαιρετικών περιστάσεων και επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινές προστίμου.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επέτρεψε την έφεση με βάση τις νομικές αρχές που προκύπτουν από τις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις, προσθέτοντας ότι ο πρωτόδικος δικαστής ανέστειλε την ποινή γιατί εντόπισε, εκεί που δεν υπήρχαν, εξαιρετικές περιστάσεις. Η πρόσθεση συνηθισμένων ελαφρυντικών, όπως το λευκό ποινικό μητρώο, η ηλικία, η αποζημίωση του παθόντος, δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα τους.  Η ποινή θα αυξάνετο αν δεν προσμετρούσε υπέρ του εφεσίβλητου η καθυστέρηση, για ένα περίπου χρόνο, από τη διαλεύκανση της σχετικά απλής αυτής υπόθεσης μέχρι την καταχώρηση της δίωξης.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 617.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 23746/01) ημερ. 9/8/02 με την οποία, ενώ επέβαλε στον κατηγορούμενο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος σε οκτώ κατηγορίες, με σημαντικότερες τις δύο για πλαστογραφία επιταγών για ποσό £310 (1η κατηγορία) και £250 (5η κατηγορία) και για την κυκλοφορία των πλαστών αυτών επιταγών και απόσπαση χρημάτων ή εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις εξάμηνη φυλάκιση σε καθεμιά από τις σοβαρότερες κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας (κατηγορίες 1, 2, 5 και 6 αντίστοιχα) και δίμηνη φυλάκιση στις λοιπές [*52]κατηγορίες, ανέστειλε τις ποινές αυτές για τρία χρόνια, περίοδο που προβλέπει ο νόμος και επέβαλε πρόσθετες ποινές προστίμου (συνολικά £1.200 δηλαδή ανά £200 στις βαρύτερες κατηγορίες και £100 σε καθεμιά από τις υπόλοιπες).

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.

Εx tempore

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορητήριο από 8 κατηγορίες. Με σημαντικότερες τις δύο για πλαστογραφία επιταγών για ποσό £310 (1η κατηγορία) και £250 (5η κατηγορία). Οι υπόλοιπες αφορούσαν κυκλοφορία των πλαστών αυτών επιταγών και απόσπαση χρημάτων ή εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις.  

Ο πρωτόδικος δικαστής τον καταδίκασε σε εξάμηνη φυλάκιση σε καθεμιά από τις σοβαρότερες κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας (κατηγορίες 1, 2, 5 και 6 αντίστοιχα) και σε δίμηνη φυλάκιση στις λοιπές κατηγορίες. Οι ποινές αυτές αναστάληκαν για τρία χρόνια, περίοδο που προβλέπει ο νόμος.  Επιβλήθηκαν και πρόσθετες ποινές προστίμου (συνολικά £1.200 δηλαδή ανά £200 στις βαρύτερες κατηγορίες που μόλις αναφέραμε και £100 σε καθεμιά από τις υπόλοιπες). Και ο λόγος γιαυτό, όπως αναφέρει ρητά η πρωτόδικη απόφαση, «ενόψει του ότι αναστέλλονται οι ποινές φυλάκισης».

Χθες υποδείξαμε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21, σε απόφαση που απάγγειλε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου, ότι η παραπάνω ή άλλη όμοια φράση, η οποία εμπερικλείει την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου που, παρεμπιπτόντως, δίκασε και αυτή την υπόθεση, είναι λανθασμένη. Αποτελεί θεώρηση που απολήγει σε επιβολή διπλής ποινής κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής, που κατοχυρώνει το άρθρ. 12.2 του Συντάγματος. Η πλήρης εξήγηση που δόθηκε έχει ως εξής:

«Το προέχον στοιχείο από την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι του επιβλήθηκαν κατ’ ουσία δύο ποινές.  Ποινή φυλάκισης και επί τη αναστολή της, ποινή προστίμου.  [*53]Αυτό προσκρούει, κατά πρώτο, στην αρχή που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, ότι κανένας δεν τιμωρείται εκ δευτέρου για την ίδια πράξη. Είναι παραδεκτός ο συνδυασμός ποινής φυλάκισης με πρόστιμο. (Βλ. μεταξύ άλλων Thomas, "Principles of Sentencing", Δεύτερη Έκδοση. Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 257).  Παρεπόμενα η ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις. (Βλ. μεταξύ άλλων Koukos v. The Police  (1986) 2 C.L.R. 1· Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303). Το δικαιολογημένο της ποινής φυλάκισης όπως και ο συνδυασμός ποινής φυλάκισης και ποινής προστίμου αποφασίζονται ανεξάρτητα από το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής φυλάκισης.»

Πρέπει να σημειωθεί ότι, επιβάλλοντας τις παραπάνω ποινές, ο πρωτόδικος δικαστής, έλαβε υπόψη, σύμφωνα με τη θεσμοθετημένη από το νόμο περί Ποινικής Δικονομίας διαδικασία, και δύο άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσίβλητου στα ποινικά δικαστήρια, τις οποίες και παραδέχθηκε. Ήταν και αυτές, παρόλο που διαφέρει θεαματικά το μέγιστο όριο της ποινής που προβλέπεται για πλαστογραφία επιταγής, βαριές κατηγορίες, που ορθά αναγνωρίζει ως τέτοιες ο πρωτόδικος δικαστής. Η μία αφορούσε κατηγορία για απόδραση από νόμιμη κράτηση και άλλες παρεμφερείς. Και η άλλη απόκτηση περιουσίας με απειλές. Ο εφεσίβλητος έκαμε χρήση δωματίου ξενοδοχείου και απαίτησε επιστροφή του ποσού των £24, που πλήρωσε, τρομοκρατώντας τον υπεύθυνο με ομοίωμα πιστολιού.

Ο πρωτόδικος δικαστής, παρόλο που παρέθεσε νομολογία από την οποία συνάγεται ότι η πλαστογραφία τιμωρείται αυστηρά, με ποινές άμεσης φυλάκισης, εντούτοις ανέστειλε τη φυλάκιση του εφεσίβλητου γιατί δέχθηκε ότι συντρέχουν «εξαιρετικές περιστάσεις» που, κατά το Νόμο 95/72, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 41(1)/97, δικαιολογούν την αναστολή της. Κατά τη γνώμη του, την αναστολή υπαγόρευαν οι παρακάτω, βασικά, παράγοντες: το νεαρό της ηλικίας του, το λευκό του ποινικό μητρώο, τα σχετικά μικρά ποσά και την αφέλεια του γιατί «δε μερίμνησε ούτε σκέφτηκε ότι θα αποκαλυφθεί». Θεώρησε δε κυριαρχικής σημασίας ότι αποζημίωσε πλήρως τα θύματα. Άλλο καθοριστικό, όπως το αποκαλεί στοιχείο, ήταν τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και ο αρραβώνας του με νέα από την Ελλάδα, με την οποία έχει αρμονικές θέσεις.

Θα παρατηρούσαμε ότι η αφέλεια, που, όπως ρητά αναφέρει ο [*54]δικαστής, προδίνει την απουσία εγκληματικής σκέψης, είναι πρωτόγνωρο ελαφρυντικό. Ιδιαίτερα αν συσχετισθεί με τις περιστάσεις της υπόθεσης και το σύνολο των εγκληματικών ενεργειών του εφεσίβλητου. Η αποζημίωση του θύματος συνηγορεί υπέρ ηπιότερης τιμωρίας. Δεν αποκτά όμως κυριαρχική σημασία στην επιβολή ποινής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται περί σοβαρών αδικημάτων.

Η έκδοση και κυκλοφορία επιταγών αποτελεί το θεμέλιο της εμπορικής και της γενικότερης οικονομικής ζωής. Η ασφάλεια που πρέπει να νιώθει ο συναλλασσόμενος για τη γνησιότητα του εγγράφου αυτού είναι τόσης μεγάλης σπουδαιότητας που ο ποινικός νομοθέτης προβλέπει σαν μέγιστη ποινή, την ισόβια φυλάκιση. Η διαχρονική πολιτική του δικαίου, όπως την εκφράζει η πλούσια νομολογία επί του θέματος, είναι η τιμωρία του δράστη με ουσιαστική και άμεση φυλάκιση.

Φαίνεται εδώ ότι ο πρωτόδικος δικαστής, που είχε υπόψη του τη νομολογία, αφού μνημονεύει αρκετές προηγούμενες περιπτώσεις, ενήργησε, αντιφατικά, αναστέλλοντας την ποινή γιατί εντόπισε, εκεί που δεν υπήρχαν, εξαιρετικές περιστάσεις. Η λέξη «εξαιρετικές» συνεπάγεται περιστάσεις ασυνήθιστες, που μπορεί να συμπλέκονται είτε σωρευτικά με τις συνθήκες της υπόθεσης και/ή εκείνες του παραβάτη είτε διαζευκτικά με οποιεσδήποτε από αυτές. Η θεώρηση αυτή εγκρίθηκε στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240 και ακολουθείται έκτοτε όπως, για παράδειγμα, στις Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617.

Η άθροιση, στην προκείμενη περίπτωση, των περιστάσεων, που ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ως ελαφρυντικές, δε δημιουργεί ούτε μπορεί να συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Η πρόσθεση συνηθισμένων ελαφρυντικών, όπως το λευκό μητρώο, η ηλικία, η αποζημίωση του παθόντος, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα τους. Αναφορικά με τις οικογενειακές συνθήκες στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου, ανωτέρω, κρίθηκε ότι «το γεγονός και μόνο ότι ο εφεσίβλητος είναι πατέρας τεσσάρων ανηλίκων παιδιών, παράγοντας προς τον οποίο συναρτάται η αναστολή της ποινής, δεν δικαιολογεί αφ’ αυτού, τη ληφθείσα απόφαση».

Η παραπάνω λανθασμένη, αντίθετη με τη νομολογία, εκτίμηση των ελαφρυντικών, είναι μοιραία για το κύρος της απόφασης που αφορά την αναστολή, την οποία και ακυρώνουμε. Θα αυξάναμε δε την ποινή αν δεν προσμετρούσε υπέρ του εφεσίβλητου η [*55]καθυστέρηση, για ένα περίπου χρόνο, από τη διαλεύκανση της σχετικά απλής αυτής υπόθεσης μέχρι την καταχώρηση της δίωξης. Η έφεση κατά της ποινής που αφορά την αναστολή παραμερίζεται, όπως και το μέρος της ποινής σχετικά με το πρόστιμο. Παραμένει η ποινή φυλάκισης όπως επιβλήθηκε, την οποία ο εφεσίβλητος θα αρχίσει να εκτίει από σήμερα.

H έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο