Kωνσταντίνου Νεόφυτος Κώστα ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 83

(2003) 2 ΑΑΔ 83

[*83]25 Φεβρουαρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Aρ. 7334)

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Εξαιρετικές περιστάσεις ― Για να είναι εξαιρετικές οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη ή σε συνδυασμό των δύο ― Το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος δεν προσδίδει στην διάπραξη του αδικήματος ιδιάζοντα χαρακτήρα.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον του μέρους της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο δεν διατάχθηκε η αναστολή της διετούς ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα όταν κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη ένοπλης ληστείας.  Η ληστεία είχε προγραμματιστεί καλά από τον εφεσείοντα και τον συνεργό του, άτομα νεαράς ηλικίας, δεκαέξι σχεδόν χρόνων ο εφεσείων και δεκαοχτώ περίπου ετών ο συνεργός του, με στόχο την κλοπή χρημάτων από κατάστημα ενοικιάσεως ποδηλάτων όπου παράλληλα διενεργείτο και αγοραπωλησία ξένου συναλλάγματος.  Οι δράστες έχοντας τα πρόσωπα τους καλυμμένα με κουκούλες εισήλθαν στο κατάστημα όπου ο συνεργός του εφεσείοντος ακινητοποίησε την μόνη υπάλληλο με μαχαίρι ενώ παράλληλα ο εφεσείων, καθοδηγούμενος από το συνεργό του συναποκόμισαν ποσό £14.500.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής επειδή δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοιο μέτρο.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το απόσπασμα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα [*84]της αναστολής της ποινής αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το απόσπασμα που παρατίθεται δημιουργεί όντως την εντύπωση ότι η προσέγγιση του Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, εμπεριέχει στοιχείο αντινομίας. Όμως στο απόσπασμα που ακολουθεί διασαφηνίζεται τι ήθελε να μεταδώσει το Κακουργιοδικείο με το προηγούμενο απόσπασμα της απόφασης του, αίροντας κάθε αμφιβολία για το τι είχε κατά νου.

2.  Ο προσδιορισμός της ύπαρξης ή μη εξαιρετικών περιστάσεων συναρτάται με τις ιδιαιτερότητες της συστοιχίας των γεγονότων στο βαθμό που να προσδίδουν ιδιαιτερότητες σ’ αυτά ως να ξεχωρίζουν από τα συνήθη μετριαστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη τόσο για την επιλογή της ποινής όσο και για το ύψος της.

3.  Το νεαρό της ηλικίας του παραβάτη δεν προσδίδει στη διάπραξη του εγκλήματος ιδιάζοντα χαρακτήρα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

R. v. Okinikan [1993] 14 Cr. App. R. (S) 453,

Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, Ποινική Έφεση Αρ. 7253, ημερ. 3.10.02,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου άλλως «Μαλέκκου» (2003) 2 Α.Α.Δ. 50.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Πάφου (Υπόθεση Αρ. 10757/01) ημερομηνίας [*85]10/7/2002, με την οποία κρίθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, για τη διάπραξη του εγκλήματος της ένοπλης ληστείας και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση και με την οποία προσέβαλε τη μη αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης με Ν. Κέκκου, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει o Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Βάσει της δικής του παραδοχής ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη του εγκλήματος της ένοπλης ληστείας και καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση. Πρόκειται για μορφή εγκλήματος που βρίσκεται σε έξαρση και τείνει να προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Το πλέον ανησυχητικό σ’ αυτή την υπόθεση είναι η ηλικία των δραστών. Δεκαέξι σχεδόν χρόνων ο εφεσείων, όπως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, και δεκαοχτώ περίπου ετών ο συνεργός του, ως μας έχει λεχθεί. Ιθύνων νους και πρωτεργάτης στη διάπραξη του εγκλήματος ήταν ο συνεργός και στενός φίλος του εφεσείοντος. Με στόχο την κλοπή των χρημάτων τα οποία εφυλάττοντο σε κατάστημα ενοικιάσεως ποδηλάτων  όπου παράλληλα διενεργείτο και  αγοραπωλησία ξένου συναλλάγματος ο τελευταίος σχεδίασε, αφού κατόπτευσε τη σκηνή και μελέτησε τον τρόπο λειτουργίας του καταστήματος, τη ληστεία προσεταιριζόμενος τον εφεσείοντα για την επιτυχή διενέργειά της. 

Ο εφεσείων συναίνεσε μετά από κάποιο δισταγμό να λάβει μέρος στη ληστεία, στην οποία κατ’ ακολουθία μετείχε ενεργά. Σε ώρα που δεν υπήρχαν θαμώνες στο κατάστημα, οι δράστες με καλυμμένα τα πρόσωπα με κουκούλες, τις οποίες είχαν εφοδιαστεί, εισέβαλαν σ’ αυτό θέτοντας σε εφαρμογή το καταρτισθέν σχέδιο τους. Ο συνεργός του εφεσείοντος ακινητοποίησε τη μόνη υπάλληλο του καταστήματος θέτοντας το μαχαίρι που μετέφερε στο λαιμό της απειλώντας τη με τα χειρότερα αν πρόδιδε την παρουσία τους. Παράλληλα ο εφεσείων συνέλεξε τα χρήματα που εφυλάττοντο στο κατάστημα, καθοδηγούμενος σε τούτο από το συνεργό του συναποκομίζοντας ποσό £14,500. Μετά το επιτυχές εγχείρημά τους οι δράστες απομακρύνθηκαν χρησιμοποιώντας τη μοτοσικλέτα με την οποία είχαν μεταβεί στη σκηνή του εγκλήματος.

Η σύλληψη του συνεργού και οι υπόνοιες που δημιούργησε στην Αστυνομία για την ταυτότητα του δεύτερου δράστη, οδήγησαν στη σύλληψη του εφεσείοντος, ο οποίος ομολόγησε το έγκλημα και παρέδωσε στην Αστυνομία το μικρό σχετικά ποσό χιλίων εκατό πενήντα πέντε λιρών (£1.155.-), που του έδωσε ο συνεργός από το προϊόν της ληστείας. Το υπόλοιπο δεν έχει ανευρεθεί. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αρμόζουσα ποινή για την τιμωρία του εφεσείοντος ήταν η φυλάκιση. Στον καθορισμό του ύψους της προσμέτρησαν όλα τα ελαφρυντικά (για τον εφεσείοντα), στα οποία θα μπορούσε να δοθεί βαρύτητα ο δευτερεύων ρόλος του στη διάπραξη της ληστείας, το πολύ νεαρό της ηλικίας του, η πλήρης συνεργασία του με την Αστυνομία, και οι δύσκολες προσωπικές του συνθήκες, που ανάγονται μεταξύ άλλων και στο χωρισμό των γονιών του όταν ήταν ηλικίας δέκα ετών.

Επρόκειτο για σοβαρή μορφή ληστείας καλά προγραμματισμένη που διενεργήθηκε με τη χρήση μαχαιριού προς εκπλήρωση των άνομων σκοπών των ληστών, έγκλημα τιμωρητέο με δια βίου φυλάκιση. Η έκταση στην οποίαν προσμέτρησαν οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος στο μετριασμό της ποινής, φαίνεται από το γεγονός, ότι η φυλάκιση περιορίστηκε μόνο σε δύο έτη. Ενώ για εγκλήματα αυτής της κατηγορίας και σοβαρότητας επιβάλλονται πολύ μακρύτερες ποινές φυλάκισης. Το γεγονός ότι εγκλήματα ληστείας βρίσκονται σε έξαρση καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στον καθορισμό της ποινής. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής αλλά το απέρριψε στην απουσία των εξαιρετικών εκείνων περιστάσεων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τέτοιο μέτρο.  Καθοδήγηση για το χαρακτήρα του εξαιρετικού των περιστάσεων, που αποτελούν το δείκτη της αρχής που θέτει ο νόμος για την αναστολή της ποινής, άντλησε από την Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, από την οποία παραθέτει το ακόλουθο απόσπασμα:

«Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη ή σε συνδυασμό των δύο»*

Καθοδήγηση άντλησε επίσης και από την απόφαση του Αγγλικού [*87]Εφετείου R. v. Okinikan [1993] 14 Cr. App. R. (S) 453.

Ο εφεσείων προσέβαλε με την έφεση του την επιβληθείσα ποινή, (α) ως υπερβολική και (β) τη μή αναστολή της ως εσφαλμένη.   Κατά την ακρόαση εγκατέλειψε το πρώτο σκέλος, αναλογιζόμενος, ως συνάγεται, τις μακρές ποινές φυλάκισης, που κατά κανόνα επιβάλλονται για εγκλήματα ένοπλης ληστείας, και τη σοβαρότητα του εγκλήματος που διέπραξε. Περιόρισε την έφεσή του στη μή αναστολή της επιβληθείσας ποινής.

Ο συνήγορός του ο κ. Παπαϊωάννου υποστήριξε ότι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου αποκαλύπτει το σφάλμα κάτω από το οποίο λειτούργησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και το οποίο επέδρασε στη μη αναστολή της ποινής:

«Στην προκείμενη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οτιδήποτε στα περιστατικά του αδικήματος που να μας παρέχει πεδίο για αναστολή της ποινής. Προβληματιστήκαμε έντονα κατά πόσο υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις στο πρόσωπο του κατηγορουμένου και καταλήξαμε αρνητικά.  Το πολύ νεαρό της ηλικίας του σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό μητρώο και άμεση παραδοχή του όπως και όλα τα άλλα ελαφρυντικά του θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαιρετικές περιστάσεις.  Καταλήξαμε όμως ότι τα στοιχεία αυτά στην προκείμενη περίπτωση δεν θα μπορούσαν να καταταχθούν ως τέτοια (βλ. R. v. Okinikan (ανωτέρω).»

Αφήνεται όντως η εντύπωση, από το απόσπασμα που παρατίθεται, ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επί του προκειμένου, εμπεριέχει στοιχείο αντινομίας. Αφενός διαπιστώνεται ότι τα περιστατικά της υπόθεσης και οι περιστάσεις του κατηγορουμένου θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εξαιρετικές περιστάσεις και αφετέρου αποκλείεται το ενδεχόμενο αυτό με έρεισμα τα όσα αποφασίστηκαν στην R. v. Okinikan (ανωτέρω). Η φαινομενική τουλάχιστο αντινομία προκύπτει από το γεγονός ότι στην Okinikan τονίστηκε η σημασία των γεγονότων της κάθε υπόθεσης για την αναστολή της ποινής, οπόταν η κρίση του Δικαστηρίου για την πλοκή των γεγονότων της συγκεκριμένης υπόθεσης καθίσταται σημαίνον στοιχείο για την απόφαση που λαμβάνεται. Στην Okinikan τονίστηκε ότι εξ ορισμού δεν μπορεί να προσδιοριστούν οι εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής. Τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης σταθμίζονται με σημείο αναφοράς την εξαιρετικότητά τους. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση και του Ανω[*88]τάτου Δικαστηρίου στην Παγιαβλάς όπου λέχθηκε ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Ό,τι τονίστηκε στην Okinikan είναι ότι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων η νεότητα, ο καλός χαρακτήρας και η παραδοχή του παραβάτη, ορούμενα είτε ξεχωριστά ή σε συνδυασμό, δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις. Ότι αυτό είχε υπόψη του το Κακουργιοδικείο με την αναφορά του στην Okinikan στο πιο πάνω απόσπασμα φαίνεται από το απόσπασμα που ακολουθεί και έπεται του παρατεθέντος:  

«Κρίναμε ότι αν θεωρούσαμε τα στοιχεία αυτά ως εξαιρετικές περιστάσεις ώστε να αναστείλουμε την ποινή, στην ουσία επιδιώκαμε να χρησιμοποιήσουμε την αναστολή ως υπαλλακτικό μέσο για την τιμωρία του κατηγορουμένου.»

Διασαφηνίζεται έτσι τι ήθελε να μεταδώσει το Κακουργιοδικείο με το προηγούμενο απόσπασμα της απόφασής του, αίροντας κάθε αμφιβολία για το τι είχε κατά νου. 

Σε προγενέστερο στάδιο της απόφασής του το Κακουργιοδικείο ερμηνεύει την απόφαση Okinikan στις σωστές της διαστάσεις επισημαίνοντας την απουσία άκαμπτου κανόνα στην αξιολόγηση των περιστατικών του εγκλήματος και των περιστάσεων του παραβάτη στον προσδιορισμό του χαρακτήρα των γεγονότων και κατά πόσο αυτά ενέχουν το στοιχείο της εξαιρετικότητας. 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποκαλύπτει ότι ο προσδιορισμός της ύπαρξης ή μή εξαιρετικών περιστάσεων συναρτάται με τις ιδιαιτερότητες της συστοιχίας των γεγονότων στο βαθμό που να προσδίδουν ιδιαιτερότητες σ’ αυτά ως να ξεχωρίζουν από τα συνήθη μετριαστικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη τόσο για την επιλογή της ποινής, όσο και για το ύψος της.  (Βλ. Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, Ποινική Έφεση Αρ. 7253 – 3.10.2002, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσόστομου Ματαθαίου άλλως «Μαλέκκου» (2003) 2 Α.Α.Δ. 50.)

Δεν μας αφήνει αδιάφορους το πολύ νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντος. Λήφθηκε όμως υπόψη αυτό το γεγονός τόσο στην επιλογή της ποινής όσο και στον καθορισμό του ύψους της. Ούτε σχετίζεται το διαπραχθέν έγκλημα με την εκδήλωση νεανικής [*89]έξαρσης ώστε να διαχωρίζει τα κίνητρα από εκείνα που κατά κανόνα επιδρούν στην διάπραξη αυτής της κατηγορίας εγκλημάτων. Το έγκλημα σχεδιάστηκε εν ψυχρώ και εκτελέστηκε με την ίδια αποφασιστικότητα.  Το νεαρό της ηλικίας του παραβάτη δεν προσδίδει στη διάπραξη του εγκλήματος ιδιάζοντα χαρακτήρα.  Κάτω από αυτά τα δεδομένα δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην αναστείλει την ποινή, κατάληξη που προοιωνίζεται και την απόρριψη της έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο