Φανιέρος Αντώνης Χ. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 104

(2003) 2 ΑΑΔ 104

[*104]28 Φεβρουαρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΩΝΗΣ Χ. ΦΑΝΙΕΡΟΣ

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7050)

 

Συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος δηλαδή πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών (δύο κατηγορίες) ― Πλαστογραφία εγγράφου ― Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (δύο κατηγορίες) ― Πλαστοπροσωπία ― Συγκάλυψη (δύο κατηγορίες) ― Επιβολή ποινών φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων είναι πέντε χρόνια ― Το Εφετείο δεν επενέβη.

Ποινή ― Ίση μεταχείριση παραβατών ― Δεν σημαίνει και ισοπέδωση ή τη με σχολαστικό τρόπο επανάληψη της ίδιας ποινής σε όλους.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Οι διαζευκτικές πιθανότητες κατά την προσέγγιση της περιστατικής μαρτυρίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλιώς τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες ως προς συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιον τους, κάτι που δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Η κατηγορούσα αρχή βαρύνεται με απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες η ενοχή του κατηγορούμενου στηρίζεται καθ’ ολοκληρίαν ή ουσιαστικά πάνω σε περιστατική μαρτυρία, το Δικαστήριο πρέπει σαν θέμα νομικό να αποφασίσει, όχι μόνο κατά πόσο τα γεγονότα αυτά συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά ακόμη ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, από το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα.

[*105]Απόδειξη ― Ύπαρξη γνώσης των περιστατικών που στοιχειοθετούν τα αδικήματα ― Πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Αν οι εξηγήσεις του κατηγορουμένου δημιουργούν αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη γνώσης, θα πρέπει να αθωωθεί.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Έφεση εναντίον των διαπιστώσεων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση στην κρίση του Δικαστηρίου.

Ποινικός Κώδικας ― Mens rea και actus reus ― Η ορθή αναφορά των εν λόγω όρων είναι η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων, αντίστοιχα.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο στις κατηγορίες που αναφέρονται στο εισαγωγικό σημείωμα και του επέβαλε ποινές φυλάκισης, η μεγαλύτερη των οποίων είναι πέντε χρόνια.

Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης, ως νομικά εσφαλμένης όσο και εναντίον της ποινής, ως έκδηλα υπερβολικής και ως απολήγουσας σε άνιση μεταχείριση από τη μεταχείριση της οποίας έτυχε συγκατηγορούμενός του, ο κατηγορούμενος 1.

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εν συντομία τα ακόλουθα:

Το Φεβράρη του 2000, ένας των κατηγορουμένων, παρουσιαζόμενος ως Γιώργος Αλεξάνδρου, εξασφάλισε βεβαίωση για μετοχές που ο τελευταίος είχε σε δημόσια εταιρεία και τις πώλησε μέσω χρηματιστηριακού γραφείου.  Πώλησε επίσης και αριθμό μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Λτδ.  Για την πράξη αυτή εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν δύο επιταγές η μια για £73.052,17 (τεκμήριο 9) και η άλλη για £70.016,52 (τεκμήριο 11).

Ο εφεσείων ζήτησε από το συνέταιρο του Γ. Κόσσιφο να παραλάβει από τον κατηγορούμενο 1 την επιταγή τεκμήριο 9.  Αυτός εξέδωσε δύο επιταγές για £50.000 και £23.000 αντιστοίχως (τεκμήρια 17 και 18). Η επιταγή τεκμήριο 9, που ήταν οπισθογραφημένη δήθεν από τον Γ. Αλεξάνδρου, κατατέθηκε από τον Κόσσιφο στην τράπεζά του. Ο εφεσείων συμπλήρωσε τις επιταγές που εξέδωσε ο Κόσσιφος, με το όνομα του (Αντώνης Χαμπή).

Ο εφεσείων εξαργύρωσε τις δύο επιταγές τεκμήρια 17 και 18 εισπράττοντας τα αντίστοιχα ποσά.

[*106]Ο εφεσείων μαζί με τον κατηγορούμενο 1 παρέδωσε σε κάποιο Θ. Τρισβέη την επιταγή τεκμήριο 11 και αυτός του έδωσε δύο επιταγές στο όνομα του εφεσείοντος (Αντώνη Χαραλάμπους), μια για £50.000 (τεκμήριο 20) και μια για £20.016,00 (τεκμήριο 21).  Ο κατηγορούμενος 1 είχε παρουσιασθεί στον Τρισβέη ως Γ. Αλεξάνδρου.

Ο εφεσείων εισέπραξε από την τράπεζα τα ποσά των £50.000 και £20.016.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι εξαργύρωσε την πρώτη επιταγή στον κατηγορούμενο 1, για να μπορέσει αυτός να συμμετάσχει σε χαρτοπαικτικό παιχνίδι στη λέσχη του, ενώ τη δεύτερη που δόθηκε στο Τρισβέη, για να διευκολυνθεί ο κατηγορούμενος 1 να παίξει στο χρηματιστήριο, μέσω χρηματιστηριακού γραφείου που νόμιζε ότι διατηρούσε ο Τρισβέης. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντος στο μεγαλύτερό της μέρος ως αντιφατική και αναξιόπιστη. Το απαραίτητο στοιχείο της γνώσης από τον εφεσείοντα, των περιστατικών που στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα αποδείκτηκε, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, με περιστατική μαρτυρία.

Οι λόγοι έφεσης στρέφονται εναντίον των συμπερασμάτων του Κακουργιοδικείου. Υποστηρίχθηκε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία και τα αποδεκτά γεγονότα δεν οδηγούσαν απαραίτητα στα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ως προς την ενοχή του εφεσείοντος.  Αμφισβητήθηκε επίσης η ορθότητα της αξιολόγησης της περιστατικής μαρτυρίας, αφού, κατ’ ισχυρισμό, παραγνωρίσθηκαν οι διάφορες εκδοχές που έδωσε ο εφεσείων.

Οι νομικές αρχές, τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο εφάρμοσε, απορρίπτοντας την έφεση, τόσο εναντίον της καταδίκης, όσο και εναντίον της ποινής, φαίνονται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο 2 - εφεσείοντα εναντίον της [*107]απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακος (Υπόθεση Αρ. 8352/2000) με την οποία, στις 12/1/2001, βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών, σε κατηγορία πλαστογραφίας εγγράφου, δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, σε κατηγορία για πλαστοπροσωπεία και τέλος σε δύο κατηγορίες για το αδίκημα της συγκάλυψης και του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης συνολικής διάρκειας πέντε ετών.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατηγορούμενος 2 στην πρωτόδικη διαδικασία, καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές φυλάκισης για καταρτισμό και κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπία, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, συνωμοσία κλπ. Η καταδίκη του αμφισβητήθηκε κατ΄ έφεση για σειρά λόγων.

Το Φεβράρη του 2000, ένας των κατηγορουμένων, παρουσιάστηκε στο τμήμα μετοχών και χρεωγράφων της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ ως Γιώργος Αλεξάνδρου και ζήτησε βεβαίωση για μετοχές που κατείχε στη δημόσια εταιρεία Louis Cruise Lines Ltd. Ο πραγματικός Γιώργος Αλεξάνδρου, που είναι χρυσοχόος, με έδρα τη Λάρνακα, δεν είχε ζητήσει τέτοια βεβαίωση, ούτε και είχε εξουσιοδοτήσει οποιονδήποτε να το πράξει. Στη συνέχεια, το ίδιο πρόσωπο επισκέφθηκε γνωστό χρηματιστηριακό γραφείο και αφού υπόγραψε πληρεξούσιο έγγραφο και παρουσιαζόμενος πάντα ως Γιώργος Αλεξάνδρου, πώλησε 26.750 μετοχές της Louis Cruise Lines Ltd, καθώς και αριθμό μετοχών της Τράπεζας Κύπρου Λτδ. Μετά την αποκοπή των φόρων και των δικαιωμάτων του χρηματιστηριακού γραφείου, εκδόθηκαν και του παραδόθηκαν δύο επιταγές, η μια με ημερομηνία 1.3.2000, για £73.052,17 (τεκμήριο 9) και η άλλη για £70.016,52, ημερ. 7.3.2000 (τεκμήριο 11).

Στις 3.3.2000, γύρω στις 7.00 το πρωί, ο εφεσείων στη χαρτοπαιχτική λέσχη που διατηρούσε στη Λάρνακα, ζήτησε από το συ[*108]νέταιρό του Γιώργο Κόσσιφο να παραλάβει από τον κατηγορούμενο 1 την επιταγή τεκμήριο 9. Αυτός εξέδωσε δύο επιταγές για £50.000 και £23.000 αντιστοίχως (τεκμήρια 17 και 18). Η επιταγή τεκμήριο 9, που ήταν οπισθογραφημένη, δήθεν από το Γιώργο Αλεξάνδρου, κατατέθηκε από τον Κόσσιφο στην τράπεζά του την ίδια μέρα. Ο εφεσείων συμπλήρωσε τις επιταγές που εξέδωσε ο Κόσσιφος, με το όνομά του (Αντώνης Χαμπή).

Την ίδια μέρα και λίγο αργότερα, ο εφεσείων παρουσιάστηκε σε υποκατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας με τις επιταγές τεκμήρια 17 και 18. Εισέπραξε £50.000 μετρητά και για το υπόλοιπο των £23.000, λόγω του ότι στην τράπεζα δεν υπήρχαν αρκετά μετρητά για να εξαργυρωθούν και οι δύο επιταγές, του παραδόθηκε τραπεζιτική επιταγή στο όνομα Αντώνης Χαμπή.

Αργότερα την ίδια μέρα, ζήτησε από γνωστή του, υπάλληλο φρουταρίας, να παρουσιαστεί στην τράπεζα και να του αλλάξει την τραπεζιτική επιταγή που είχε ήδη προσυπογράψει. Αυτή συμμορφώθηκε και αφού εξαργύρωσε την επιταγή, του έφερε τα χρήματα.

 

Στις 8.3.2000, ο εφεσείων μαζί με τον κατηγορούμενο 1, συναντήθηκαν σε καφενείο με το Θεόδωρο Τρισβέη, στον οποίο και παρέδωσαν το τεκμήριο 11, δηλαδή την επιταγή που είχε εκδοθεί από το χρηματιστηριακό γραφείο για την πώληση των μετοχών της Louis Cruise Lines Ltd, ύψους £70.016,52. Ο Τρισβέης τους έδωσε δύο επιταγές στο όνομα του εφεσείοντα (Αντώνη Χαραλάμπους αυτή τη φορά), μια για £50.000, με ημερομηνία εξαργύρωσης 8.3.2000 (τεκμήριο 20) και μια για £20.016,00, ημερ. 7.3.2000 (τεκμήριο 21).

Την ίδια μέρα ο εφεσείων οπισθογράφησε το τεκμήριο 20 και την εξαργύρωσε σε τράπεζα εισπράττοντας £50.000. Στις 9.3.2000, κάποιος Ναθαναήλ Σπύρου παρουσίασε στην τράπεζα τη δεύτερη επιταγή του Τρισβέη (τεκμήριο 21), που ήταν οπισθογραφημένη από τον Αντώνη Χαραλάμπους και εισέπραξε £20.016 από τις οποίες έδωσε τις £20.000 στον εφεσείοντα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στον Τρισβέη, ο κατηγορούμενος 1 παρουσιάστηκε ως Γιώργος Αλεξάνδρου, ενώ λίγες μέρες αργότερα, όταν η επιταγή που έδωσαν στον Τρισβέη δεν πέρασε, ο εφεσείων υποσχέθηκε στον Τρισβέη να του φέρει τα λεφτά.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι εξαργύρωσε την πρώτη επιταγή στον κατηγορούμενο 1, για να μπορέσει αυτός να συμμετάσχει σε χαρτοπαιχτικό παιγνίδι στη λέσχη του, ενώ τη δεύτερη που δόθηκε στον Τρισβέη, για να διευκολυνθεί ο κατηγορούμενος 1 να [*109]παίξει στο χρηματιστήριο, μέσω χρηματιστηριακού γραφείου που νόμιζε ότι διατηρούσε ο Τρισβέης.

Η προσπάθεια του εφεσείοντα εξαντλήθηκε στο να πείσει, ανεπιτυχώς όπως αποδείκτηκε, ότι δεν γνώριζε ότι οι επιταγές ήταν πλαστές και ότι μοναδικό κίνητρο της ανάμειξής του ήταν η διευκόλυνση άλλων. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα στο μεγαλύτερό της μέρος ως αντιφατική και αναξιόπιστη. Δέκτηκε μόνο τις παραδοχές στις οποίες ο εφεσείων προβαίνει στη μαρτυρία του, που υποστηρίζονται και από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία.

Ο εφεσείων στους λόγους έφεσης 2 - 9 και 11, υποστηρίζει ότι η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων (mens rea), η οποία παρεμπιπτόντως, στην ειδοποίηση έφεσης καλείται, εντελώς αυθαίρετα και λανθασμένα, «πνευματικό συστατικό των αδικημάτων», δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ή επαρκώς, διότι για κάθε συμπέρασμα του Δικαστηρίου υπήρχε και μια λογική εξήγηση που αφαιρούσε σχεδόν ολόκληρη την αξία της περιστατικής μαρτυρίας. Υποστηρίζει ακόμα ότι οι εξηγήσεις του εφεσείοντα ήταν λογικοφανείς και δεν αποδείκτηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι ήταν ψευδείς, ενώ το Δικαστήριο στηρίχτηκε σε υποθέσεις οι οποίες, άνκαι λογικά πιθανές, δεν βασίζονταν στην προσαχθείσα μαρτυρία.

Στην ειδοποίηση έφεσης αναφέρεται ως παράδειγμα το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων γνωρίζοντας ότι ο κατηγορούμενος 1 δεν ήταν ο Γιώργιος Αλεξάνδρου, δεν τον ρώτησε πώς περιήλθε στα χέρια του μια επιταγή με ένα τόσο σημαντικό ποσό, ούτε και του ζήτησε να την υπογράψει και ο ίδιος για προστασία του συνεταίρου του. Θα πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι βρίσκουμε το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου εντελώς βάσιμο. Ο εφεσείων γνώριζε ότι ο κατηγορούμενος 1 στην πραγματικότητα δεν ήταν ο Γιώργος Αλεξάνδρου. Είχαν επισκεφθεί μαζί το γιο του στις φυλακές, όπου μπροστά του ο κατηγορούμενος 1, συμπλήρωσε το δελτίο επίσκεψης με το αληθινό του όνομα. Εξ άλλου, είναι απόλυτα λογικό να θεωρηθεί ότι άτομο που τον συνόδευσε σε μια τέτοια επίσκεψη, ήταν γνωστός του. Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνούμε ότι ο Τρισβέης κατέθεσε ότι στην παρουσία του εφεσείοντα, ο κατηγορούμενος 1 ισχυρίστηκε ότι αυτός ήταν ο Γιώργος Αλεξάνδρου. 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι η προσαχθείσα μαρτυρία και τα αποδεκτά γεγονότα δεν οδηγούσαν απαραίτητα  στο συ[*110]μπέρασμα ότι έλαβε μέρος και στην αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων (actus reus), που επίσης λανθασμένα αναφέρεται στην ειδοποίηση έφεσης ως «το πρακτικό μέρος των αδικημάτων». Τέλος, αμφισβητείται η ορθότητα της αξιολόγησης της περιστατικής μαρτυρίας, αφού, κατ’ ισχυρισμό, παραγνωρίστηκαν οι διάφορες εκδοχές που έδωσε ο εφεσείων.

Οι ισχυρισμοί αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν. Το απαραίτητο στοιχείο της γνώσης από τον εφεσείοντα των περιστατικών που στοιχειοθετούσαν τα αδικήματα αποδείχτηκε, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, με περιστατική μαρτυρία.

Όπως ορθά έχει επισημανθεί στην υπόθεση Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, 295, επειδή το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορούμενου, μπορεί να αποδειχθεί με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση και που την αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Αν οι εξηγήσεις του κατηγορούμενου δημιουργούν αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη της γνώσης, θα πρέπει να αθωωθεί. 

Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο απέρριψε, για πολύ καλούς λόγους, τις εξηγήσεις που έδωσε ο εφεσείων. Στην πραγματικότητα οι εξηγήσεις, όπως αναφέρει και η πρωτόδικη απόφαση, ήταν εν πολλοίς αντιφατικές και καθόλου πειστικές. Αντίθετα, καταλήγει, η αιτιώδης σχέση μεταξύ της περιστατικής μαρτυρίας που προσήχθη από την κατηγορούσα αρχή, δεν μπορούσε να είναι συμβατή με οποιαδήποτε άλλη λογική ερμηνεία της μαρτυρίας.

Η φύση και σημασία της περιστατικής μαρτυρίας έχουν αναλυθεί από τη νομολογία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 55, οι διαζευκτικές πιθανότητες κατά την προσέγγιση της περιστατικής μαρτυρίας, θα πρέπει να είναι τέτοιες που να εξάγονται εύλογα από την ολότητα της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλιώς τα Δικαστήρια θα καλούνται να εξετάζουν πιθανότητες ή θεωρίες ως προς συμβάντα τα οποία δεν μπορούν εύλογα να εξαχθούν από το υλικό ενώπιόν τους, κάτι που δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου.

Έργο της κατηγορούσας αρχής παραμένει βέβαια πάντοτε η απόδειξη της ενοχής κάθε κατηγορούμενου, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η βασική αρχή, όπως εξάγεται από τη νομολογία, είναι ότι σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες η ενοχή του κατηγορούμενου στηρίζεται καθ’ ολοκληρίαν ή ουσιαστικά πάνω σε περι[*111]στατική μαρτυρία, το Δικαστήριο πρέπει σαν θέμα νομικό να αποφασίσει, όχι μόνο κατά πόσο τα γεγονότα αυτά συμβιβάζονται με την ενοχή του κατηγορούμενου, αλλά ακόμα ότι δεν συμβιβάζονται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, από το ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι με το να δίδονται από τον κατηγορούμενο λογικοφανείς, έστω, εξηγήσεις, οι οποίες δεν κρίνονται πειστικές και απορρίπτονται από το Δικαστήριο ως αναληθείς, αδυνατίζει το τελικό συμπέρασμα της ενοχής του.

Η περιστατική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει βάση για την καταδίκη του κατηγορούμενου μόνο όταν τεκμηριώνει ως θέμα λογικής συνέπειας μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας την ενοχή του (Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 120).

Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε τρωτό στη συλλογιστική που ακολουθήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Η μαρτυρία την οποία αποδέκτηκε δεν μπορούσε να οδηγήσει σε οποιαδήποτε άλλη λογική εξήγηση πλην της ενοχής του εφεσείοντα. Εν πάση περιπτώσει, η εκδοχή που έδωσε ο εφεσείων απορρίφθηκε ως αντιφατική και μη αληθής. Ακόμα μπορεί να σημειωθεί πως, η μαρτυρία του αφήνει πολλά ερωτηματικά, σε ορισμένα μάλιστα σημεία, τείνει σε απόδειξη της γνώσης και της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος.

Για παράδειγμα, ενώ ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι αναμείχθηκε στην όλη υπόθεση των επιταγών, απλώς για να βοηθήσει τον κατηγορούμενο 1, τον άκουσε χωρίς καμιά αντίδραση, να παρουσιάζεται ψευδώς στον Τρισβέη ως Γιώργος Αλεξάνδρου, ενώ ήξερε ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αλήθεια.

Ακόμα, ο ισχυρισμός αυτός δεν αντέχει ούτε σε επιφανειακή κριτική. Αφού η μια επιταγή εξαργυρώθηκε από τον Κόσσιφο για να μπορέσει, έστω, να συμμετάσχει ο κατηγορούμενος 1 σε παιγνίδι, γιατί οι επιταγές εκδόθηκαν επ’ ονόματι του εφεσείοντα και γιατί αργότερα εξαργυρώθηκαν, όχι από τον κατηγορούμενο 1, αλλά από τον ίδιο.

Υποστηρίκτηκε επίσης ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η εξαργύρωση των επιταγών έγινε μέσα στα πλαίσια διάπραξης των αδικημάτων, αφού έγινε σε ώρες που η λέσχη του  εφεσείοντα δεν εργαζόταν. Βρίσκουμε το συμπέρασμα καθ΄ όλα λογικό. Δεν αναμένεται, υπό τις περιστάσεις, από ιδιοκτήτη χαρτοπαικτικής λέσχης να εξαργυρώσει σε κάποιο, που μάλιστα, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του, έβλεπε για πρώτη φορά, επιταγή άνω των £70.000 [*112]με την προοπτική συμμετοχής του σε παιγνίδι, στις 7.30 το πρωί, ενώ δεν υπήρχε σε εξέλιξη παιγνίδι, ούτε και υπήρχε καν μαρτυρία ότι αναμενόταν τουλάχιστον να αρχίσει.

Παραπονείται ακόμα ότι η αναφορά στην επίσκεψη στις Κεντρικές Φυλακές δεν θα έπρεπε να αποτελέσει μέρος του συλλογισμού, αφού ένας πατέρας θα μπορούσε από λογικό ενδιαφέρον να επισκεφθεί το παιδί του στη φυλακή με κάποιους φίλους του γιου του. Η αναφορά στην επίσκεψη στις Κεντρικές Φυλακές έχει σημασία όχι ως αυθύπαρκτο γεγονός, αλλά ασφαλώς για να αποδεικτεί κυρίως πως ο εφεσείων γνώριζε ότι το όνομα του κατηγορούμενου 1 δεν ήταν Γιώργος Αλεξάνδρου.

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται αναφορά σε ψευδείς ισχυρισμούς του που έγιναν στην κατάθεση που ο ίδιος έδωσε αμέσως μετά τη σύλληψή του στον υπαστυνόμο Μαυρομμάτη. Συγκεκριμένα στην κατάθεσή του ισχυρίστηκε ότι είδε τον κατηγορούμενο 1, για πρώτη φορά στις 7.30 π.μ. της ημέρας που παρουσιάστηκε στη λέσχη. Και σ’ αυτή την περίπτωση οι επισημάνσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθές και δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε ανάλυση της σημασίας των ψεμάτων του.

Εξ ίσου λανθασμένη είναι και η αντιμετώπιση όσον αφορά τη σημασία η οποία, κατά τον εφεσείοντα αποδόθηκε στη διαφορά μεταξύ χρηματιστηριακής εταιρείας και επενδυτικής εταιρείας από το Δικαστήριο. Δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Έγινε αναφορά απλώς και μόνο για να επισημανθεί ακόμα ένας λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο δεν πίστεψε την εκδοχή του.

Με το δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αναφέρονται κατά τρόπο συνοπτικό και όχι λεπτομερειακά όπως, κατά την άποψή του, απαιτεί το Σύνταγμα και η νομολογία. Δεν συμφωνούμε. Αντίθετα, βρίσκουμε ότι η ανάλυση της μαρτυρίας είναι λεπτομερής σε σημείο ακόμα και πέραν του δέοντος, ενώ τα συμπεράσματα για την ενοχή του καταγράφονται με σαφήνεια και πειστικότητα. Δεν δικαιολογείται οποιοδήποτε παράπονο ούτε και στο σημείο αυτό.

Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι λόγω της μειωμένης ακοής του ο εφεσείων μπορούσε κάλλιστα να μην είχε αντιληφθεί το ακριβές περιεχόμενο συνομιλιών που έγιναν στην παρουσία του. Προβλήθηκε σε μια απόπειρα να καταρριφθεί η μαρτυρία του Τρισβέη ότι στην παρουσία του εφεσείοντα ο κατηγορούμε[*113]νος 1 ισχυρίστηκε ότι ήταν ο Αλεξάνδρου. Το επιχείρημα καταρρίπτεται από τον ίδιο τον εφεσείοντα, ο οποίος παραδέκτηκε: «ο Τρισβέης τον ερώτησε (τον κατηγορούμενο 1) τον λένε Γιώργο Αλεξάνδρου και τον έβαλε και υπέγραψε την επιταγή. Ερώτησε τον αριθμό της ταυτότητάς του και την έγραψε ο Τρισβέης πάνω στο τσιέκκι».

Η έφεση ως προς την καταδίκη θα πρέπει να απορριφθεί.

Ο εφεσείων προσέβαλε επίσης και τις ποινές που του επιβλήθηκαν. Ισχυρίζεται ότι η ποινή είναι υπερβολική γιατί η συμμετοχή του στο αδίκημα ήταν δευτερογενής, μια επιπόλαιη πράξη, χωρίς σχεδιασμό. Προβλήθηκαν ακόμα για μετριασμό της ποινής και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Αντίθετα, η ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσίβλητους, υποστήριξε ότι η ποινή δεν ήταν υπερβολική.

Ο εφεσείων, κατηγορούμενος 2, βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, δηλαδή πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστών επιταγών, σε κατηγορία πλαστογραφίας εγγράφου, δύο κατηγορίες για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, δύο κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, σε κατηγορία για πλαστοπροσωπία και τέλος σε δύο κατηγορίες για το αδίκημα της  συγκάλυψης.

Στον κατηγορούμενο 1 είχαν επιβληθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινές φυλάκισης πέντε ετών για τις κατηγορίες πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της πλαστοπροσωπίας και για τη συγκάλυψη ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην Ποινική Έφεση 7048, ημερ. 19.2.2002, μείωσε τις ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν από πέντε χρόνια στα τριάμιση και από τέσσερα στα τρία, γιατί οι ποινές δεν αντανακλούσαν επαρκώς τη διαφορά που υπήρχε στην περίπτωσή του. Η διαφορά αυτή έγκειτο στην παραδοχή του και την επιστροφή του προϊόντος της εγκληματικής του συμπεριφοράς και εκείνης των συγκατηγορουμένων του. Σημειώθηκε ακόμα η πεπλανημένη αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου περί μη συνεργασίας του με τις αστυνομικές αρχές ή περί μη αποκάλυψης των συνεργατών του. Επισημάνθηκε επίσης το νεαρό της ηλικίας του και ακηλίδωτο παρελθόν του, σε σύγκριση με εκείνο του εφεσείοντα στην παρούσα υπόθεση.

Η αντιμετώπιση αυτή του Ανωτάτου Δικαστηρίου από μόνη της καταρρίπτει το επιχείρημα ότι η ποινή για τον εφεσείοντα θα πρέπει [*114]να μειωθεί για λόγους ισότητας με τον κατηγορούμενο 1. Όπως παρατηρήθηκε, οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν με κύρια διαφορά τους το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος 1, παραδέκτηκε την ενοχή του και επέστρεψε το προϊόν της εγκληματικής του πράξης.

Η αρχή της ισότητας στην επιβολή ποινής κατά την αντιμετώπιση προσώπων που αντιμετωπίζουν την ίδια κατηγορία, δεν σημαίνει και ισοπέδωση ή τη με σχολαστικό τρόπο επανάληψη της ίδιας ποινής σε όλους. Όπως έχουμε δει, οι δύο περιπτώσεις διαφοροποιούνται δραστικά και συνεπώς δεν μπορούμε να δεκτούμε ότι λόγοι ισότητας θα πρέπει να συνηγορήσουν στη μείωση της ποινής του εφεσείοντα. Οι λόγοι υγείας τους οποίους έχει εξ άλλου επικαλεστεί, φαίνεται ότι έχουν ήδη ληφθεί υπ’  όψιν, ενώ δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχει στερεότυπη ποινή, φυλάκιση τριών ετών για τις περιπτώσεις των αδικημάτων που εξετάζουμε. Τα αδικήματα που διαπράχτηκαν είναι πολύ σοβαρά. Αποσπάστηκαν από κάποιο ανύποπτο πολίτη μετοχές αξίας £143.000. Ο τρόπος ενέργειας μπορεί να ήταν ερασιτεχνικός σχεδόν, αλλά θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απάτη αποκαλύφθηκε εντελώς τυχαία.

Κάτω από τις περιστάσεις θεωρούμε ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα, η μεγαλύτερη των οποίων είναι πέντε χρόνια φυλάκιση, είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο υπερβολικές, σε σημείο που να απαιτείται η επέμβασή μας. Ούτε και παραβιάστηκε οποιαδήποτε αρχή.

Η έφεση απορρίπτεται. Με μεγάλη δυσκολία έχουμε αποφασίσει όπως η εκτέλεση της ποινής μη αρχίσει από σήμερα.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο