Mιχαήλ Παντελής ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123

(2003) 2 ΑΑΔ 123

[*123]3 Μαρτίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7344)

 

Ποινή ― Άσεμνη επίθεση εναντίον κοριτσιών κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (19 κατηγορίες) ― Ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες μεταξύ ενός μηνός και 15 μηνών για κάθε αδίκημα ― Παρά φύση ασέλγεια κατά παράβαση του Άρθρου 171 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (μία κατηγορία ) ― Ποινή φυλάκισης 36 μηνών ― Απόπειρα διάπραξης του ιδίου αδικήματος κατά παράβαση του Άρθρου 171 του ιδίου κώδικα (δύο κατηγορίες) ― Ποινή φυλάκισης 18 μηνών ― Κατηγορούμενος 57 ετών το χρόνο επιβολής της ποινής, για μια σχεδόν δεκαετία ασελγούσε πάνω σε παιδιά την φροντίδα των οποίων του είχε αναθέσει το Γραφείο Ευημερίας, ως «ανάδοχη οικογένεια», επιτιθέμενος άσεμνα σε αυτά ― Παραδοχή, λευκό ποινικό μητρώο ― Προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις ― Διατάχθηκε όπως μερικές από τις ποινές είναι συνεχόμενες και μερικές συντρέχουσες ― Συνολική ποινή ανερχόμενη σε 9 χρόνια και 3 μήνες ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Συνεχόμενες ποινές ― Όπου το κατηγορητήριο περιέχει αριθμό κατηγοριών για χωριστά αδικήματα, το Δικαστήριο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατά την επιμέτρηση της ποινής, έχει τη δυνατότητα να επιβάλει συνεχόμενες ποινές έστω και αν το αποτέλεσμα είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται να επιβληθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα ― Σε κατάλληλες υποθέσεις τα Δικαστήρια καθηκόντως πρέπει να επιβάλλουν τέτοια ποινή.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Καθυστέρηση στην εκδίκαση υπόθεσης ― Ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων που εστρέφοντο κατά των ηθών και της τιμωρίας, ήταν δικαιολογημένος [*124]ενόψει της ψυχικής πίεσης που ο κατηγορούμενος ασκούσε ποικιλοτρόπως στα θύματα των αδικημάτων (νεαρά παιδιά) με αποτέλεσμα την αποτροπή της καταγγελίας από φόβο, ντροπή, σύγχιση καθώς και από ανανεωμένες απειλές ― Η καθυστέρηση μεταξύ ποινικής δίωξης και εκδίκασης της υπόθεσης (11 μήνες κατά τους οποίους ο κατηγορούμενος παρέμεινε υπό κράτηση) δεν ήταν αρκούντως υπερβολικός ώστε η δίκη να χάσει το χαρακτήρα της χρηστής δίκης.

Ποινή ― Δικαστικό προηγούμενο ― Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση αναφορικά με το ύψος της ποινής ― Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Επιβαρυντικοί παράγοντες ― Αδικήματα κατά των ηθών ― Ο μεγάλος αριθμός ανηλίκων πάνω στις οποίες ασελγούσε ο κατηγορούμενος, η περίοδος των αδικημάτων (σχεδόν 10 χρόνια), οι επιπτώσεις του εφιάλτη στη ζωή τους, η σχέση εμπιστοσύνης των θυμάτων προς τον κατηγορούμενο, που αυτός καταχράστηκε και ή πώρωση του, λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο ως επιβαρυντικοί παράγοντες κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διαδραματίστηκαν σε κατοικία σε πόλη της Κύπρου για τη στέγαση παιδιών που δεν μπορούσαν να φροντίσουν οι οικογένειές τους. Το ίδρυμα αυτό συντηρούσε ουσιαστικά φιλανθρωπικό σωματείο της πόλης. Η οικογένεια του εφεσείοντος επιλέγηκε από το Γραφείο Ευημερίας ως «ανάδοχη οικογένεια» που έμενε με τα παιδιά και τα φρόντιζε. Ο εφεσείων δεν είχε σταθερή δουλειά και η σύζυγός του ήταν οικιακή βοηθός. Η θητεία του εφεσείοντος άρχισε την 1.11.92 και συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2000, που αποκαλύφθηκε η διάπραξη των αδικημάτων. Ο εφεσείων ασελγούσε ανενόχλητα πάνω σε 6 νεαρά κορίτσια, στις πλείστες περιπτώσεις μεταξύ ηλικιών 12 με 13 μέχρι και 17 χρόνων.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στις πιο πάνω κατηγορίες και του επέβαλε ποινές φυλάκισης, συνεχόμενες και συντρέχουσες, οι οποίες σωρευτικά ανέρχονταν σε 9 χρόνια και 3 μήνες. Συγκεκριμένα οι ποινές για άσεμνη επίθεση σε 7 κατηγορίες διατάχθηκε να είναι συνεχόμενες με την τιμωρία για την παρά φύση ασέλγεια και για την απόπειρα.

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε το χρόνο που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της τιμωρίας σαν μετριαστικό στοιχείο.

[*125]Ο εφεσείων υποστήριξε κατ’ έφεση ότι οι επιβληθείσες ποινές ήταν έκδηλα υπερβολικές για τους πιο κάτω λόγους:

1.  Τα ελαφρυντικά δεν προσμέτρησαν όσο έπρεπε με αποτέλεσμα την εκτόξευση της ποινής σε υπερβολικά επίπεδα. Τα ελαφρυντικά, εκτός την παραδοχή του εφεσείοντος περιλάμβαναν την ηλικία του, το λευκό του μητρώο, τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες δηλαδή την κατάσταση της υγείας του και τη διαταραχή των σχέσεων με την οικογένειά του. Επίσης το χρόνο που πέρασε από την καταγγελία (καλοκαίρι 2000) μέχρι την ποινική διώξη (Οκτώβρης 2001) και από το σημείο εκείνο μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης (11 μήνες κατά τους οποίους ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση).

2.  Η επιβολή διαδοχικών ποινών απέληξε σε μια συνολική ποινή, έκδηλα υπερβολική.

3.  Το Κακουργιοδικείο δεν πήρε καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία αναφορικά με τις ποινές που επιβάλλονται για τη διάπραξη αδικημάτων που έχουν ομοιότητες με τα εκδικαζόμενα.

     Με βάση τις νομικές αρχές που έχουν διαγραφεί στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις και αφού διαπίστωσε ότι το Κακουργιοδικείο είχε λάβει υπόψη όλες τις ελαφρυντικές περιστάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο, χαρακτηρίζοντας τον εφεσείοντα ως σάτυρο και επίσης ψέγοντας έντονα το Γραφείο Ευημερίας ως προς τον ελλιπή τρόπο επιτήρησης του Ιδρύματος αυτού, απέρριψε την έφεση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

George Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292,

L.P.B. [1990] 91 Cr. App. R. 359,

J.W. [2000] 1 Cr. App. R. (S) 234,

Billam [1986] 1 All E.R. 985,

Britten [1968] 53 Cr. App. R. (S) 111,

Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127,

Cook [1988] 10 Cr. App. R. (S) 42,

[*126]Attorney-General’s Reference No. 12 [1995] 16 Cr. App. R. (S) 559,

R. v. Lawrence “The Times” ημερ. 21/12/89.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18473/01) ημερ. 13/9/02, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον κοριτσιών κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 155 και του επιβλήθηκαν διαδοχικές ποινές φυλάκισης, οι οποίες απέληξαν στη συνολική ποινή των 9 χρόνων και 3 μηνών, ως ποινή έκδηλα υπερβολική.

Δ. Καλλής, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε 22 από τις 35 κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον του σε Κακουργιοδικείο. Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε τη δίωξη στις υπόλοιπες.  Πρόκειται για αδικήματα που στρέφονται κατά των ηθών που διέπουν τη γενετήσια ζωή. Μπορεί όμως να λεχθεί ότι είναι και αδικήματα που στρέφονται κατά της κοινωνίας. Είναι κατηγορίες για άσεμνη επίθεση εναντίον κοριτσιών κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα. Το αδίκημα τιμωρείται με ανώτατο όριο φυλάκισης τα δύο χρόνια.  Τρεις μόνο από τις κατηγορίες που παραδέχθηκε είναι για διαφορετικά αδικήματα: η 17η για παρά φύση ασέλγεια (για την οποία προβλεπόταν πενταετής φυλάκιση από το άρθρ. 171 του Ποινικού Κώδικα) και δύο κατηγορίες για απόπειρα διάπραξης του ιδίου αδικήματος (κατηγορίες 18 και 30). Η απόπειρα για διάπραξη του αδικήματος του Άρθρου 171 εθεωρείτο κακούργημα για το οποίο προβλεπόταν τιμωρία τριετούς φυλάκισης. Ας διευκρινιστεί ότι τα Άρθρα 171 μέχρι και το 174 καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν με τα νέα Άρθρα 171 μέχρι και 174 Α.  Τη μεταβολή επέφερε ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (αρ. 3) Νόμος του 2000.

[*127]Το Κακουργιοδικείο τιμώρησε τον εφεσείοντα με ποινές φυλάκισης κυμαινόμενες μεταξύ ενός μήνα και 15 μηνών για κάθε αδίκημα άσεμνης επίθεσης. Η τελευταία κύρωση των 15 μηνών επιφυλάχθηκε για τις περιπτώσεις που ο εφεσείων επιδιδόταν σε όργιο με δύο ή τρία από τα θύματα του ταυτόχρονα. Η ποινή για την κάθε περίπτωση απόπειρας ήταν 18 μήνες, ενώ το ολοκληρωμένο αδίκημα επέσυρε ποινή 36 μηνών, που ήταν και η πιο βαριά.  Οι ποινές στις πλείστες περιπτώσεις άσεμνης επίθεσης (η πρωτόδικη απόφαση προβαίνει σε ειδική μνεία) ήταν συντρέχουσες. Σε άλλες όμως επιβλήθηκαν διαδοχικές ποινές. Συγκεκριμένα οι ποινές για άσεμνη επίθεση στις κατηγορίες 3, 16, 23, 26, 27, 28 και 32 διατάχθηκε να είναι συνεχόμενες με την τιμωρία για την 17η (παρά φύση ασέλγεια) και 30ή για την απόπειρα.   Με αυτό τον τρόπο η συνολική ποινή ανήλθε σε 9 χρόνια και 3 μήνες.  Το Κακουργιοδικείο ωστόσο έκρινε πως δεν ήταν δυσανάλογη προς το σύνολο των ανομημάτων του εφεσείοντα.

Πράγματι στην υπόθεση George Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292, στην οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, κρίθηκε ως θέμα αρχής ότι, όπου το κατηγορητήριο περιέχει αριθμό κατηγοριών για χωριστά αδικήματα, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν περιορίζεται έτσι ώστε να του δημιουργεί κώλυμα να επιβάλει συνεχόμενες ποινές.  Έστω και αν το αποτέλεσμα είναι η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται να επιβληθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα.

Ο τόπος τέλεσης των αδικημάτων ήταν κατοικία σε πόλη της Κύπρου για τη στέγαση παιδιών που δεν μπορούσαν να φροντίσουν οι οικογένειες τους. Το ίδρυμα αυτό συντηρούσε ουσιαστικά φιλανθρωπικό σωματείο της πόλης. Το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (στο εξής αναφερόμενο ως Γραφείο Ευημερίας ή με το ακρωνύμιο Γ.Ε.), κατέβαλλε μηνιαίο επίδομα για να καλύπτονται τα προσωπικά έξοδα των παιδιών. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ενέκρινε την καλούμενη «ανάδοχη οικογένεια» που έμενε με τα παιδιά και τα φρόντιζε. Την αμοιβή τους την κατέβαλλε, όπως είπαμε, το σωματείο. Την επίβλεψη όμως ασκούσε, μέσω των λειτουργών του, το Γ.Ε.

Μία από τις δύο οικογένειες που έτυχε της έγκρισης του Γ.Ε. και που είχε την άμεση φροντίδα και ευθύνη για τη λειτουργία του Ιδρύματος, κατά την κρίσιμη περίοδο, ήταν εκείνη του εφεσείοντα. Ο ίδιος δεν είχε σταθερή δουλειά, η δε σύζυγος του ήταν οικιακή βοηθός. Η θητεία του εφεσείοντα άρχισε την 1/11/92 και συνεχί[*128]στηκε μέχρι τον Ιούλιο του 2000, που αποκαλύφθηκε η συγκλονιστική αυτή ιστορία. Τα αδικήματα έχουν διαπραχθεί κατά την μακρά αυτή περίοδο που πλησιάζει τη 10ετία. Ο εφεσείων ασελγούσε ανενόχλητα πάνω σε 6 νεαρά κορίτσια, τροφίμους του Ιδρύματος, όταν αυτά ήταν, στις πλείστες περιπτώσεις, μεταξύ των ηλικιών 12 με 13 μέχρι και 17 χρόνων. Το σθένος ενός από τα θύματα του να προβεί σε καταγγελία στην ίδια τη διευθύντρια του Γ.Ε. έθεσε τέρμα στην ακόλαστη δραστηριότητά του.

Αξίζει η διακοπή εδώ για μια επισήμανση. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε το χρόνο που διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της τιμωρίας σαν μετριαστικό στοιχείο. Η Υπεράσπιση παραπονείται ότι παρά τη σχετική διακήρυξη του δικαστηρίου ο παράγων αυτός, όπως και άλλα ελαφρυντικά, ουσιαστικά δεν προσμέτρησαν. Όμως, αυτού του είδους η καθυστέρηση είναι κατανοητή δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων ασκούσε, ποικιλοτρόπως, ψυχική πίεση πάνω στα παιδιά και τα πειθανάγκαζε να υποκύπτουν για να τον ικανοποιούν. Είναι φανερό πως εδώ απέτρεπε την καταγγελία ο φόβος των παιδιών, η ντροπή, η σύγχιση τους, καθώς και οι ανανεωνόμενες απειλές του εφεσείοντα. Την άποψη μας ισχυροποιεί η υπόθεση L.P.B. [1990] 91 Cr. App. R. 359.  Στη σελ. 361 η απόφαση αναφέρει:

«The delay here is the result of reticence by the alleged victim in reporting the allegation. Such delay is not uncommon and is wholly understandable. It takes considerable courage for a young victim of sexual indecency at the hands of a parent or step-parent to report it. Delay is directly connected with and may well be a consequence of the offences themselves and the relationships between the victim and the alleged offender and indeed other relationships within the family…................................………………

It is sufficient for me to say that similar observations explaining delay are a commonplace feature in cases of this kind.  It needs no unusual sensitivity to comprehend why it can be agonisingly difficult for a victim of sexual abuse in her home to make a complaint against the man responsible.”

Σε μετάφραση:

«Η καθυστέρηση εδώ είναι το αποτέλεσμα της επιφυλακτικότητας του θύματος να αναφέρει ένα τέτοιο ισχυρισμό. Τέτοια καθυστέρηση δεν είναι ασυνήθης και είναι πλήρως κατανοητή. [*129]Χρειάζεται αρκετό θάρρος από νεαρό θύμα γενετήσιας ασέλγειας από πατέρα ή θετό πατέρα να το καταγγείλει. Η καθυστέρηση συνδέεται  απευθείας και δυνατό να είναι απόρροια των ίδιων των αδικημάτων και των σχέσεων μεταξύ θύματος και δράστη και όντως και άλλων σχέσεων μέσα στην οικογένεια.

........................................................................................................

Είναι αρκετό για μένα να πω ότι παρόμοιες παρατηρήσεις που επεξηγούν την καθυστέρηση αποτελούν κοινοτοπία σε υποθέσεις αυτού του είδους.  Δε χρειάζεται ασυνήθιστη ευαισθησία να κατανοηθεί γιατί μπορεί να είναι αγωνιωδώς δύσκολο για το θύμα σεξουαλικής κακομεταχείρισης μέσα στο σπίτι του να παραπονεθεί εναντίον του άνδρα που είναι υπεύθυνος γιαυτό»

Συνεπικουρείται η άποψη αυτή και από την υπόθεση J.W. [2000] 1 Cr. App. R. (S) 234.  Ο εφεσείων, που στη δίκη του ήταν 80 χρονών, άρχισε να διαπράττει ομοειδή αδικήματα σε βάρος της θυγατέρας του (51 χρονών κατά τη δίκη) 40 χρόνια πριν από τη δίωξη του, όταν αυτή ήταν μεταξύ 11 και 15 χρονών.

Η έφεση επιτίθεται κατά της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρώτα ότι τα ελαφρυντικά, άνκαι ορθά αναγνωρίστηκαν από το Κακουργιοδικείο, δεν προσμέτρησαν όσο έπρεπε με αποτέλεσμα την εκτόξευση της ποινής σε υπερβολικά επίπεδα. Εκτός από την παραδοχή του εφεσείοντα (έχουμε ήδη εκφράσει άποψη), τα ελαφρυντικά περιλάμβαναν την ηλικία του, το λευκό παρελθόν, καθώς και τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες, δηλαδή, την κατάσταση της υγείας του (έχει διογκωμένο συκώτι) και τη διαταραχή των σχέσεων με την οικογένειά του. Τέθηκε και ζήτημα καθυστέρησης, από σκοπιά άλλη από αυτή για την οποία ήδη εκφράσαμε γνώμη. Ο χρόνος που πέρασε από την καταγγελία μέχρι την ποινική δίωξη. Και από το σημείο εκείνο μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης (11 μήνες κατά τους οποίους ο εφεσείων παρέμεινε υπό κράτηση).

Είναι βολικό στο σημείο αυτό να εξετάσουμε και τις πτυχές αυτές του θέματος. Ο χρόνος τώρα μεταξύ της καταγγελίας (καλοκαίρι 2000) και Οκτωβρίου του 2001 δεν κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο, όπως υπέβαλε ο εφεσείων, αρκούντως υπερβολικός ώστε η δίκη να χάσει το χαρακτήρα της χρηστής δίκης. Συμφωνούμε με αυτή την κρίση που βασίζεται σε στέρεο έδαφος, δηλαδή, το μεγάλο αριθμό παραπονουμένων, τη μεγάλη περίοδο των αδικημάτων (σχεδόν δεκαετία) και στην ίδια τη φύση των αδικημάτων σε συσχετισμό με την αστυνομική προσπάθεια που χρειάστηκε για την εξιχνίασή τους.  Ούτε ο χρόνος των 11 μηνών που χρειάστηκε για [*130]την περάτωση της δίκης, αφού η υπόθεση αναβλήθηκε σε δύο ή τρεις περιπτώσεις, πλήττει καίρια τα θέσμια της δίκαιης δίκης. Αν αναλογισθεί ένας τον αυξανόμενο αριθμό σοβαρών υποθέσεων που απασχολούν τα Κακουργιοδικεία. Το ευκταίο φυσικά, που δεν εγκαταλείπεται, είναι η πιο έγκαιρη εκδίκαση. Εν πάση περιπτώσει, όπως προελέχθη, λήφθηκε υπόψη η καθυστέρηση από άλλη σκοπιά άνκαι η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια που, όπως ήδη είπαμε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπήρξε καθυστέρηση στην καταγγελία των αδικημάτων.

Στο στόχαστρο των λόγων έφεσης 2 και 3 είναι η επιβολή διαδοχικών ποινών, όπως έχουν καταγνωσθεί, που απέληξαν σε μια συνολική ποινή, κατάδηλα υπερβολική. Είναι αυτό το δεύτερο πρίσμα υπό το οποίο, όπως υπέβαλε η Υπεράσπιση, μπορεί να διαπιστωθεί η υπέρβαση του μέτρου.  Αφού ο συνήγορος αναφέρθηκε σε κανόνες που διέπουν την κατά συρροή επιβολή ποινών, με παραπομπές, σε αγγλική νομολογία, και προέβη σε συγκρίσεις της κρινόμενης υπόθεσης με αυτές, υπέβαλε ότι ήταν δικαιολογημένη εδώ ηπιότερη μεταχείριση.

Ο τελευταίος λόγος συμπλέκεται με τους προηγούμενους και βάλλει κατά του αποτελέσματος ως έκδηλα υπερβολικού και λανθασμένου, αφού τούτο παραβιάζει τις αρχές που διέπουν «την επιμέτρηση της ποινής για παρόμοια αδικήματα και γιατί δε δόθηκε η δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς παράγοντες που αναφέρονται στο λόγο έφεσης 1». Ο κ. Καλλής αναφέρθηκε σε πάμπολλες περιπτώσεις σεξουαλικής φύσεως από την αγγλική νομολογία για να εντοπίσει ομοιότητες και να προβεί σε συγκρίσεις των ποινών, που κατά την άποψη του αναδείχνουν το σφάλμα αρχής.

Οι προηγούμενες υποθέσεις δεν παρέχουν πάντοτε ασφαλή καθοδήγηση. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι, παρόλο που μπορεί να παρουσιάζουν ένα ή περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά εντούτοις, συχνά, δεν υπάρχει η ταυτοσημία στο βαθμό που θα ήταν σωστό να προοϊνίζεται η ίδια ποινή για κατοπινές υποθέσεις.  Η μεγαλύτερη ίσως χρησιμότητα του δικαστικού προηγούμενου στον τομέα αυτό έγκειται στον εντοπισμό των περιστάσεων που θεωρήθηκαν ως ελαφρυντικές ή επιβαρυντικές. Στη Βρετανία επικράτησε η πρακτική να παρέχονται από καιρού εις καιρόν κατευθυντήριες γραμμές σε συμπυκνωμένη μορφή σχετικά με τη φύση και το εύρος των ποινών. Τα σεξουαλικά αδικήματα δεν αποτελούν εξαίρεση:  βλ. π.χ. R. ν. Billam [1986] 1 All E.R. 985.

Όντως, όπου διαφαίνεται η τάση, πάνω σε στέρεες βάσεις, μπο[*131]ρεί να διαμορφωθεί ένα είδος ταρίφας. Όμως δεν μπορεί να οδηγεί σε αποστέωση της εξουσίας του δικαστηρίου μπροστά στη ζωντανή πραγματικότητα που εμφανίζει κάθε υπόθεση με τις ιδιαιτερότητες της. Αυτό δεν σημαίνει ότι δε θα ισχύσει η διατίμηση, όπου υπάρχουν ουσιαστικές ομοιότητες. Χρειάζεται όμως προσοχή γιατί, παρόλο που τα ανθρώπινα επαναλαμβάνονται, είναι ανιχνεύσιμες διαφορές και λεπτομέρειες που προσδίδουν στο προηγούμενο άλλη, διαφοροποιημένη, διάσταση. Τα λέγουμε αυτά όχι για να μειώσουμε την μεγάλη προσπάθεια του συνηγόρου, να μας ενημερώσει για κάθε τι σχετικό, αλλά για να θέσουμε τις παραμέτρους της χρήσιμης καταφυγής στο προηγούμενο.

Οι λόγοι έφεσης, εξαιτίας της μεταξύ τους διασύνδεσης, είναι συνεξεταστέοι. Οι διαδοχικές ποινές, όπως επιβλήθηκαν, καθώς και η σωρευτική ποινή στην οποία απέληξαν, πρέπει να ιδωθούν υπό το πρίσμα, όχι μόνο των ελαφρυντικών, αλλά και των λοιπών περιστάσεων και κυρίως αυτών. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πως έχουν την ατμόσφαιρα και θυμίζουν ιστορίες του άγγλου μυθιστοριογράφου Ντίκενς.  Ο εφεσείων, που ήταν στη θέση «θετού πατέρα», από την αρχή ασκούσε ψυχολογική πίεση πάνω στα παιδιά για να μπορεί από τη μιά να τα εκμεταλλεύεται για να ικανοποιούν τις διαστροφές του και από την άλλη να τα εξαναγκάζει σε σιωπή. Έλεγε στα θύματά του ότι όσα τους έκαμνε ήταν φυσιολογικά και πως μ’ αυτό τον τρόπο έδειχνε την πατρική του αγάπη. Και πως έπρεπε να τα μάθουν, διαφορετικά δε θα μπορούσαν να παντρευτούν. Όταν τα παιδιά αντιδρούσαν, τις απειλούσε πως θα τις έδιωχνε από το σπίτι και θα τους δυσκόλευε τη ζωή, στην οποία θα ήταν πια μόνες «στους πέντε δρόμους».

Η πρωτόδικη απόφαση περιγράφει εμπεριστατωμένα την ασελγή συμπεριφορά του εφεσείοντα στην κάθε περίπτωση, που δε χρειάζεται να επαναλάβουμε. Είναι αρκετό να πούμε ότι ο εφεσείων επιδιδόταν σε ψαύση των γεννητικών τους οργάνων και χάδια σε άλλες ευαίσθητες περιοχές. Επίσης, παρά τις αντιδράσεις των κοριτσιών, τα εξανάγκαζε σε πεολειξία μέχρι εκσπερμάτωσης και στην παρακολούθηση πορνογραφικών ταινιών. Περιγράφει επίσης η απόφαση, την περίπτωση της παραφύση ασέλγειας και τις απόπειρες για επανάληψη του αδικήματος.  Το κορίτσι αυτό, συγκλονισμένο προφανώς από την εφιαλτική του εμπειρία αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Μια άλλη έπαθε ανορεξία συνεπεία των εμπειριών της.

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε τις εύστοχες παρατηρήσεις του Κακουργιοδικείου για το βίο και την πολιτεία του εφεσείοντα, ηλικίας [*132]57 χρόνων, το Σεπτέμβριο του 2002 που επιβλήθηκε ποινή:

«Οι πράξεις του κατηγορουμένου μόνο συναισθήματα αποτροπιασμού και βδελυγμίας μπορούν να μας δημιουργήσουν. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος τη σχέση του με τα θύματα, που ήταν στην ουσία αυτή του «θετού πατέρα», την αθωότητα των θυμάτων που ήταν όλες νεαρά κορίτσια, απροστάτευτα, γόνοι διαλυμένων οικογενειών, την τρυφερή ηλικία τους, τις διέφθειρε υποβάλλοντας τις επανειλημμένα σε ταπεινωτική μεταχείριση. Εξανάγκασε μικρές κοπέλλες να του κάνουν στοματικό έρωτα, αφού προηγουμένως τους έδειχνε πορνοταινίες, πείθοντας τις ότι αυτή είναι «φυσιολογική πράξη» μεταξύ πατέρα και κόρης, «εφόδιο απαραίτητο», όπως τους έλεγε, για ένα ευτυχισμένο έγγαμο βίο ενώ σε άλλη περίπτωση ασέλγησε, ή αποπειράθηκε να ασελγήσει, παρά φύση σε μερικά από τα θύματα του, χωρίς τη συγκατάθεσή τους, αφού προηγουμένως τους είχε κάμει, με έντεχνο τρόπο, ψυχολογικό πόλεμο.»

Η υπόθεση Britten [1968] 53 Cr. App. R. (S) 111 προειδοποιεί για την προσοχή με την οποία το δικαστήριο ασκεί την εξουσία του να επιβάλει συνεχόμενες ποινές. Από την άλλη όμως, όπου διαπράττονται αδικήματα συστηματικά, η ποινική μεταχείριση διαφοροποιείται σαφώς από την διάπραξη ενός μόνο αδικήματος. Στις κατάλληλες υποθέσεις τα δικαστήρια καθηκόντως πρέπει να επιβάλλουν τέτοια ποινή.

Στην υπόθεση Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, κρίθηκε ότι οι ποινές σε ένα κατηγορητήριο ήταν οι αρμόζουσες. Αφού όμως τα αδικήματα ήταν διαφορετικά σε άλλο κατηγορητήριο, ήταν ορθό, ως θέμα αρχής, να επιβληθούν συνεχόμενες ποινές υπό την αίρεση ότι η αθροιστική ποινή δε θα καταντούσε υπερβολική.  Στην Cook [1988] 10 Cr. App. R. (S) 42, επικυρώθηκε συνολική ποινή 11 χρόνων σε κατηγορούμενο 58 ετών γιατί για μια σχεδόν δεκαετία ασελγούσε πάνω στα 4 θετά παιδιά του, επιτιθέμενος άσεμνα σ’ αυτά (8 κατηγορίες). Ας σημειωθεί ότι βρέθηκε ένοχος και σε μία κατηγορία σοδομισμού. Αξίζει να παραθέσουμε το σκεπτικό από το οποίο φαίνεται ότι η Υπεράσπιση πρόβαλε όμοια με αυτή την περίπτωση ελαφρυντικά:

«Held: it had been submitted that the sentences were too long in view of the appellant’s previous good character, his pleas of guilty and the fact that he desisted from the offences in 1980, but there were many bad features; the number of the children involved, their ages, the period of the offending, the  breach of [*133]trust, the nature and variety of the acts, their number and regularity, the distress they caused, and use of violence and threats, and the lasting effects on some of the children. It was appropriate to pass consecutive sentences in relation to each child, and the sentences individually or in total could not be said to be wrong in principle or manifestly excessive.”

Και μεταφρασμένο:

«Έγινε εισήγηση ότι οι ποινές ήταν πολύχρονες ενόψει του προτέρου καλού χαρακτήρα, των παραδοχών και του γεγονότος ότι ο εφεσείων σταμάτησε την παράνομη διαγωγή του το 1980, αλλά υπήρχαν πολλά κακά χαρακτηριστικά. o αριθμός των παιδιών, οι ηλικίες τους, η περίοδος των αδικημάτων, η κατάχρηση της εμπιστοσύνης, η φύση και η ποικιλομορφία των πράξεων, ο αριθμός και η συχνότητα τους, η αγωνία που προκαλούσαν και η χρήση βίας και απειλών και οι μόνιμες δυσμενείς επιπτώσεις σε ορισμένα από τα παιδιά. Άρμοζε να επιβληθούν συνεχόμενες ποινές και οι ποινές για κάθε κατηγορία ή η συνολική τιμωρία δεν μπορούσε να λεχθεί πως ήταν λανθασμένες είτε ως θέμα αρχής είτε γιατί ήταν υπερβολικές.»

Σχετική είναι η απόφαση Attorney-General’s Reference No. 12 [1995] 16 Cr. App. R. (S) 559. Βλ. επίσης για το πρόβλημα συνεχόμενων ή συντρεχουσών ποινών την υπόθεση R. V. Lawrence “The Times” ημερ. 21/12/89.

Οι περισσότερες από τις παραπάνω επιβαρυντικές περιστάσεις είναι παρούσες σ’ αυτή την περίπτωση σε βαθμό που την καθιστούν από τις σοβαρότερες του είδους της.  Ο μεγάλος αριθμός ανηλίκων πάνω στις οποίες ασελγούσε ο εφεσείων, η περίοδος των αδικημάτων που πλησιάζει τη δεκαετία, οι επιπτώσεις του εφιάλτη αυτού στη ζωή τους, η σχέση εμπιστοσύνης των θυμάτων προς τον εφεσείοντα, που αυτός καταχράστηκε, η πώρωση του. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι κατέστρεψε ανεπανόρθωτα την παιδική αθωότητα τους, στοιχείο απαραίτητο για το ψυχισμό κάθε ανθρώπου προτού ενηλικιωθεί. Όμως το οξύμωρο και συνάμα τραγικό είναι ότι όλ’ αυτά έγιναν σε σπίτι που οι κοπέλες έγιναν δεκτές για να προστατευθούν από τους κινδύνους που ελλόχευαν έξω από αυτό.

Προτού τελειώσουμε δεν μπορεί παρά να ψέξουμε έντονα το Γ.Ε. για τον ελλιπή τρόπο επιτήρησης του Ιδρύματος αυτού.  Οι λειτουργοί ρωτούσαν τα θύματα μπροστά στον εφεσείοντα και τη γυναίκα του, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, «αν περ[*134]νούσαν καλά».  Από αυτό και μόνο διαπιστώνεται η επιπολαιότητα της επιτήρησης, που ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Η σωρευτική ποινή των 9 χρόνων και 3 μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, ο οποίος μόνο σάτυρος μπορεί να χαρακτηριστεί, ήταν η αρμόζουσα. Με τη διαπίστωση αυτή απορρίπτουμε την έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο