Βούρας Γιάννης ν. Aνδρέα, Λουκά, Ματθαίου (Α.Λ.Μ.)Γενικές Μεταφορές Λτδ και Άλλων (2003) 2 ΑΑΔ 135

(2003) 2 ΑΑΔ 135

[*135]20 Μαρτίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΡΑΣ,

Εφεσείων,

v.

1.  ΑΝΔΡΕΑ, ΛΟΥΚΑ, ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Α.Λ.Μ.)

     ΓΕΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΛΤΔ.,

2.  ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

3.  ΛΟΥΚΑ ΛΟΥΚΑ,

4.  ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7158)

 

Ποινικός Κώδικας ― Πρόκληση, χωρίς εύλογη αιτία, της μη εξόφλησης τραπεζικής επιταγής και συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α) 2 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η απόδειξη ότι ο κατηγορούμενος είναι ο εκδότης της επιταγής, συνιστά συστατικό στοιχείο των αδικημάτων.

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής ― Κατά πόσο μια μεταχρονολογημένη επιταγή είναι πράγματι επιταγή για τους σκοπούς του νόμου.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απάλλαξε και αθώωσε τους εφεσίβλητους σε κατηγορία ότι προκάλεσαν, χωρίς εύλογη αιτία, τη μη εξόφληση τραπεζικής επιταγής επί της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ, για ποσό £485,00, προς όφελος του παραπονούμενου κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α) 2 και 20 του Ποινικού Κώδικα. Η επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη. Είχε γίνει αποδεκτή εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προσαχθείσα μαρτυρία του κατήγορου και της υπαλλήλου του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λεμεσό όπου η επιταγή παρουσιάσθηκε για πληρωμή και δεν εξαργυρώθηκε, δεν αποδείκνυαν έξω από κάθε λογική αμφιβολία την πατρότητα της υπογραφής με ένα από τους νομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης. Ο εφεσείων υπέβαλε έφεση.

[*136]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν υπήρχαν μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία εξέδωσε την επιταγή. Η δικαστής ορθά χρησιμοποίησε την υπόθεση Μάρω Χ''Ιωάννου ν. Δημήτρη Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62, για καθοδήγηση. Είναι απαραίτητη η ύπαρξη συμπαγούς ή νόμιμης μαρτυρίας αναφορικά με την πατρότητα της επιταγής.

2.  Το ζήτημα αν μία μεταχρονολογημένη επιταγή είναι πράγματι επιταγή για τους σκοπούς του νόμου δεν έχει συζητηθεί και δεν θεωρείται ορθό να εκφραστεί οριστική άποψη επί αυτού. Επισημαίνεται μόνο για προβληματισμό.

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Χ”Ιωάννου ν. Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από τον Κατήγορο - Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 35712/99) ημερ. 12/7/2001, με την οποία απάλλαξε και αθώωσε τους εφεσίβλητους σε κατηγορία ότι προκάλεσαν, χωρίς εύλογη αιτία, τη μη εξόφληση τραπεζικής επιταγής επί της Λαϊκής Τράπεζας Λτδ, για ποσό £485,00, προς όφελος του παραπονούμενου, κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 305(Α) 2 και 20 του Ποινικού Κώδικα και σε κατηγορία για συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος που στηρίχθηκε στις ίδιες διατάξεις.

Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.

Σ. Σωφρονίου, για τους Εφεσιβλήτους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας απάλλαξε και αθώωσε τους εφεσίβλητους σε κατηγορία ότι προκάλεσαν, χωρίς εύλογη αιτία, τη μη εξόφληση τραπεζικής επιταγής επί της Λαϊ[*137]κής Τράπεζας Λτδ., για ποσό £485,00, προς όφελος του παραπονούμενου, κατά παράβαση των διατάξεων των Άρθρων 305 (Α) 2 και 20 του Ποινικού Κώδικα. Και σε κατηγορία για συνδρομή στη διάπραξη του αδικήματος, που στηρίχθηκε στις ίδιες διατάξεις. Η κατηγορία αυτή στρεφόταν κατά των φυσικών προσώπων (εφεσιβλήτων 2, 3 και 4), ενώ στην πρώτη ήταν συγκατηγορούμενοι με την εφεσίβλητη 1 που, σύμφωνα με το πιστοποιητικό του Εφόρου Εταιρειών που κατατέθηκε, ήταν εγγεγραμμένη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Οι λοιποί εφεσίβλητοι φέρονται, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, ως αξιωματούχοι της.

Η πρωτόδικη δικαστής απήλλαξε τους εφεσίβλητους αφού άκουσε, μετά που η Κατηγορούσα Αρχή περάτωσε την υπόθεση της, εισήγηση του δικηγόρου των εφεσιβλήτων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον τους, καθώς και την απάντηση του κ. Παπαθεοδώρου.  Το σκεπτικό της αθώωσης βασίστηκε στο συμπέρασμα της δικαστού, μετά από ανάλυση της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων της κατηγορίας, ότι δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, δηλαδή, η έκδοση της εν λόγω επιταγής από τους κατηγορούμενους.

Όπως ο ίδιος ο παραπονούμενος κατέθεσε στο δικαστήριο, η επίδικη επιταγή τού στάληκε με ταξί. Το αντίτιμο της ήταν η επισκευή από τον ίδιο φορτηγού αυτοκινήτου της εταιρείας.  Ωστόσο δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει οποιαδήποτε από τις δύο υπογραφές που έφερε η επιταγή, οι οποίες, κατά την Κατηγορούσα Αρχή, ήταν εκείνες των εφεσιβλήτων 3 και 4. Η άλλη μάρτυς κατηγορίας (Μ.Κ.2) ήταν υπάλληλος του υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λεμεσό όπου, όπως αυτή είπε, οι εφεσίβλητοι διατηρούσαν λογαριασμό, προφανώς τρεχούμενο.  Σύμφωνα επίσης με τη μαρτυρία της, η επιταγή παρουσιάστηκε για πληρωμή στις 4/10/01 και μετά στις 6/10/01. Όμως δεν εξαργυρώθηκε γιατί ήταν πληρωτέα στις 30/10/01. Παρουσιάστηκε εκ νέου στις 9/11/01, αλλά  πάλιν δεν πληρώθηκε. Αυτή τη φορά, για το λόγο ότι οι εφεσίβλητοι 3 και 4 έδωσαν προς τούτο γραπτές οδηγίες (τεκμ. 3) από 7/10/01, που υπέγραψαν.

Eίναι προτιμότερο να έχουμε ακριβώς υπόψη τη μαρτυρία της στο σημείο αυτό:

«Α. Στις 9.11 παρουσιάστηκε στην Ελληνική Τράπεζα κατατέθηκε εκεί και παρουσιάστηκε στη Λαϊκή την επομένη.

Ε. Ποια ήταν η τύχη της;

[*138]Α. Δεν πληρώθηκε γιατί στις 7.10 δόθηκαν οδηγίες για stop payment.

E. Ποιος έδωσε αυτές τις οδηγίες;

Α. Τα άτομα που την έχουν υπογράψει ο κ. Ματθαίος Ιωάννου και ο κ. Λουκάς Λουκά.

Ε. Είναι αυτοί που εκδώσαν την επιταγή;

Α. Ναι.»

Η μαρτυρία της τραπεζικής υπαλλήλου χαρακτηρίστηκε «αντινομική». Στην πραγματικότητα όμως το δικαστήριο θεώρησε ότι τέτοια μαρτυρία δε στοιχειοθετεί υπόθεση εκ πρώτης όψεως. Και τούτο διότι:

«Η μάρτυρας ανέφερε ότι «την έχουν υπογράψει ο κ. Ματθαίος Ιωάννου και ο κ. Λουκάς Λουκά» όμως δεν έκαμε καμιά αναφορά από πού και πως γνωρίζει ότι είναι τα πρόσωπα αυτά που υπέγραψαν την επιταγή, ούτε αν γνωρίζει αν έχει δείγματα υπογραφής τους, παρά το γεγονός ότι, όπως ανέφερε, ήταν υπεύθυνη του λογαριασμού.

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Μάρω Χ''Ιωάννου ν. Δημήτρη Δημητρίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 62, ο κατήγορος όφειλε να αποδείξει έξω από κάθε λογική αμφιβολία την πατρότητα της υπογραφής με ένα από τους νομικά αποδεκτούς τρόπους απόδειξης.»

Η έφεση θίγει τα παρακάτω θέματα.  Η κρίση του δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.2 στο κρίσιμο ζήτημα ήταν εξ ακοής είναι λανθασμένη.  Όπως και η κατάληξη του ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε από τους εφεσίβλητους 2, 3 και 4. Αυτή συγκρούεται με τη μαρτυρία της Μ.Κ.2, που έμεινε αναντίλεκτη.  Στο σφάλμα του δικαστηρίου συνέτεινε και η λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε στην υπόθεση Μάρω Χ''Ιωάννου, ανωτέρω. 

Έχουμε εξετάσει κάθε πρόταση του δικηγόρου του εφεσείοντα που περιέχει το διάγραμμα, το οποίο καταχώρισε σύμφωνα με το σχετικό δικονομικό κανονισμό. Δεν έχουμε πεισθεί ότι συντρέχουν λόγοι επέμβασης μας. Δεν υπήρχαν τα μαρτυρικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι η εφεσίβλητη εταιρεία εξέ[*139]δωσε την επιταγή.  Ο εφεσίβλητος 2 δεν εμπλέκεται.  Δεν υπήρξε καν ισχυρισμός ότι υπέγραψε την επιταγή. Η μαρτυρία της Μ.Κ.2 σχετικά με την εμπλοκή των εφεσιβλήτων 3 και 4, που προεκθέσαμε, δεν παρείχε το υπόβαθρο που θα δημιουργούσε τις υποθέσεις ενοχής για να κληθούν οι εφεσίβλητοι σε απολογία.

Η δικαστής ορθά χρησιμοποίησε την υπόθεση Μάρω Χ''Ιωάννου, ανωτέρω, για καθοδήγηση. Είναι εκ των ων ουκ άνευ να υπάρχει συμπαγής ή νόμιμη μαρτυρία αναφορικά με την πατρότητα της επιταγής. Χρειάζεται μαρτυρία που έχει δυνητικά τέτοια ποιότητα ή αξιοπιστία. Διαφορετικά ελλείπει ο συνδετικός κρίκος της συγκεκριμένης επιταγής με τον εκδότη της. Με την άρνηση των κατηγοριών, ο Κατήγορος έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό όρο του αδικήματος.  Και στην προκείμενη περίπτωση ότι οι εφεσίβλητοι εξέδωσαν την επίδικη επιταγή. Η υπεράσπιση δε δέχθηκε ποτέ, όπως προκύπτει από το χειρισμό της υπόθεσης, ότι είχαν τέτοια ανάμειξη.  Είναι φανερό από τη σχετική μαρτυρία της Μ.Κ.2, ιδωμένης και υπό το πλαίσιο της όλης μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής, ότι δεν είχε ιδία αντίληψη αναφορικά με την προέλευση των υπογραφών της επιταγής ή των οδηγιών για τη μη πληρωμή. Έλειπε επομένως παντελώς το υλικό που θα μπορούσε να στηρίξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης που δημιουργεί το γεγονός ότι η επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη.  Τίθεται το ερώτημα αν μία τέτοια επιταγή είναι πράγματι επιταγή για τους σκοπούς του νόμου. Στο σύγγραμμα Bills of Exchange and Bankers’ Documentary Credits του William Hedley, δεύτερη έκδοση ( 1994), σελ. 198, αναφέρεται ότι:

«There is, however, a basic problem in post-dating a cheque in this way.  We have seen that a cheque is a bill of exchange which is drawn on a banker and payable on demand.  If, therefore, the drawer dates a form of “cheque” and the payee accepts it with a date of some time in the future the document is clearly not payable “on demand” and hence is not a cheque!  The document is an ordinary bill of exchange (which happens to be drawn on a banker) payable at some future time, .………………….”

Kαι σε μετάφραση:

«Υπάρχει, ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα όταν μεταχρονολογείται επιταγή με αυτό τον τρόπο. Είδαμε ότι η επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται σε τραπεζίτη και είναι πληρωτέα [*140]άμα τη όψει. Αν, επομένως, ο εκδότης χρονολογεί ένα τύπο «επιταγής» και ο δικαιούχος πληρωμής τη δέχεται με μια ημερομηνία μελλοντική αυτή καθαρά δεν είναι πληρωτέα «άμα τη όψει» και ως εκ τούτου δεν είναι επιταγή. Το έγγραφο είναι συνηθισμένη συναλλαγματική (που συμβαίνει να εκδίδεται σε τραπεζίτη) πληρωτέα σε κάποιο μελλοντικό χρόνο ....................»

Το ζήτημα δε συζητήθηκε και δε θεωρούμε ορθό να εκφράσουμε οριστική άποψη. Το επισημαίνουμε μόνο για προβληματισμό.

Η έφεση για τους παραπάνω λόγους απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο