Ιωάννου Χρύσανθος Νίκου, άλλως Άθως και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 171

(2003) 2 ΑΑΔ 171

[*171]10 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Πoινική Έφεση Αρ. 7032Α)

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΝΙΚΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΑΘΩΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Πoινική Έφεση Αρ. 7043)

ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΑΛΛΩΣ ΣΤΗΒ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7032Α, 7043)

 

Ποινή ― Ένοπλη ληστεία ― Στόχος της ληστείας ήταν Τράπεζα στη Λεμεσό ― Εφεσείων ηλικίας 33 ετών ― Απολύθηκε από την Εθνική Φρουρά λόγω αντικοινωνικής συμπεριφοράς ― Όταν ήταν φοιτητής στο Λονδίνο καταδικάστηκε σε δεκαετή φυλάκιση για απόπειρα ληστείας ― Εξέτισε μέρος της ποινής στην Αγγλία ενώ για την έκτιση του υπολοίπου, μεταφέρθηκε στην Κύπρο, όπου, με προεδρική χάρη, αποφυλακίσθηκε πρόωρα υπό τον όρο ενεργοποίησης της ποινής σε περίπτωση διάπραξης ποινικού αδικήματος μέσα σε καθορισμένη χρονική περίοδο ―  Δεν χρησιμοποίησε το όπλο που κρατούσε ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 15 ετών, διατάχθηκε να συντρέχει με το υπόλοιπο της ενεργοποιηθείσας ποινής φυλάκισης η οποία ανερχόταν σε 14 μήνες ― Χαρακτηρίσθηκε αυστηρή ― Το Εφετείο δεν επενέβη προς μείωση της.

Ποινή ― Παράνομη μεταφορά όπλου και εκρηκτικών υλών ― Στόχος της μεταφοράς η ληστεία Τράπεζας ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Εφεσείων [*172]ήταν πατέρας ανήλικου παιδιού, διεδραμάτισε περιορισμένο ρόλο και επέστρεψε μέρος του προϊόντος της ληστείας ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τριών ετών και ενός έτους αντίστοιχα ― Καθορίσθηκε η έναρξή τους μετά την έκτιση προηγούμενης ποινής φυλάκισης πέντε ετών στην οποία ο εφεσείων είχε καταδικαστεί για εισαγωγή, κατοχή και χρήση ναρκωτικών ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινικός Κώδικας ― Ένοπλη ληστεία ― Καταδίκη στηριζόμενη επί του συνόλου της περιστατικής μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη μέρος της οποίας ήταν η ταύτιση γενετικού υλικού (DNA) και δακτυλικών αποτυπωμάτων στα τεκμήρια, με το γενετικό υλικό και τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντος ― Επικύρωση της καταδίκης κατ’ έφεση.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ή στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται σε αδικήματα που αφορούν ληστείες τραπεζικών καταστημάτων και καταστημάτων συνεργατικών εταιρειών ενόψει της έξαρσης που παρατηρείται στη διάπραξή τους.

Ποινή ― Καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια με βάση τα οποία ελέγχεται από το Εφετείο η ορθότητα των ποινών που επιβάλλουν τα πρωτόδικα Δικαστήρια.

Ποινή ― Συνεχόμενες ποινές ― Εφαρμοστέες αρχές που διέπουν το θέμα της επιβολής συνεχόμενων ποινών φυλάκισης στις κατάλληλες υποθέσεις ως μέτρο ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευρήματα γεγονότων ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου προς ανατροπή τους.

Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Γενετικό υλικό (DNA) και δακτυλικά αποτυπώματα του κατηγορουμένου επί των τεκμηρίων ― Οδήγησαν σε συμπέρασμα ενοχής του, στη διάπραξη ένοπλης ληστείας.

Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Παραλαβή αποτσιγάρων των τσιγάρων που κάπνισε ο κατηγορούμενος στο στάδιο της αστυνομικής ανάκρισης, με σκοπό τον εντοπισμό γενετικού υλικού ― Ο τρόπος με τον οποίο ενήργησαν οι αστυνομικές αρχές δεν ήταν νομικά επιλήψιμος.

Το πρωΐ της 29.3.2000, ο εφεσείων στην ποινική έφεση αρ. 7032Α, και ο συγκατηγορούμενος του, εφεσείων στην ποινική έφεση αρ. 7043, [*173]διέπραξαν ένοπλη ληστεία σε βάρος υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας στη Λεμεσό, αποκομίζοντας ποσό £70.000 περίπου σε κυπριακά και ξένα χαρτονομίσματα.  Οι δράστες εξήλθαν από την πίσω πόρτα της Τράπεζας και διέφυγαν με μοτοσυκλέττα. Συνελήφθηκαν από την Αστυνομία μετά από εντοπισμό τεκμηρίων που δημιούργησαν εύλογες υποψίες αναφορικά με την εμπλοκή τους στη ληστεία και ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον τους. Το κατηγορητήριο ήταν κοινό και οι κατηγορίες ταυτόσημες. Ο εφεσείων κατόπιν δίκης κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία ένοπλης ληστείας και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων.  Κρίθηκε επίσης ένοχος και στις υπόλοιπες κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της κατοχής/μεταφοράς των όπλων και πυρομαχικών που οι δράστες χρησιμοποίησαν κατά τη διάπραξη της ληστείας. Στις κατηγορίες αυτές δεν επιβλήθηκε ποινή.

Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος παραδέχθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Επειδή όμως κατά την έκθεση των γεγονότων για μετριασμό της ποινής πρόβαλε ισχυρισμούς ασυμβίβαστους με την παραδοχή του στην κατηγορία που αφορούσε την ένοπλη ληστεία, το Κακουργιοδικείο καταχώρισε άρνηση στην εν λόγω κατηγορία. Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος απαλλάγηκε μετά από την αναστολή της ποινικής δίωξης στην εν λόγω κατηγορία. Του επιβλήθηκαν – μετά τη συμπλήρωση της δίκης του εφεσείοντος – συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και ενός έτους στις κατηγορίες 3 και 5 αντίστοιχα.

Ο εφεσείων αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξή του στη διάπραξη των αδικημάτων και πρόταξε άλλοθι. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσείοντος και έκρινε ότι το άλλοθί του ήταν αναληθές.

Η καταδίκη του εφεσείοντος θεμελιώθηκε αποκλειστικά στην περιστατική μαρτυρία.  Το γενετικό υλικό (DNA) και τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στα τεκμήρια που χρησιμοποίησαν οι δράστες, ταυτίστηκαν με το γενετικό υλικό και δακτυλικά στοιχεία/αποτυπώματα του εφεσείοντος.

Έφεση Αρ. 7032Α

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του ως εσφαλμένη και την ποινή του ως υπερβολική. Υποστήριξε ότι η καταδίκη θεμελιώθηκε αποκλειστικά στην ταύτιση του γενετικού υλικού και των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Οι εξηγήσεις που έδωσε σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του γενετιστή (Μ.Κ. 23), ότι το γενετικό υλικό θα μπορούσε να βρισκόταν επί των τεκμηρίων χωρίς κατ’ ανάγκη να ενοχοποιείται ο [*174]ίδιος, δεν μπορούσαν να αποκλειστούν από το Κακουργιοδικείο ενόψει απουσίας άλλης μαρτυρίας η οποία να τον συνδέει με τη διάπραξη της ληστείας. Προσβλήθηκαν επίσης ως εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ότι οι δράστες της ληστείας ήταν δύο και επίσης ότι η πράξη της αστυνομίας να χρησιμοποιήσει για σκοπούς γενετικού υλικού δύο αποτσίγαρα των τσιγάρων που κάπνισε ο εφεσείων, ήταν νόμιμη. Υποστηρίχθηκε ότι η ενέργεια αυτή συνιστά παραβίαση των δικαιωμάτων του εφεσείοντος, τα οποία κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα.

Αναφορικά με την ποινή του ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το γεγονός ότι οι δράστες δεν χρησιμοποίησαν τα όπλα τους ακόμα και όταν αυτοί πυροβολήθηκαν κατά τη διαφυγή τους από αστυνομικό που βρισκόταν τυχαία στην περιοχή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ενόψει του συνόλου των δεδομένων, δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης. Όλες οι κατηγορίες έχουν στοιχειοθετηθεί και η ενοχή του εφεσείοντος αποδείχθηκε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

2.  Η πολυετής προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντος από Αγγλικό Δικαστήριο για απόπειρα ληστείας, την οποία διέπραξε όταν ήταν φοιτητής στην Αγγλία, και η διάπραξη των παρόντων αδικημάτων ενώ ακόμα βρισκόταν σε ισχύ ο όρος για την αναστολή της εν λόγω ποινής, αποτελούν ενδείξεις που φανερώνουν ότι αυτός είναι άτομο με έκδηλη ροπή προς το έγκλημα και περιορίζουν εκ προοιμίου τα περιθώρια επιείκειας. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

Έφεση Αρ. 7043

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών και ενός έτους στις κατηγορίες που αφορούσαν αντίστοιχα στα αδικήματα της παράνομης μεταφοράς όπλου και εκρηκτικών υλών.  Κατά τον χρόνο της επιβολής των πιο πάνω ποινών ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων αναφορικά με αδικήματα εισαγωγής, κατοχής και χρήσης ναρκωτικών. Το Κακουργιοδικείο αφού διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν ειδικές εξαιρετικές περιστάσεις καθόρισε την έναρξη των ποινών φυλάκισης μετά την έκτιση της προηγούμενης ποινής φυλάκισης του εφεσείοντος. Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη το σύνολο του χρόνου που ο εφεσείων θα στερηθεί της ελευθερίας του γεγονός που προσμέτρησε υπέρ του και [*175]όχι εναντίον του.

Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της προσέγγισης του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την επιβολή συνεχόμενων ποινών φυλάκισης. Ο εφεσείων παραπονείτο επίσης ότι η ποινή των τριών χρόνων φυλάκισης για τη μεταφορά όπλου είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα των συνεχόμενων ποινών φυλάκισης όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

2.  Δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης του Εφετείου για μείωση της ποινής. Το Κακουργιοδικείο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής έλαβε υπόψη την παραδοχή του εφεσείοντος, το λευκό ποινικό του μητρώο, τις προσωπικές του περιστάσεις, τον περιορισμένο ρόλο που διαδραμάτισε στην κατοχή/μεταφορά των όπλων και πυρομαχικών, ότι ενήργησε υπό την πίεση άλλων και ότι ο ίδιος επέστρεψε £7.000 μέρος του προϊόντος της ληστείας.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παναγιωτίδης ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 385,

Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340,

Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,

Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,

Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

[*176]Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411,

Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170,

Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,

Christou v. Police (1979) 2 C.L.R. 206,

Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123,

Britten [1968] 53 Cr. App. R. (S) 111,

Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127,

Cook [1988] 10 Cr. App. R. (S) 42,

Attorney-General’s Reference No. 12 [1995] 16 Cr. App. R. (S) 559,

R. v. Lawrence “The Times” ημερ. 21.12.89.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής και Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο (Ποινική Έφεση Αρ. 7032Α) εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 4642/2000, ημερ. 14/12/2000, με την οποία κρίθηκε ένοχος για ένοπλη ληστεία και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 15 ετών και έφεση από τον κατηγορούμενο (Ποινική Έφεση Αρ. 7043) ο οποίος απαλλάχθηκε από την κατηγορία της ένοπλης ληστείας αλλά βρέθη[*177]κε ένοχος στα αδικήματα της παράνομης μεταφοράς όπλου και εκρηκτικών υλών και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών και ενός έτους αντίστοιχα.

Ε. Ευσταθίου και Δ. Θεοδώρου, για τους Εφεσείοντες.

Μ. Παπαϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η έφεση αρ. 7032Α στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής. Η έφεση αρ. 7043 στρέφεται μόνο κατά της ποινής. Οι εφέσεις ακούστηκαν μαζί λόγω συνάφειας των γεγονότων που τις περιβάλλουν. Προηγείται η εξέταση της έφεσης 7032Α και ακολουθεί (σελ. 188 και επόμενες) η εξέταση της έφεσης 7043. Το πραγματικό υπόβαθρο των κατηγοριών στις οποίες αντιστοίχως κρίθηκαν ένοχοι οι εφεσείοντες παραμένει αμετάβλητο. Αυτό όμως θα φανεί εναργέστερα στη συνέχεια.

Το πρωί της 29.3.2000 διαπράχθηκε ένοπλη ληστεία σε βάρος υποκαταστήματος της Λαϊκής Τράπεζας που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίας Ζώνης και Μακαρίου Γ΄ στη Λεμεσό.  Δύο ένοπλοι εισήλθαν στην Τράπεζα και αφού ακινητοποίησαν τους πελάτες και το προσωπικό του καταστήματος απέσπασαν ΛΚ70.000 περίπου σε κυπριακά και ξένα χαρτονομίσματα. Οι δράστες εξήλθαν από την πίσω πόρτα της Τράπεζας και διέφυγαν με μοτοσυκλέτα.

Η αστυνομία με βάση στοιχεία και πληροφορίες που συνέλεξε, εντόπισε μέσα σε σύντομο χρόνο τεκμήρια που δημιούργησαν εύλογες υποψίες ότι οι δράστες της ληστείας ήταν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του, Σωτήρης Χαραλάμπους Μιχαήλ άλλως Στηβ (εφεσείων στην έφεση αρ. 7043). Αμφότεροι συνελήφθησαν και τέθηκαν υπό αστυνομική κράτηση. Από τις ανακρίσεις και τις περαιτέρω έρευνες προέκυψαν περισσότερα στοιχεία σε βάρος των δύο υπόπτων εναντίον των οποίων ασκήθηκε ποινική δίωξη. Το κατηγορητήριο ήταν κοινό και οι κατηγορίες ταυτόσημες. Ο εφεσείων κατόπιν δίκης κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία της ένοπλης ληστείας και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων. Ένοχος, κρίθηκε και στις υπόλοιπες κατηγορίες που αφορούσαν τα αδικήματα της κατοχής/μεταφοράς των όπλων και πυρομαχικών που οι δράστες είχαν μαζί τους κατά τη διάπραξη της ληστείας. Επειδή τα γεγονότα των εν λόγω κατηγοριών εμπεριέχοντο στα γεγονότα της [*178]ένοπλης ληστείας που ήταν και η σοβαρότερη των κατηγοριών, το Κακουργιοδικείο δεν επέβαλε ποινές στον εφεσείοντα σε αυτές τις κατηγορίες. (Βλ. Παναγιωτίδης ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 385).

Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ενοχή σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε. Κατά την έκθεση των γεγονότων για μετριασμό της ποινής πρόβαλε ισχυρισμούς αντίθετους/ασυμβίβαστους προς την παραδοχή του στην κατηγορία που αφορούσε την ένοπλη ληστεία. Ενόψει της αντινομίας, το Κακουργιοδικείο καταχώρησε άρνηση ενοχής στην εν λόγω κατηγορία. Ακολούθησε καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης, διάβημα που επέφερε την απαλλαγή του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα από την κατηγορία της ένοπλης ληστείας.  Το Κακουργιοδικείο, επεφύλαξε την απόφαση για ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες μετά τη συμπλήρωση της δίκης του εφεσείοντα όταν θα είχε πλέον σαφέστερη εικόνα των γεγονότων της υπόθεσης. Τελικά, ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και ενός έτους στις κατηγορίες 3 και 5 αντίστοιχα ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλήθηκαν ποινές. Παρενθετικά αναφέρουμε ότι το εν λόγω πρόσωπο κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη του εφεσείοντα και η μαρτυρία του κρίθηκε αναξιόπιστη.

Η καταδίκη του εφεσείοντα θεμελιώθηκε αποκλειστικά στην περιστατική μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Το γενετικό υλικό (DNA) και τα δακτυλικά αποτυπώματα που βρέθηκαν στα τεκμήρια που χρησιμοποίησαν οι δράστες για την τέλεση του εγκλήματος ταυτίστηκαν με το γενετικό υλικό και δακτυλικά στοιχεία/αποτυπώματα του εφεσείοντα.

Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, η ένοπλη ληστεία διαπράχθηκε από δύο άτομα «περί ώρα 9.30 π.μ.» της 29.3.2000. Η μοτοσυκλέτα που χρησιμοποίησαν οι δράστες για τη διαφυγή τους ήταν κλοπιμαία και εντοπίστηκε από την αστυνομία λίγα λεπτά μετά τη διάπραξη της ληστείας στο πάρκο Ανδρέα Βασιλείου σε απόσταση δύο περίπου χιλιομέτρων από την Τράπεζα. Οι δράστες μόλις άφησαν τη μοτοσυκλέτα στο πάρκο θεάθηκαν να επιβιβάζονται σε άσπρο αυτοκίνητο και να απομακρύνονται.  Επρόκειτο, σύμφωνα με διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, για το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΕΝΧ 584 μάρκας Mitsubishi. Ιδιοκτήτρια του αυτοκινήτου ήταν κάποια Παναγιώτα Γιακουμή Αλεξάνδρου, μητέρα του Ιάκωβου Σάκκου, φίλου του εφεσείοντα. Ο εφεσείων είχε δικαίωμα οδήγησης του αυτοκινήτου το δε όνομά [*179]του περιλαμβανόταν στο σχετικό ασφαλιστήριο έγγραφο. Το αυτοκίνητο εντοπίστηκε από την αστυνομία την ημέρα της ληστείας στις 11.12 π.μ. ενώ τούτο πλενόταν στο πλυντήριο κάποιου Βασίλη Παντούρη στο Τραχώνι. Νωρίτερα και περί ώρα 10.00 π.μ. η αστυνομία σε σημείο του δρόμου Λεμεσού – Φασούλας εντόπισε πλαστικό εξάρτημα αυτοκινήτου που σύμφωνα με τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα, ανήκε στο αυτοκίνητο ΕΝΧ 584. Στο μέρος που βρέθηκε το πλαστικό εντοπίστηκαν σε παρακείμενους θάμνους δύο τσάντες. Η μία περιείχε ένα κοντόκαννο κυνηγετικό όπλο, ένα περίστροφο και ένα σακκάκι. Στο σακκάκι βρέθηκε επιστολή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού προς τον εφεσείοντα.

Γενετικό υλικό που ταυτίστηκε επιστημονικά με το γενετικό κώδικα του εφεσείοντα εντοπίστηκε σε τέσσερα σημεία της τσάντας με τα όπλα, στο εσωτερικό μέρος χειρολαβής του αυτοκινήτου ΕΝΧ 584 και στο τιμόνι του ιδίου αυτοκινήτου, στον αριστερό καράολο (χειρολαβή) της μοτοσυκλέτας ΕΖΤ 096 και στο κάθισμα της ιδίας μοτοσυκλέτας. Γενετικό υλικό του εφεσείοντα βρέθηκε επίσης στο φυσίγγιο που ήταν μέσα στη δεξιά κάννη του κοντόκαννου κυνηγετικού όπλου που είχε βρεθεί στη τσάντα μαζί με το περίστροφο. Το κυνηγετικό όπλο είχε κλαπεί από οικία στον Υψωνα στις 12.2.2000 και η καταγγελία της κλοπής έγινε στην αστυνομία την επομένη. Τα δύο όπλα ήταν σε καλή και χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.

Δακτυλικό αποτύπωμα του δεξιού δείκτη του εφεσείοντα εντοπίστηκε στην επιστολή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού που βρέθηκε στο σακκάκι ενώ δεύτερο δακτυλικό αποτύπωμα του αριστερού δείκτη του εφεσείοντα εντοπίστηκε στο μικρό γυαλί της πίσω δεξιάς πόρτας του αυτοκινήτου ΕΝΧ 584.

Εδώ, θα ανοίξουμε μικρή παρένθεση για να περιγράψουμε με συντομία τα γεγονότα που οδήγησαν στην επιστημονική ταύτιση του γενετικού κώδικα του εφεσείοντα με το γενετικό υλικό που βρέθηκε στα τεκμήρια. Ο εφεσείων, ενώ τελούσε υπό αστυνομική κράτηση, αρνήθηκε να δώσει δείγμα αίματος για σκοπούς εξέτασης γενετικού κώδικα (DNA). Οταν επρόκειτο να ανακριθεί, αστυνομικός τοποθέτησε στο γραφείο καθαρό τασάκι με την προσδοκία των ανακριτών να πάρουν αποτσίγαρο ή αποτσίγαρα των τσιγάρων που ενδεχομένως θα κάπνιζε ο εφεσείων με προοπτική να υποβληθούν σε επιστημονική εξέταση προς εντοπισμό γενετικού υλικού το οποίο θα αποτελούσε τη βάση σύγκρισης με το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στα τεκμήρια. Ο εφεσείων κάπνισε δύο τσιγάρα τα αποτσίγαρα των οποίων, παρέλαβαν οι αστυνομικοί από το καθαρό τασάκι. Κατόπιν επιστημονικής εξέτασης εντοπίστηκε στα αποτσίγαρα γενετικό [*180]υλικό του εφεσείοντα προς το οποίο ταυτίστηκε το γενετικό υλικό που βρέθηκε στα τεκμήρια.

Ο εφεσείων, αρνήθηκε κάθε ανάμειξη στο έγκλημα παραδέχθηκε ωστόσο ότι οι τσάντες και το σακκάκι ήταν δικά του. Ισχυρίστηκε ότι οδηγούσε συχνά το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής ΕΝΧ 584 και ότι συνήθιζε να αφήνει μέσα στο εν λόγω αυτοκίνητο ακόμα και όταν αυτό δεν βρισκόταν στην κατοχή του, προσωπικά του αντικείμενα όπως τις δύο τσάντες και ενδύματα. Ισχυρίστηκε συναφώς ότι συνήθιζε να αφήνει στο αυτοκίνητο ΕΝΧ 584 τρεις σάκκους και άλλους τρεις στο αυτοκίνητο ενοικίασης που είχε στην κατοχή του για να αλλάζει όπως είπε εύκολα. Τη μεγαλύτερη τσάντα μέσα στην οποία βρέθηκαν το σακκάκι και τα όπλα τη χρησιμοποιούσε συνήθως για τη μεταφορά ρούχων για πλύσιμο ενώ τη μικρότερη τη χρησιμοποιούσε όταν πήγαινε στο γυμναστήριο.

Η ληστεία διαπράχθηκε ημέρα Τετάρτη και η τελευταία φορά που οδήγησε το αυτοκίνητο ΕΝΧ 584 πριν από τη ληστεία ήταν στις 27.3.2000 ημέρα Δευτέρα. Σύμφωνα με την εκδοχή του στις 26.3.2000 ημέρα Κυριακή, συνάντησε το φίλο του Στηβ (δεύτερο κατηγορούμενο/ΜΥ4) ο οποίος τον παρακάλεσε να μεταφέρει μια μοτοσυκλέτα από ένα μέρος σε άλλο γιατί όπως του είπε την ήθελε ένας φίλος του αγγλοκύπριος. Δέχθηκε να εξυπηρετήσει το φίλο του και με το αυτοκίνητο ΕΝΧ 584 που εκείνη την ημέρα είχε στην κατοχή του πήγαν μαζί στο μέρος που βρισκόταν  η μοτοσυκλέτα. Επρόκειτο για τη μοτοσυκλέτα με αριθμό εγγραφής ΕΖΤ 096 που βρέθηκε στο πάρκο Ανδρέα Βασιλείου λίγα μόνο λεπτά μετά τη διάπραξη της ληστείας και η οποία, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, ήταν η μοτοσυκλέτα που χρησιμοποίησαν οι δράστες της ληστείας για τη διαφυγή τους μετά την τέλεση του εγκλήματος. Πήρε τη μοτοσυκλέτα από το μέρος που βρισκόταν για να τη μεταφέρει στο σημείο που του είχε υποδείξει ο φίλος του Στηβ κάπου στην παραλία της Επισκοπής. Στο δρόμο, σταμάτησε και αγόρασε εφημερίδα από περίπτερο. Εβαλε την εφημερίδα στη θήκη της μοτοσυκλέτας και συνέχισε. Στην παραλία της Επισκοπής συνάντησε τον Στηβ που ήρθε με το αυτοκίνητο ΕΝΧ 584. Αφησε τη μοτοσυκλέτα και αφού πήρε την εφημερίδα από τη θήκη, έφυγαν με το αυτοκίνητο. Πήρε τον Στηβ στο σπίτι του και ο ίδιος συνέχισε. Την επομένη 27.3.2000, επέστρεψε το αυτοκίνητο στο σπίτι του φίλου του Ιάκωβου Σάκκου, υιού της εγγεγραμμένης ιδιοκτήτριας του οχήματος και από τότε δεν οδήγησε ξανά το εν λόγω αυτοκίνητο. Την ημέρα που έγινε η ληστεία ξύπνησε γύρω στις 9.00 το πρωί, ήπιε καφέ και έτρεξε για σκοπούς άσκησης με κατεύθυνση προς το γήπεδο Κολοσσίου. Γύρω στις 10.00 π.μ. προγευμάτισε σε κέντρο της περιοχής Επισκοπής και μετά το πρό[*181]γευμα περπάτησε στην παραλία όπου συνάντησε ζεύγος γερμανών με τους οποίους συνομίλησε για μια περίπου ώρα. Γύρω στις 2.00 μ.μ. πήγε στις Κυβίδες όπου διανυκτέρευσε. Οταν έμαθε ότι τον αναζητούσε η αστυνομία παρουσιάστηκε στον αστυνομικό σταθμό Επισκοπής. Επειδή είχε εμπιστοσύνη στον υπεύθυνο του σταθμού του μίλησε για το άλλοθί του ενώ δεν θέλησε να κάνει το ίδιο αργότερα στον ανακριτή της υπόθεσης γιατί όπως είπε δεν του είχε εμπιστοσύνη.

Η μαρτυρία του εφεσείοντα καθώς και η μαρτυρία βασικών μαρτύρων της υπεράσπισης συμπεριλαμβανομένης και εκείνης του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα (ΜΥ4), κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναξιόπιστη. Οι λόγοι που οδήγησαν το Κακουργιοδικείο στην κρίσιμη αυτή διαπίστωση εξηγούνται πειστικά και με ικανοποιητική επάρκεια στην εκκαλούμενη απόφαση. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα ότι οδήγησε τη μοτοσυκλέτα ΕΖΤ 096 την Κυριακή (26.3.2000) πριν τη ληστεία και ότι άφησε τις τσάντες μέσα στο αυτοκίνητο ΕΝΧ 584 κάτω από τις συνθήκες που ο ίδιος περιέγραψε, απορρίφθηκαν ως αναληθείς. Η εκδοχή του χαρακτηρίστηκε από το Κακουργιοδικείο ως εκ των υστέρων επινόηση για στήριξη ψεύτικου άλλοθι.

Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Η θέση του για ό,τι αφορούσε την ύπαρξη του γενετικού υλικού και των δακτυλικών  του αποτυπωμάτων επί των τεκμηρίων που συσχετίστηκαν με τους δράστες της ληστείας και συνέδεσαν τον ίδιο με τη διάπραξη του εγκλήματος είναι ότι έδωσε επί του προκειμένου επαρκείς εξηγήσεις οι οποίες, σε συνάρτηση με τη μαρτυρία του γενετιστή Μ. Καριόλου (ΜΚ23) ότι το γενετικό υλικό θα μπορούσε να βρισκόταν επί των τεκμηρίων χωρίς κατ’ ανάγκη να ενοχοποιείται ο ίδιος δεν μπορούσαν να αποκλειστούν από το Κακουργιοδικείο ενόψει απουσίας άλλης μαρτυρίας η οποία να τον συνδέει με τη διάπραξη της ληστείας. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο φυσίγγιο που ήταν μέσα στο κοντόκαννο κυνηγετικό θα μπορούσε να είχε μεταφερθεί σ’ αυτό από την εφημερίδα που ο εφεσείων τοποθέτησε στη θήκη της μοτοσυκλέτας όπου έτυχε να βρισκόταν το συγκεκριμένο φυσίγγιο. Αναφορικά με τα άλλα τεκμήρια πάνω στα οποία εντοπίστηκε το γενετικό του υλικό και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, η θέση του εφεσείοντα είναι ότι επρόκειτο για προσωπικά του αντικείμενα που συνήθιζε να αφήνει μέσα στο αυτοκίνητο ΕΝΧ 584 έστω και αν δεν είχε τούτο πάντοτε στην κατοχή του ενώ το γενετικό υλικό στη μοτοσυκλέτα και τα δακτυλικά αποτυπώματα στο αυτοκίνητο είχαν προφανώς αφεθεί κά[*182]τω από τις περιστάσεις που οδήγησε τα δύο οχήματα. Ηταν συνεπώς λογικά πιθανό να υπήρχαν τέτοια αποτυπώματα και ίχνη γενετικού υλικού επί των τεκμηρίων.

Είναι φανερό πως η εισήγηση του εφεσείοντα θα μπορούσε να ευσταθήσει μόνο αν η εκδοχή του γινόταν πιστευτή από το Κακουργιοδικείο. Αυτό δεν έγινε αφού η μαρτυρία του όπως και η μαρτυρία του συγκατηγορούμενού του (ΜΥ4) κρίθηκε ως αναξιόπιστη, διαπίστωση η οποία αφήνει μετέωρη την πιο πάνω εισήγηση. Ο ισχυρισμός ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του γενετιστή Καριόλου (ΜΚ23) το γενετικό υλικό του εφεσείοντα θα μπορούσε (δυνητικά) να είχε μεταφερθεί «αθώα» (εμμέσως) επί των τεκμηρίων χωρίς κατ’ ανάγκη να ενοχοποιείται ο εφεσείων δεν ευσταθεί. Εξετάσαμε τη μαρτυρία του κ. Καριόλου και σε συμφωνία με το Κακουργιοδικείο διαπιστώνουμε ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν μπορεί να προκύψει από τη μαρτυρία του κ. Καριόλου ο οποίος, στην κυρίως εξέταση, ανέφερε ότι η εναπόθεση γενετικού υλικού επί ενός αντικειμένου μπορεί να γίνει με τρόπο άμεσο ή έμμεσο. Κατά την αντεξέταση, υποβλήθηκαν στο μάρτυρα υποθετικές ερωτήσεις και οι απαντήσεις που έδωσε ήταν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο χωρίς αναφορά στα τεκμήρια και περιστάσεις της υπόθεσης.

Το Κακουργιοδικείο, συμπεριέλαβε στην περιστατική μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη και τη μαρτυρία της ταύτισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων και του γενετικού υλικού που εντοπίστηκαν στα τεκμήρια με τα αντίστοιχα του εφεσείοντα. Ο ισχυρισμός ότι η καταδίκη θεμελιώθηκε αποκλειστικά στην ταύτιση του γενετικού υλικού και δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν ευσταθεί. Η καταδίκη θεμελιώθηκε στο σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας μέρος της οποίας αποτέλεσε η ταύτιση αποτυπωμάτων και γενετικού υλικού αυτό δε το μέρος της μαρτυρίας συνεκτιμήθηκε με τα άλλα περιστατικά της υπόθεσης. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα της εκκαλούμενης απόφασης:

«Μέρος της περιστατικής μαρτυρίας στη δική μας υπόθεση είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα και γενετικό υλικό του κατηγορουμένου που βρέθηκαν στα τεκμήρια της υπόθεσης.»

Προσβάλλεται επίσης ως εσφαλμένη η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι οι δράστες της ληστείας ήταν δύο. Η θέση που πρόβαλε ο εφεσείων πρωτόδικα και κατ’ έφεση ότι η ληστεία διαπράχθηκε από τρία άτομα αντί από δύο δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία. Η απλή πιθανολόγηση  μαρτύρων της υπόθεσης ότι οι δράστες της ληστείας ήταν τρεις δεν είναι αρκετή για τη στοιχειοθέτηση θετικής [*183]διαπίστωσης. Και αν ακόμα δεχθούμε υποθετικά ότι υπήρχε εμπλοκή και τρίτου ατόμου στη ληστεία, έχουμε τη γνώμη πως με βάση το σύνολο της μαρτυρίας μια τέτοια διαπίστωση δεν θα καθιστούσε αναξιόπιστη τη μαρτυρία που αξιολογήθηκε ως αξιόπιστη ούτε θα μπορούσε να ανατρέψει τη διαπίστωση του δικαστηρίου περί της ενοχής του εφεσείοντα εφόσον η μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη τον έχει συνδέσει με τη διάπραξη του αδικήματος.

Θεωρούμε αβάσιμο και τον ισχυρισμό ότι το Κακουργιοδικείο έσφαλε ως προς τον προσδιορισμό της ώρας που διαπράχθηκε η ληστεία. Υπενθυμίζουμε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι πως η ληστεία διαπράχθηκε «περί ώρα 9.30 π.μ.». Η διαπίστωση συνάδει προς τη μαρτυρία που κρίθηκε αξιόπιστη. Ο χρόνος που έφθασαν τα μηνύματα στην αστυνομία δεν αποτελεί αποκλειστικό κριτήριο προσδιορισμού του χρόνου διάπραξης της ληστείας με απόλυτη ακρίβεια. Ο χρόνος λήψης των μηνυμάτων συνιστά μόνο καλή ένδειξη του χρόνου διάπραξης της ληστείας. Το ίδιο ισχύει και για το χρόνο που τέθηκε σε λειτουργία το σύστημα συναγερμού. Η μαρτυρία σχετικά με το χρόνο λήψης των μηνυμάτων εύλογα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ληστεία διαπράχθηκε γύρω στις 9.30 π.μ. της 29.3.00 όπως σωστά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο. Δεν υπάρχει μαρτυρία περί του αντιθέτου και εν πάση περιπτώσει ο προσδιορισμός του χρόνου διάπραξης της ληστείας με απόλυτη ακρίβεια θα είχε  ενδεχομένως σημασία αν γινόταν αποδεκτή η εκδοχή του εφεσείοντα ο οποίος μάταια προσπάθησε να βρει τρόπους υποστήριξης του άλλοθι που έχει προβάλει.

Άνκαι η έφεση δεν στρέφεται ευθέως εναντίον των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου που αφορούν στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων εντούτοις, εμμέσως πλην σαφώς, συνάγεται πως στην πρόθεση του εφεσείοντα ήταν και η αμφισβήτηση των εν λόγω διαπιστώσεων κατά την έκταση που αυτές αναφέρονται στην αξιοπιστία της μαρτυρίας του ιδίου και των μαρτύρων της υπεράσπισης. Θεωρούμε ότι οι λόγοι για τους οποίους η μαρτυρία των πιο πάνω κρίθηκε αναξιόπιστη επαρκώς αναλύονται στην εκκαλούμενη απόφαση και για τους λόγους που και εμείς έχουμε ήδη εξηγήσει τίποτε δεν δικαιολογεί τη δική μας παρέμβαση. Βλ. Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340, Iordanis Pavlou Shioukiouroglou v. The Police (1966) 2 C.L.R. 39, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41.

Ο συμπληρωματικός λόγος έφεσης αναφέρεται στη λήψη του γενετικού υλικού του εφεσείοντα. Προβάλλεται ισχυρισμός ότι η αστυνομία μετήλθε τέχνασμα με το οποίο παράνομα πήρε τα δύο [*184]αποτσίγαρα των τσιγάρων που κάπνισε ο εφεσείων, ενέργεια η οποία συνιστά παραβίαση δικαιωμάτων του εφεσείοντα, κατοχυρωμένων από το Σύνταγμα. Είναι η εισήγηση της υπεράσπισης ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία επί του θέματος.

Μαρτυρία η οποία λαμβάνεται κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Πρόκειται για μαρτυρία παρανόμως ληφθείσα η οποία αυτομάτως αποκλείεται και συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Βλ. ενδεικτικά Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37, David Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186.

Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων, κάπνισε δύο τσιγάρα και άφησε τα αποτσίγαρα στο καθαρό σταχτοδοχείο από το οποίο οι αστυνομικοί τα παρέλαβαν στη συνέχεια. Όπως ορθά παρατηρεί το δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, το δικαίωμα του κατηγορουμένου που διασφαλίζεται από το άρθρο 15.1 του Συντάγματος για «ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή» δεν επεκτείνεται στα αποτσίγαρα των τσιγάρων που κάπνισε. Αλλά και αν ακόμα είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, η εγκατάλειψή τους στο σταχτοδοχείο χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη πρόθεσης ότι τα διεκδικεί, λογικά θεωρείται ότι εγκατέλειψε κάθε δικαίωμα επί των εν λόγω αντικειμένων. Ο τρόπος με τον οποίον ενήργησαν οι αστυνομικοί κατά την παραλαβή των τεκμηρίων δεν ήταν νομικά επιλήψιμος. Οι αστυνομικοί δεν έπραξαν ο,τιδήποτε που να συνιστά ταπεινωτική μεταχείριση του εφεσείοντα όπως έχει βασικά διαμορφώσει το παράπονό του ο εφεσείων ούτε βέβαια, συνιστά παραβίαση οποιουδήποτε άλλου συνταγματικού δικαιώματος.

Έγινε ήδη αναφορά στις θέσεις του εφεσείοντα ως προς τις διάφορες πτυχές της υπόθεσης καθώς και στις αντίστοιχες κρίσεις και συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου. Το Κακουργιοδικείο έχοντας πλήρη επίγνωση των αρχών για το κάθε επί μέρους θέμα αξιολόγησε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και βασικών μαρτύρων της υπεράσπισης ως αναξιόπιστη με αποτέλεσμα η εκδοχή του εφεσείοντα που είχε στόχο την υποστήριξη ενός ψεύτικου άλλοθι να καταρρεύσει. Από την άλλη, το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη συνέδεσε τον εφεσείοντα με το έγκλημα. Εχοντες υπόψη το σύνολο των δεδομένων θεωρούμε πως δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης. Όλες οι κατηγορίες έχουν στοιχειοθετηθεί και η ενοχή του εφεσείοντα αποδείχθηκε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. [*185]Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

Ο εφεσείων προσβάλλει με την έφεση και την ποινή φυλάκισης των 15 χρόνων που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο ως έκδηλα υπερβολική. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι οι ένοπλοι δράστες δεν χρησιμοποίησαν τα όπλα τους ακόμα και όταν αυτοί πυροβολήθηκαν κατά τη διαφυγή τους από αστυνομικό που βρισκόταν τυχαία στην περιοχή. Οι δράστες, μας είπε, διέτρεξαν σοβαρό κίνδυνο από τον πυροβολισμό γεγονός που δεν φαίνεται ότι έλαβε υπόψη του το Κακουργιοδικείο ως παράγοντα  μετριαστικό της ποινής.

Το γεγονός ότι οι δράστες δεν χρησιμοποίησαν τα όπλα που κρατούσαν καθόλου δεν μειώνει τη σοβαρότητα του εγκλήματος ούτε και συνιστά παράγοντα μετριασμού της ποινής. Η συμπεριφορά των δραστών κάτω από παρόμοιες περιστάσεις είναι  συνήθως απρόβλεπτη. Εύκολα μπορούν να χάσουν τη ψυχραιμία τους και μαζί τον έλεγχο της κατάστασης με ορατό τον κίνδυνο σοβαρότερης επιπλοκής. Το γεγονός ότι οι δράστες δεν ανταπέδωσαν στα πυρά του αστυνομικού ή ότι δεν υπήρξαν θύματα, είναι ευτύχημα. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο εφεσείων θα αντιμετώπιζε ενδεχομένως και άλλη ή άλλες σοβαρότερες κατηγορίες. Θεωρούμε, χωρίς να χρειάζεται να πούμε περισσότερα για το θέμα, πως δεν αποτελεί παράγοντα μετριαστικό της ποινής το γεγονός ότι αστυνομικός εκτελώντας υπό τις περιστάσεις το καθήκον του, πυροβόλησε εναντίον των ληστών.

Ο εφεσείων, κάτοικος συνοικισμού Κολοσσίου, γεννήθηκε το 1970. Είναι απόφοιτος γυμνασίου και από την Εθνική Φρουρά απολύθηκε λόγω αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Φοίτησε για δύο χρόνια σε κολέγιο στο Λονδίνο. Όταν ήταν στην Αγγλία καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκιση για απόπειρα ληστείας. Εξέτισε μέρος της ποινής που του επιβλήθηκε στην Αγγλία ενώ για την έκτιση του υπολοίπου, μεταφέρθηκε στην Κύπρο. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας μας πληροφόρησε ότι κατόπιν αιτήματος του εφεσείοντα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αποφάσισε την αποφυλάκισή του και συνακόλουθα ο εφεσείων αποφυλακίστηκε στις 2.5.97 αντί στις 24.7.98 που θα αποφυλακιζόταν κανονικά. Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας για αποφυλάκιση, δόθηκε υπό τον όρο ότι σε περίπτωση που ο εφεσείων θα καταδικαζόταν για διάπραξη νέου ποινικού αδικήματος μέσα σε καθορισμένη χρονική περίοδο τότε θα ενεργοποιείτο και το υπόλοιπο της φυλάκισης. Η κα Παπαϊωάννου ανέφερε ότι υπό τις περιστάσεις είναι βέβαιο ότι θα ενεργοποιηθεί το υπόλοιπο των 14 μηνών της φυλάκισης του εφε[*186]σείοντα σε περίπτωση επικύρωσης της καταδίκης του εφόσον η ληστεία διαπράχθηκε ενόσω ίσχυε ο όρος της αποφυλάκισης. Η κα Παπαϊωάννου ανέφερε επίσης ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε στο Κακουργιοδικείο ότι ο εφεσείων, σύμφωνα με τα προλεχθέντα, θα εκτίσει τελικά  και το υπόλοιπο (14 μήνες) της ποινής φυλάκισης λόγω της καταδίκης του στην παρούσα υπόθεση και μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη αυτή την παράλειψη. Η πιο πάνω παράλειψη στην οποία αναφέρθηκε η συνήγορος δεν επηρέασε ούτε και θα επηρεάσει δυσμενώς τη θέση του εφεσείοντα εφόσον η έκτιση του υπολοίπου της φυλάκισης με βάση την προηγούμενη καταδίκη θα συντρέχει με την έκτιση της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το Κακουργιοδικείο. 

Η νομολογία καταδείχνει πως σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα η επιβολή πολυετούς ποινής φυλάκισης είναι το ορθό μέτρο τιμωρίας. Βλ. Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Θεοδόσης Χ''Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174 και Γεώργιος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411. Αναμφίβολα η εξατομίκευση είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση και αποτελεί μέρος της διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο τη δίκαιη μεταχείριση των ενόχων κάθε εγκληματικής πράξης. Ωστόσο, η εξατομίκευση δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων.  Η εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου ούτε στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. (Βλ. Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224.)

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο εφεσείων τρία σχεδόν χρόνια μετά την αποφυλάκισή του και ενώ ακόμα βρισκόταν σε ισχύ ο όρος για την αναστολή της ποινής αποφάσισε να εμπλακεί στη διάπραξη του σοβαρού αυτού εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο. Η στάση του εφεσείοντα με δοσμένες τις πιο πάνω περιστάσεις, φανερώνει άτομο με έκδηλη τη ροπή προς το έγκλημα. Η πολυετής ποινή φυλάκισης που επέβαλε το αγγλικό δικαστήριο δεν επενέργησε αποτρεπτικά και συνεπώς η προηγούμενη καταδίκη περιόρισε εκ προοιμίου τα περιθώρια επιείκειας.

Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, τονίστηκε από το Εφετείο ότι “Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή [*187]του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους.”.

Οι ληστείες τραπεζικών καταστημάτων και καταστημάτων συνεργατικών εταιρειών άρχισαν να προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις και η ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου εμφανίζεται επιτακτική. Στη Νεοφύτου Κώστα Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 83 (απόφαση Πική, Π.) επισημαίνεται ότι τα εγκλήματα ληστείας βρίσκονται σε έξαρση, γεγονός το οποίο καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στον καθορισμό της ποινής.

           

Για ό,τι αφορά τον παράγοντα της αποτροπής, που στην προκείμενη περίπτωση έχει να διαδραματίσει το δικό του ρόλο, θα επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 (απόφαση Πική, Π.):

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους.  Η μια έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον.  Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες:  Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas “Principles of Sentencing” και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας των εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η υπερβολή της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170.

Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) το Εφετείο επανέλαβε τα καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια με βάση τα οποία ελέγχεται η ορθότητα των ποινών που επιβάλλουν τα πρωτόδικα δι[*188]καστήρια. Παραθέτουμε απόσπασμα της απόφασης:

“Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείου υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων - (βλ., επίσης, Azzeh v. Republic (1989) 2 C.L.R. 14 και Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222).

Ένας από τους λόγους, ο οποίος μπορεί να καταστήσει την ποινή υπερβολική, είναι η εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, όπως επισημαίνεται στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, στην οποία γίνεται ριζική ανάλυση των παραγόντων που επενεργούν στον καθορισμό της επάρκειας της ποινής.”

Για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας προβλέπεται ποινή ισόβιας φυλάκισης. Το Κακουργιοδικείο επιμέτρησε την ποινή αφού έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, τις συνθήκες διάπραξης της ληστείας και την ανάγκη να προσλαμβάνει η ποινή αποτρεπτικό χαρακτήρα. Η προηγούμενη καταδίκη του εφεσείοντα για παρόμοιο αδίκημα σαφώς περιόρισε τα περιθώρια επιείκειας. Χωρίς να διαπιστώνεται σφάλμα αρχής στην εκκαλούμενη απόφαση θεωρούμε ότι το Κακουργιοδικείο στάθμισε με τρόπο σωστό και ακριβοδίκαιο όλους τους παράγοντες που είχαν τεθεί ενώπιόν του για σκοπούς επιμέτρησης της αρμόζουσας ποινής. Μολονότι η ποινή της 15ετούς φυλάκισης είναι αυστηρή, θεωρούμε πως με βάση τα δεδομένα δεν είναι έκδηλα υπερβολική. Καταλήγουμε πως δεν παρέχονται περιθώρια παρέμβασης για μείωση της ποινής. Η έφεση κατά της ποινής αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Έφεση Αρ. 7043 κατά της ποινής.

Έχουμε προαναφέρει ότι ο εφεσείων στην υπό κρίση έφεση απαλλάχθηκε από την κατηγορία της ένοπλης ληστείας ύστερα από καταχώρηση αναστολής της ποινικής δίωξης. Αφού παραδέχθηκε τις υπόλοιπες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών και ενός έτους στις κατηγορίες που αφορούσαν αντίστοιχα στα αδικήματα της παράνομης μεταφοράς όπλου και εκρηκτικών υλών. Στις υπόλοιπες κατηγορίες δεν επιβλή[*189]θηκαν ποινές. Κατά το χρόνο επιβολής των πιο πάνω ποινών ο εφεσείων εξέτιε ποινή φυλάκισης πέντε χρόνων αναφορικά με αδικήματα εισαγωγής, κατοχής και χρήσης ναρκωτικών. Για τους λόγους που εξηγούνται στην εκκαλούμενη απόφαση το Κακουργιοδικείο αφού διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν ειδικές εξαιρετικές περιστάσεις (βλ. Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396), καθόρισε την έναρξη των ποινών φυλάκισης μετά την έκτιση της προηγούμενης ποινής φυλάκισης του εφεσείοντα. Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη το σύνολο του χρόνου που ο εφεσείων θα στερηθεί της ελευθερίας του γεγονός που προσμέτρησε υπέρ του και όχι εναντίον του. Βλ. Panicos Christou v. Police (1979) 2 C.L.R. 206. Το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης στην Παντελής Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 123 (απόφαση Νικήτα, Δ.). Το Εφετείο με αναφορά στις υποθέσεις Βritten [1968] 53 Cr. App. R. (S) 111, Prime [1983] 5 Cr. App. R. (S) 127, Cook [1988] 10 Cr. App. R. (S) 42, Attorney-General’s Reference No. 12 [1995] 16 Cr. App. R. (S) 559, R. V. Lawrence “The Times” ημερ. 21.12.89. σκιαγράφησε τις αρχές οι οποίες διέπουν το θέμα της επιβολής συνεχόμενων ποινών στις κατάλληλες υποθέσεις ως μέτρου ποινικής μεταχείρισης των αδικοπραγούντων. Έχοντες υπόψη τις αρχές και αυθεντίες που γενικά διέπουν το θέμα της επιβολής συνεχόμενων ποινών  δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το συγκεκριμένο θέμα όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι η ποινή των τριών χρόνων φυλάκισης για τη μεταφορά όπλου είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική. Το παράπονο δεν ευσταθεί. Η σοβαρότητα του αδικήματος της παράνομης μεταφοράς όπλου συνεκτιμήθηκε με τους άλλους σχετικούς παράγοντες. Το Κακουργιοδικείο για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής έλαβε υπόψη την παραδοχή του εφεσείοντα, το λευκό ποινικό μητρώο του (τα υπό κρίση αδικήματα διαπράχθηκαν προτού καταδικαστεί για τα αδικήματα που είχαν σχέση με τα ναρκωτικά), τις προσωπικές του περιστάσεις με έμφαση στο γεγονός ότι είναι πατέρας ανήλικου παιδιού, τον περιορισμένο ρόλο που διαδραμάτισε στην κατοχή/μεταφορά των όπλων  και πυρομαχικών, ότι ενήργησε κάτω από την πίεση άλλων και ότι ο ίδιος επέστρεψε £7000, μέρος του προϊόντος της ληστείας. Ούτε εδώ υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης για μείωση της ποινής και συνεπώς η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο