Kolev Nicolay ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 197

(2003) 2 ΑΑΔ 197

[*197]18 Απριλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

NICOLAY KOLEV,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7302)

 

Ποινή ― Κατοχή πλαστογραφημένων τραπεζογραμματίων ― Έλλειψη σχεδιασμού ― Επιπολαιότητα της όλης εκτέλεσης, αφού η μεταφορά των χρημάτων μπορούσε να διευθετηθεί με ασφαλέστερο τρόπο ― Διαφοροποίηση της παρούσας υπόθεσης από την υπόθεση Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας ― Επιβολή ποινής φυλάκισης τριών χρόνων ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Ελαφρυντικοί παράγοντες ― Συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης αντί της δίκης από το Κακουργιοδικείο ― Δεν συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Βαρύνει το εκδικάζον δικαστήριο ― Δεν χωρεί επέμβαση του Εφετείου χωρίς συγκεκριμένο λόγο.

Ο εφεσείων στις 8.2.2002, κατά την αναχώρισή του από την Κύπρο, είχε στην κατοχή του 396 χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων το καθένα, τα οποία μετά από έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι ήταν πλαστά. Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων αλλά δήλωσε ότι δεν είχε γνώση του γεγονότος.  Ισχυρίσθηκε ότι του τα προμήθευσε κάποιο πρόσωπο που εργαζόταν στην Κύπρο ως ξεναγός που γνώρισε πρόσφατα στην παραλία.  Κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων.

Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι:

1.  Δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα τεκ[*198]μήρια 1-396 ήταν αυτά που βρέθηκαν στην κατοχή του.

2.  Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι τα χαρτονομίσματα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ήταν τραπεζογραμμάτια και συγκεκριμένα ότι αποτελούσαν πλαστογράφηση του δολλαρίου, του ισχύοντος νομίσματος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχτηκε η πλαστότητα των τεκμηρίων.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι λόγοι έφεσης που επικαλέσθηκε ο εφεσείων δεν ευσταθούν.  Για το λόγο αυτό η έφεση εναντίον της καταδίκης δεν μπορεί να επιτύχει.

2.  Ενόψει των ελαφρυντικών περιστάσεων του εφεσείοντος, οι οποίες λήφθηκαν υπ’ όψιν, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη σχεδιασμού και η επιπολαιότητα της όλης εκτέλεσης, αφού η μεταφορά των χρημάτων μπορούσε να διευθετηθεί με ασφαλέστερο τρόπο, η επιβληθείσα ποινή, είναι η πρέπουσα.

3.  Το Εφετείο δεν θα διατάξει την έκτιση της ποινής από σήμερα μόνο και μόνο γιατί ο εφεσείων έχει ήδη εκτίσει σχεδόν το μισό της ποινής που του επιβλήθηκε.  Στο μέλλον θα ακολουθείται η πρακτική η επιβολή της ποινής να αρχίζει από την ημέρα της απόφασης στην έφεση αν οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης είναι ανεδαφικοί και ο δικηγόρος του εφεσείοντος επιδεικνύει νομικιστική προσέγγιση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363,

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143,

Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571,

Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Υπόθ. Αρ. 1607/02) ημερ. [*199]17/4/02, με την οποία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της κατοχής πλαστογαφημένων τραπεζογραμματίων και στις 8/5/02 του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών ετών.

Ε. Πελεκάνος με Μ. Πελεκάνο, για τον Εφεσείοντα.

Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε φυλάκιση τριών χρόνων όταν βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία κατοχής πλαστογραφημένων τραπεζογραμματίων. Συνελήφθη στις 8.2.2002, στο αεροδρόμιο Λάρνακας όταν κατά την αναχώρησή του εντοπίστηκε στη μηχανή ακτινολογικού ελέγχου δέσμη χρημάτων. Περαιτέρω έρευνα έδειξε ότι επρόκειτο για 396 χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων το καθένα. Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι τα τραπεζογραμμάτια ήταν πλαστά.

Έφεση ασκήθηκε τόσο εναντίον της καταδίκης, όσο και της ποινής. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τραπεζογραμμάτια που κατατέθηκαν ως τεκμήρια 1-396 ήταν αυτά που βρέθηκαν στην κατοχή του, αφού η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει κάτι τέτοιο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Σχετικά έκανε αναφορά στις υποθέσεις Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143.

Συγκεκριμένα ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η Μ.Κ.4 Ιωάννα Αντρέου, η οποία εντόπισε πρώτη μέσω του ακτινολογικού ελέγχου τη δέσμη με τα χρήματα, παραδέκτηκε ότι δεν ήταν σε θέση να τα αναγνωρίσει στο δικαστήριο. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι το δικαστήριο αγνόησε παντελώς ότι η μάρτυς κατέθεσε ότι παρέδωσε τα χαρτονομίσματα που βρήκε στην κατοχή του εφεσείοντα στο Μ.Κ.8 κ. Χριστοφή, ενώ στην απόφαση αναφέρεται ότι τα παρέδωσε στο Μ.Κ.11, Αστυφ.1337, Κώστα Παπαδόπουλο.

Στη συνέχεια ο εφεσείων προβαίνει σε αριθμό επισημάνσεων, όπως για παράδειγμα ότι ο Μ.Κ.8 δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τα χαρτονομίσματα και ότι ο Μ.Κ.10, Παυλικάς, τα αναγνώρισε στο [*200]Δικαστήριο επειδή θυμόταν ότι το πρώτο νούμερο που εμφανιζόταν στα χαρτονομίσματα ήταν «340», καθώς και από την αφή, παρ’ όλον που, όπως επισημαίνει ο εφεσείων, δεν τα άγγιξε όλα. Η μαρτυρία του Παυλικά, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, ήταν αόριστη και άφηνε πολλά κενά με την αναγνώριση των τεκμηρίων.

Ο εφεσείων σημειώνει ακόμα ότι ο Μ.Κ.11 Παπαδόπουλος, κατέθεσε ότι παρέλαβε τα χαρτονομίσματα από την Μ.Κ.4 και όχι από τον Παυλικά, ενώ επισημαίνει μία αντίφαση μεταξύ της αρχικής αναφοράς του ότι τα χαρτονομίσματα του παραδόθηκαν σε σφραγισμένο φάκελο, ενώ στη συνέχεια είπε ότι τα παρέλαβε σε δέσμες. Σημειώνει ακόμα ότι ενώ ο Μ.Κ.5, Αστυφ.2753 Παναγιώτης Χρυσοστόμου, αναφέρει ότι έβαλε τα χαρτονομίσματα σε φάκελο, τον οποίο στη συνέχεια παρέδωσε στον Μ.Κ.1, ο Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι τα παρέλαβε σε δέσμες.

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από τον εφεσείοντα στο Μ.Κ.7, Δημήτρη Σουρουλλά, τραπεζικό υπάλληλο, ο οποίος κατέθεσε ότι τα τεκμήρια 1-396 δεν ήταν εκείνα που εξέτασε στο αεροδρόμιο εκείνη την ημέρα. Η κατάθεσή του δεν έγινε δεκτή από το Δικαστήριο. Ο εφεσείων επισημαίνει ότι ο μάρτυρας δεν κηρύχθηκε εχθρικός, ούτε έγινε προσπάθεια να αντικρουστεί, με αποτέλεσμα η μαρτυρία του στο σημείο να παραμείνει αναντίλεκτη.  Έτσι το Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει ότι τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο δεν ήταν τα ίδια που εξέτασε εκείνη τη νύκτα ο μάρτυρας.

Συνεπώς, καταλήγει ο εφεσείων, δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα τεκμήρια 1-396 ήταν αυτά που βρέθηκαν στην κατοχή του εκείνο το βράδυ. Η μαρτυρία κρίνεται ως αντιφατική και αφήνει τεράστια κενά και αμφιβολίες.

Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Η όλη επιχειρηματολογία του εφεσείοντα στηρίζεται ουσιαστικά στον τρόπο διατύπωσης της Μ.Κ.4, η οποία καταθέτοντας ανέφερε ότι παρέδωσε τα χαρτονομίσματα στον Μ.Κ.8 Χριστοφή, αντί στον Μ.Κ.11 Αστυφ.1337, Κώστα Παπαδόπουλο. Μάλιστα την ίδια στιγμή αναφέρει ότι τα χρήματα παρέλαβε στην παρουσία της ο Παπαδόπουλος. Το ότι πρόκειται περί ασάφειας χωρίς σημασία, φαίνεται και από τις καταθέσεις των υπολοίπων μαρτύρων που ήταν παρόντες στη σκηνή και κυρίως του ίδιου του Παπαδόπουλου.

Οι όποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία είναι εντελώς άνευ σημασίας. Από το όλο φάσμα της μαρτυρίας προκύπτει αναμφισβήτητα ότι τα συγκεκριμένα τεκμήρια αντιστοιχούν στα χαρτονομίσματα [*201]που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα τη συγκεκριμένη ημέρα. Καμιά αμφιβολία δεν μπορεί να υπάρχει επί τούτου. Επισημαίνεται ότι και ο ίδιος κατηγορούμενος αναγνώρισε τα χρήματα, ισχυριζόμενος απλώς ότι δεν ήξερε ότι τα χρήματα ήταν πλαστά.

Λίγα λόγια θα πρέπει να λεχθούν για το Μ.Κ.7 Δημήτρη Σουρουλλά, του οποίου τη μαρτυρία απέρριψε το Δικαστήριο. Ακριβώς, από αυτό και μόνο, ότι δηλαδή η μαρτυρία του δεν έγινε αποδεκτή, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναντίλεκτη μαρτυρία σε οιονδήποτε σημείο. Συνεπώς δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν αμφιβολίες από τη δήθεν διαφορετική απόχρωση των χαρτονομισμάτων.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ακόμα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι τα χαρτονομίσματα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια ήταν τραπεζογραμμάτια και συγκεκριμένα ότι αποτελούσαν πλαστογράφηση του δολλαρίου, του ισχύοντος νομίσματος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι τα τεκμήρια απεικόνιζαν Δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών, που εκδίδονται εκ μέρους της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Επισημαίνει ακόμα ότι η κατηγορία αναφέρεται σε δολλάρια Αμερικής, αντί βεβαίως του ορθού δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.

Συγκεκριμένα ισχυρίζεται ότι ο Μ.Κ.9 ανέφερε ότι η γνώση του ότι το νόμισμα στις Ηνωμένες Πολιτείες προκύπτει από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το σχολείο και ότι η τελευταία συναλλαγή που έκαμε σε δολλάρια ήταν το 1997. Ακόμα, ότι ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι το 2001 μετέβη στην Αμερική και όχι στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ στη συνέχεια κατέθεσε ότι μπορεί σήμερα το νόμισμα της Αμερικής να μην είναι το δολλάριο.

Υποστήριξε ακόμα ότι σύμφωνα με το Βlack’s Law Dictionary, 5η έκδοση, το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής δεν είναι το δολλάριο, αλλά τα σεντς, υποθέτουμε για να ενισχύσει το επιχείρημά του ότι θα έπρεπε να αποδειχθεί θετικά ότι το ισχύον νόμισμα των Η.Π.Α. είναι όντως το δολλάριο.

Τα πιο πάνω επιχειρήματα δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Η κατηγορούσα αρχή έχει αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι τα τεκμήρια που κατατέθηκαν ήταν τραπεζογραμμάτια και μάλιστα δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Στην απόφαση μάλιστα γίνεται εκτενής αναφορά στην κατάθεση του Μ.Κ.1, Λοχία 2445 Χρ. Αντωνίου, που υπηρετεί στο Αρχηγείο Αστυνομίας ειδικού στην αναγνώριση πλαστών χαρτονομισμάτων. Κατέθεσε [*202]και τη μαρτυρία του αυτή το Δικαστήριο αποδέκτηκε ως αληθινή, ότι σε εκπαιδευτικό του ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες το 2000, επισκέφθηκε και το κρατικό νομισματοκοπείο. 

Αναφερόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατέθεσε ότι συνέκρινε τα τεκμήρια με κυκλοφορούν χαρτονόμισμα που πήρε από την Κεντρική Τράπεζα και με δείγμα που πήρε από την Αμερικανική πρεσβεία. Αναφερόμενος μάλιστα στα δολλάρια ανάφερε ότι υπογράφονται από τον Υπουργό Οικονομικών και το Γραμματέα των δώδεκα Ομόσπονδων Τραπεζών των Ηνωμένων Πολιτειών, εκδίδονται δε από το κρατικό νομισματοκοπείο. Συνέχισε για να εξηγήσει ότι από την εκπαίδευσή του γνωρίζει ότι τα δολλάρια πρέπει να φέρουν κάποια χαρακτηριστικά ασφαλείας, για τα οποία, αν γίνει αλλαγή, ενημερώνονται αρμοδίως εγκαίρως. Ανέφερε ότι τα τεκμήρια είναι τραπεζογραμμάτια και μάλιστα χαρτονομίσματα των 100 δολλαρίων Αμερικής. Ήταν δε βέβαιος ότι τα τεκμήρια ήταν πλαστά.

Επίσης ο Μ.K.9 Χαράλαμπος Παπαχαραλάμπους, ταμίας στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, ανέφερε ότι το νόμισμα της Αμερικής, εννοώντας προφανώς τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, είναι το δολλάριο. Ο μάρτυρας εξέτασε τα τεκμήρια και όπως είπε με την πρώτη ματιά αντιλήφθηκε ότι ήταν πλαστά.

Εν όψει της μαρτυρίας στο σύνολό της είναι φανερό ότι η κατηγορούσα αρχή σαφώς απέδειξε ότι τα τεκμήρια ήταν πλαστογραφημένα δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών. Θεωρούμε ότι από τη μαρτυρία προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστογραφία του ισχύοντος και νομίμως κυκλοφορούντος νομίσματος στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το επιχείρημα ότι οι μάρτυρες αναφέρονταν στην Αμερική αντί στις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν αντέχει σε σχολιασμό. Από πολλά σημεία προκύπτει ότι οι μάρτυρες όταν αναφέρονταν στην Αμερική εννοούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορεί να επισημανθεί η αναφορά του Μ.Κ.1 στον τρόπο έκδοσης των τραπεζογραμματίων στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην επίσκεψή του στο εκεί κρατικό νομισματοκοπείο, κι αυτό σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του ότι πήρε δείγμα από την Αμερικανική πρεσβεία. Σαφώς όταν αναφέρεται σε Αμερική εννοεί, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επεσήμανε ότι ο Μ.Κ.1 κατέθεσε ότι μπορεί σήμερα το νόμισμα στην Αμερική να μην είναι το δολλάριο. Κάτι τέτοιο δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Ο μάρτυρας σαφώς ειρωνικά εξέφρασε τις «αμφιβολίες» του.

[*203]

Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι ούτε η αναφορά στο λεξικό είναι ακριβής και σίγουρα το νόμισμα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής δεν είναι τα σεντς αλλά το δολλάριο. Από το Black’ s Law Dictionary, 5η Έκδοση, στο λήμμα “dollar” διαβάζουμε “the money unit employed in the United States of the value of 100 cents or any combination of coins, totally 100 cents”. (Δολλάριο είναι η νομισματική μονάδα που χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες αξίας 100 σεντς ή οποιοσδήποτε συνδυασμός νομισμάτων συμποσούμενων σε 100 σεντς.)

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αποδείχτηκε η πλαστότητα των τεκμηρίων 1-396. Επισημαίνει ότι ο Μ.Κ.1 που είναι εμπειρογνώμονας, ουδέποτε συνέκρινε τα τεκμήρια με πρωτότυπο, ενώ αναφέρθηκε σε σύγκριση με δείγμα το οποίο δόθηκε στην υπηρεσία του από την Πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. Κάτι που συνιστούσε, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, εξ ακοής μαρτυρία.

Αναφορά γίνεται επίσης και στο Μ.Κ.7 ο οποίος έγινε αποδεκτός από το Δικαστήριο ως εμπειρογνώμονας, ο οποίος βλέποντας ένα από τα τεκμήρια ανέφερε ότι δεν ήταν πλαστό, ενώ κατά την αντεξέταση θεώρησε ότι κάποια είναι πλαστά και κάποια όχι. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.7, αλλά κατέληξε, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, σε αυθαίρετα συμπεράσματα για να υποβαθμίσει τη μαρτυρία του. Αφού δεν κηρύχθηκε εχθρικός και δεν έγινε προσπάθεια από την κατηγορούσα αρχή να αντικρουστεί η μαρτυρία του, το Δικαστήριο θα έπρεπε να μην την απορρίψει.

Κατ’ αρχήν, όσον αφορά το Μ.Κ.7 Δημήτρη Σουρουλλά, δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Η αξιοπιστία του κάθε μάρτυρα βαρύνει το εκδικάζον δικαστήριο και το Εφετείο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση αυτή χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο, κάτι που δεν έχει δοθεί στην παρούσα περίπτωση. Από τη στιγμή δε που η μαρτυρία του απορρίφθηκε, δεν μπορεί να γίνεται μερικώς επίκληση διαπιστώσεων στις οποίες έχει προβεί ο μάρτυρας, εκτός εκεί όπου το Δικαστήριο ρητά τις έχει αποδεκτεί.

Βρίσκουμε ότι η πλαστότητα των συγκεκριμένων χαρτονομισμάτων αποδεικνύεται πλήρως. Ο Μ.Κ.1 Χρ. Αντωνίου σύγκρινε τα τεκμήρια με χαρτονόμισμα που πήρε από την Κεντρική Τράπεζα, καθώς και με δείγμα που είχε στο εργαστήριό του από καιρό [*204]και το οποίο του δόθηκε από την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκτός του ότι ο μάρτυρας είναι ειδικός πραγματογνώμονας που έτυχε εκπαίδευσης επί των συγκεκριμένων χαρτονομισμάτων, κατέθεσε σαφώς ότι εξέτασε όλα τα χαρτονομίσματα που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα πριν καταλήξει ότι ήταν πλαστά. Προέβη δε σε διάφορες διαπιστώσεις πάνω στις οποίες βάσισε το πόρισμά του, όπως για παράδειγμα την επίπεδη αντί ανάγλυφη εκτύπωση και το γεγονός ότι μερικοί αριθμοί επαναλαμβάνονται, κάτι που δεν παρατηρείται στα γνήσια χαρτονομίσματα. Είπε ακόμα ότι ελλείπουν οι ίνες ασφαλείας, ενώ η υδατογραφία είναι απομίμηση. Οι ίνες  στα γνήσια χαρτονομίσματα είναι ζυμωμένες μέσα στο χαρτί, ενώ στα τεκμήρια που εξέτασε ήταν απλώς εκτυπωμένες πάνω σ’αυτά.

Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βασιζόμενο στη μαρτυρία του που δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή, λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μάρτυρας γνώριζε ότι επρόκειτο για πλαστά χαρτονομίσματα. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για διεξαγωγή δίκης εντός δίκης για την αποδοχή των δηλώσεων του εφεσείοντα, του αποστέρησε το δικαίωμα να αντεξετάσει μάρτυρες επί του συγκεκριμένου σημείου, αλλά και από του να καταθέσει ή και να προσκομίσει μαρτυρία που να υποστηρίζει τον αποκλεισμό των δηλώσεων αυτών.

Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ορθή. Όταν προέβαινε στις επίδικες δηλώσεις, ο εφεσείων τελούσε υπό νόμιμη σύλληψη. Το αδίκημα ήταν αυτόφωρο και ο εφεσείων μπορούσε να συλληφθεί χωρίς δικαστικό διάταγμα (Άρθρο 11.2 και 11.3 του Συντάγματος). Περαιτέρω η δήλωση στην οποία προέβη ως προς την έλλειψη γνώσης δεν τον ενοχοποιούσε καθ’  οιονδήποτε τρόπο. Κατέθεσε ότι δεν ήξερε ότι τα χαρτονομίσματα που κατείχε ήταν πλαστά. Παραδεχόταν έτσι μόνο την κατοχή των χαρτονομισμάτων, που ήταν, ούτως ή άλλως, αυταπόδεικτη, χωρίς να παραδέχεται συνάμα γνώση της πλαστότητας. Στην ουσία ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων αλλά δήλωσε απλώς ότι δεν είχε γνώση του γεγονότος.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο τεκμαίρει τη γνώση από τις εξηγήσεις που ο εφεσείων έδωσε, αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο, ως προς την προέλευση των χαρτονομισμάτων. Ισχυρίστηκε ότι του τα προμήθευσε κάποιο πρόσωπο που εργαζόταν στην Κύπρο ως ξεναγός που γνώρισε πρόσφατα στην παραλία. Θεωρήθηκε απίθανο, ύστερα από μια τόσο σύντομη γνωριμία, κάποιος αλλοδαπός να εμπιστευθεί πρόσωπο μέχρι προ τινος, ουσιαστικά [*205]άγνωστό του για τη μεταφορά ενός τόσο σεβαστού ποσού, της τάξης των 40.000 δολλαρίων. Οι αλλοπρόσαλλες, όπως χαρακτηρίστηκαν από το Δικαστήριο, απαντήσεις που έδωσε ο εφεσείων στον αστυφύλακα που τον συνέλαβε, σε συνδυασμό με το μεγάλο ποσό και την έλλειψη εξήγησης εκ μέρους του ως προς το λόγο μεταφοράς, τεκμαίρουν τη γνώση του εφεσείοντα για την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων. 

Όπως και στην υπόθεση Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, καταλήγουμε ότι από τη μια δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιώνει τον ισχυρισμό για λάθος στην απόφαση του Δικαστηρίου να μη διατάξει τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης, καθώς και την ανυπαρξία οτιδήποτε που να δείχνει δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντα, ιδιαίτερα μάλιστα με την καταλυτική σημασία που εισηγείται η υπεράσπιση. 

Δεν βρίσκουμε ότι στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός ότι παραβιάστηκαν οποιαδήποτε των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Όσο δε για την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των δικαστικών κανόνων και του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.154, αρκεί να λεχθεί ότι οι ισχυρισμοί αυτοί όχι μόνο δεν στοιχειοθετήθηκαν, αλλά τίποτε δεν λέχθηκε που να δικαιολογεί ένα τέτοιο επιχείρημα.

Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης θα πρέπει να απορριφθούν. Ο εφεσείων άσκησε έφεση και εναντίον της ποινής. Παραπονείται ότι η ποινή των τριών χρόνων που του επιβλήθηκε είναι υπερβολική. Για να θεμελιώσει τον ισχυρισμό αυτό, υποστηρίζει ότι η ποινή είναι, υπό τις περιστάσεις, έκδηλα δυσανάλογη. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην ποσότητα των χαρτονομισμάτων, ενώ αγνοήθηκαν τα περιστατικά και οι λόγοι διάπραξης του αδικήματος, καθώς και το γεγονός ότι δεν είχε χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε χαρτονόμισμα προς εξαπάτηση οποιουδήποτε. 

Κατ’ αρχήν η ποινή είναι καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το δε Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι υπό τις περιστάσεις υπερβολική ή λανθασμένη ως προς τις αρχές της.

Εξέταση της ποινής και των περιστατικών που την περιβάλλουν δεν δικαιολογεί την κατάληξη ότι η ποινή είναι υπερβολική ή τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα αγνοήθηκαν περιστατικά που θα έπρεπε να ληφθούν υπ’ όψιν.

Το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστών χαρτονομισμάτων είναι πολύ σοβαρό και προβλέπεται γι’ αυτό ποινή φυλάκισης εφτά χρό[*206]νων. Οι συναλλαγές πρέπει να προστατευτούν και η κυκλοφορία του χαρτονομίσματος να περιφρουρηθεί. Τα ελαφρυντικά που προβλήθηκαν, όπως για παράδειγμα η ασθένεια της αδελφής του που απαιτεί χρηματική δαπάνη, δεν αποτελούν δικαιολογία. Εξ άλλου, φαίνεται ότι το Δικαστήριο έλαβε υπ’  όψιν όλες τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων και την έλλειψη σχεδιασμού και την επιπολαιότητα της όλης εκτέλεσης, αφού η μεταφορά των χρημάτων μπορούσε να διευθετηθεί με ασφαλέστερο τρόπο.

Η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην υπόθεση Al-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, είναι, παρά την αντίθετη άποψη του εφεσείοντα, ορθή, γιατί εκεί, παρά τους κάποιους επιβαρυντικούς παράγοντες που ελλείπουν από την παρούσα υπόθεση, ο εφεσείων κατείχε μόνο 82 πλαστά χαρτονομίσματα. Επισημαίνεται ακόμα η άμεση ομολογία, η βοήθεια που δόθηκε στις αστυνομικές αρχές για τη διαλεύκανση της υπόθεσης και η παραδοχή των συγκεκριμένων κατηγορουμένων ενώπιον του Δικαστηρίου. Στην παρούσα υπόθεση όλοι αυτοί οι ελαφρυντικοί παράγοντες ελλείπουν. Ο εφεσείων δεν φαίνεται να έχει συνεργαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις αστυνομικές αρχές και βέβαια δεν προέβη σε παραδοχή. Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η μη παραδοχή του δεν επενεργεί ως επιβαρυντικός παράγοντας, αλλά, από την άλλη, στερεί από τον εφεσείοντα το δικαίωμα να ζητήσει επιεική αντιμετώπιση.

Δεν βλέπουμε ακόμα γιατί η συνοπτική εκδίκαση της υπόθεσης αντί της δίκης από το Κακουργιοδικείο να πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν υπέρ του εφεσείοντα. Η επιλογή αυτή της κατηγορούσας αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικός παράγοντας που προσμετρά στην επιμέτρηση της ποινής.

Λόγω του ανεδαφικού των περισσότερων λόγων έφεσης που προβλήθηκαν και της νομικιστικής προσέγγισης του δικηγόρου του εφεσείοντα, προβληματιστήκαμε, ομολογουμένως σε μεγάλο βαθμό, κατά πόσο η έκτιση της ποινής θα έπρεπε να αρχίσει από τώρα. Αποφασίσαμε να μην το κάνουμε, μόνο και μόνο γιατί ο εφεσείων έχει ήδη εκτίσει σχεδόν το μισό της ποινής που του επιβλήθηκε. Θα πρέπει να προειδοποιήσουμε ότι μια τέτοια πρακτική θα εφαρμόζεται στο μέλλον. Όλοι οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο