Παυλόπουλος Αθανάσιος ν. Skopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 ΑΑΔ 261

(2003) 2 ΑΑΔ 261

[*261]27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων,

v.

SKOPY SHOE FACTORY LTD,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7358)

 

Συνέργεια ― Κατά πόσο διευθυντής εταιρείας που υπέγραψε ακάλυπτη επιταγή η οποία είχε εκδοθεί από την εταιρεία υπέχει ποινική ευθύνη ως συνεργός ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με τις έννοιες που εμπεριέχει η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό ― Η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις έννοιες αυτές ― Κατά πόσο η προϋπόθεση ύπαρξης γνώσης εκ μέρους του συνεργού έχει εφαρμογή και στις περιπτώσεις όπου το κύριο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης.

Συνέργεια ― Ο συνεργός μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση μεταχρονολογημένης επιταγής ― Κατά πόσο, αν μεταχρονολογημένη επιταγή δεν είναι πράγματι επιταγή, έχει εφαρμογή το Άρθρο 305Α, του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ο εφεσείων, μοναδικός διευθυντής της εταιρείας A.D. Pavlopoulos Co Ltd, (η εταιρεία) βρέθηκε ένοχος ως συνεργός στη διάπραξη αδικημάτων εκδόσεως επτά ακάλυπτων επιταγών από την εταιρεία, αφού ήταν εκείνος που τις υπέγραψε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 μηνών, ποινή την οποία έχει ήδη εκτίσει.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, οι τελευταίες επιταγές που εξέδωσε η εταιρεία (κατηγορούμενη 1) ήταν πληρωτέες από το Μάϊο του 2001 έως και τις 24.10.2001. Από τις πιο πάνω επιταγές, όσες είχαν ημερομηνία πληρωμής πριν τις 21.9.2001, εξαργυρώθηκαν από την τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν. Στις 21.9.2001 είχε εκδοθεί διάταγμα παραλαβής [*262]εναντίον της περιουσίας του εφεσείοντος (κατηγορούμενου 2) από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Με την έφεση του ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως για τη διάπραξη του αδικήματος του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα - το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ως αδίκημα απόλυτης ή αυστηρής ευθύνης (absolute or strict liability) – δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ένοχη διάνοια (mens rea) του εκδότη της επιταγής ή του συνεργού του.  Η δε αδυναμία του εφεσείοντος – κατηγορούμενου να ενεργεί ως διευθυντής της εταιρείας λόγω πτώχευσης του, δεν εξάλειφε την ευθύνη του ως συνεργού στη διάπραξη των αδικημάτων.

Το Εφετείο εξέτασε τη πτυχή της υπόθεσης που αφορά την ευθύνη συνεργού, με αναφορά και ανάλυση της σχετικής νομολογίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το γεγονός ότι ο εφεσείων, ο οποίος υπέγραψε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας, πιθανώς να μην είχε αστική ευθύνη, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης ποινικής του ευθύνης ως συνεργού.

2.  Κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται σε αδίκημα, περιλαμβανομένων και των συνεργών σ’ αυτό, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός δυνάμει του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα.

3.  Η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, (α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση (β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ’ ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.

4.  Η προϋπόθεση της ύπαρξης γνώσης εκ μέρους του συνεργού εφαρμόζεται ακόμη και στις περιπτώσεις όπου το κύριο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα ύπαρξης ένοχης διάνοιας, αφού έκρινε πως η ένοχη διάνοια δεν ήταν στοιχείο του αδικήματος.

5.  Η συνέργεια επιτελείται κατά το χρόνο της υπογραφής της επιταγής και, όπως φαίνεται από τα γεγονότα της υπόθεσης, ο εφεσείων δεν γνώριζε τις ουσιώδεις περιστάσεις της διάπραξης του αδικήματος από την εταιρεία.  Τα θέματα δε της πτώχευσης του και της επακολουθείσασας έλλειψης κεφαλαίων στο λογαριασμό της εταιρείας, [*263]είναι θέματα σχετικά με αυτή τη πτυχή και όχι, όπως έκρινε ο πρωτόδικος Δικαστής, άσχετα με την απόδειξη ενοχής.

6.  Το ζήτημα αν μία μεταχρονολογημένη επιταγή είναι πράγματι επιταγή για τους σκοπούς του νόμου δεν είναι επίδικο και δεν θα αποφασιστεί. Χάριν όμως προβληματισμού εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο, αν μεταχρονολογημένη επιταγή δεν είναι πράγματι επιταγή, έχει εφαρμογή το Άρθρο 305Α, έχοντας υπόψη το λεκτικό του.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Υπ. Αρ. 4100/02), με την οποία, στις 4/10/02, βρέθηκε ένοχος ως συνεργός στη διάπραξη των αδικημάτων της έκδοσης επτά ακάλυπτων επιταγών κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε στις 22/10/02 σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών.

Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Χατζηευτυχίου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων ήταν ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας A.D. Pavlopoulos Co. Ltd και πρωτόδικα ήταν συγκατηγορούμενος με την πιο πάνω εταιρεία. Η εταιρεία δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία και καταδικάστηκε σε κατηγορίες για την έκδοση επτά ακάλυπτων επιταγών, κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ο εφεσείων κατηγορήθηκε και μετά από ακροαματική διαδικασία, βρέθηκε ένοχος για τα ίδια αδικήματα ως συνεργός στη διάπραξή τους, αφού ήταν εκείνος που υπέγραψε τις επίδικες επιταγές. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση 4 μηνών, ποινή την οποία έχει ήδη εκτίσει. 

Παραθέτουμε πιο κάτω αυτούσια την κατάληξη του Δικαστη[*264]ρίου επί των γεγονότων, παρατηρώντας πως, ουσιαστικά, δεν υπήρξε αμφισβήτηση των γεγονότων:

«Η παραπονουμένη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείται με την κατασκευή και πώληση ειδών υπόδησης. Η κατηγορουμένη είναι επίσης εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μοναδικό Διευθυντή τον κατηγορούμενο 2. Από το 1999 έως και τον Μάϊο του 2001, η παραπονουμένη πώλησε χονδρικώς στην κατηγορουμένη 1, διάφορα είδη υπόδησης που κατασκεύασε.

Έναντι των συναλλαγών αυτών, η κατηγορουμένη 1 εξέδωσε και παρέδωσε διά μέσω του κατηγορουμένου 2, μεταχρονολογημένες επιταγές προς την παραπονουμένη μεταξύ των οποίων και τις επίδικες.

Οι τελευταίες επιταγές που εξέδωσε η κατηγορουμένη 1, ήταν πληρωτέες από τον Μάϊο του 2001 έως και τις 24.10.2001. Υπεγράφησαν από τον ίδιο τον κατηγορούμενο 2 στην παρουσία του Μ.Κ.1 στον οποίον και παρεδόθησαν.  Από τις πιο πάνω επιταγές, όσες είχαν ημερομηνία πληρωμής πριν τις 21.9.2001, εξαργυρώθηκαν από την τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκαν.

Εν τω μεταξύ, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 21.9.2002, εξέδωσε εναντίον του κατηγορουμένου 2, διάταγμα παραλαβής της περιουσίας του στην αίτηση 205/2001. Είχε προηγηθεί ειδοποίηση πτώχευσης ημ. 13.6.2001 και αίτηση πτώχευσης ημ. 21.6.2001 από κάποιο Μάριο Κουτσοκούμνη.

Η ειδοποίηση πτώχευσης αφορούσε εξ αποφάσεως χρέος για το ποσόν των £4.500,00 από απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημ. 29.5.2001. Ο κατηγορούμενος 2 δεν κατεχώρησε ένσταση στην πιο πάνω αίτηση με αποτέλεσμα στις 21.9.2001 να εκδοθεί διάταγμα παραλαβής εναντίον της περιουσίας του.

Ο κατηγορούμενος 2 κλήθηκε και έδωσε σύμφωνα με τον Νόμο, προκαταρτική κατάθεση στο Γραφείο του Επισήμου Παραλήπτη στις 14.11.2001. Εκεί δήλωσε στην Μ.Υ.2 ότι ο μισθός του στην Κατηγορουμένη 1 εταιρεία είναι £800,00 μηνιαίως. Η Μ.Υ.2 τόνισε στον κατηγορούμενο 2 ότι δεν δύναται να ενεργεί πλέον ως διευθυντής της εταιρείας και ότι η πτώχευση του θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στον Έφορο Εταιρειών.

Μετά το διάταγμα παραλαβής εναντίον του, ο κατηγορούμε[*265]νος 2 σταμάτησε να ενεργεί ως διευθυντής της κατηγορουμένης 1 εταιρείας. Μέσα στα πλαίσια αυτά, έπαψε να προβαίνει επίσης σε πωλήσεις και εισπράξεις εκ μέρους της εταιρείας και έτσι έπαψε να καταθέτει χρήματα στον επίδικο λογαριασμό που η κατηγορουμένη εταιρεία διατηρούσε στην Ελληνική Τράπεζα.

Αποτέλεσμα των πιο πάνω, ήταν να επιστραφούν ανεξαργύρωτες όλες οι επίδικες επιταγές που ήταν πληρωτέες μετά την 21.9.2002 και οι οποίες κατατέθηκαν δεόντως προς είσπραξη από την παραπονουμένη εταιρεία.

Οι επιταγές επεστράφησαν γιατί ο λογαριασμός της κατηγορουμένης 1 εταιρείας δεν είχε τα αναγκαία κεφάλαια για πληρωμή τους. Το ποσόν των επίδικων επιταγών εξακολουθεί να οφείλεται μέχρι σήμερα στην παραπονουμένη εταιρεία.»

Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα-κατηγορούμενο, θεωρώντας πως το αδίκημα που δημιουργήθηκε με το άρθρο 305A του Ποινικού Κώδικα είναι αδίκημα απόλυτης ή αυστηρής ευθύνης (absolute or strict liability) και  κατ’ ακολουθία δεν υπήρχε αναγκαιότητα απόδειξης οποιουδήποτε νοητικού στοιχείου ούτε και για τη συνέργεια στο αδίκημα αυτό. Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε μετά την πτώχευσή του να ενεργεί ως διευθυντής της εταιρείας δεν τον εμπόδιζε ως υπάλληλό της να καταθέσει τα ποσά των επίδικων επιταγών στο λογαριασμό της εταιρείας, ώστε αυτές να μην επιστραφούν απλήρωτες.

Με την έφεσή του ο εφεσείων, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί το τελευταίο αυτό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και επίσης προσβάλλει ως εσφαλμένη τη νομική θέση πως για τη συνέργεια στη διάπραξη του αδικήματος με την υπογραφή από τον εφεσείοντα των επιταγών εκ μέρους της εταιρείας δεν χρειαζόταν να αποδειχθεί ένοχη διάνοια (mens rea). 

Το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα, όπως είχε τροποποιηθεί, προνοούσε τα ακόλουθα, κατά τον ουσιώδη χρόνο:

«305Α(1) Πρόσωπο το οποίο εκδίδει επιταγή η οποία, κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα, παρουσιάζεται στην τράπεζα επί της οποίας εκδόθηκε, δεν εξοφλείται λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη της και παραμένει απλήρωτη για περίοδο επτά ημερών από της [*266]εν λόγω παρουσιάσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και στις δύο ποινές.»

(Σημ.: Το άρθρο έχει τώρα τροποιηθεί με το Ν. 25(1)/03).

Ο εφεσείων-κατηγορούμενος καταδικάστηκε, όπως ήδη αναφέραμε, για παράβαση του άρθρου αυτού σε συνάρτηση με το άρθρο 20(γ) που αφορά συνεργούς και προνοεί μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«20 Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα, καθένας από τους ακόλουθους θεωρείται ότι συμμετέσχε στην διάπραξη και θεωρείται ότι είναι ένοχος για αυτό και δύναται να διωχθεί ως αυτουργός σύμφωνα με τα ακόλουθα:

(α) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(β) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .  .  . . . . . . .

(γ) εκείνος που παρέχει βοήθεια σε άλλον ή που παρακινεί αυτόν κατά την διάπραξη ποινικού αδικήματος.

(δ) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

Πριν την τροποποίησή του, το άρθρο 305Α προνοούσε πως δεν θεωρείτο ένοχος κάποιος αν μπορούσε να «αποδείξη ότι κατά τον χρόνον καθ’ ον εξέδωσε την επιταγήν είχεν εύλογον αιτία να πιστεύει ότι επί τη εμφανίσει της θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την εξόφλησιν της». Η πρόνοια αυτή καταργήθηκε.

Ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού εξέτασε τις πρόνοιες του άρθρου 305Α και ανέλυσε τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα πως, για τη διάπραξή του, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ένοχη διάνοια (mens rea) του εκδότη της επιταγής ή του συνεργού του. Η δε αδυναμία του εφεσείοντα-κατηγορούμενου να ενεργεί ως διευθυντής της εταιρείας λόγω πτώχευσης του, δεν εξάλειφε την ευθύνη του ως συνεργού στη διάπραξη των αδικημάτων.

Δεν θα κρίνουμε τελικά το κατά πόσο το αδίκημα του άρθρου 305Α είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης, γιατί τούτο, όπως θα φανεί πιο κάτω, δεν είναι αναγκαίο για να καταλήξουμε στα συμπεράσματά μας. Θα εξετάσουμε την πτυχή της υπόθεσης που αφορά την ευθύνη συνεργού.

Η ευθύνη με βάση το άρθρο 305Α βαρύνει τον εκδότη και σε [*267]περιπτώσεις επιταγών εταιρείας, εκδότης είναι η ίδια η εταιρεία και όχι ο διευθυντής ή σύμβουλος που υπογράφει την επιταγή, που γενικά θεωρείται ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Στην υπόθεση Chapman v. Smethurst [1909] 1 K.B. 927, κρίθηκε πως πρόσωπο που υπογράφει γραμμάτιο ή επιταγή με τρόπο που να φαίνεται ότι πράττει τούτο υπό αντιπροσωπευτική ιδιότητα, δεν υπέχει προσωπικά αστική ευθύνη. Επίσης στην υπόθεση Bondina Ltd v. Rollaway Shower Blinds Ltd [1986] 1 W.L.R. 517, αναφέρθηκε πως οι διευθυντές εταιρείας που υπογράφουν επιταγές της δεν έχουν προσωπική ευθύνη, αλλά η ευθύνη βαρύνει την εταιρεία, που παραμένει ο εκδότης της επιταγής. Στην παρούσα περίπτωση, προφανώς ο εφεσείων υπόγραψε ως αντιπρόσωπος της εταιρείας. Το γεγονός όμως ότι πιθανώς να μην είχε αστική ευθύνη, δεν αποκλείει τη δυνατότητα ύπαρξης ποινικής του ευθύνης ως συνεργού.

Έχει νομολογηθεί πως κάθε πρόσωπο που εμπλέκεται σε αδίκημα, περιλαμβανομένων και των συνεργών σε αυτό, μπορεί να διωχθεί ως αυτουργός, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. (Δέστε και Επίσημος Παραλήπτης και Εκκαθαριστής της Εταιρείας C.H. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523, την οποία αναφέρει και ο πρωτόδικος Δικαστής).

Στο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice 2000 στη σελ. 70 παρα. Α.5.2, αναφέρεται πως η ένοχη πράξη (actus reus) από συνεργό εμπεριέχει δύο έννοιες, α) παροχή βοήθειας ή παρακίνηση β) σε αδίκημα, και η ένοχη διάνοια (mens rea) αναμένεται να σχετίζεται με τις δύο αυτές έννοιες. Το νοητικό στοιχείο που πρέπει να αποδεικνύεται για συνεργό, όπως έχει νομολογηθεί, είναι γενικά στενότερο και πιο απαιτητικό απ’ ό,τι χρειάζεται για τον αυτουργό και απαιτεί πρόθεση ή γνώση εκ μέρους του συνεργού.

Ο Λόρδος Goddard C.J. στην υπόθεση Johnson v. Youden [1950] 1 K.B. 455 στη σελ. 546 αναφέρει πως «πριν κάποιος καταδικαστεί για παροχή βοήθειας στη διάπραξη αδικήματος, πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει τα αναγκαία θέματα που συνιστούν το αδίκημα» («before a person can be convicted of aiding and abetting the commission of an offence, he must at least know the essential matters which constitute that offence”) Ο Devlin J. στην υπόθεση National Coal Board v. Gamble [1959] 1 K.B. 11 στη σελ. 20 λέγει πως «παροχή βοήθειας είναι έγκλημα που απαιτεί την απόδειξη ένοχης σκέψης, δηλαδή, πρόθεση προσφοράς βοήθειας καθώς και γνώση των περιστάσεων» (« . . .  aiding and abetting is a crime  that [*268]requires proof  of mens rea, that is to say, of intention to aid as well as of knowledge of the circumstances”).

Η προϋπόθεση της ύπαρξης γνώσης εκ μέρους του συνεργού έχει εφαρμογή, όπως φαίνεται από Αγγλική νομολογία ακόμη και στις περιπτώσεις όπου το κύριο αδίκημα είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης. Στην υπόθεση Callow v. Tillstone [1900] 83 LT 411, κτηνίατρος αμελώς πιστοποίησε ότι κρέας ήταν κατάλληλο για κατανάλωση.  Ο κρεοπώλης που το εξέθεσε προς πώληση καταδικάστηκε για το αυστηρής ευθύνης αδίκημα έκθεσης προς πώληση ακατάλληλου κρέατος. Ο κτηνίατρος επίσης καταδικάστηκε ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος. Η καταδίκη του κτηνίατρου παραμερίστηκε, αφού θεωρήθηκε πως η αμέλεια δεν ήταν αρκετή για ποινική ευθύνη συνεργού, έστω και αν η ευθύνη του αυτουργού δεν βασιζόταν σε απόδειξη οποιουδήποτε βαθμού σφάλματος. (Δέστε και Smith v. Mellors [1987] 84 Cr. App. R. 279).

Θα θέλαμε τώρα να θέσουμε ένα υποθετικό ερώτημα, που καταδεικνύει το λογικό της αναγκαιότητας ύπαρξης ένοχης διάνοιας. Αν διευθυντής εταιρείας υπέγραφε εκ μέρους της επιταγή πληρωτέα «εν όψει» (“on demand”) και αν μέχρι την παρουσίαση της επιταγής για εξαργύρωση σε 1-2 μέρες, άλλοι αξιωματούχοι της εταιρείας απέσυραν όλα τα κεφάλαια από το λογαριασμό και η επιταγή παρέμενε ακάλυπτη, θα ήταν λογικό να θεωρηθεί ότι, εκείνος που υπέγραψε την επιταγή ήταν συνεργός σε διάπραξη αδικήματος; Η απάντηση θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να είναι αρνητική.

Κρίνουμε, ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, πως, έστω και αν μπορούσε να θεωρηθεί πως το αδίκημα του άρθρου 305Α είναι αδίκημα απόλυτης ευθύνης, όσον αφορά συνεργό θα πρέπει να αποδεικνύεται ένοχη διάνοια, με την έννοια που έχουμε προαναφέρει, όπως καθορίζεται στη νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε το θέμα ύπαρξης ένοχης διάνοιας, αφού έκρινε πως δεν ήταν η ένοχη διάνοια στοιχείο του αδικήματος.

Προχωρούμε τώρα να παρατηρήσουμε πως η συνέργεια επιτελείται κατά το χρόνο της υπογραφής της επιταγής και δεν μπορεί να λεχθεί πως κατά το χρόνο εκείνο ήταν δυνατόν ο εφεσείων να γνώριζε τις ουσιώδεις περιστάσεις της διάπραξης του αδικήματος από την εταιρεία. Το γεγονός ότι πάντοτε φρόντιζε να υπάρχουν κεφάλαια κατατεθειμένα στο λογαριασμό της  εταιρείας, από τα οποία να πληρώνονται οι επιταγές και ότι τούτο κατέστη αδύνατο σε κάποιο στάδιο λόγω της κήρυξής του σε πτώχευση, είναι ενδεικτικό πως δεν αποδεικνύεται ότι, κατά την υπογραφή [*269]των επιταγών,  είχε πρόθεση παροχής βοήθειας σε διάπραξη αδικήματος. Τα θέματα δε της πτώχευσης του και της επακολουθείσασας έλλειψης κεφαλαίων στο λογαριασμό της εταιρείας,  είναι θέματα σχετικά με αυτή την πτυχή και όχι, όπως έκρινε ο πρωτόδικος Δικαστής, άσχετα με την απόδειξη ενοχής. 

Θα θέλαμε, στο στάδιο αυτό, να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις. Ο κύριος λόγος που δημιουργήθηκε το πρόβλημα στην υπόθεση αυτή και που σίγουρα δημιουργείται και θα δημιουργείται σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, είναι το γεγονός της μεταχρονολόγησης της επιταγής. Σύμφωνα με το άρθρο 73 του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, «Επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει» (‘on demand’, όπως αναφέρεται στο αρχικό αγγλικό κείμενο του Νόμου). Ως εκ τούτου, η μεταχρονολόγηση ενός τύπου ‘επιταγής’ δυνατόν να την καθιστά απλή συναλλαγματική, αφού δεν θα είναι πληρωτέα «εν όψει» (on demand).

Παραθέτουμε πιο κάτω και τις παρατηρήσεις στο ίδιο θέμα του Εφετείου στη Βούρας ν. Ανδρέας, Λουκάς, Ματθαίος (ΑΛΠ) Γενικές Μεταφορές Λτδ κ.ά. (2003) 2 Α.Α.Δ. 135:

«Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης που δημιουργεί το γεγονός ότι η επιταγή ήταν μεταχρονολογημένη. Τίθεται το ερώτημα αν μία τέτοια επιταγή είναι πράγματι επιταγή για τους σκοπούς του νόμου. Στο σύγγραμμα Bills of Exchange and Bankers’ Documentary Credits του William Hedley, δεύτερη έκδοση, (1994) σελ. 198, αναφέρεται ότι:

    “There is, however, a basic problem in post-dating a cheque in this way.  We have seen that a cheque is a bill of exchange which is drawn on a banker and payable on demand. If, therefore, the drawer dates a form of “cheque” and the payee accepts it with a date of some time in the future the document is clearly not payable “on demand” and hence is not a cheque!  The document is an ordinary bill of exchange (which happens to be drawn on a banker) payable at some future time, . . . . . . . . .”

Και σε μετάφραση:

«Υπάρχει, ωστόσο, ένα βασικό πρόβλημα όταν μεταχρονολογείται επιταγή με αυτό τον τρόπο. Είδαμε ότι η επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται σε τραπεζίτη και είναι πληρωτέα άμα τη όψει. Αν, επομένως, ο εκδότης χρονολογεί ένα τύ[*270]πο «επιταγής» και ο δικαιούχος πληρωμής τη δέχεται με μια ημερομηνία μελλοντική αυτή καθαρά δεν είναι πληρωτέα «άμα τη όψει» και ως εκ τούτου δεν είναι επιταγή. Το έγγραφο είναι συνηθισμένη συναλλαγματική (που συμβαίνει να εκδίδεται σε τραπεζίτη) πληρωτέα σε κάποιο μελλοντικό χρόνο . . . . . .»

Το ζήτημα δεν συζητήθηκε και δεν θεωρούμε ορθό να εκφράσουμε οριστική άποψη.  Το επισημαίνουμε μόνο για προβληματισμό.»

Ούτε και εδώ το ζήτημα συζητήθηκε, ούτε πρωτόδικα αλλά ούτε και κατ’ έφεση, αφού δεν υπήρξε σχετικός λόγος έφεσης.  Έτσι, αφού το θέμα δεν είναι επίδικο, δεν θα το αποφασίσουμε.  Χάριν όμως προβληματισμού διερωτόμαστε κατά πόσο, αν μεταχρονολογημένη επιταγή δεν είναι πράγματι επιταγή, έχει εφαρμογή το άρθρο 305Α, έχοντας υπόψη το λεκτικό του.  Και αναφερόμαστε ειδικά στην πρόνοια «. . . επιταγή η οποία κατά ή μετά την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη πληρωτέα παρουσιάζεται . . .»  Αν μεν αυτή η πρόνοια θεωρηθεί ότι δεν καλύπτει και μεταχρονολογημένη ‘επιταγή’,  τότε το άρθρο 305Α δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση τέτοιας ‘επιταγής’. Αν όμως ερμηνευθεί ότι καλύπτει και μεταχρονολογημένη ‘επιταγή’, τότε θα πρέπει να θεωρείται πως ο όρος «επιταγή» στο άρθρο δεν χρησιμοποιείται με την έννοια που ορίζεται στο άρθρο 73 του Κεφ. 262, αλλά αναφέρεται μόνο σε τύπο ‘επιταγής’. 

Κάτω από το φως των όσων προαναφέραμε, καταλήγουμε πως δεν αποδείχθηκε η αναγκαία ένοχη διάνοια (mens rea) και κατ’ακολουθία η διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσείοντα. Ως εκ τούτου, η έφεση επιτυγχάνει, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, και ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο