Nικολαΐδης Χριστόδουλος ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 271

(2003) 2 ΑΑΔ 271

[*271]27 Ιουνίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7217)

 

Ποινή ― Δεκασμός Δημόσιου Λειτουργού ― Απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό αμοιβής πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του ― Διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία ― Εφεσείων 58 ετών με λευκό ποινικό μητρώο ― Προβλήματα υγείας, οικογενειακές περιστάσεις και δεινή οικονομική κατάσταση ―Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις εννέα κατηγορίες ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αρχές που διέπουν επέμβαση του Εφετείου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν πεισθεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι που του δίνουν το δικαίωμα να το κάμει αυτό ―Αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης εκτός αν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.

Ποινική Δικονομία ― Κλήση κατηγορουμένου σε απολογία ― Είναι επιτρεπτή, όταν η Κατηγορούσα Αρχή παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία με την οποία δημιουργείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής του κατηγορουμένου ― Άρθρο 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 και 30.3(β)(γ) του Συντάγματος και τα Άρθρα 2 και 3(β) του Νόμου 39/62 που έχει επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη περιλαμβάνει και την υποχρέωση της Κατηγορούσας [*272]Αρχής να αποκαλύψει στην υπεράσπιση τη σχετική μαρτυρία υπέρ ή εναντίον κατηγορουμένου.

Προκατάληψη Δικαστή ― Τα μέλη του Δικαστικού Σώματος στην Κύπρο ενεργούν κατά τεκμήριο με ανεξαρτησία και αμεροληψία ― Κατά πόσο στην παρούσα υπόθεση η Δικαστής ενήργησε προκατειλημμένα εναντίον του κατηγορουμένου ― Κατά πόσο η καταφυγή σε χαρακτηρισμούς αναφορικά με τη συμπεριφορά κατηγορουμένου αποτελούσαν προκατάληψη εναντίον του.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα, η οποία συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία αξιοπιστίας και να απορρίψει την υπόλοιπη.

Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν δημόσιος υπάλληλος, βρέθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες που αφορούσαν δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού (κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό αμοιβής πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών (κατά παράβαση του Άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία (κατά παράβαση του Άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161).

Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις εννέα κατηγορίες.

Από τη μαρτυρία που είχε παρουσιασθεί διαφάνηκε ότι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι στο Τμήμα Μετανάστευσης παρατηρείτο καθυστέρηση στην έκδοση αδειών εισόδου σε αιτήσεις που υποβάλλονταν από καλλιτεχνικούς πράκτορες για την είσοδο αδειών εισόδου σε ξένες καλλιτέχνιδες και ότι ο εφεσείων, που ήταν υπεύθυνος του αρμόδιου Τμήματος, επέδειξε εύνοια σε ορισμένους καλλιτεχνικούς πράκτορες για την επίσπευση της εξέτασης των αιτήσεών τους, έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων.

Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι αν ο εφεσείων δεν έπαιρνε δύο συγκεκριμένα δώρα για το γάμο της κόρης του, δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κακή χρήση της διακριτικής του ευχέρειας ή για διαφθορά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την ορθότητα της απόφασης αναφορικά με την καταδίκη του όσο και την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

[*273]Λόγοι έφεσης εναντίον καταδίκης:

1.  Εσφαλμένη αξιολόγηση και/ή αποδοχή μαρτυρίας και κατάληξη σε εσφαλμένα ευρήματα,

2.  Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων,

3.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία,

4.  Παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 1 ανωτέρω, ο εφεσείων υποστήριξε ότι υπήρξαν αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και επίσης ότι ο ίδιος υπήρξε θύμα σκευωρίας και ότι αν δεν καταδιωκόταν με λύσσα δεν θα ετύγχανε αυτής της μεταχείρισης και διαπόμπευσης για δώρα γάμου που έγιναν 3½ χρόνια προηγουμένως.

Αναφορικά με τον λόγο έφεσης 4 ανωτέρω, ο εφεσείων πρόβαλε τους ακόλουθους ισχυρισμούς:

α) Επηρεασμό της Δικαστού που εκδίκασε την υπόθεση και

β) Παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει στη διάθεση της υπεράσπισης έγγραφα που ήταν χρήσιμα και αναγκαία για την υπεράσπιση του εφεσείοντος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα κριτήρια που καθορίζουν πότε το Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει σε ευρήματα που στηρίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων έχουν τονιστεί επανειλημμένα με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.  Αν από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Ποινικό Εφετείο δεν επεμβαίνει. Το Ποινικό Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Ποινικό Εφετείο έχει [*274]τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα.

     Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επεμβάσεως του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη.

     Στην παρούσα υπόθεση, όταν η μαρτυρία εξεταστεί σφαιρικά, διαπιστώνεται ότι δεν παρουσιάζει τις εγγενείς εκείνες αδυναμίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις διαφορές των μαρτύρων κατηγορίας.  Η ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δείχνει ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε με την αναγκαία προσοχή και ότι τα ευρήματα είναι δικαιολογημένα.

2.  Στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά για στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα για την απόδειξη των κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.

3.  Εν όψει των διαπιστώσεων του Εφετείου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας, η εξέταση της εισήγησης αν λανθασμένα κλήθηκε ο εφεσείων σε απολογία, δεν έχει οποιαδήποτε ωφελιμότητα.

4.  α) Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου κατοχυρώνεται με το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

     Η γνώμη διαδίκου, ότι το Δικαστήριο ή ένας Δικαστής δεν είναι αμερόληπτος, θα πρέπει να εξετάζεται. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ύπαρξη μεροληψίας είναι «υποκειμενικά δικαιολογημένη».

     Στην Κύπρο τα μέλη του Δικαστικού Σώματος ενεργούν κατά τεκμήριο με ανεξαρτησία και αμεροληψία χωρίς να επηρεάζονται από δημοσιεύματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, εκτός αν αποδειχθεί σαφώς ότι υπήρξε προκατάληψη σε συγκεκριμένη περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας ή η δημιουργία εντύπωσης ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης. Η καταφυγή του Δικαστή σε χαρακτηρισμούς, έστω και σκληρούς για τη συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν αποδεικνύουν προκατάληψη εναντίον του, ανκαι θα ήταν σοφότερο να αποφεύγονται.

[*275]     β)  Το δικαίωμα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται με το Σύνταγμα και το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (όπως έχει επικυρωθεί στην Κύπρο με το Νόμο 39/62), περιλαμβάνει και την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψει στην Υπεράσπιση «όλη τη σχετική μαρτυρία υπέρ ή εναντίον του κατηγορουμένου».

     Στην Κύπρο η υποχρέωση αυτή έχει ρυθμιστεί νομοθετικά με τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 142/91).

     Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης αλλά μόνο σε σχέση με μαρτυρία

1) που είναι σχετική,

2) που είναι ουσιώδης ή μπορεί να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα που αναμένεται να εγερθούν ή εγείρονται αναπάντεχα κατά τη διάρκεια της δίκης.

     Στην παρούσα υπόθεση φαίνεται ότι τα έγγραφα των προηγούμενων χρόνων που δεν δόθηκαν στην υπεράσπιση δεν αποτελούσαν μέρος του ανακριτικού υλικού που είχε περισυλλεγεί από την Αστυνομία και επιπρόσθετα ήταν άσχετα με την παρούσα διαδικασία, ενώ για τα υπόλοιπα δόθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι για τη μη παρουσίαση τους.

Έφεση εναντίον της ποινής:

Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική για να δικαιολογείται η μείωσή της.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41,

Kades v. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212,

Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391,

Leslie Charles Parker [1986] 82 Cr. App. Rep. 69,

[*276]R. v. Millray (1962) C.L.R. 99,

Leslie Ernest Mills [1979] 68 Cr. App. Rep. 154,

Wellburn and others [1979] 69 Cr. App. R. 254,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

Hauschildt v. Denmark, A 154 para 50 [1989],

Sainte Marie v. France, A 253-A para 32 [1992],

Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268,

Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All E.R. 65,

Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All E.R. 577,

Taylor and another v. Lawrence and Another [2002] 2 All E.R. 353,

R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769,

R. v. Melvin and Dingle ημερ. 20/12/1993,

Korellis v. Cyprus, Αίτηση Αρ. 54528/2000, ημερ. 7/1/2000 (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων),

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Υπ. Αρ. 31331/99), με την οποία στις 25/10/01, βρέθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες που αφορούσαν δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού (κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό αμοιβής πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του (κατά παράβαση του Άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία (κατά παράβαση του Άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161) και καταδικάστηκε στις 30/10/01, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 μηνών.

Κ. Μιχαηλίδης με Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

[*277]Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων, που κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε ως δημόσιος υπάλληλος, βρέθηκε ένοχος σε κατηγορίες δεκασμού, απόσπασης αμοιβής πέραν από τον κανονικό του μισθό και διαφθοράς και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 20 μηνών.

(α) Τα γεγονότα.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες που αφορούσαν δεκασμό Δημόσιου Λειτουργού (κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154), απόσπαση από Δημόσιο Λειτουργό αμοιβής πέρα από τον κανονικό μισθό και των απολαβών του (κατά παράβαση του Άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και διαφθορά προσώπου που υπηρετεί τη Δημοκρατία (κατά παράβαση του Άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161).

Άνκαι δεν υπήρξε οποιαδήποτε εναρκτήρια δήλωση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, διαφαίνεται από τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε ότι η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι στο Τμήμα Μετανάστευσης παρετηρείτο καθυστέρηση στην έκδοση αδειών εισόδου σε αιτήσεις που υποβάλλονταν από καλλιτεχνικούς πράκτορες για την έκδοση αδειών εισόδου σε ξένες καλλιτέχνιδες και ότι ο εφεσείων, που ήταν υπεύθυνος του αρμόδιου Τμήματος, επέδειξε εύνοια σε ορισμένους καλλιτεχνικούς πράκτορες για την επίσπευση της εξέτασης των αιτήσεων τους, έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων.

Η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι ο εφεσείων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας και των κριτηρίων που εφαρμόζονταν στο Τμήμα του, δίνοντας οδηγίες για την εξυπηρέτηση των καλλιτεχνικών πρακτόρων προτού έλθει η σειρά τους. Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι αν ο εφεσείων δεν έπαιρνε δύο συγκεκριμένα δώρα για το γάμο της κόρης του, δεν θα μπορούσε να κατηγορηθεί για κακή χρήση της διακριτικής του [*278]ευχέρειας ή για διαφθορά.

(β)  Οι λόγοι έφεσης.

Ο εφεσείων προσβάλλει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για τους πιο κάτω λόγους:

(1)   Η πρωτόδικη απόφαση είναι αδικαιολόγητη και/ή παράλογη και/ή ανασφαλής γιατί εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 Κυριάκου Κακούρη και Μ.Κ.21 Ιωάννας Πετεβίνου, κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα με την απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου, εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας Μάριου και Μέλιου Αθανασίου, Μ.Κ.23 και Μ.Κ.24, εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.25 Γιαννάκη Γεωργίου και εσφαλμένα απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και αποδέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας,

(2)         Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος,

(3)         Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία,

(4)         Κατά την πρωτόδικη διαδικασία παραβιάσθηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη,

(5)   Η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα παράλογη και υπερβολική.

 

(1)            Η πρωτόδικη απόφαση είναι αδικαιολόγητη και/ή παράλογη και/ή ανασφαλής λόγω εσφαλμένης αποδοχής και αξιολόγησης μαρτυρίας.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η Δικαστής που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση ήταν προκατειλημμένη εναντίον του από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας μέχρι τη συμπλήρωση της, ακόμα και προτού αρχίσει η ακρόαση της υπόθεσης όταν εξέδωσε ένταλμα κράτησής του, ενώ ο εφεσείων βρισκόταν με καρδιακό πρόβλημα στο Νοσοκομείο. Ο εφεσείων ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι είχαν δοθεί άδειες στους Μ.Κ.24 Μέλιο Αθανα[*279]σίου, Μ.Κ.25 Γιαννάκη Γεωργίου (άλλως Ιπτάμενο) και Νίκο Πιερή (άλλως Μοκάμπο ή Παττιχάρη) σαν να ήταν ευνοούμενοί του, παραγνωρίζοντας ότι παρόμοιες άδειες είχαν εκδοθεί πριν από τη σειρά τους και για όλους τους καλλιτεχνικούς πράκτορες. Οι αιτιολογίες που εντοπίζονται στην πρωτόδικη απόφαση είναι “παντελώς αβάσιμες, αφύσικες, εξωπραγματικές και αποτελούν ακροβατισμούς και διαστρεύλωσιν της αλήθειας”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι δώρα για το γάμο της κόρης του, και όχι μάλιστα μικρά, είχαν δοθεί και από άλλους καλλιτεχνικούς πράκτορες. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε σημασία στο ποιόν των μαρτύρων κατηγορίας, ιδιαίτερα δε στο ότι μερικοί από τους καλλιτεχνικούς πράκτορες είχαν λόγους να ήταν δυσαρεστημένοι με τον εφεσείοντα, όπως επίσης και στο ότι η Αστυνομία παρέλειψε να πάρει κατάθεση από τον εφεσείοντα. Η προκατάληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενισχύεται, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, και με την αποδοχή αίτησης που υποβλήθηκε από το Νίκο Πιερή για την παροχή άδειας σε ξένη καλλιτέχνιδα χωρίς να γίνει έλεγχος της Αστυνομίας αν αυτή βρισκόταν στον κατάλογο των απαγορευμένων προσώπων που δεν μπορούσαν να έλθουν στην Κύπρο, όπως επίσης και σε έγκριση άδειας για να εργασθούν οι καλλιτέχνιδες που θα έρχονταν στην Κύπρο, στο Μ.Κ.24 Μέλιο Αθανασίου αντί στον Αντωνιάδη που είχε υποβάλει τη σχετική αίτηση. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η Αστυνομία δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να μελετήσει φακέλους “ωρισμένων περιόδων” για να καταδείξει ότι όλοι οι καλλιτεχνικοί πράκτορες ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ότι υπήρχε καθυστέρηση στην έκδοση των θεωρήσεων εισόδου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης Αστυνομίας υπέβαλε, αναφορικά με την παράλειψη λήψης κατάθεσης από τον εφεσείοντα, ότι ορθά έπραξε η Αστυνομία, αφού έκρινε ότι είχε ικανοποιητική μαρτυρία για να τον κατηγορήσει, προσθέτοντας ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να προβάλει την εκδοχή του με την απάντηση που έδωσε όταν κατηγορήθηκε, πράγμα που δεν έπραξε. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος για το τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια για την έκδοση αδειών είναι κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης άσχετοι με την παρούσα διαδικασία, αφού ο ουσιώδης χρόνος, που σχετίζεται άμεσα με τις κατηγορίες, είναι εκείνος του έτους 1996, όταν έγιναν οι δωροδοκίες με το πρόσχημα του γάμου της κόρης του εφεσείοντος τον Ιούνιο του 1996. Προς τούτο σχετική είναι η μαρτυρία του Μ.Κ.11 Μάκη Πολυδώρου, που ήταν διοικητικά υπεύθυνος για τις καλλιτέ[*280]χνιδες από το 1987 μέχρι τις αρχές του 1997. Επίσης, το τι συνέβαινε μεταγενέστερα είναι άσχετο και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μαρτυρία για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάνθηκε ότι ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ότι υπήρχε πρόβλημα καθυστέρησης στην έκδοση θεωρήσεων εισόδου, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης αναφέρθηκε στα πρακτικά σύσκεψης της 25/1/1996 (Τ. 234), όπου σημειώνεται ότι “Ο Λειτουργός Μετανάστευσης αναφέρει ότι λόγω του μεγάλου φόρτου εργασίας και της πολιτικής που υπάρχει για άμεση εξυπηρέτηση των εποχιακών εργατών, πράγματι υπάρχει καθυστέρηση”. Επίσης υποδείχθηκε μέσα στα ίδια πλαίσια το περιεχόμενο του Τ. 143, σύμφωνα με το οποίο ο Σύνδεσμος Καλλιτεχνικών Πρακτόρων εξέφραζε παράπονα ότι, λόγω της μη έγκαιρης έκδοσης θεωρήσεων εισόδου σε καλλιτέχνιδες, οι τελευταίες αναγκάζονταν να μεταβαίνουν σε άλλες χώρες.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι όλοι οι πράκτορες ετύγχαναν της ίδιας μεταχείρισης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης επικαλέστηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.9 Δέσπως Κυπριανού η οποία επιβεβαιώνει την προνομιακή μεταχείριση του αποβιώσαντος Νίκου Πιερή, του Μ.Κ.24 Μέλιου Αθανασίου και του Μ.Κ.25 Γιαννάκη Γεωργίου, όπως επίσης και το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης, στην οποία σημειώνεται ότι η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής ήταν να αποδείξει τη συγκεκριμένη εύνοια του εφεσείοντος προς τους πιο πάνω μάρτυρες και ότι δέχθηκε αμοιβή για να επιδείξει την εύνοια αυτή.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 Κ. Κακούρη και Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου.

Αναφορικά με τη Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου, η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή στην ολότητά της, προβλήθηκε η εισήγηση ότι η μάρτυς ήταν εχθρική προς τον εφεσείοντα και ότι έπρεπε να κριθεί σαν αναξιόπιστη και τούτο γιατί είπε συγκεκριμένα ψέματα ως προς την έκδοση των αδειών. Ιδιάζουσα σημασία δόθηκε στην κατάθεση της μάρτυρος ότι σε έξι αιτήσεις που υποβλήθηκαν από το Μ.Κ. 13 Γιαννάκη Ιωάννου (Τ. 45(12)) στις 9/7/96, το Τμήμα εξέδωσε τις άδειες την επόμενη μέρα στις 10/7/96, κατόπιν οδηγιών του εφεσείοντος. Όταν υποβλήθηκε στη μάρτυρα ότι ο εφεσείων απουσίαζε μεταξύ 8/7/96 και 10/7/96 στη Μόσχα η μάρτυς απάντησε, “Μπορεί να είναι ο αντικαταστάτης. Εγώ σας είπα από την αρχή ότι είχα οδηγίες είτε από το Νικολαΐδη είτε από τους [*281]αντικαταστάτες του, γιατί δεν ήταν ένας.”

Αναφορικά με το Μ.Κ.2 Κ. Κακούρη, υποβλήθηκε εκ μέρους του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος ότι ο μάρτυς περιέπεσε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις σε ψέματα που θα έπρεπε να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Μ.Κ.2 Κ. Κακούρης διέκειτο εχθρικά προς τον εφεσείοντα, αφού, λόγω εισήγησης του εφεσείοντος, ο μάρτυς μετατέθηκε σε άλλο Τμήμα λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.

Εκ μέρους της εφεσίβλητης υποβλήθηκε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του και ότι δεν είναι ορθό ότι τόσο αυτός όσο και η Μ.Κ. 21 Ι. Πετεβίνου πρόσφεραν οι ίδιοι εξυπηρετήσεις στους καλλιτεχνικούς πράκτορες και προσπάθησαν να φορτώσουν την ευθύνη στον εφεσείοντα. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου, ότι της είχαν δοθεί οδηγίες από τον εφεσείοντα για γρήγορη επίσπευση της έκδοσης άδειας για έξι καλλιτέχνιδες, ενώ αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό, ο συνήγορος της εφεσίβλητης ανέφερε ότι η διαδικασία αυτή ακολουθήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις όταν ο εφεσείων απουσίαζε, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των συμβολαίων Χ16 και Χ17 (που αφορούσαν το Μ.Κ.24 Μέλιο Αθανασίου) και στο συμβόλαιο Χ7 (που αφορούσε τον αποβιώσαντα Νίκο Πιερή).

Ο εφεσείων εισηγείται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου, ενώ προέβηκε στην απόρριψη του υπόλοιπου μέρους της μαρτυρίας του. Ο εφεσείων εισηγείται ότι η μαρτυρία του θα έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της, αφού ο μάρτυς αποδείχθηκε ψεύτης και πλαστογράφος και ήταν ένας από τους υποκινητές ή κατασκευαστές της υπόθεσης εναντίον του εφεσείοντος.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.23 και Μ.Κ.24 Μάριου και Μέλιου Αθανασίου που συγκρούεται με τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 Μιχαλάκη Φράγκου. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του ότι θα υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι οι πιο πάνω μάρτυρες είναι συναυτουργοί και προς τούτο θα τους αντιμετωπίζει με “καχυποψία και περίσκεψη”, έγινε από το πρωτόδικο Δικαστήριο για να ενισχύσει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση και ο υποβιβασμός των κραυγαλέων αντιφάσεων στις μαρτυρίες που έδωκαν σε μικροατέλειες και επουσιώδεις διαφορές, αποδεικνύουν την καταφα[*282]νή προκατάλειψη του Δικαστηρίου εναντίον του εφεσείοντος. Αναφορικά με το Μ.Κ.23 Μάριο Αθανασίου υποδείχθηκαν διαφορές στη μαρτυρία του σε σχέση με τη μαρτυρία άλλων μαρτύρων κατηγορίας (όπως π.χ. του Μ.Κ.22 Μ. Φράγκου και της Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου) και υποβλήθηκε ότι συνολικά η μαρτυρία του θα έπρεπε να κριθεί ως αναξιόπιστη. Επιπρόσθετα, σχετικά με το Μ.Κ.24 Μέλιο Αθανασίου, υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία του έπρεπε να είχε απορριφθεί, αφού παρατηρούνται σημαντικές αντιφάσεις στην κατάθεσή του σε σχέση με όσα έχουν καταθέσει οι Μ.Κ.23 Μάριος Αθανασίου και Μ.Κ.22 Μιχαλάκης Φράγκος. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι ο μάρτυς έλεγε ψέματα στο Δικαστήριο, τονίστηκε ότι επέμενε ότι έδωσε την κατάθεση του στην Αστυνομία στη Λευκωσία, άνκαι του υποδείχθηκε, κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης, ότι η κατάθεση λήφθηκε στη Λεμεσό.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.25 Γιαννάκη Γεωργίου. Ο Μ.Κ.25 Γιαννάκης Γεωργίου (άλλως Εβραίος) ήταν ιδιοκτήτης τεσσάρων νυκτερινών κέντρων (καμπαρέ). Επειδή οι άδειες που ζητούσε καθυστερούσαν, αφού εκδίδονταν μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 30 ημερών, επισκέφθηκε τον εφεσείοντα μαζί με το Μ.Κ.22 Μιχαλάκη Φράγκο (που γνώριζε τον εφεσείοντα), και αφού ανέφερε στον εφεσείοντα ότι καθυστερούσε η έκδοση αδειών σε αιτήσεις που υπέβαλλε, ο εφεσείων έδωσε οδηγίες στη Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου να εκδώσει τις άδειες του Μ.Κ.25 μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, πράγμα που έγινε. Ο μάρτυς έδωσε τότε στον εφεσείοντα $3.000 σαν δώρο για το γάμο της κόρης του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου είναι αντιφατική αφού ο ίδιος προέβαλε διαφορετικές εκδοχές και ταυτόχρονα η μαρτυρία του συγκρούεται με εκείνη του Μ.Κ.22 Μ. Φράγκου, αφού μεταξύ άλλων ο Μ.Κ.22 αναφέρεται σε δύο συναντήσεις με τον εφεσείοντα (ενώ ο μάρτυς αναφέρεται σε μια), ο Μ.Κ.22 λέει ότι η πρωτοβουλία για το δώρο των $3.000 προήλθε από το Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου (ενώ ο μάρτυς λέει ότι η πρωτοβουλία ανήκε στο Μ.Κ.22) και ο Μ.Κ.22 ανέφερε ότι πρώτα πήγαν στο σπίτι του εφεσείοντος για να του πάρουν το δώρο και αργότερα στο γραφείο του (ενώ ο μάρτυς λέει ότι πήγαν στο γραφείο του εφεσείοντος).

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί να πληγεί η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου με την αντιπαραβολή της προς τη μαρτυρία του Μ.Κ.22 Μ. Φράγκου, αφού ο τελευταίος έκαμε μια εξαιρετικά πτωχή εντύπωση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, που τον έκρινε [*283]χωρίς κανένα δισταγμό αναξιόπιστο και αποφάσισε να μην αποδώσει καμιά βαρύτητα στη μαρτυρία του.

Έχει επίσης υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εκδοχή του και προτίμησε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, ανεξάρτητα από τις αντιφάσεις που παρατηρούνται στις μαρτυρίες τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τα ψέματα των Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου και Μ.Κ.2 Κ. Κακούρη, αποδέχθηκε αντί να απορρίψει τη μαρτυρία του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Γεωργίου για τις £2.000 και το κομπολόι και γενικά αντιμετώπισε τον εφεσείοντα με εχθρότητα και προκατάληψη. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι υπήρξε θύμα σκευωρίας και ότι αν δεν καταδιωκόταν με λύσσα δεν θα ετύγχανε αυτής της μεταχείρισης και διαπόμπευσης για δώρα γάμου που έγιναν 3½ χρόνια προηγουμένως.

Τα κριτήρια που καθορίζουν πότε το Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει σε ευρήματα που στηρίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων έχουν τονιστεί επανειλημμένα με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεων. Όπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Ποινικό Εφετείο δεν επεμβαίνει. Το Ποινικό Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Ποινικό Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα.

Όπως έχει τονισθεί χαρακτηριστικά από τον πρώην Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Α. Λοΐζου στην υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, στη σελ. 75,

“Πρέπει δε να τονισθεί ότι το Δικαστήριο αυτό δεν επεμβαίνει με την ετυμηγορία Δικαστών σε ποινικές υποθέσεις η οποία στηρίζεται πάνω στα ευρήματά των σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, εκτός αν το Δικαστήριο πεισθεί ότι υπάρχουν καλοί λόγοι που του δίνουν το δικαίωμα να το κάμει αυτό. Επίσης, όπως τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επεμ[*284]βάσεως του Εφετείου, εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη. (Βλέπε Shioukiouroglou v. Police [1966] 2 C.L.R. 39 στη σελ. 42, Miliotis v. The Police (1971) 2 C.L.R. 292 στη σελ. 295, Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337 στη σελ. 378, Karamanis v. The Police (1977) 2 C.L.R. 92 στη σελ. 96, Fasouliotis v. The Police (1979) 2 C.L.R. 180 στη σελ. 181, Yiannakou v. The Police (1982) 2 C.L.R. 37). Θα πρέπει όμως να λεχθεί ότι το Δικαστήριο αυτό κατ’ έφεση είναι σε εξίσου καλή θέση να εξάξει συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα και να εξετάσει περαιτέρω κατά πόσο η ετυμηγορία του εκδικάσαντος Δικαστηρίου λήφθηκε κάτω από το φως τέτοιας μαρτυρίας ή χωρίς αναφορά σε αυτά ή παρόλα αυτά, ανάλογα με την περίπτωση. (Kafalos v. The Queen, 19 C.L.R. 121 στη σελ. 125, HadjiCosta (No.2) v. The Republic (1965) 2 C.L.R. 95, Paspalli v. The Police (1968) 2 C.L.R. 108).”

Στην παρούσα υπόθεση έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ένας μεγάλος αριθμός εισηγήσεων που αναφέρονται σε συγκεκριμένες διαφορές που παρουσιάζονται στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας. Έχουμε ήδη καταγράψει αρκετές από αυτές σε μια προσπάθεια να καταδείξουμε ότι οι προεκτάσεις τους στο σύνολο της μαρτυρίας που έχει δοθεί δεν είναι σημαντικές, σε βαθμό που θα οδηγούσαν στην ανατροπή των πρωτόδικων συμπερασμάτων. Αναμφίβολα μικρές διαφορές υπάρχουν. Θα ήταν αδύνατο μέσα στα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της παρούσας υπόθεσης (μεγάλος αριθμός μαρτύρων, καταχωρίσεις και δημιουργία μεγάλου αριθμού φακέλων, αναφορές σε συγκεκριμένες αιτήσεις και ημερομηνίες) να προκύψει η εικόνα μιας συνολικής μαρτυρίας χωρίς την ύπαρξη μερικών κενών ή διαφορών. Όμως η μαρτυρία, όταν εξετασθεί σφαιρικά, διαπιστώνεται ότι δεν παρουσιάζει τις εγγενείς εκείνες αδυναμίες που θα μπορούσαν να προκύψουν από τις συγκεκριμένες διαφορές των μαρτύρων κατηγορίας που θα οδηγούσαν στην απόρριψη της εκδοχής των μαρτύρων κατηγορίας. Η ανάλυση στην οποία έχει προβεί το πρωτόδικο Δικαστήριο δείχνει ότι η μαρτυρία αξιολογήθηκε με την αναγκαία προσοχή και ότι τα ευρήματα είναι δικαιολογημένα.

Πιο συγκεκριμένα αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία των Μ.Κ.2 Κ. Κακούρη και Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου, σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στη [*285]μαρτυρία του Μ.Κ.2 και της Μ.Κ.21 σε σχέση με την υποβολή εκ μέρους της Υπεράσπισης ότι οι μαρτυρίες τους δεν έπρεπε να γίνουν αποδεκτές και ότι ενεργούσαν αυτόβουλα χωρίς τις οδηγίες του εφεσείοντος. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στις οδηγίες του εφεσείοντος προς τη Μ.Κ.21 για την άμεση έκδοση άδειας που υποβλήθηκε από τους Μ.Κ.23 και Μ.Κ.24 ταυτόχρονα με την παράδοση £500 στον εφεσείοντα, στην έκδοση άδειας για την επανείσοδο καλλιτέχνιδας στην Κύπρο, παρά το ότι η Μ.Κ.21 προειδοποίησε τον εφεσείοντα ότι, σύμφωνα με το τεκμήριο 45(8), η καλλιτέχνιδα αυτή ήταν μολυσμένη με σύφιλη, στην χωρίς έλεγχο είσοδο καλλιτέχνιδας (Τ.20) χωρίς να προηγηθεί ο σχετικός έλεγχος της Αστυνομίας, όπως επίσης και στο ότι οι αιτήσεις που αφορούσαν το Νίκο Πιερή εκδίδονταν σε “χρόνο ρεκόρ”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού προέβηκε σε μια ενδελεχή εξέταση της μαρτυρίας των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας, κατέληξε στο συμπέρασμα να αποδεχθεί εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία τους και πάνω σε αυτή να βασίσει τα ανάλογα συμπεράσματά του. Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι οι μάρτυρες αυτοί έδωσαν θετική εντύπωση και κρίθηκαν ειλικρινείς, αξιόπιστοι και μάρτυρες αλήθειας. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε, “η μαρτυρία των μαρτύρων αυτών δεν έγινε σε κανένα της σημείο δυνατό να κλονισθεί κατά την αντεξέταση και η προσπάθεια του κατηγορουμένου με τη μαρτυρία του να ρίξει σκιά στην αξιοπιστία τους, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα”. Συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση και απορρίπτουμε την εισήγηση του εφεσείοντος ως ανεδαφική.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι η απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα, παρατηρούμε ότι το Δικαστήριο αφού συνεκτίμησε την εικόνα που σχημάτισε από τη συμπεριφορά του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου ενώπιον του, αποφάσισε να αποδεχθεί ένα μέρος της μαρτυρίας και να απορρίψει το υπόλοιπο. Η πιο πάνω εκτίμηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αυθαίρετη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αποδοχή του μέρους εκείνου της μαρτυρίας του που επιβεβαιωνόταν από άλλη αξιόπιστη μαρτυρία για να απορρίψει εκείνη που παρέμενε χωρίς άλλη επιβεβαίωση, καθορίζοντας προς τούτο ποιά συγκεκριμένα μέρη της μαρτυρίας του μάρτυρος γίνονταν αποδεκτά και ποιά όχι. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθή, αφού μια τέτοια ενέργεια είναι αποδεκτή μέσα στα πλαίσια της σχετικής νομολογίας που επιτρέπει σε ένα Δικαστήριο την αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρος και την απόρριψη της υπόλοιπης. (Βλ. Kades ν. Nicolaou and another (1986) 1 C.L.R. 212 και Σάββα ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391. Μέ[*286]σα στα πιο πάνω πλαίσια η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι η αποδοχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.23 και Μ.Κ.24 Μάριου και Μέλιου Αθανασίου ήταν εσφαλμένη, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η απαρίθμηση των διαφορών που παρατηρήθηκαν συνηγορεί υπέρ της θέσης ότι η μαρτυρία των πιο πάνω έπρεπε να απορριφθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη μαρτυρία τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μάρτυρες “απαντούσαν όλες τις ερωτήσεις με ηρεμία, σταθερότητα, ευθύτητα, αποφασιστικότητα και χωρίς δυσκολία”. Η μαρτυρία τους, που εξετάστηκε συγκριτικά με τη μαρτυρία των άλλων μαρτύρων κατηγορίας, αποτελούσε “ένα συμπαγές σύνολο εναρμονισμένο στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας και σε αυτή παρατίθενται κατά τρόπο σαφή όλα τα γεγονότα και λεπτομέρειες που αφορούν ουσιώδη σημεία της υπόθεσης”. Οι διαφορές που εντοπίσθηκαν στη μαρτυρία τους κρίθηκαν πολύ επουσιώδεις, που μπορούσαν να αποδοθούν στη φυσιολογική εξασθένηση της μνήμης ή στον τρόπο διατύπωσης ή εξιστόρησης κάποιων περιστατικών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι μάρτυρες αυτοί ήταν συναυτουργοί και εφόσον η μαρτυρία τους ήταν αποδεκτή, αποφάνθηκε ότι κατόπιν συνεχών και έντονων αυτοπροειδοποιήσεων και αυτοϋπενθυμίσεων που αφορούσαν την αποδοχή μαρτυρίας συναυτουργών χωρίς ενίσχυση, αποφάσισε να προχωρήσει στην αποδοχή της μαρτυρίας τους χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Ανεξάρτητα από την πιο πάνω προσέγγιση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία των πιο πάνω ενισχυόταν και από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απόλυτα ορθή. Αφού προέβηκε σε μια λεπτομερή ανάλυση της μαρτυρίας τους, την αποδέχθηκε κατόπιν προειδοποίησης για την αποδοχή της, λόγω της φύσης της, ενώ, επιπρόσθετα, διευκρίνισε ότι υπήρχε άλλη μαρτυρία που επιβεβαίωνε τους ισχυρισμούς των πιο πάνω μαρτύρων κατηγορίας. Ο εφεσείων δεν μας έπεισε ότι υπάρχουν λόγοι που δικαιολογούν την επέμβαση μας. Η εισήγηση απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.25 Γιαννάκη Ιωάννου ήταν λανθασμένη, παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Κ.25, σημείωσε ότι καταβλήθηκε προσπάθεια από την Υπεράσπιση να κλονίσει την αξιοπιστία του με την κατάθεση εγγράφων που αφορούσαν τιμωρίες που του είχαν επιβληθεί από τον εφεσείοντα, με υποβολές ότι προωθούσε καλλιτέχνιδες στην πορνεία και με την επισήμανση διαφορών σε σχέση με όσα κατέθεσε η [*287]Μ.Κ.21. Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τους πιο πάνω ισχυρισμούς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Μ.Κ.25 συνήδε με την κατάθεση της Μ.Κ.21, ότι υπήρχαν μερικές αντιφάσεις στη μαρτυρία του (όπως π.χ. η αναφορά του στον αστυνομικό που του πήρε κατάθεση ότι οι αιτήσεις που αφορούσαν τις άδειες 20-30 καλλιτέχνιδων ήταν καθυστερημένες και όχι καινούριες αιτήσεις) που ήσαν όμως επουσιώδεις και ότι, μετά την πάροδο τεσσάρων χρόνων, ήταν αδύνατο για το μάρτυρα να θυμάται λεπτομερώς τις ημερομηνίες έκδοσης αδειών εισόδου. Το τελικό συμπέρασμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας του Μ.Κ.25 ήταν η χωρίς καμιά αμφιβολία και επιφύλαξη συνολική αποδοχή της μαρτυρίας του. Έχουμε εξετάσει τις διάφορες εισηγήσεις που έχουν υποβληθεί αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας του Μ.Κ.25 και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας του έγινε μέσα σε ορθά πλαίσια και ότι δεν συντρέχει λόγος επέμβασης μας.

Αναφορικά με την εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος και αποδέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας μετά από μια προσεκτική ανάλυση της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πιο πάνω προσέγγιση ήταν ορθή. Οι διαφορές που μας υποδείχθηκαν στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας δεν είναι ουσιώδεις, σε βαθμό που θα οδηγούσαν στην ολική απόρριψη τους. Αντίθετα βρίσκουμε ότι ήταν επουσιώδεις και η αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων κατηγορίας πάνω στην οποία βασίστηκαν και τα ανάλογα ευρήματα ήταν εύλογη. Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(2)            Η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος.

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων που καθορίζονται στα Άρθρα 100 και 101 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως επίσης και στο Άρθρο 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161. Έχει υποβληθεί ότι τα γαμήλια δώρα αποτελούν ένα παγκύπριο έθιμο σύμφωνα με το οποίο δώρα προσφέρουν οι συγγενείς, οι φίλοι και πρόσωπα που συνδέονται επαγγελματικά με τους γονείς των νεονύμφων. Στην παρούσα υπόθεση οι νεόνυμφοι πήραν χρηματικά δώρα που ανέρχονταν σε £55.000. Το τι είπαν πρόσωπα τρία χρόνια μετά είναι χωρίς σημασία και τα χρηματικά δώρα που έχουν δοθεί δεν αποδεικνύουν ούτε διαφθορά ούτε ένοχη διάνοια (mens rea) εκ μέρους του [*288]εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την ανεπαρκή μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και παραγνώρισε την άλλη μαρτυρία και τα πολλά τεκμήρια που κατατέθηκαν, βρίσκοντας ένοχο τον εφεσείοντα, χωρίς να προβληματισθεί ότι “ένας έντιμος δημόσιος υπάλληλος, που ευσυνείδητα ασκούσεν επί δεκαετίας τα καθήκοντά του, δεν θα εδωροδοκείτο με μερικές ψωρόλιρες, εν συγκρίσει με το μισθό του, για 2 ή 3 δώρα γάμου”. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων πήρε δύο δώρα γάμου χωρίς να αποδειχθεί ότι τα πήρε με πρόθεση ή γνωρίζοντας ή υποψιαζόμενος ότι αποτελούσαν δωροδοκία. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει ότι ο εφεσείων δέχθηκε τα δώρα για να εκτελέσει τα καθήκοντά του αφού η άσκηση των καθηκόντων του ήταν ανεξάρτητη από τη λήψη των δώρων. Συμπερασματικά, ο εφεσείων εισηγείται ότι δε διέπραξε οποιαδήποτε παρανομία ή χάρη αλλά απλά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, χωρίς να ενεργήσει κατά διεφθαρμένο τρόπο, σύμφωνα με τον ορισμό της διαφθοράς, όπως έχει επεξηγηθεί στις αποφάσεις Leslie Charles Parker [1986] 82 Cr. App. Rep. 69, R. v. Millray (1962) C.L.R. 99 και Leslie Ernest Mills [1979] 68 Cr. App. Rep. 154.

Εκ μέρους της εφεσίβλητης υποβλήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι ορθή.

Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μια προσεκτική εξέταση των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των αδικημάτων, σε σχέση με τη μαρτυρία που είχε δοθεί και είχε γίνει αποδεκτή, καταδεικνύει την ορθή προσέγγιση και εξέταση του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πρωτόδικη απόφαση υπάρχει συγκεκριμένη αναφορά για στοιχεία που θεωρούνται απαραίτητα για την απόδειξη των κατηγοριών του δεκασμού (κατά παράβαση του Άρθρου 100(α) του Ποινικού Κώδικα), της απόσπασης από δημόσιο λειτουργό αμοιβής πέρα από τον κανονικό μισθό (κατά παράβαση του Άρθρου 101 του Ποινικού Κώδικα) και της διαφθοράς προσώπου που υπηρετεί την Κυπριακή Δημοκρατία (κατά παράβαση του Άρθρου 3(α) του περί Προλήψεως της Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 161).

Σημειώνονται επίσης οι αρχές που διέπουν την απόδειξη των πιο πάνω αδικημάτων όπως αυτές έτυχαν ανάλυσης στην Αγγλική υπόθεση Leslie Charles Parker (πιο πάνω) και άλλες. Στην υπόθεση Leslie Charles Parker ο εφεσείων, που ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής [*289]Έκδοσης Αδειών Οικοδομής ενός Δημοτικού Συμβουλίου, αποδέχθηκε, μετά την έκδοση μιας άδειας οικοδομής προς όφελος μιας εταιρείας, ένα χρηματικό ποσό. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το ποσό που εισέπραξε δεν ήταν αποτέλεσμα οποιασδήποτε συμφωνίας και ότι δεν τον επηρέασε στη λήψη της απόφασης, αφού δόθηκε μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής. Το ποσό απλά εξέφραζε την ευαρέσκεια της εταιρείας όταν εκδόθηκε η άδεια οικοδομής. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε, υιοθετώντας την απόφαση Wellburn and others [1979] 69 Cr. App. R. 254, ότι η έννοια του όρου της διαφθοράς συμπεριλαμβάνει και την αποδοχή χρηματικών ποσών για μια παλιά εύνοια, έστω και αν δεν υπήρχε προς τούτο οποιαδήποτε συμφωνία. Και τούτο γιατί το αδίκημα διαπράττεται όχι με την επίδειξη εύνοιας στην αίτηση που υποβάλλεται, αλλά με την αποδοχή αμοιβής για ό,τι έχει γίνει. Σύμφωνα με τις πιο πάνω αρχές και τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας που είχε γίνει αποδεκτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο γιατί,

(α) Δέχθηκε ποσό £500 προσωπικά από το Νίκο Πιερή (που απεβίωσε πριν από την ακρόαση της υπόθεσης) ως δώρο για το γάμο της κόρης του, γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για δωροδοκία του για διευκολύνσεις που παρείχε στον πιο πάνω στην έκδοση αδειών εισόδου σε καλλιτέχνιδες (κατηγορίες 1, 2 και 3),

(β) Δέχθηκε ποσό £500 από το Μ.Κ.23 και Μ.Κ.24 ως δώρο για το γάμο της κόρης του, γνωρίζοντας ότι συνιστούσε δωροδοκία για τις διευκολύνσεις που παρείχε στους πιο πάνω στην έκδοση αδειών εισόδου για καλλιτέχνιδες (κατηγορίες 4, 5 και 6),

(γ) Δέχθηκε $3.000 από το Μ.Κ.25 ως δώρο για το γάμο της κόρης του γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για δωροδοκία για τις εξυπηρετήσεις που παρείχε στον πιο πάνω στην έκδοση αδειών εισόδου σε καλλιτέχνιδες (κατηγορίες 7, 8 και 9).

Η ανάλυση της νομικής πλευράς των κατηγοριών και η αξιολόγηση της μαρτυρίας όπως είχε γίνει αποδεκτή, που κατέληξε στα ευρήματα ενοχής του εφεσείοντος, οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.

Συνακόλουθα η εισήγηση απορρίπτεται.

(3)            Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία.

[*290]Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κάλεσε λανθασμένα τον εφεσείοντα σε απολογία, αφού η μαρτυρία που παρουσιάσθηκε δεν στοιχειοθετούσε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων και η μαρτυρία αυτή είχε κλονισθεί ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης σε τέτοιο βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε εύρημα ενοχής του εφεσείοντος, επικαλούμενος προς τούτο την απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133.

Εκ μέρους της εφεσίβλητης προβλήθηκε η θέση ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός είναι παντελώς εσφαλμένος και ότι ορθά κλήθηκε σε απολογία ο εφεσείων.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 74(1)(γ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ένας κατηγορούμενος καλείται σε απολογία όταν η Κατηγορούσα Αρχή παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία, η φύση της οποίας δημιουργεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής του κατηγορουμένου. Αντίθετα η διακοπή της δίκης και η αθώωση του κατηγορουμένου καθίσταται επιτακτική όταν

(i)  Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί από την Κατηγορούσα Αρχή δεν στοιχειοθετεί τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος ή όταν

(ii) Η μαρτυρία που έχει παρουσιασθεί από την Κατηγορούσα Αρχή έχει κλονισθεί σε τέτοιο βαθμό ως αποτέλεσμα της αντεξέτασης ή είναι τόσο έκδηλα αβάσιμη σε βαθμό που κανένα λογικό δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτή για να καταλήξει σε εύρημα ενοχής του κατηγορουμένου.

(Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρίστου (2001) 2 Α.Α.Δ. 456 και Αποστόλου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7123 της 20/12/2002).

Έχοντας ήδη προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας, η εξέταση της εισήγησης αν λανθασμένα κλήθηκε ο εφεσείων σε απολογία, κρίνεται ότι δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε το ωφέλιμο.

(4)            Κατά την πρωτόδικη διαδικασία παραβιάσθηκαν τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.

[*291]Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι έχουν παραβιασθεί τα συνταγματικά και νόμιμα δικαιώματα του να τύχει δίκαιης δίκης και να προβάλει την υπεράσπισή του, κατά παράβαση του Άρθρου 30(2) και 3(β)(γ) του Συντάγματος και των άρθρων 2 και 3(β)του Νόμου 39/62 που έχει επικυρώσει την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τους λόγους έφεσης οι ισχυρισμοί αναφέρονται

(α)   Στον επηρεασμό της ίδιας της Δικαστού που εκδίκασε την υπόθεση και

(β)   Στην παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει στη διάθεση της Υπεράσπισης έγγραφα που ήταν χρήσιμα και αναγκαία για την υπεράσπιση του εφεσείοντος.

(α) Επηρεασμός της Δικαστού.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η Δικαστής που εξεδίκασε την υπόθεση δεν ήταν αμερόληπτη αλλά προκατειλημμένη εναντίον του. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι η Δικαστής είχε επηρεασθεί από τα δημοσιεύματα και δηλώσεις επισήμων που είχαν γίνει στον τύπο και ότι δεν έδωσε εύλογο χρόνο στον εφεσείοντα να προετοιμάσει την υπεράσπιση του. Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η προκατάληψη του Δικαστηρίου εναντίον του αποδείχθηκε με την έκδοση διατάγματος κράτησης του ενώ βρισκόταν με καρδιακό πρόβλημα στο Νοσοκομείο, με την αναφορά της Δικαστού στο διάταγμα προσωποκράτησης του σε ισχυρισμούς για τους οποίους δεν είχε προσφερθεί μαρτυρία και στον χαρακτηρισμό του στην πρωτόδικη απόφαση σαν αισχρού και ασύστολου ψεύτη.

Το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης προνοεί ότι,

“Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσις του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως.”

Η ανεξαρτησία και αμεροληψία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου κατοχυρώνεται και με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος το οποίο προνοεί ότι,

“Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής δια[*292]δικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου.”

Η γνώμη ενός διαδίκου που ισχυρίζεται ότι ένα Δικαστήριο ή ένας Δικαστής δεν είναι αμερόληπτος θα πρέπει να εξετάζεται. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο η ύπαρξη μεροληψίας είναι “υποκειμενικά δικαιολογημένη”. (Βλ. Hauschildt v. Denmark, A 154 para 50 [1989] και Sainte Marie v. France, A 253-A para 32 [1992]).

Οι προεκτάσεις του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος εξετάστηκαν στην Κύπρο από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Δημοκρατίας (1994) 1 Α.Α.Δ. 268, όπου ο Δικαστής Στυλιανίδης εκδίδοντας την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου τόνισε ότι,

“Το κριτήριο για την εξαίρεση Δικαστή είναι η δημιουργία δικαιολογημένης εντύπωσης ύπαρξης πραγματικής πιθανότητας προκατάληψης από το Δικαστή στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη, ο οποίος γνωρίζει όλα τα γεγονότα. Εικασίες και καχυποψίες μόνο δεν είναι αρκετές.”

Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε στην Αγγλική απόφαση Locabail Ltd v. Bayfield Properties [2001] 1 All ER 65, στην οποία καθορίσθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές που διέπουν το θέμα. (Βλ. επίσης Ex p. Pinochet Ugarte (No.2) [1999] 1 All ER 577 (HL)).

Το θέμα της προκατάληψης εξετάστηκε επίσης πρόσφατα στην Αγγλία στην υπόθεση Taylor and Another v. Lawrence and Another [2002] 2 All ER 353, όπου κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί προκατάληψη του Δικαστή, ο οποίος την προηγούμενη μέρα της έκδοσης μιας απόφασης είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες των δικηγόρων ενός από τους διαδίκους για την τροποποίηση της διαθήκης του και εκείνης της γυναίκας του. Στη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου ο Lord Woolf παρατήρησε ότι θα ήταν αδιανόητο για ένα καλά πληροφορημένο παρατηρητή να δεχθεί ότι ένας δικαστής θα μπορούσε να επηρεασθεί και να ευνοήσει ένα διάδικο με τον οποίο δεν είχε οποιαδήποτε σχέση, απλά και μόνο γιατί ο διάδικος αυτός εκπροσωπείτο από δικηγόρους που ενεργούσαν ως δικηγόροι του Δικαστή σε ένα προσωπικό θέμα του Δικαστή αναφορικά με μια διαθήκη.

Στην Κύπρο τα μέλη του Δικαστικού Σώματος ενεργούν κατά τεκμήριο με ανεξαρτησία και αμεροληψία, χωρίς να επηρεάζονται από δημοσιεύματα των μέσων μαζικής επικοινωνίας, εκτός αν απο[*293]δειχθεί σαφώς ότι σε μια συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε προκατάληψη. Στην παρούσα περίπτωση οι λόγοι που προβλήθηκαν για την υποστήριξη της θέσης ότι η Δικαστής ενήργησε προκατειλημμένα εναντίον του εφεσείοντος, δεν αποδεικνύουν την έλλειψη αμεροληψίας ή τη δημιουργία εντύπωσης ύπαρξης πιθανότητας προκατάληψης. Η καταφυγή σε χαρακτηρισμούς, έστω και σκληρούς, που βασίζονται στη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου, αν αυτό δικαιολογείται από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν εξυπακούει ότι η Δικαστής είναι προκατειλημμένη εναντίον του κατηγορουμένου, άνκαι θα ήταν σοφότερο να αποφεύγονται σκληροί χαρακτηρισμοί. Η εισήγηση ότι η Δικαστής είχε επηρεαστεί δυσμενώς εναντίον του εφεσείοντος από διάφορα δημοσιεύματα του τύπου, ο χαρακτηρισμός του εφεσείοντος στην πρωτόδικη απόφαση σαν αισχρού και ασύστολου ψεύτη και ο ισχυρισμός ότι δεν δόθηκε εύλογος χρόνος στον εφεσείοντα να ετοιμάσει την υπεράσπιση του, που παρέμεινε μετέωρος, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι η Δικαστής ήταν προκατειλημμένη εναντίον του εφεσείοντος.

Μια εξέταση των πρακτικών δείχνει ότι ο εφεσείων είχε όλα τα εχέγγυα μιας δίκαιης δίκης και οι λεπτομέρειες που προβλήθηκαν από την Υπεράσπιση δεν συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι τα συνταγματικά του δικαιώματα είχαν επηρεασθεί κατά οποιοδήποτε τρόπο από τη συμπεριφορά της Δικαστού έναντι του. Αντίθετα βρίσκουμε ότι η Δικαστής εκτέλεσε τα καθήκοντα της ακριβοδίκαια, μέσα στα πλαίσια των προϋποθέσεων που διασφαλίζουν τη διεξαγωγή μιας δίκαιης δίκης.

(β)       Παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει στη διάθεση της Υπεράσπισης έγγραφα που ήταν αναγκαία για την υπεράσπιση του εφεσείοντος.

Αναφορικά με την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να θέσει στη διάθεση της Υπεράσπισης έγγραφα που ήταν χρήσιμα για την υπεράσπιση του εφεσείοντος, υποβλήθηκε ότι η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε ενώπιον του Δικαστηρίου επιλεκτικά έγγραφα και φακέλους και παρέλειψε να δώσει στην Υπεράσπιση όλα τα έγγραφα τα οποία παραδόθηκαν από τη Μ.Κ.21 Ι. Πετεβίνου στην Αστυνομία, συμπεριλαμβανομένου και του προσωπικού της αρχείου, όπως επίσης τα συμβόλαια κάποιου Ππίριλλου και του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου. Η πιο πάνω ενέργεια της Αστυνομίας “επηρέασε ουσιωδώς την Υπεράσπισιν”.

Η εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι οι πιο πάνω ισχυρισμοί είναι [*294]αβάσιμοι. Πιο συγκεκριμένα, για το θέμα των φακέλων υποβλήθηκε ότι η Αστυνομία παρέλαβε από το Τμήμα Λειτουργού Μετανάστευσης 600 φακέλους που αφορούσαν την περίοδο Απριλίου – Δεκεμβρίου 1996, αφού τα δώρα αφορούσαν το γάμο της κόρης του εφεσείοντος που έγινε τον Ιούνιο του 1996. Από αυτούς η Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε 180 στο Δικαστήριο, και οι υπόλοιποι τέθηκαν στη διάθεση της Υπεράσπισης. Η εισήγηση της Υπεράσπισης να της δοθούν όλοι οι φάκελοι που αφορούσαν την περίοδο 1991-1998 θα οδηγούσε στον εκτροχιασμό της διαδικασίας, γιατί θα έπρεπε να εξετασθούν 6.000 φάκελοι καλλιτέχνιδων που καθιστούσε την όλη διαδικασία αδύνατη, αφού

(1)      Θα χρειαζόταν πρόσθετο προσωπικό για την εξεύρεση των φακέλων,

(2)      Θα χρειαζόταν πρόσθετο προσωπικό για να παρευρίσκεται στην επιθεώρηση των φακέλων από τον εφεσείοντα,

(3)      Θα δημιουργούσε ανυπέρβλητα λειτουργικά προβλήματα στο Τμήμα Μετανάστευσης σε μια περίοδο που καταβαλλόταν μια προσπάθεια διεκπεραίωσης της τρέχουσας εργασίας, όπως επίσης και της καθυστερημένης εργασίας που είχε συσσωρευθεί και

(4)      Το περιεχόμενο των φακέλων αυτών ήταν άσχετο με την παρούσα διαδικασία.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι είχαν αποκρυβεί τα συμβόλαια κάποιου Ππίριλλου, ο ευπαίδευτος συνήγορος αναφέρθηκε στα πρακτικά της υπόθεσης όπου φαίνεται ότι, άνκαι ο Ππίριλλος δεν ήταν μάρτυρας η Κατηγορούσα Αρχή ήταν πρόθυμη να τα παρουσιάσει, αλλά ο δικηγόρος του εφεσείοντος είπε “Εγώ δεν είπα ότι τα θέλω. Είπα ότι δεν μου τα έδωσε. Εγώ θα τα παρουσιάσω μέσω της μάρτυρος”. Πράγμα που δεν έγινε. Σχετικά με τα συμβόλαια του Μ.Κ.13 Γιαννάκη Ιωάννου, υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία του κρίθηκε μερικώς αναξιόπιστη και αναφορικά με τα συμβόλαια του Μιχαλάκη Φράγκου υποβλήθηκε ότι κρίθηκε αναξιόπιστος, χωρίς να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στη μαρτυρία του.

Το δικαίωμα ενός κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, που κατοχυρώνεται με το Σύνταγμα και το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (όπως έχει επικυρωθεί στην Κύπρο με το Νόμο 39/62), περιλαμβάνει και την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να αποκαλύψει στην Υπεράσπιση “όλη τη σχετική μαρτυ[*295]ρία υπέρ ή εναντίον του κατηγορουμένου” (D.J. Harris, M. O’Boyle και C. Warbrick “Law of the European Convention on Human Rights” σελ. 213).

Στην Κύπρο η υποχρέωση αυτή έχει πάρει και νομοθετικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 142/91) όταν

(α)   Ο κατηγορούμενος καλείται σε απολογία και αρνείται ενοχή στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει και

(β)   Υποβάλλει γραπτή αίτηση στην Κατηγορούσα Αρχή, η τελευταία έχει την υποχρέωση να τον εφοδιάσει με αντίγραφα όλων των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης αναφορικά με το ποινικό αδίκημα που εκδικάζεται.

Η υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής για αποκάλυψη δεν επεκτείνεται σε όλο το φάσμα του υλικού που βρίσκεται στο φάκελο της υπόθεσης αλλά μόνο σε σχέση με μαρτυρία

(1) Που είναι σχετική,

(2) Που είναι ουσιώδης ή μπορεί να είναι ουσιώδης σε σχέση με τα επίδικα θέματα που αναμένεται να εγερθούν ή εγείρονται αναπάντεχα κατά τη διάρκεια της δίκης. (R. v. Brown [1997] 3 All E.R. 769.)

Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε ότι η υποχρέωση αναφέρεται βασικά σε στοιχεία που έχει περισυλλέξει η Αστυνομία μέσα στα πλαίσια της ανακριτικής διαδικασίας για τη διερεύνηση του αδικήματος.

Το ερώτημα ποια έγγραφα είναι σχετικά και πρέπει να παραδίνονται προς εξέταση στην Υπεράσπιση έχει απαντηθεί από το Δικαστή Jowitt J. στην υπόθεση R. v. Melvin and Dingle (της 20/12/1993, που δεν έχει δημοσιευθεί αλλά έχει υιοθετηθεί στην υπόθεση R. v. Brown (πιο πάνω)) ως ακολούθως:

“I would judge to be material in the realm of disclosure that which can be seen on a sensible appraisal by the prosecution: (1) to be relevant or possibly relevant to an issue in the case; (2) to raise or possibly raise a new issue whose existence is not apparent from the evidence the prosecution proposes to use; [*296](3) to hold out a real (as opposed to fanciful) prospect of providing a lead on evidence which goes to (1) or (2).”

Σε ελεύθερη μετάφραση,

“Θα έκρινα ότι θα αποτελούσε ουσιώδες στον τομέα της αποκάλυψης εκείνο το οποίο θα εθεωρείτο από την Κατηγορούσα Αρχή κατόπιν μιας λογικής εκτίμησης: (1) ότι είναι σχετικό ή πιθανώς σχετικό με ένα επίδικο θέμα της υπόθεσης, (2) ότι εγείρει ή πιθανώς εγείρει ένα νέο επίδικο θέμα η ύπαρξη του οποίου δεν είναι εμφανής από τη μαρτυρία που θα παρουσίαζε η Κατηγορούσα Αρχή, (3) ότι προβάλλει ως πραγματική (σε αντίθεση με φαντασιώδη) μια προσδοκία ότι παρέχει μια καθοδήγηση στη μαρτυρία που αναφέρεται στο (1) και (2).”

Οι προεκτάσεις της πιο πάνω υποχρέωσης εξετάστηκαν στην υπόθεση Korellis v. Cyprus (Αίτηση 54528/2000 της 7/1/2000) όπου το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τόνισε ότι, άνκαι ο αιτητής δεν μπορεί να αποδείξει δυσμενή επηρεασμό της υπεράσπισής του από την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να τον εφοδιάσει με αντίγραφα των εγγράφων που έχει στην κατοχή της, εντούτοις ο αιτητής έχει την υποχρέωση να αποδείξει ότι η μαρτυρία που παραλείφθηκε έχει κάποια δυνητική σχετικότητα (potential relevancy) στην παρουσίαση της υπόθεσής του, κάτι που δεν έγινε εδώ.

Στην παρούσα περίπτωση φαίνεται ότι τα έγγραφα των προηγούμενων χρόνων που δεν δόθηκαν στην Υπεράσπιση δεν αποτελούσαν μέρος του ανακριτικού υλικού που είχε περισυλλεγεί από την Αστυνομία και επιπρόσθετα ήταν άσχετα με την παρούσα διαδικασία, ενώ για τα υπόλοιπα δόθηκαν ικανοποιητικοί λόγοι για τη μη παρουσίαση τους.

Η σχετική εισήγηση απορρίπτεται.

(5)            Η ποινή ήταν έκδηλα παράλογη και υπερβολική.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η ποινή ήταν έκδηλα παράλογη και υπερβολική, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει στο βαθμό που έπρεπε, μεταξύ άλλων, το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, τα σοβαρότατα προβλήματα καρδιοπάθειας και διαβήτη που αντιμετώπιζε, ότι δεν ενήργησε κατά συρροή και ότι το κράτος δεν έχει υποστεί οποιαδήποτε ζημιά από τις ενέργειες του εφεσείοντος. Επιπρόσθετα, υπο[*297]βλήθηκε ότι, εφόσον οι συνένοχοι και ή συνεργοί του δεν προσάχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την απόφαση Δημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 141, η ποινή θα πρέπει να μειωθεί.

Η εισήγηση ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το περιεχόμενο της απόφασης για την επιβολή της ποινής φαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, μεταξύ άλλων, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου, το προχωρημένο της ηλικίας του (58 χρόνων), τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε, τα οικογενειακά του περιστατικά, όπως επίσης και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία περιέπεσε. Ταυτόχρονα όμως το Δικαστήριο, αφού σημείωσε τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, τονίζοντας ότι για το αδίκημα του δεκασμού προνοείται ποινή φυλάκισης μέχρι 3 χρόνια και ποινή προστίμου και για το αδίκημα της διαφθοράς ποινή φυλάκισης μέχρι 2 χρόνια και ποινή προστίμου, και αφού τόνισε ότι αδικήματα αυτής της φύσης πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της κρατικής μηχανής και το δημόσιο συμφέρον, αποφάσισε την επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης 12 μηνών σε κάθε μια από τις εννέα κατηγορίες. Η εισήγηση του εφεσείοντος ότι η ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική δεν μπορεί να ευσταθήσει. Τόσο το είδος όσο και η έκταση των ποινών κρίνονται ως ορθές. Ο ισχυρισμός ότι η ποινή θα πρέπει να μειωθεί γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη ότι οι συνεργοί και/ή συνένοχοι του εφεσείοντος δεν προσάχθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν εγέρθηκε πρωτόδικα και δεν συμπεριλήφθηκε στους λόγους έφεσης, αλλά προβλήθηκε μέσα στα πλαίσια του γραπτού διαγράμματος του εφεσείοντος. Η παράλειψη της συμπερίληψης του στους λόγους έφεσης δεν μας επιτρέπει να εξετάσουμε το θέμα. Ανεξάρτητα από την πιο πάνω προσέγγιση, έστω και αν δεχόμαστε να εξετάσουμε την εισήγηση, κρίνουμε ότι η ποινή δεν είναι υπερβολική για να δικαιολογείται η μείωσή της.

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο