Πάνοβιτς Κυριάκου Ανδρέας και Άλλος ν. Δημοκρατίας και Άλλων (2003) 2 ΑΑΔ 310

(2003) 2 ΑΑΔ 310

[*310]3 Ιουλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7104 και 7110)

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΟΒΙΤΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7124)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΟΒΙΤΣ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7125)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7104, 7110, 7124, 7125)

 

Ποινή ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση των Άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Ληστεία κατά παράβαση των [*311]Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα ― Εφεσείων δεν είχε συμπληρώσει τα 18 κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων και είχε προβλήματα με την προσωπικότητά του ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 14 χρόνων και 6 χρόνων αντίστοιχα ― Κρίθηκε επιεικής υπό τις περιστάσεις ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Κατάθεση κατηγορουμένου ― Ανήλικοι ― Προσκόμιση ως μαρτυρίας κατάθεσης ανήλικου κατηγορουμένου στην αστυνομία ― Κατά πόσο είναι δεσμευτική.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην επιτρέψει στο δικηγόρο κατηγορουμένου να αποσυρθεί ή να εξαιρεθεί το ίδιο από τη διεξαγωγή της δίκης, μετά από την καταδίκη του δικηγόρου για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, κατέστησε τη δίκη μη δίκαιη.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Συγκατηγορούμενοι ― Οι προσωπικές περιστάσεις του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντος δικαιολογούσαν την επιβολή επιεικέστερης ποινής σε αυτόν από την ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.

Οι κατηγορούμενοι Χρίστος Μ. Χριστοδούλου και Ανδρέας Κ. Πάνοβιτς καταδικάσθηκαν από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού για τα εγκλήματα:

α) Ανθρωποκτονία κατά παράβαση των Άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και

β) Ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα.

Οι ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο ήταν για μεν τον Χριστοδούλου συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 13 χρόνων στην πρώτη κατηγορία και 5½ χρόνων στη δεύτερη, για δε τον Πάνοβιτς συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 14 χρόνων και 6 χρόνων αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες.

Σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, το βράδυ της 19.4.2000 προς 20.4.2000 οι δύο κατηγορούμενοι σκότωσαν Άγγλο τουρίστα στο μόλο κοντά στο παλιό λιμάνι της Λεμεσού, αφού τον είχαν κτυπήσει με γροθιές, κλωτσιές και πέτρα στο κεφάλι. Είχαν συναντήσει προηγουμένως το θύμα σε μπαρ. Εκεί ο μπάρμαν τους ψιθύρισε ότι το θύμα ήταν ομοφυλόφιλος και μπορούσαν να τον πλησιάσουν και [*312]να τον φιλέψουν, με απώτερο όμως σκοπό να τον ληστέψουν και να μοιραστούν τα χρήματα.

Οι δύο κατηγορούμενοι συνελήφθηκαν από την Αστυνομία και ο Πάνοβιτς, κατηγορούμενος 2, έδωσε κατάθεση ενοχοποιώντας τον εαυτό του για τη διάπραξη του εγκλήματος. Η εν λόγω κατάθεση, αποτέλεσε αντικείμενο δίκης εντός δίκης καθώς η υπεράσπιση αμφισβήτησε την θεληματικότητά της. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η κατάθεση ήταν θεληματική και την έκανε δεκτή ως μαρτυρία (τεκμ. 15).

Ο κατηγορούμενος 2, εφεσίβαλε την καταδίκη του και την επιβληθείσα ποινή του ως έκδηλα υπερβολική. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές και στους δύο κατηγορούμενους, για ανεπάρκεια .

Λόγοι έφεσης εναντίον καταδίκης.

1. Το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδεκτεί την κατάθεση του εφεσείοντος ως θεληματική.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι, κατ’ αντιστοιχία προς το Δίκαιο των Συμβάσεων, ο εφεσείων, όντας κάτω των 18 ετών, δεν πρέπει να δεσμεύεται με κατάθεση που δίδει σε ποινική υπόθεση. Εισηγήθηκε επίσης ότι η γραπτή ομολογία του ήταν η μοναδική μαρτυρία εναντίον του και πως χωρίς αυτή δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του.

2. Ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης από αμερόληπτο δικαστήριο όπως επιβάλλει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, και το αντίστοιχο Άρθρο 6 του περί της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικού) Νόμου του 1962, ενόψει της καταδίκης του δικηγόρου του, κατά τη διάρκεια της δίκης, για καταφρόνηση του Δικαστηρίου και την επιβολή σ’ αυτόν ποινής φυλάκισης 5 ημερών.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Κάτω από τις συνθήκες της υπόθεσης, το γεγονός ότι ο εφεσείων παραδέκτηκε αμέσως το έγκλημα δεν σημαίνει πως πρέπει να οδηγήσει στην υπόθεση πως κάτι ύποπτο συνέβη αναφορικά με τη λήψη της επίδικης κατάθεσης.

2. Δεν υπάρχει καμιά σχέση ή αντιστοιχία στις περιπτώσεις αδυναμίας προς δικαιοπραξία ατόμων κάτω των 18 ετών και της ικανότητάς τους να δίδουν θεληματικές καταθέσεις στην Αστυνομία ή στο Δικαστήριο για οποιοδήποτε θέμα.

[*313]3.       Το αποδεικτικό υλικό φανερώνει πως η κατηγορούσα αρχή, εκτός από την ομολογία του ιδίου του εφεσείοντος, παρουσίασε και ισχυρή, ανεξάρτητη μαρτυρία που τον συνέδεε με το έγκλημα.  Το γεγονός ότι διερεύνηση στοιχείων DNA δεν συνέδεε τον εφεσείοντα με το έγκλημα, δεν θα έπρεπε να οδηγήσει στην απαλλαγή του, ενόψει της λήψης κάθε δυνατού μέτρου τόσο από τον εφεσείοντα όσο και από τον συγκατηγορούμενο του για εξάλειψη κάθε ίχνους της ταυτότητάς τους από τη σκηνή του εγκλήματος και από το θύμα.

4. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μη επιτρέψει στο δικηγόρο του εφεσείοντος να αποσυρθεί στο μέσο της δίκης ή να εξαιρεθεί το ίδιο από τη διεξαγωγή της, όπως ζήτησε μετά την καταδίκη του ο δικηγόρος του εφεσείοντος, με αποτέλεσμα να διαταχθεί επανάληψή της, δεν κατέστησε τη δίκη μη δίκαιη, ενώ το ίδιο το Δικαστήριο διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας την αμεροληψία του.

    Η έφεση εναντίον της επιβληθείσας ποινής έχει σαν λόγους το ύψος της και τη διαφοροποίηση της από την επιβληθείσα στον συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η επιβληθείσα ποινή πλησίασε οριακά την έννοια της έκδηλα ανεπαρκούς ποινής. Το Εφετείο δεν θα επέμβει στην επιείκεια που επέδειξε το Κακουργιοδικείο.

2. Η διαφοροποίηση της επιβληθείσας στον εφεσείοντα ποινής από την ποινή του συγκατηγορουμένου του, βασίστηκε στη θλιβερή εικόνα που αποκαλύπτετο από τις οικογενειακές περιστάσεις του δεύτερου σε αντίθεση με τον πρώτο και έχει αιτιολογηθεί πλήρως από το Κακουργιοδικείο.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαλάκης Κυπριανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 236,

Kyprianou v. Cyprus, No. 73797/01, ημερ. 8.4.03 (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων).

Έφεση εναντίον Kαταδίκης, Ποινής και Eφέσεις εναντίον Ποινών.

Έφεση από τον Kατηγορούμενο 2, ο οποίος με τον Κατηγορούμενο 1 βρέθηκαν ένοχοι στις 10.5.2001 από το μόνιμο Kακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λεμεσό, Yπόθεση Aρ. 7119/2000 σε δύο [*314]κατηγορίες για ανθρωποκτονία κατά παράβαση των Άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Kώδικα εναντίον της καταδίκης του (Ποινική Έφεση 7104) και εναντίον της ποινής η οποία του επιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολικής (Ποινική Έφεση 7110) και εφέσεις από το Γενικό Eισαγγελέα (Ποινικές Eφέσεις 7124 & 7125) εναντίον των ποινών τις οποίες επέβαλε το Kακουργιοδικείο στους δύο κατηγορούμενους ήταν, για μεν τον 1ο φυλάκιση 13 χρόνων στην 1η κατηγορία και 5 1/2 χρόνια συντρέχουσα στη 2η, ενώ στον 2ο κατηγορούμενο φυλάκιση 14 χρόνων με 6 χρόνια συντρέχουσα αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες, ως έκδηλα ανεπαρκών.

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για τον Εφεσείοντα στις Π.Ε. 7104 και 7110 και για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 7124.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα στις Π.Ε. 7124 και 7125 και για την Εφεσίβλητη στις Π.Ε. 7104 και 7110.

Γ. Λουϊζίδης, για τον Εφεσίβλητο στην Π.Ε. 7125.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο Χρίστος Μ. Χριστοδούλου και Ανδρέας Κ. Πάνοβιτς κρίθηκαν στις 10.5.2001 από το μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λεμεσό ένοχοι σε δύο κατηγορίες:

(α)       Ανθρωποκτονία κατά παράβαση των άρθρων 205(1) (3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και

(β)       Ληστεία, κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα.

Με τις δυο υπό συζήτηση εφέσεις ο Ανδρέας Πάνοβιτς, που ήταν κατηγορούμενος αρ.2 ενώπιον του Κακουργιοδικείου, προσβάλλει την καταδίκη του (Ποινική Έφεση 7104) και με ξεχωριστή έφεση την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική (Ποινική Έφεση 7110). Με τις άλλες δύο εφέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει τις επιβληθείσες ποινές και στους δυο κατηγορούμενους ως έκδηλα ανεπαρκείς. (Ποινικές εφέσεις 7124 και 7125). Οι ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο στους δύο κατηγορούμενους ήταν, για μεν τον 1ο φυλάκιση 13 χρόνων στην 1η κατηγορία και 5½  χρόνια συντρέχουσα [*315]στη 2η, ενώ στον 2ο κατηγορούμενο φυλάκιση 14 χρόνων με 6 χρόνια συντρέχουσα αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες.

Στην απόφασή μας θα ασχοληθούμε πρώτα με την έφεση του Ανδρέα Πάνοβιτς εναντίον της καταδίκης του, και θα αναφερόμαστε σ’ αυτόν ως ο εφεσείων. Ο Χρίστος Χριστοδούλου δεν προσβάλλει την καταδίκη του. Επειδή ήσαν συγκατηγορούμενοι ενώπιον του Κακουργιοδικείου όποτε χρειαστεί θα αναφερόμαστε σ’ αυτούς ως: ο εφεσείων για τον Πάνοβιτς και ο συγκατηγορούμενος του για τον Χριστοδούλου.

Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, για την οποία κατάθεσαν συνολικά 54 μάρτυρες, ήταν πως το βράδυ της 19.4.2000 προς 20.4.2000 οι δύο κατηγορούμενοι σκότωσαν τον Άγγλο Graham Mills στο μόλο κοντά στο παλιό λιμάνι της Λεμεσού. Τον είχαν κτυπήσει μέχρι θανάτου με γροθιές, κλωτσιές και με πέτρα στο κεφάλι. Είχαν συναντήσει προηγουμένως το θύμα στο μπαρ STONE EAGLE, όπου ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του πήγαν για να πιουν. Εκεί ο μπάρμαν τους ψιθύρισε πως το θύμα ήταν ομοφυλόφιλος και μπορούσαν να τον πλησιάσουν για να τον φιλέψουν, με απώτερο όμως σκοπό να τον ληστέψουν και να μοιραστούν τα χρήματα. Έγινε η προσέγγιση. Δεν ενδιαφέρουν οι λεπτομέρειες της. Όταν έφυγε το θύμα από το μπαρ και προχώρησε προς το μόλο τον ακολούθησαν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του. Τον πλησίασαν, και μετά από κάποια  στιχομυθία άρχισαν και οι δυο να τον κτυπούν και να τον κλωτσούν. Όταν το θύμα λιποθύμησε από τα κτυπήματα τον ξανακτύπησαν στο κεφάλι με μια μεγάλη πέτρα. Στη συνέχεια τον έσυραν μέσα σε λασπόνερα, όπου και τον εγκατέλειψαν, αφού πήραν τα χρήματα που είχε. Πήγαν μετά σε άλλο μπαρ, το STOP PUB.  Εκεί ξεπλύθηκαν στις τουαλέτες και ακολούθως επισκέφθηκαν το μπαρ LA BAMBA όπου έμειναν για λίγο. Από εκεί και οι δυο με το αυτοκίνητο του συγκατηγορούμενου πήγαν σε ένα περίπτερο από όπου αγόρασαν και ήπιαν ζεστή σοκολάτα, προτού καταλήξουν στα σπίτια τους τις πρώτες πρωϊνές ώρες.

Το θύμα εντόπισαν τυχαία την επομένη οι ΜΚ14 και 15 Χρυσοστόμου και Φανή. Κειτόταν μπρούμυτα μέσα σε λάσπες και λίμνη αίματος. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία, η οποία άρχισε εντατικές έρευνες για την εξιχνίαση του εγκλήματος. Από τη συλλογή διαφόρων πληροφοριών η αστυνομία οδηγήθηκε πρώτα στη σύλληψη του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα και αμέσως μετά του ιδίου.

Μας ενδιαφέρουν αυτά που ακολούθησαν και αφορούν τον εφεσείοντα.  Η αστυνομία επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον πατέ[*316]ρα του εφεσείοντα και τον κάλεσε να επισκεφθεί, μαζί με τον ίδιο, την αστυνομική διεύθυνση Λεμεσού. Έτσι και έγινε. Τους δέχτηκε στο γραφείο του ο αστυνομικός διευθυντής κ. Κουλέντης, ο οποίος τους πληροφόρησε για το φόνο που εξέταζε η Αστυνομία και πως υπήρχε πληροφορία ότι εμπλέκεται σ’ αυτόν και ο εφεσείων.  Ο τελευταίος απάντησε πως ήταν αθώος. Ο κ. Κουλέντης τους ανέφερε πως επρόκειτο για σοβαρή υπόθεση και αν ήθελαν μπορούσαν να συμβουλευθούν δικηγόρο. Στο γραφείο του κ. Κουλέντη συνελήφθη ο εφεσείων δυνάμει δικαστικού εντάλματος και οδηγήθηκε σε άλλο γραφείο για ανάκριση. Ο πατέρας του εφεσείοντα παρέμεινε στο γραφείο με τον κ. Κουλέντη, ο οποίος του είπε πως μπορούσε, αν ήθελε, να είναι παρών στην ανάκριση του γιου του, ο ίδιος όμως προτίμησε να περιφέρεται στο διάδρομο. Σε λίγα λεπτά επέστρεψε στο γραφείο του κ. Κουλέντη ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Λεμεσού Καρυόλαιμος, ο οποίος και τον πληροφόρησε πως ο εφεσείων είχε παραδεχθεί και έδιδε κατάθεση.

Η πιο πάνω κατάθεση, το περιεχόμενο της οποίας είναι ενοχοποιητικό, αποτέλεσε αντικείμενο δίκης εντός δίκης, καθώς η υπεράσπιση αμφισβήτησε έντονα τη θεληματικότητα της. Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η κατάθεση ήταν προϊόν της ελεύθερης βούλησης του εφεσείοντα και την έκανε δεκτή ως μαρτυρία – τεκμ.15.

Το Κακουργιοδικείο, ακολουθώντας πάγιες νομολογιακές αρχές, επανεξέτασε το περιεχόμενο της κατάθεσης υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας στην κυρίως δίκη για να κρίνει αν αυτό συμφωνούσε με την αντικειμενική αλήθεια, όπως αυτή αναδύθηκε από τη μαρτυρία στη δίκη. Η κρίση του Κακουργιοδικείου, επ’ αυτού ειδικά του ζητήματος αλλά και για ολόκληρη την υπόθεση, περιέχεται στις πολυσέλιδες αποφάσεις του όπου με περισσή λεπτομέρεια και σχολαστικότητα συζητιέται το μαρτυρικό υλικό, και οι εκατέρωθεν εισηγήσεις, προτού το Δικαστήριο καταλήξει στα συμπεράσματα του, τα οποία και αιτιολογούνται επί μακρόν.

Είναι τώρα το κατάλληλο σημείο να ασχοληθούμε με τους λόγους έφεσης, όπως διατυπώνονται στο εφετήριο και που αφορούν το παράπονο του εφεσείοντα εναντίον της καταδίκης του. Όλοι οι λόγοι έφεσης μπορεί να συμπτυχθούν σε δύο κεφάλαια. Το πρώτο καλύπτει την εισήγηση, με τη συναφή αιτιολογία, πως το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αποδεκτεί την κατάθεση του εφεσείοντα ως θεληματική. Χωρίς αυτή την κατάθεση ως μαρτυρία, διατείνεται ο συνήγορος του εφεσείοντα, αυτός δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί γιατί κανένα άλλο στοιχείο δεν τον συνέδεε με το έγκλημα. Το δεύτερο κεφάλαιο αφορά στη θέση που πρόβαλε ο δικηγόρος του [*317]εφεσείοντα πως δεν έτυχε δίκαιης δίκης από αμερόληπτο δικαστήριο, όπως επιβάλλει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το αντίστοιχο άρθρο 6 της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, που κυρώθηκε από την πολιτεία μας με το Ν. 39/62, ο περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός) Νόμος του 1962.

Προχωρούμε στη συζήτηση των πιο πάνω ζητημάτων με τη σειρά που τα παραθέσαμε. Στη δίκη εντός δίκης ο δικηγόρος ισχυρίστηκε πως η κατάθεση που έδωσε ο εφεσείων δεν ήταν θεληματική αλλά το προϊόν ψυχολογικής πίεσης, υποσχέσεων και απειλών. Εισηγήθηκε επίσης πως το περιεχόμενο της δεν εξιστορούσε αυτά που είπε ο εφεσείων, αλλά τούτο κατεγράφη από τον ανακριτή ΜΚ23 Μιχαήλ, ο οποίος γνώριζε ήδη από τις έρευνες της αστυνομίας και την κατάθεση του συγκατηγορούμενου του όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης.

Όπως είπαμε πιο πάνω το Κακουργιοδικείο έκρινε, μετά από δίκη εντός δίκης, πως η επίδικη κατάθεση ήταν θεληματική.  Κατέληξε δε στο συμπέρασμα αυτό αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια τις συνθήκες που ελήφθη, και απέρριψε τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν στηρίκτηκε στην αξιοπιστία των μαρτύρων μόνο αλλά και σε ισχυρά στοιχεία που ανεφύησαν από τη μαρτυρία. Η μαρτυρία του ίδιου του εφεσείοντα στη δίκη εντός δίκης, αλλά και στην κυρίως δίκη επί του ζητήματος της επίμαχης κατάθεσης, ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο πως ήταν ψευδής. Απλή ανάγνωση των πρακτικών καθιστά έκδηλα ορθή την απόφαση του Δικαστηρίου. Δεν πρόκειται όμως να επαναλάβουμε ό,τι ο εφεσείων κατέθεσε στο Κακουργιοδικείο γιατί οι λόγοι έφεσης περιορίζουν το πλαίσιο της στην εισήγηση πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να θεωρήσει τουλάχιστον ως ύποπτες τις συνθήκες που ελήφθη η κατάθεση. Και τούτο για τον εξής λόγο: όταν ο εφεσείων απάντησε στον κ. Κουλέντη πως είναι αθώος και μετά συνελήφθη και οδηγήθηκε σε άλλο δωμάτιο για ανάκριση, σε τρία τέσσερα λεπτά επέστρεψε στο γραφείο του κ.Κουλέντη ο κ. Καρυόλαιμος, ο οποίος και ανέφερε πως ο εφεσείων είχε παραδεχθεί. Πώς είναι δυνατό, διερωτάται ο συνήγορος, μέσα στο πιο πάνω χρονικό διάστημα να μεταβάλει στάση ο εφεσείων και να παραδεχτεί; Αυτό σημαίνει, συνέχισε ο συνήγορος, πως κάτι ύποπτο συνέβη στο γραφείο του ανακριτή.

Δε συμμεριζόμαστε την πιο πάνω θέση. Η μαρτυρία κατέδειξε θετικά πως τίποτε το ύποπτο δεν είχε συμβεί. Να υπενθυμίσουμε πως ο εφεσείων πήγε στην αστυνομία συνοδευόμενος από τον πατέρα του. [*318]Ο αστυνομικός διευθυντής τους πληροφόρησε για τις πληροφορίες που είχε για το έγκλημα και το ενδεχόμενο να ήταν αναμειγμένος ο εφεσείων. Ο κ. Κουλέντης αληθώς μετέφερε στο δικαστήριο την απάντηση του εφεσείοντα, ότι δηλαδή ήταν αθώος. Όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε για ανάκριση, ο ίδιος ο κ. Κουλέντης είπε στον πατέρα του πως η υπόθεση ήταν σοβαρή και θα μπορούσαν να συμβουλευτούν δικηγόρο. Κάτι τέτοιο όμως δεν ζητήθηκε. Η ανάκριση γινόταν σε άλλο δωμάτιο αλλά ο πατέρας του εφεσείοντα, καθώς του είπε ο κ. Κουλέντης, θα μπορούσε να ήταν παρών. Ο ίδιος όμως επέλεξε να περιφέρεται στο χώρο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το γεγονός ότι ο εφεσείων παραδέχτηκε αμέσως το έγκλημα δεν σημαίνει πως πρέπει να οδηγήσει στην υπόθεση πως κάτι ύποπτο συνέβη αναφορικά με τη λήψη της επίδικης κατάθεσης.

Πολύς λόγος έγινε και για το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα, που δεν είχε κλείσει τα 18 όταν έγινε το έγκλημα, αναφορικά με τις ειδικές διευθετήσεις που θα έπρεπε να κάνει η αστυνομία κατά την ανάκριση, να παρευρίσκονται δηλαδή ο κηδεμόνας του και ο δικηγόρος του. Έχουμε ήδη παραθέσει τη σχετική μαρτυρία που αφορά στο θέμα και δεν έχουμε τίποτε άλλο να προσθέσουμε.

Στο ίδιο όμως κεφάλαιο ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε ακόμη ένα λόγο για την απόρριψη της επίμαχης κατάθεσης. Δέκτηκε βέβαια πως για πρώτη φορά γίνεται τέτοια εισήγηση και με κάποιο δισταγμό, πρέπει να πούμε, την προώθησε. Είπε πως το Δίκαιο των Συμβάσεων προβλέπει πως ουδείς κάτω των 18 ετών μπορεί να δεσμευτεί με σύμβαση. Υπάρχει μια εξαίρεση αλλά δεν ενδιαφέρει εδώ. Επομένως, και κατά αντιστοιχία, δεν πρέπει να δεσμεύεται και με κατάθεση που δίδει σε ποινική υπόθεση.

Έχουμε τη γνώμη πως δεν υπάρχει καμιά σχέση ή αντιστοιχία στις δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη ο νόμος πράγματι καθιστά αδύναμο προς δικαιοπραξία πρόσωπο κάτω των 18 ετών.  Αφορούν βέβαια οι διατάξεις στη διασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων ατόμων κάτω των 18. Όμως, ουδείς νόμος ή αρχή δικαίου καθιστά οποιοδήποτε κάτω της ηλικίας των 18 ανίκανο να εκφράζεται και να περιγράφει γεγονότα που περιέπεσαν στην αντίληψή του, και κατά συνέπεια να είναι μάρτυρας επ’ αυτών στο δικαστήριο, υπό την αίρεση βέβαια για ό,τι ισχύει αναφορικά με νεαρά άτομα, για την ικανότητα τους δηλαδή να αντιλαμβάνονται την έννοια του όρκου και του χρέους προς την αλήθεια. Ζητήματα που δεν είναι του παρόντος να μας απασχολήσουν περισσότερο. Αν ίσχυε αυτό που εισηγείται ο συνήγορος τότε ουδείς κάτω των 18 ετών θα μπορούσε να δώσει κατάθεση στην αστυνομία, ή [*319]στο Δικαστήριο για οποιοδήποτε θέμα.

Επαναλήφθηκε και ενώπιόν μας η θέση πως η μνήμη του εφεσείοντα επηρεάστηκε από το πολύ αλκοόλ που κατανάλωσε, σε τέτοιο βαθμό που στ’ αλήθεια να μη θυμόταν τι είχε συμβεί το μοιραίο βράδυ. Ο συνήγορος διευκρίνισε πως δεν πρόβαλε την κατανάλωση αλκοόλ ως υπεράσπιση του εφεσείοντα, ότι δηλαδή επέφερε απώλεια ή ελάττωση της ευθύνης για διάπραξη εγκλήματος, αλλά για να στηρίξει τον ισχυρισμό του πως δεν θυμόταν  τα συμβάντα που του καταλογίζονταν, και γι’ αυτό η επίμαχη ομολογία του δεν ήταν γνήσια αλλά αποτελούσε εξιστόρηση των γεγονότων με την γραφίδα του ΜΚ23, όπως ο τελευταίος τα γνώριζε από τις έρευνες της Αστυνομίας και την κατάθεση του συγκατηγορούμενου του.

Έχουμε ήδη καλύψει το έδαφος της πιο πάνω πτυχής. Είπαμε πως το Κακουργιοδικείο συζητά σε έκταση αυτό το θέμα με επισημάνσεις και αναφορές από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε. Θα λέγαμε, σαν γενικό σχόλιο, πως ο εφεσείων εμφανίστηκε, όπως αποδεικνύεται από τη μαρτυρία, να είχε επιλεκτική μνήμη. Θυμόταν όσες λεπτομέρειες δεν τον ενοχοποιούσαν ενώ είχε απώλεια μνήμης για όσα στοιχεία τον συνέδεαν με το έγκλημα. Αυτή η συμπεριφορά του αναδύεται ανάγλυφα στην ένορκη του μαρτυρία στην κυρίως δίκη και στη δίκη εντός δίκης που είχε ως αντικείμενο τη θεληματικότητα της επίμαχης κατάθεσης. Και στις δυο διαδικασίες προσπάθησε να αναιρέσει αυτά που ομολόγησε στη γραπτή του κατάθεση, τεκμ.15. Αντί να σταχυολογήσουμε από τη μαρτυρία παραδείγματα που δείχνουν τα πιο πάνω, θα ενθέσουμε εκτεταμένο, αλλά πολύ σχετικό, απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου.

«Έχουμε παραθέσει τις καταθέσεις. Από συγκριτική τους μελέτη είναι φανερό ότι ο κάθε κατηγορούμενος επιφυλάσσει για τον εαυτό του διαφορετικό και ταυτόχρονα πιο μειωμένο ρόλο σε σχέση με τον άλλο και εν γένει εξιστορούν με διαφορετικό τρόπο και με διαφορετικές λεπτομέρειες το ίδιο επεισόδιο. Άρα εγείρεται το εξής καίριο ερώτημα. Γιατί ο ΜΚ23 Κ.Μιχαήλ εφόσον ο σκοπός του, σύμφωνα με την Υπεράσπιση, ήταν να ενοχοποιήσει τον 2ον κατηγορούμενο χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, και την κατάθεση του 1ου, δεν μετέφερε τα όσα ο 1ος κατηγορούμενος απέδιδε στον 2ον και προχώρησε σε διαφοροποίηση του όλου ρόλου του; Ο 1ος κατηγορούμενος χαρακτηριστικά λέγει ότι είναι ο 1ος κατηγορούμενος που κτύπησε πρώτος το θύμα και ότι ο ίδιος ακολούθησε μετά από παρότρυνση του 1ου που του είπε: «εσύ εν θα του την σύρεις που ήθελε να σε γαμήσει;» οπότε πήρε και αυτός την ίδια πέτρα και την έσυρε [*320]«πασ’ την τζιεφαλήν του εγγλέζου».

Άλλο παράδειγμα είναι το ζήτημα της σωλήνας για το οποίο ο 2ος δεν αναφέρει οτιδήποτε στη δική του κατάθεση (Τεκμήριο 15), ενώ ο 1ος αναφέρει (σελ.3 Τεκμηρίου 9) ότι είχε πει στον 2ον ότι «ο Εγγλέζος ήθελε να τον γαμήσει και ο Άνδρος θύμωσε και πήγε και έφερε μια σωλήνα την οποία έβαλε στο αποχωρητήριο». Η παράλειψη τέτοιας αναφοράς από τη κατάθεση του 2ου δεν συνάδει με τη θέση της Υπεράσπισης του 2ου περί κατασκευασμένης κατάθεσης επί τη βάσει δεδομένων ή αναφορών από την κατάθεση του 1ου κατηγορούμενου.

Ένας άλλος λόγος που δείχνει το τρωτό της εισήγησης της Υπεράσπισης του 2ου κατηγορούμενου περί συνωμοσίας για κατασκευή της κατάθεσης του είναι το ότι ενώ στην κατάθεση (τεκμήριο 15) περιέχονται λεπτομέρειες του επεισοδίου που οδήγησε στο θάνατο του άγγλου τουρίστα, στο τεκμήριο 13 (απάντηση στη γραπτή κατηγορία την οποία έδωσε στις 9.5.00 στον Υπαστ. Γ. Πετρή) ο 2ος κατηγορούμενος φαίνεται να λέγει κάτι το διαφορετικό από αυτό που λέγει στην κατάθεση (Τεκμήριο 15) αφού στο Τεκμήριο 13 δηλώνει ότι δεν τον κτύπησε ο ίδιος με την πέτρα, αλλά απλώς του έδωσε 1-2 κλωτσιές, παρόλο που στο τεκμήριο 15, δήλωσε ότι του κτύπησε και με την πέτρα. Ο Υπαστυνόμος Γ. Πετρή, που ήταν ο ανακριτής της υπόθεσης, ήταν και αυτός, σύμφωνα με την υπεράσπιση του 2ου κατηγορούμενου, μέσα στους αστυνομικούς ανακριτές που είχαν συνωμοτήσει για να κατασκευάσουν την ενοχοποιητική κατάθεση (τεκμήριο 15) μιας και σύμφωνα με την Υπεράσπιση αστυνομικοί μπαινόβγαιναν, ενώ ο αστυφ.1901 κατέγραφε την κατάθεση του 2ου κατηγορούμενου και του ψιθύριζαν στο αυτί ενόσω αυτός έγραφε.  Τις ίδιες περίπου ώρες ο Υπαστ. Πετρή κατέγραφε την κατάθεση του 1ου κατηγορούμενου (τεκμήριο 9) δηλαδή από τις 13.00 μέχρι 15.10. Η κατάθεση του 2ου ήταν μεταξύ των ωρών 14.10 ως 16.10 της ίδιας μέρας. Αν λοιπόν η ομολογία δεν ήταν το προϊόν της ελεύθερης βούλησης του 2ου κατηγορούμενου αλλά «κατασκεύασμα των ανακριτών», γιατί τότε ο Υπαστ. Γ. Πετρή αρκετές μέρες μετά από την  κατάθεση (τεκμήριο 15) να καταγράψει τη νέα δήλωση του 2ου κατηγορούμενου (τεκμήριο 13) που περιορίζει τον ρόλο του και να μην επαναλάβει την ίδια εικόνα – πλέον ενοχοποιητική – που δίδεται στο Τεκμήριο 15. Με το ίδιο σκεπτικό γιατί στις 4.5.00 στο τεκμήριο 11 ο κ. Πετρή να καταχωρίσει τελείως αθωωτική απάντηση του 2ου, δηλαδή «τίποτε εν έχω να πω, είμαι αθώος», γεγονός που δεν συνάδει με τον ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι η Αστυνομία ήθελαν να ενοχοποιή[*321]σουν ψευδώς τον κατηγορούμενο»

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως η γραπτή ομολογία του ήταν η μοναδική μαρτυρία εναντίον του και πως χωρίς αυτή δεν ήταν δυνατή η καταδίκη του. Έχουμε τη γνώμη πως δεν ευσταθεί η εισήγηση. Υπήρχε επαρκής, ισχυρή και ανεξάρτητη μαρτυρία που τοποθετεί τον εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του σε όλους τους χώρους και την ώρα που έγινε το έγκλημα. Οι Ανδρέας Κουτρουλάς και Κώστας Ναπολέων ΜΚ43 και ΜΚ52 αντίστοιχα, είδαν τον εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του το βράδυ της 19.4.00-20.4.00 στη μπυραρία “Stone Eagle”, όπου έπιναν. Τους είδαν μάλιστα να προσεγγίζουν το θύμα και να συνομιλούν μαζί του. Εξάλλου τούτο δεν αμφισβητήθηκε από τον ίδιο τον εφεσείοντα, που προσπάθησε μάλιστα να προωθήσει την εκδοχή του αναφορικά με τον αριθμό και το είδος των ποτών που κατανάλωσαν, 5 μπύρες και 5 ζαμπούκκες. Οι μάρτυρες αυτοί ανέφεραν πως ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του εγκατέλειψαν την μπυραρία αμέσως μετά που έφυγε απ’ αυτή το θύμα, για να επιστρέψουν σε 15-20 λεπτά. Ο ΜΚ40 Δημήτρης Μοσφίλης, ιδιοκτήτης της μπυραρίας “Stop”, ανέφερε στο Δικαστήριο πως ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του επισκέφθηκαν τη μπυραρία του όπου και χρησιμοποίησαν την τουαλέτα. Ενώ η Τατιάνα Ιόβεβα ΜΚ27, και ο Στυλιανός Κωνσταντίνου, ΜΚ29, ήσαν θαμώνες στην μπυραρία “La Bamba”, στην οποία πήγαν ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του μετά την μπυραρία “Stop” γύρω στις 1.00π.μ. της 20.4.00. Και οι δυο μάρτυρες πρόσεξαν πως τα ρούχα τους ήσαν λερωμένα και λασπωμένα και ότι συμπεριφέρονταν κανονικά, όχι σαν μεθυσμένοι. Η κατάσταση δε των ρούχων του εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του δεν αμφισβητήθηκε από την υπεράσπιση.

Επιπλέον, ο εφεσείων στην ενυπόγραφη κατάθεση, τεκμ.13, που έδωσε στις 9.5.00, σε απάντηση στις κατηγορίες, είπε: «εγιώ δεν τον κτύπησα με την πέτρα, αλλά έδωσα του μόνο θκιο κλωτσιές. Επίσης δεν παραδέχομαι ότι τον έκλεψα, γιατί εν ο Κάττος που έπιασε τα ριάλια του». Η κατάθεση αυτή, τεκμ.13, παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο χωρίς ένσταση, και είναι μεταγενέστερη της επίμαχης κατάθεσης – ομολογίας, τεκμ.15. Η τελευταία ελήφθη στις 22.4.2000.

Το πιο πάνω αποδεικτικό υλικό φανερώνει πως η κατηγορούσα αρχή, εκτός από την ομολογία του ίδιου του εφεσείοντα, παρουσίασε και ισχυρή, ανεξάρτητη μαρτυρία που τον συνέδεε με το έγκλημα. Είναι γεγονός πως διερεύνηση στοιχείων DNA δεν συνέδεσε τον εφεσείοντα με το έγκλημα. Δεν συμφωνούμε όμως με την εισήγηση του δικηγόρου του πως το αποτέλεσμα αυτό θα ’πρεπε να [*322]οδηγήσει και στην απαλλαγή του γιατί με τα στοιχεία που ήδη επισημάναμε οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε αποδείκτηκαν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Να υπενθυμίσουμε δε πως ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του έλαβαν κάθε δυνατό προληπτικό μέτρο για να μην αφήσουν ίχνη της ταυτότητας τους, όπως πλύσιμο, ενώ έσυραν και το θύμα μέσα σε λασπόνερα.

Θα προχωρήσουμε στη συζήτηση του δεύτερου κεφαλαίου στην υπόθεση. Διατείνεται ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως η δίκη δεν διεξήχθη από αμερόληπτο Δικαστήριο. Το ζήτημα προκύπτει από τα πιο κάτω γεγονότα. Σε κάποιο στάδιο της δίκης το Κακουργιοδικείο έκρινε πως η συμπεριφορά του συνηγόρου του εφεσείοντα κ. Μ. Κυπριανού συνιστούσε καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο της νομολογιακά καθιερωμένης διαδικασίας που το Δικαστήριο ακολούθησε, ο συνήγορος κλήθηκε να αναφέρει ο,τιδήποτε επιθυμούσε σε απάντηση ή αντίκρουση της άποψης του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή η συμπεριφορά του συνιστούσε καταφρόνηση. Στο τέλος της ειδικής αυτής διαδικασίας το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο το δικηγόρο για καταφρόνηση, και με πλειοψηφία των δύο μελών του, διαφωνούντος του Προέδρου, επέβαλε σ’ αυτόν φυλάκιση 5 ημερών. Ο Πρόεδρος έκρινε πως πρόστιμο £75 ήταν η κατάλληλη τιμωρία. Ο κ. Κυπριανού εφεσίβαλε την καταδίκη του για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Της έφεσης επελήφθη η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία και απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας την απόφαση του Κακουργιοδικείου Μιχαλάκης Κυπριανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 236. Ο κ. Κυπριανού προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο έκανε δεκτή κατ’ αρχήν προς συζήτηση την προσφυγή του. (Κyprianou v. Cyprus, No. 73797/01, 8.4.03).

Ενόψει λοιπόν της πιο πάνω εξέλιξης στην υπόθεση ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίζεται εδώ πως είχε διασαλευθεί η εμπιστοσύνη του πελάτη – εφεσείοντα προς το δικηγόρο του, καθώς επίσης και η εξ αντικειμένου εμπιστοσύνη του εφεσείοντα για την αμεροληψία του Δικαστηρίου, το οποίο αντιμετώπισε το δικηγόρο του σαν κατηγορούμενο. Μετά την καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο ο κ. Κυπριανού ζήτησε να του επιτραπεί να αποσυρθεί από δικηγόρος του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις νομολογιακές αρχές όπως έχουν διατυπωθεί από το Εφετείο μας στην υπόθεση Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, απέρριψε το αίτημα. Ο κ. Κυπριανού ζήτησε στη συνέχεια να εξαιρεθεί το ίδιο το Δικαστήριο από την εκδίκαση της υπόθεσης, υποβάλλοντας πως αυτό δεν θα μπορούσε πλέον να λειτουργήσει αμερόληπτα, όπως προβλέπεται από το άρθρο 30.2. του Συντάγματος και το αντίστοιχο 6 της Ευ[*323]ρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Το Δικαστήριο απέρριψε και αυτό το αίτημα. Η δίκη προχώρησε κανονικά μέχρι την έκδοση της απόφασης και την επιβολή ποινής στον εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ήδη εκφραστεί στην πιο πάνω απόφαση της αναφορικά με την καταδίκη του κ. Κυπριανού για καταφρόνηση του Δικαστηρίου. Σεβαστή θα είναι και θα εφαρμοστεί από τα Δικαστήρια μας και τις αρμόδιες αρχές της Κύπρου η οποιαδήποτε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί της προσφυγής του κ. Κυπριανού. Η ενώπιόν μας εισήγηση όμως του δικηγόρου του εφεσείοντα κ. Ευσταθίου πως, ενόψει των διαδραματισθέντων ενώπιον του Κακουργιοδικείου τούτο έπαυσε να είναι αμερόληπτο δικαστήριο και η δίκη δεν ήταν δίκαιη, κρίνουμε πως δεν ευσταθεί. Απλή ανάγνωση του ογκώδους τόμου των πρακτικών καταδεικνύει την ομαλή διεξαγωγή της δίκης στην οποία παρουσιάστηκε όλο το υλικό για να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο και να αποφανθεί κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τις κατηγορίες εναντίον του εφεσείοντα. Έχουμε υποδείξει πιο πάνω πως η μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα ήταν καταλυτική. Ο δικηγόρος του παρουσίασε στο Κακουργιοδικείο ό,τι ήταν δυνατό για να προβάλει την υπεράσπιση του, σε μια δίκη που ομολογουμένως, ενόψει της μαρτυρίας που υπήρχε, το έργο του ήταν δύσκολο. Η απόφαση του Κακουργιοδιεκίου να μην επιτρέψει στο δικηγόρο να αποσυρθεί στο μέσο της δίκης ή να εξαιρεθεί το ίδιο από τη διεξαγωγή της, με αποτέλεσμα να διαταχθεί επανάληψη της, δεν κατέστησε τη δίκη μη δίκαιη ενώ το ίδιο το Δικαστήριο διατήρησε, κατά τη γνώμη μας, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας την αμεροληψία του. 

Η έφεση επομένως του εφεσείοντα εναντίον της καταδίκης του απορρίπτεται.

Θα επιληφθούμε τώρα μαζί των υπολοίπων εφέσεων που αφορούν στις επιβληθείσες ποινές. Τις έχουμε διαχωρίσει και κατατάξει στην αρχή της απόφασής μας. Το Κακουργιοδικείο στην σχετική για την ποινή απόφαση του επισημαίνει, πολύ ορθά, τις ανατριχιαστικές περιστάσεις του εγκλήματος, που κατέληξε στο φρικτό θάνατο ενός ανθρώπου. Δεν θα σχολιάσουμε με λεπτομέρεια τα όσα το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην  δωδεκασέλιδη απόφαση του για το ζήτημα της ποινής. Είναι αρκετό να σημειώσουμε πως στην απόφαση αυτή περιγράφονται η εγκληματική συμπεριφορά των κατηγορουμένων, που επέφερε το θάνατο στο θύμα, οι οικογενειακές τους περιστάσεις, όπως αναδύονται στις εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, και η εν [*324]γένει αντικοινωνική διαγωγή τους. Σημειώνεται επίσης το γεγονός πως ήταν λευκού ποινικού μητρώου.

Η δική μας άποψη είναι πως το Κακουργιοδικείο επέδειξε επιείκεια στην επιμέτρηση της ποινής. Τα 14 χρόνια φυλάκισης που επέβαλε στον Πάνοβιτς και τα 13 στο Χριστοδούλου δεν είναι τιμωρία συμβατή με τη νομολογία μας αναφορικά με τέτοιου είδους έγκλημα.  Η επιμέτρηση όμως της ποινής ανάγεται στη δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής ή έκδηλα υπερβολική. Στην επιείκεια που επέδειξε το Κακουργιοδικείο δεν θα επέμβουμε. Επισημαίνουμε όμως ότι πλησίασε οριακά την έννοια της έκδηλα ανεπαρκούς ποινής.

Ο δικηγόρος του Πάνοβιτς εισηγήθηκε πως είναι ολωσδιόλου αδικαιολόγητη η διαφοροποίηση της ποινής που επεβλήθη σ’ αυτόν έναντι του Χριστοδούλου. Το Κακουργιοδικείο έκανε ιδιαίτερη μνεία σ’ αυτή τη διαφοροποίηση, την οποία βασίζει στη θλιβερή εικόνα που αποκαλύπτεται από τις οικογενειακές περιστάσεις του Χριστοδούλου, σε αντίθεση με τον Πάνοβιτς, που το μόνο στοιχείο που υπήρχε γι’ αυτόν ήταν το νεαρό της ηλικίας του και κάποια προβλήματα που είχαν σχέση με την προσωπικότητα του.  Δεν θα επέμβουμε στη διαφοροποίηση αυτή, που αιτιολογείται από το Κακουργιοδικείο. 

Επομένως, και οι εφέσεις του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των ποινών που επιβλήθηκαν στους εφεσίβλητους, καθώς κι αυτές του εφεσείοντα Πάνοβιτς εναντίον της καταδίκης και της ποινής του, απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο