(2003) 2 ΑΑΔ 325
[*325]4 Ιουλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7366)
Έφεση ― Έφεση εναντίον καταδίκης ― Κατά πόσο η έμπρακτη μεταμέλεια του εφεσείοντος, η οποία είχε ληφθεί σοβαρά υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, μπορούσε να τον στερήσει από την δυνατότητα να προωθήσει την έφεσή του εναντίον της καταδίκης του.
Ο εφεσείων αντιμετώπιζε μια κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου και δύο κατηγορίες για κοινή κλοπή. Μετά από ακροαματική διαδικασία αθωώθηκε στην κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, ενώ βρέθηκε ένοχος στις άλλες δύο κατηγορίες. Μετά την εκφώνηση της απόφασης ο δικηγόρος του ζήτησε ολιγοήμερη αναβολή ως προς την επιβλητέα ποινή ώστε να καταβληθεί προσπάθεια από πλευράς κατηγορουμένου να αποζημιώσει τους παραπονουμένους, ώστε να έχει ελαφρυντικό παράγοντα ως προς την ποινή. Ο εφεσείων δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα. Το Δικαστήριο εισηγήθηκε τότε όπως η κατατεθείσα εγγύηση εκ £1.000 χρησιμοποιηθεί για κάλυψη μέρους της αποζημίωσης των παραπονουμένων. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος συγκατατέθηκε στην έκδοση διατάγματος αποζημίωσης, εις έκφραση, όπως είπε, «στο μέγιστο βαθμό» μεταμέλειας του εφεσείοντος, τόνισε όμως ότι δεν θα έπρεπε να έχει άμεση ισχύ. Το Δικαστήριο εξέδωσε το διάταγμα αποζημίωσης αναφορικά με το ποσό της εγγύησης, πληρωτέο άμεσα στους παραπονούμενους κατά ίσο μερίδιο έκαστος. Για το υπόλοιπο της αποζημίωσης δόθηκε αναστολή 18 μηνών από την αποφυλάκιση του εφεσείοντος.
Το Δικαστήριο επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών στις κατηγορίες για κοινή κλοπή.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του.
[*326]Αποφασίστηκε ότι:
Τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης καθιστούν την συνέχιση της έφεσης όχι μόνο αντινομική αλλά και ως συνιστώσα κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εφόσον θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφάλισε έκπτωση στην ποινή, με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτης, Ποιν. Έφ. 6730, ημερ. 23.11.99 (πρακτικό).
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον Kατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 8707/2002), ημερομηνίας 25/10/2002, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για κοινή κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 12 και 12 μηνών αντίστοιχα σε έκαστη κατηγορία καθώς και στην πληρωμή αποζημιώσεων στα πρόσωπα από τα οποία απέσπασε τα χρήματα.
Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Ε.Δ. Λεμεσού μια κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 270(β) του Ποινικού Κώδικα, και δύο κατηγορίες για κοινή κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα. Μετά από ακροαματική διαδικασία αθωώθηκε στην κατηγορία της κλοπής υπό αντιπροσώπου, ενώ βρέθηκε ένοχος στις δύο κατηγορίες για κοινή κλοπή.
Αμέσως μετά την εκφώνηση της απόφασης, στις 25.10.2002, ο δι[*327]κηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε ολιγοήμερη αναβολή της ακρόασης ως προς την επιβλητέα ποινή ώστε, προτού αγορεύσει, “να καταβληθεί και μία προσπάθεια από πλευράς κατηγορουμένου να αποζημιώσει τα παραπονούμενα πρόσωπα ώστε να είναι ελαφρυντικός παράγοντας ενώπιον του Δικαστηρίου”. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα και ανέβαλε την υπόθεση για τις 29.10.2002.
Στις 29.10.2002 ο δικηγόρος του εφεσείοντος άρχισε την αγόρευσή του προς επιμέτρηση της ποινής ως εξής:
“κ. Χειμώνας:
Ο κατηγορούμενος Εντιμοτάτη, ευρέθη ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία στις κατηγορίες 2 και 3 και αυτό το γεγονός, δηλαδή ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία δεν θα πρέπει να είναι επιβαρυντικό στοιχείο για τον ίδιο. Βέβαια είναι συνταγματικό δικαίωμα του κατηγορουμένου αλλά έχοντας κατά νου και την όλη πορεία που πήρε η υπόθεση αυτή και εννοώ σε σχέση με το ποιο ήταν το ακριβές κατηγορητήριο στο αρχικό στάδιο και πως κατέληξε στο στάδιο τούτο με το να βρεθεί ένοχος, δίδει ακριβώς και το στίγμα του πώς θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το θέμα της μη παραδοχής του. Βέβαια η παραδοχή Εντιμοτάτη θεωρείται ως μεταμέλεια, την οποία μεταμέλεια έστω και στο στάδιο της τούτο ο κατηγορούμενος εκφράζει μέσω μου προτού του επιβληθεί οποιαδήποτε ποινή.”
Στη συνέχεια, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, αφού αναφέρθηκε σε διάφορους άλλους, κατά την εισήγησή του, ελαφρυντικούς παράγοντες, οι οποίοι θάπρεπε να ληφθούν υπόψη, πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο εφεσείων, παρά τις προσπάθειές του, δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα για να αποζημιώσει τους παραπονούμενους. Τότε, το Δικαστήριο, απευθυνόμενο προς το δικηγόρο του εφεσείοντος, είπε τα εξής:
“Υπάρχει εγγύηση £1.000 η οποία δεν έχει ακυρωθεί, είναι βέβαια μέσα στις εξουσίες του Δικαστηρίου να κρίνει το θέμα της αποζημίωσης, αλλά θα ήταν ίσως συνετό αν είναι και δική σας άποψη να χρησιμοποιηθεί αυτό το ποσό για ένα μέρος αποζημίωσης των παραπονουμένων.”
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος συμφώνησε.
Ακολούθως, το Δικαστήριο υπέδειξε στο δικηγόρο του εφεσείο[*328]ντος ότι είχε την ευχέρεια να εκδώσει διάταγμα αποζημίωσης για το υπόλοιπο ποσό, ήτοι μετά την αφαίρεση του ποσού των £1.000, χωρίς να είναι αναγκαία η συγκατάθεση του κατηγορούμενου. Εις απάντηση ο δικηγόρος του εφεσείοντος συγκατατέθηκε στην έκδοση διατάγματος αποζημίωσης, εις έκφραση, όπως είπε, “στο μέγιστο βαθμό” μεταμέλειας του εφεσείοντος, τόνισε όμως ότι “θα πρέπει να δοθεί χρόνος ώστε να μπορέσει ο κατηγορούμενος να το πληρώσει, δεν θα είναι με άμεση ισχύ αυτό το διάταγμα.”.
Εκδίδοντας την απόφασή του για την ποινή, το Δικαστήριο είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
“Ο κ. Χειμώνας επίσης στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ο κατηγορούμενος έστω και στη προηγούμενη δικάσιμο (μόλις χθες) εξέφρασε μέσω του συνηγόρου του την μεταμέλεια του, η οποία μάλιστα έκφραση μετάνοιας έχει πάρει και τον χαρακτήρα συγκατάθεσης του κατηγορούμενου για έκδοση διατάγματος αποζημίωσης εναντίον του, σύμφωνα με τα λεχθέντα υπό του κ. Χειμώνα. Μάλιστα ο κ. Χειμώνας έχει αναφέρει ότι η συγκατάθεση αυτή του κατηγορουμένου θα πρέπει να εκληφθεί ως σοβαρός μετριαστικός παράγοντας αφού ισοδυναμεί, κατά τη θέση του, με αποζημίωση.
…………………………….....…………………………………
Επίσης έχω λάβει υπόψη μου όλα τα υπόλοιπα θέματα τα οποία έχει εγείρει ο κ. Χειμώνας. Να παρατηρήσω ότι το διάταγμα αποζημίωσης έστω και εκδοθέν με προθυμία του ιδίου του κατηγορουμένου δεν μπορεί να εξισωθεί με αποζημίωση. Για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής ωστόσο έχει σημασία στο ότι ο κατηγορούμενος δεν παραμένει αδιάφορος προς το θύμα του και αυτό έχει την σημασία του και με αυτό το σκεπτικό το αποδέχομαι.
……………………………………….....………………………
Στην βάση των παραμέτρων που έχω εξηγήσει, ο κατηγορούμενος καταδικάζεται σε φυλάκιση 12 μηνών στην 2ην κατηγορία και 12 μηνών στην 3ην κατηγορία.
Ενόψει του κοινού πυρήνα γεγονότων θεωρώ ότι η ποινή μπορεί να συντρέχει. Ποινές της 2ης και 3ης κατηγορίας να συντρέχουν.
………………………………….....……………………………
Επίσης ενόψει και της προθυμίας του κατηγορουμένου αλλά και της εγγενούς εξουσίας του Δικαστηρίου θεωρώ ότι μπορώ [*329]να εκδώσω διάταγμα αποζημίωσης το οποίο, κατ’ αντίθεση με οποιαδήποτε άλλη ποινή ή πρόστιμο ή έξοδα μπορεί να συντρέχει με διάταγμα φυλάκισης ως τούτο έχει στοιχειοθετηθεί στην υπόθεση Χρίστου ν. Police (1968) 2 C.L.R., όπου ακριβώς σε περίπτωση καταδίκης κατηγορουμένου σε κατηγορία κλοπής, το Δικαστήριο καταδίκασε συγχρόνως τον εφεσείοντα στην πληρωμή αποζημιώσεων σε τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα, από τα οποία απέσπασε τα χρήματα. Σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου ωστόσο θεωρήθηκε ορθό να δίδεται αναστολή πληρωμής τέτοια ώστε μετά την αποφυλάκιση του κατηγορούμενου να δίδεται χρόνος σ’ αυτό να ενταχθεί εκ νέου στον κοινωνικό ιστό, να εργαστεί και να αποπληρώσει.
Στη βάση αυτή που έχω εξηγήσει εκδίδεται διάταγμα αποζημίωσης σε σχέση με την …… για £460 …… τον …… £1.060, τον …… £500, τον …… £600 και σε σχέση με τον …… £700.
Το ποσό της εγγύησης (£1.000) που έχει κατατεθεί από τον κατηγορούμενο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και διατάσσεται να χρησιμοποιηθεί έναντι της αποζημίωσης που εκδίδει το Δικαστήριο πληρωτέο-καταβλητέο άμεσα στους παραπονούμενους κατά ίσο μερίδιο έκαστος. Για το υπόλοιπο ποσό αποζημίωσης θα υπάρχει αναστολή εκτέλεσης. Θεωρώ ότι ενόψει του ύψους του ποσού θα πρέπει να δώσω αρκετό χρόνο σε σχέση με την αποζημίωση αυτή. Δίδεται χρόνος αναστολής πληρωμής του υπολοίπου της αποζημίωσης 18 μηνών από την αποφυλάκιση του κατηγορουμένου για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω.”
Πέντε μέρες μετά την επιβολή της ποινής, ο εφεσείων καταχώρησε έφεση κατά της καταδίκης του για πέντε λόγους.
Μετά την καταχώρηση των διαγραμμάτων και πριν προχωρήσουμε στην ακρόαση της έφεσης στην ουσία της, ζητήσαμε τις απόψεις των δικηγόρων των διαδίκων επί του κατά πόσο η έφεση μπορούσε να προχωρήσει ενόψει της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντος, όπως αυτή εκφράσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η έμπρακτη μεταμέλεια, παρά το γεγονός ότι λήφθηκε σοβαρά υπόψη από το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής, δεν μπορούσε να αποστερήσει τον εφεσείοντα της δυνατότητας να προωθήσει την έφεση κατά της καταδίκης του, εφόσον αυτό ήταν δικαίωμά του σύμφωνα με το Νόμο. Σε ερώτησή μας κατά πόσο, σε περίπτωση επιτυχίας [*330]της έφεσης, ο εφεσείων προτίθεται να ζητήσει από τους παραπονουμένους την επιστροφή του ποσού των £1.000, το οποίο συγκατατέθηκε να κατασχεθεί και τους καταβληθεί έναντι της αποζημίωσης, απάντησε καταφατικά.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας δεν τοποθετήθηκε. Μας παρέπεμψε απλώς σε νομολογία αναφορικά με το δεσμευτικό των δηλώσεων δικηγόρου εκ μέρους κατηγορουμένου και, επίσης, αναφορικά με εφέσεις κατά της καταδίκης μετά από παραδοχή στο Δικαστήριο.
Κρίνουμε ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε τη συνέχιση της έφεσης για τους εξής λόγους: Με την έναρξη της αγόρευσής του ενώπιον του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος του εφεσείοντος άφησε σαφώς να νοηθεί ότι ο λόγος για τον οποίο ο πελάτης του δεν παραδέχθηκε εξ αρχής τις δύο κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε τελικά ένοχος (για κοινή κλοπή) ήταν η ύπαρξη της πρώτης, και σοβαρότερης, κατηγορίας (για κλοπή υπό αντιπροσώπου) στην οποία αθωώθηκε. Και κάλεσε το Δικαστήριο να προχωρήσει στην επιμέτρηση της ποινής ως εάν ο εφεσείων να είχε, ουσιαστικά, παραδεχθεί εξ αρχής τις εν λόγω δύο κατηγορίες εκφράζοντας, με αυτή τούτη την παραδοχή, και τη μεταμέλειά του. Ακολούθως, ο δικηγόρος του εφεσείοντος, εις περαιτέρω έκφραση της μεταμέλειας του πελάτη του, συγκατατέθηκε στην κατάσχεση του ποσού £1.000 – εγγύηση, ώστε αυτό να καταβληθεί προς μερική αποζημίωση των παραπονουμένων ενώ, παράλληλα, ζήτησε να ανασταλεί η πληρωμή του υπόλοιπου της αποζημίωσης, από την αποφυλάκισή του, ώστε να του παρασχεθεί ο απαραίτητος χρόνος για να εξασφαλίσει τα αναγκαία χρήματα και το εξοφλήσει. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι, όπως παρατήρησε ο Πικής, Π., στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Παφίτης, Ποινική Έφεση Αρ. 6730, 23.11.1999, όπου απορρίφθηκε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά της επάρκειας της ποινής επειδή, εκκρεμούσης της έφεσης, η ποινή αναστάληκε με προεδρικό διάταγμα, η συνέχιση της έφεσης θα ήταν, όχι μόνο αντινομική, αλλά θα αποτελούσε και σχήμα οξύμωρο. Θα συνιστούσε, μάλιστα, και κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου, εφόσον θα επέτρεπε στον εφεσείοντα, αφού πρώτα εξασφάλισε έκπτωση στην ποινή, με την έκφραση μεταμέλειας, η οποία εξυπακούει την παραδοχή της κατηγορίας, να προχωρήσει και αμφισβητήσει, εκ του ασφαλούς πλέον, την ορθότητα της καταδίκης του.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο