Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Σωτηρίου (2003) 2 ΑΑΔ 331

(2003) 2 ΑΑΔ 331

[*331]9 Iουλίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΔΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7457)

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπως τροποποιήθηκε ― Χρήση μηχανοκινήτου οχήματος άνευ ασφαλείας ― Οδήγηση μοτοσυκλέτας χωρίς προστατευτικό κράνος ― Εφεσίβλητος 29 ετών, παντρεμένος σε διάσταση και πατέρας ενός παιδιού που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας ― Επιβολή ποινής φυλάκισης τεσσάρων μηνών στην 1η κατηγορία, δύο μηνών στη 2η και ποινής προστίμου στην 3η κατηγορία ― Για τις πρώτες δύο κατηγορίες διατάχθηκε στέρηση δικαιώματος κατοχής ή απόκτησης άδειας οδήγησης για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία επιβολής της ποινής ― Αύξηση της ποινής κατ’ έφεση, στην 1η και 2η κατηγορία σε ποινή φυλάκισης 6 μηνών υπολογιζομένης από την ημερομηνία έναρξης της έκτισής της και στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδηγού για 12 μήνες, αρχομένης από την ημερομηνία αποφυλάκισης του κατηγορουμένου.

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η επιμέτρηση της ποινής συνδέεται άμεσα με την έκταση της αμέλειας για το ατύχημα ― Δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή ― Οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν ― Πότε ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών ενόψει του αυξανόμενου ρυθμού των θανατηφόρων ατυχημάτων.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Προσωπικές περιστάσεις κατηγορουμένου ― Είναι ήσσονος σημασίας σε αδικήματα όπου η συχνότη[*332]τα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

Το βράδυ της 17.4.2001 ο εφεσίβλητος έχασε τον έλεγχο της μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτας του την οποία οδηγούσε κατά μήκος της οδού 28ης Οκτωβρίου στη Λεμεσό με αποτέλεσμα αυτή να ανατραπεί και στη συνέχεια να συγκρουστεί βίαια με αυτοκίνητο. Στο δυστύχημα ενεπλάκησαν δύο ακόμα οχήματα. Σαν αποτέλεσμα της σύγκρουσης, η δεκαοκτάχρονη συνεπιβάτης του εφεσίβλητου τραυματίστηκε κρίσιμα και δύο μέρες αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της.

Σε κατάθεσή του ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ότι οδηγούσε με ταχύτητα 80 χ.α.ω. Ενώ προσήγγισε προπορευόμενο όχημα εφάρμοσε τα φρένα του, αλλά έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του και ανατράπηκε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσίβλητο στις πιο πάνω κατηγορίες και του επέβαλε τις ποινές που επίσης αναφέρονται ανωτέρω.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε τις επιβληθείσες ποινές ως έκδηλα επιεικείς.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή για παρόμοια αδικήματα με τα αδικήματα που διέπραξε ο εφεσίβλητος.  Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν.

2. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ’ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια του κατηγορουμένου εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Στην παρούσα περίπτωση η συμπεριφορά του εφεσίβλητου ήταν ακριβώς τέτοια.

3. Κάτω από τις περιστάσεις, και παρά τις προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου, η επιβληθείσα ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής, σε σημείο που να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου. Επιβάλλεται στην 1η και 2η κατηγορία ποινή 6 μηνών φυλάκιση και 12 μηνών στέρηση του δικαιώματος απόκτησης ή κατοχής άδειας οδηγού. Η ποινή φυλάκισης θα υπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης της [*333]έκτισής της.  Η στέρηση θα αρχίσει να μετρά από την ημερομηνία αποφυλάκισης του εφεσίβλητου.

Η έφεση επιτράπηκε. Οι επιβληθείσες

ποινές τροποποιήθηκαν ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παμπακάς και Άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487,

R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353,

Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232,

Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527,

Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 57,

Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 11,

Ψύλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 8717/2002), ημερομηνίας 2/6/2003, με την οποία στον κατηγορούμενο, ο οποίος παραδέχτηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε τρεις κατηγορίες για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Kώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ποινικού Κώδικα (Tροποποιητικό) (Aρ. 6) Nόμο του 2000, N.181(I)/2000, για χρήση μηχανοκινήτου οχήματος άνευ ασφαλείας και για οδήγηση μοτοσυκλέτας χωρίς προστατευτικό κράνος, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών στην 1η κατηγορία και δύο μηνών στη 2η, ενώ στην 3η του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £100,- και για τις πρώτες δύο κατηγορίες του επιβλήθηκε στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτήσει άδεια οδήγησης για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία επιβολής της ποινής, ως ποινών έκδηλα ανεπαρκών.

Ηλ. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

[*334]Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος παρών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσίβλητος παραδέκτηκε ενοχή σε τρεις κατηγορίες. Για πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικό) (Αρ.6) Νόμο του 2000, Ν.181(Ι)/2000, για χρήση μηχανοκινήτου οχήματος άνευ ασφαλείας και για οδήγηση μοτοσυκλέτας χωρίς προστατευτικό κράνος. Καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών στην 1η κατηγορία και δύο μηνών στη 2η, ενώ στην 3η του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £100. Για τις πρώτες δύο κατηγορίες του επιβλήθηκε ακόμα στέρηση του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτήσει άδεια οδήγησης για περίοδο δώδεκα μηνών από την ημερομηνία επιβολής της ποινής. Ο Γενικός Εισαγγελέας θεώρησε τις επιβληθείσες ποινές ως ανεπαρκείς και καταχώρησε έφεση.

Στις 17.4.2001 και γύρω στις 23.45 το βράδυ ο εφεσίβλητος με συνεπιβάτιδα την δεκαοκτάχρονη Αναστασία Σάββα οδηγούσε τη μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτα του κατά μήκος της οδού 28ης Οκτωβρίου, στη Λεμεσό. Ο δρόμος ήταν ευθύς, επίπεδος, διπλής κατεύθυνσης τεσσάρων λωρίδων κυκλοφορίας, με απεριόριστη ορατότητα και χωρίς παρεμβολή οποιωνδήποτε φυσικών ή τεχνητών εμποδίων. Υπήρχε ικανοποιητικός οδικός φωτισμός από λαμπτήρες ισχυρής τάσης και το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ήταν 50 χ.α.ω.

Καθώς η κίνηση πύκνωνε και ενώ πλησίαζε σε προπορευόμενο όχημα, έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του με αποτέλεσμα αυτή να ανατραπεί και στη συνέχεια να συγκρουστεί βίαια με αυτοκίνητο. Στο δυστύχημα ενεπλάκησαν δύο ακόμα οχήματα. Το δεξιό πόδι της Σάββα σφηνώθηκε στον τροχό ενός των αυτοκινήτων και η ίδια τραυματίστηκε σοβαρά. Στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί εγκεφαλική αιμορραγία και θλάση του θώρακα. Ο εφεσίβλητος έφερε μόνο εκδορές και εγκαύματα. Δύο μέρες αργότερα η Σάββα υπέκυψε στα τραύματά της.

Σε κατάθεσή του ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε ότι οδηγούσε με [*335]ταχύτητα 80 χ.α.ω. Ενώ προσήγγιζε το προπορευόμενο όχημα εφάρμοσε τα φρένα του, αλλά έχασε τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας του που ανατράπηκε.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα τόνισε την ανάγκη για αποτροπή και ισχυρίστηκε ότι η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου δεικνύει οδική θρασύτητα. Για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του υπέδειξε την υπερβολική του ταχύτητα, το γεγονός ότι το δυστύχημα έγινε βράδυ σε πολυσύχναστο δρόμο, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι δεν επέβαλε στη συνεπιβάτιδά του να φορέσει κράνος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της θανατηφόρας βόλτας, ούτε ο εφεσίβλητος έφερε κράνος. Επισημάνθηκε ακόμα και το ότι οδηγούσε χωρίς ασφάλιση. Ειδική μνεία έγινε και στο γεγονός ότι με το Νόμο 181(Ι)/2000 η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή αυξήθηκε στα τέσσερα χρόνια φυλάκιση.

Αντίθετα, ο συνήγορος του εφεσιβλήτου υποστήριξε ότι από το γεγονός και μόνο της υπερβολικής ταχύτητας και την παράλειψη να επιβάλει στη συνεπιβάτιδά του τη χρήση κράνους, δεν συμπεραίνεται οδική θρασύτητα, άνκαι παραδέκτηκε ότι τα σημεία αυτά υποδεικνύουν αμέλεια. Τόνισε επίσης ότι δεν υπήρχε νομική υποχρέωση του εφεσιβλήτου να επιβάλει στη συνεπιβάτιδά του τη χρήση κράνους.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αντιμετώπισε τη συμπεριφορά του εφεσιβλήτου ως στιγμιαίο λάθος ή αβλεψία, αλλά ως εγωϊστική συμπεριφορά που εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, τόσο για τον ίδιο όσο και για τη συνεπιβάτιδά του. Κατέληξε ακόμα ότι η οδική συμπεριφορά του κατηγορουμένου ήταν καθοριστική στο ατύχημα, αφού η συμπεριφορά των οδηγών των άλλων οχημάτων που προπορεύονταν δεν έπαιξε ουσιώδη ρόλο στην πρόκληση του ατυχήματος.

Για παρόμοια αδικήματα δεν υπάρχει καθιερωμένο μέτρο για την ποινή. Στην αρμόζουσα ποινή το δικαστήριο καταλήγει ανάλογα με τα περιστατικά της υπόθεσης, την έκταση της ευθύνης του κατηγορουμένου και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το γεγονός ότι το επικίνδυνο οδήγημα στοιχίζει χρήμα και ζωές.  Η επιμέτρηση της ποινής είναι άμεσα σχετιζόμενη με την έκταση της αμέλειας, δηλαδή με τη συμπεριφορά και τις πράξεις του κατηγορουμένου που οδήγησαν στη διάπραξη του αδικήματος και την πρόκληση του θανάτου, σε συνάρτηση βέβαια με τις προσωπικές του συνθήκες, οι οποίες θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν (Παμπακάς και άλλος. ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 487, 491).

[*336]Στην υπόθεση R. v. Boswell [1984] 3 All E.R. 353, τονίστηκε ότι σε τροχαία αδικήματα ως επιβαρυντικός παράγοντας λογίζεται η ύπαρξη άλλων αδικημάτων που διαπράχθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο, καθώς και σχετιζομένων παραβάσεων, όπως είναι για παράδειγμα η οδήγηση χωρίς άδεια. Στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, έγινε αναφορά στην υπόθεση R. v. Boswell, ανωτέρω και επαναλήφθηκε ότι τα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον καθορισμό της ποινής σε παρόμοιες υποθέσεις, σχετίζονται μεταξύ άλλων, με την υφή της αμέλειας που προκάλεσε το θάνατο, αλλά και τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου. Η επιβολή ποινής φυλάκισης ενδείκνυται κατ’ αρχήν στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια του κατηγορουμένου εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο.

Στην παρούσα περίπτωση η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου ήταν ακριβώς τέτοια. Εμπεριείχε σαφώς το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων. Η αδιαφορία αυτή κατέληξε τελικά και στο θάνατο του άτυχου θύματος. Η αμέλεια του εφεσιβλήτου επικεντρώνεται στο γεγονός ότι οδηγούσε μέσα σε κατοικημένη περιοχή με μεγάλη, υπερβολική, υπό τις περιστάσεις, ταχύτητα σε ένα πολυσύχναστο δρόμο, κατά τη διάρκεια της νύκτας, μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, που είναι ευάλωτη στον παραμικρό κίνδυνο. Και όλα αυτά  χωρίς να καλύπτεται από πιστοποιητικό ασφάλισης και χωρίς να βεβαιωθεί ότι τόσο ο ίδιος, όσο και η συνεπιβάτιδά του έφεραν προστατευτικό κράνος.

Έχει επανειλημμένα επισημανθεί από τα δικαστήρια ότι τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής του είδους της ποινής, όσο και του ύψους της (Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232, 238). Τονίστηκε ακόμα ότι τα δικαστήρια δεν μπορούν να αδιαφορούν μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο.

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται από το νομοθέτη στο αδίκημα προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής, το οποίο πάντα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν κατά την επιβολή της ποινής (Βραχίμης ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 527).

Ο εφεσίβλητος είναι 29 ετών, παντρεμένος σε διάσταση και πατέρας ενός παιδιού τεσσεράμιση χρόνων που αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας. Έχει αποφασιστεί ότι σε σοβαρά αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρε[*337]πτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, άνκαι είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται, είναι ήσσονος σημασίας, αφού προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας (Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ, 57, 62. Βλέπε ακόμα Alarsan v. Δημοκρατίας, (1996) 2 Α.Α.Δ. 11 και Ψύλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Άνκαι δεν θεωρούμε ότι η συμπεριφορά του εφεσιβλήτου συνιστά οδική θρασύτητα, δεν μπορούμε να μη την θεωρήσουμε ως μια αλόγιστη και απερίσκεπτη πράξη που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο ενός νέου ανθρώπου.

Κάτω από τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι παρά τις προσωπικές συνθήκες του εφεσιβλήτου, η επιβληθείσα ποινή είναι πράγματι έκδηλα ανεπαρκής, σε σημείο που να δικαιολογείται επέμβασή μας.

Αισθανόμαστε την ανάγκη να δώσουμε, ιδιαίτερα σε νεαρά πρόσωπα που χρησιμοποιούν τους δρόμους, το μήνυμα ότι απερίσκεπτες συμπεριφορές που στοιχίζουν ζωές, πόνο και χρήματα, δεν μπορούν πλέον να γίνονται ανεκτές. Επιβάλλουμε στην 1η και 2η κατηγορία ποινή 6 μηνών φυλάκιση και 12 μηνών στέρηση του δικαιώματος να αποκτήσει ή να κατέχει άδεια οδηγού. Η ποινή φυλάκισης θα υπολογίζεται από την ημερομηνία έναρξης της έκτισής της, δηλαδή από τις 2.6.2003. Η στέρηση θα αρχίσει να μετρά από την ημερομηνία αποφυλάκισής του.

Θεωρούμε τις ποινές που επιβάλλουμε ως αρκούντως επιεικείς και ο λόγος που δεν αυξάνουμε την ποινή περισσότερο είναι ακριβώς τα πολλά ελαφρυντικά και οι προσωπικές συνθήκες του εφεσιβλήτου.

Η έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθείσες ποινές τροποποιούνται ανάλογα.

Η έφεση επιτρέπεται. Οι επιβληθείσες ποινές τροποποιούνται ως ανωτέρω.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο