(2003) 2 ΑΑΔ 353
[*353]18 Ιουλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ «ΨΥΛΛΑΣ»,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7355)
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Καθίσταται απαράδεκτη όταν ο τρόπος ή η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές άμεσα ή έμμεσα για την εξασφάλισή της, συνιστούν παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή γιατί η μαρτυρία αποσπάσθηκε ή εξασφαλίσθηκε με πρωτοβουλία των διωκτικών αρχών κάτω από συνθήκες παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απουσία ευρημάτων επί ουσιωδών αμφισβητούμενων γεγονότων ― Η παράλειψη αξιολόγησης της μαρτυρίας επηρεάζει την εγκυρότητα της εκκαλούμενης απόφασης και οδηγεί σε ακύρωσή της.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Μαρτυρία η οποία προκύπτει από μολυσμένη πηγή ή λαμβάνεται κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων κατηγορουμένου, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα του κατά της αυτοενοχοποίησης, συνιστά παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης, και είναι για το λόγο αυτό απαράδεκτη.
Απόδειξη ― Τεκμήρια ― Συλλογή γενετικού υλικού από τον κατηγορούμενο στο στάδιο της ανάκρισής του από τις Αστυνομικές Αρχές, διά πλαγίων μέσων, κατ’ αντίθεση προς την εκφρασθείσα θέλησή του και κατά παράβαση του δικαιώματος του κατά της αυτοενοχοποίησης ― Ανάλυση της νομικής πτυχής του θέματος που περιβάλλει τη συλλογή γενετικού υλικού.
Ποινική Δικονομία ― Κατηγορητήριο ― Άρθρο 85(1) του περί Ποινι[*354]κής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Κατά πόσο το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα, κατ’ εφαρμογή της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης, να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για αδίκημα οι λεπτομέρειες του οποίου δεν καθορίζονταν στις λεπτομέρειες της σχετικής κατηγορίας που του είχε προσαφθεί.
Ερμηνεία νόμων ― Μετάφραση νομοθεσίας ― Το αρχικό κείμενο διατηρεί την αυθεντικότητα του ως προς το περιεχόμενο της νομοθεσίας ― Όπου διαφέρει η μετάφραση από το νόημα του αρχικού κειμένου, υπερισχύει το αρχικό κείμενο.
Λέξεις και Φράσεις ― “Charge” και “Information” στο Άρθρο 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Αναφέρονται στην κατηγορία σε συνοπτική διαδικασία και κατηγορία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντίστοιχα.
Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε εννέα κατηγορίες για διάρρηξη και κλοπή και μία κατηγορία για κατοχή περιουσίας, που γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία, ή ότι αποκτήθηκε κάτω από συνθήκες που συνέθεταν κακούργημα ή πλημμέλημα, κατά παράβαση του Άρθρου 306 του Ποινικού Κώδικα.
Το Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο σε επτά από τις εννέα κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής, εκφράζοντας «σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης της διάρρηξης στις κατοικίες που περιγράφονται στις κατηγορίες 1, 2, 4, 6, 7, 8 και 10».
Στις δύο κατηγορίες (τρίτη και ένατη) διάρρηξης κατοικίας και κλοπής ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος κυρίως λόγω της ανεύρεσης γενετικού υλικού στις δύο από τις παραβιασθείσες κατοικίες και του συσχετισμού του με γενετικό υλικό που εντοπίστηκε σε δύο καλαμάκια χυμών που κατανάλωσε ο εφεσείων στο γραφείο του ανακριτή της υπόθεσης και στην οικία του (του εφεσείοντος) στο στάδιο ανάκρισης της υπόθεσης, αντίστοιχα. Η άλλη μαρτυρία η οποία έτεινε να συνδέσει τον εφεσείοντα με τα δύο εγκλήματα, ήταν η ανεύρεση στην κατοχή του κλαπέντων αντικειμένων. Και στις κατηγορίες που αθωώθηκε ο εφεσείων εντοπίστηκαν στην κατοχή του, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, κλαπέντα αντικείμενα, όμως το γεγονός αυτό, αφ’ εαυτού, δεν θεωρήθηκε καθοριστικό για την απόδειξη της κατηγορίας της διάρρηξης και της κλοπής από τον εφεσείοντα.
Το Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσείοντα στην κατηγορία η οποία εβασίζετο στις διατάξεις του Άρθρου 306 του Ποινικού Κώδικα, [*355]Κεφ. 154 λόγω μη αποδείξεως του αδικήματος, παρά την ανεύρεση μέρους της κλοπιμαίας περιουσίας στην κατοχή του, εκείνης που αναφέρεται στις κατηγορίες στις οποίες αθωώθηκε. Το Δικαστήριο, βασιζόμενο στις διατάξεις του Άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καταδίκασε τον εφεσείοντα για αδίκημα ήσσονος σοβαρότητας, εκείνο που στοιχειοθετεί το Άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα, ήτοι για παράνομη κατοχή περιουσίας.
Ο εφεσείων προσέβαλε την καταδίκη του τόσο για το αδίκημα το οποίο προσδιορίζεται στο Άρθρο 309, όσο και για τα αδικήματα στις δύο κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, αμφισβητώντας το παραδεκτό της μαρτυρίας που λήφθηκε για τη συλλογή του γενετικού υλικού και το βάσιμο των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη συλλογή, τη φύλαξη και τα αποτελέσματα των αναλύσεων.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε τη μαρτυρία του ανακριτή γύρω από τη χρήση και τη φύλαξη των δύο καλαμακιών. Ορμώμενος από τις προεκτάσεις αυτού του μέρους της μαρτυρίας ο εφεσείων είχε υποβάλει ότι το όποιο γενετικό υλικό εντοπίστηκε πρέπει να ανήκε στον ανακριτή και όχι στον ίδιο.
2. Ο εφεσείων παγιδεύτηκε από τις Αστυνομικές Αρχές, διά πλαγίων μέσων, να παράσχει γενετικό υλικό, κατ’ αντίθεση προς την εκφρασθείσα θέλησή του και κατά παράβαση του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης. Σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία και τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μαρτυρία η οποία λαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ή από μολυσμένη πηγή, δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία.
3. Η μαρτυρία για το γενετικό υλικό του εφεσείοντος λήφθηκε κατά παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης και έπρεπε να είχε αποκλεισθεί. Και, εφόσον ο εφεσείων καταδικάστηκε στις δύο κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής στη βάση της εν λόγω μαρτυρίας, πρέπει να απαλλαγεί και αθωωθεί στις εν λόγω κατηγορίες.
4. Η καταδίκη του εφεσείοντος για αδίκημα, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν καθορίζονται στις λεπτομέρειες της σχετικής κατηγορίας που του προσάφθηκε, αποτελεί νομικό σφάλμα. Ως εκ τούτου, η καταδίκη του εφεσείοντος στην κατηγορία κάτω από το Άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 πρέπει να παραμερι[*356]στεί ως ανυπόστατη. Παράλληλα πρέπει να καταγραφεί, ως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μη απόδειξη της κατηγορίας κάτω από το Άρθρο 306(α) του Κεφ. 154, που αποτελούσε το αντικείμενο της κατηγορίας (11η κατηγορία), ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και συνακόλουθα, η αθώωση και η απαλλαγή του εφεσείοντος από αυτή.
Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων
αθωώθηκε σ’ όλες τις κατηγορίες.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Σάββας Πλαστήρα Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195,
Γρηγόρης Σίμου Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 571,
Γεώργιος Ιωάννη Γιαννίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7007, ημερ. 26.4.02,
Mohamed (1998) 1 A.A.Δ. 1304,
Fatma Mehmet v. Police (1970) 2 C.L.R. 62,
Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1,
Funke v. France A 256-A [1993],
Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,
Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5,
Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171,
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,
Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6918 κ.ά., ημερ. 28.6.2002,
Teixeira de Castro v. Portugal [1998] 4 BHRC 533, Ecct HR.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Yπόθεση Aρ. 15145/2001), ημερομηνίας 4/10/2002, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδι[*357]κάστηκε σε δύο κατηγοροίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή κατά παράβαση του Άρθρου 309 του Kεφ. 154 και σε μια κατηγορία για αποδοχή και κατακράτηση κλοπιμαίας περιουσίας των οποία γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία ή αποκτήθηκε υπό συνθήκες οι οποίες συνέθεταν κακούργημα ή πλημμέλημα, κατά παράβαση του Άρθρου 306 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Μεταξύ Φεβρουαρίου και Σεπτεμβρίου, 2001, έγινε αριθμός διαρρήξεων κατοικιών και κλοπών στη Λάρνακα, μερικές των οποίων δεν προσήλκυσαν άμεσα την προσοχή των ιδιοκτητών, λόγω της απουσίας τους από την Κύπρο.
Το Σεπτέμβριο του 2001, ένας από τους ιδιοκτήτες κατοικίας που παραβιάστηκε εντόπισε, σε νομισματοπωλείο της Λάρνακας, νομίσματα που κλάπηκαν από το σπίτι του. Ο καταστηματάρχης αποκάλυψε ότι αγόρασε τα νομίσματα από τον εφεσείοντα, γεγονός που κατέστησε τον εφεσείοντα ύποπτο ως το δράστη της διάρρηξης.
Ο εφεσείων συνελήφθη προς διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων. Έρευνα στην κατοικία του έφερε στην επιφάνεια και άλλα αντικείμενα τα οποία, θύματα των διαρρήξεων αναγνώρισαν ως μέρος της περιουσίας που κλάπηκε από τα σπίτια τους.
Οι αστυνομικές έρευνες αποκάλυψαν δακτυλικά αποτυπώματα, που σε ορισμένες από τις παραβιασθείσες κατοικίες δεν ανήκαν στους ιδιοκτήτες αλλά ούτε και στον εφεσείοντα. Σε δυο από τις κατοικίες ανιχνεύθηκε γενετικό υλικό αγνώστου προσώπου. Αδημονούσε η Αστυνομία να εξασφαλίσει γενετικό υλικό από τον εφεσείοντα για να διαπιστώσει αν ταυτιζόταν με την ύλη που ανευρέθηκε. Του ζητήθηκε, ενώ τελούσε υπό κράτηση, να δώσει αίμα για σκοπούς αναγνώρισης του γενετικού του υλικού. Ο εφεσείων αρνήθηκε. Αυτό έγινε στις 13 Σεπτεμβρίου, 2001. Αργότερα, την ίδια ημέρα, ο εφεσείων μετακινήθηκε από τον τόπο κράτησής του στο γραφείο του ανακριτή Λοχία Χατζηπαύλου, με σκοπό τη μεταφορά του στο Δικαστήριο προς εξέταση αιτήματος της Αστυνομίας για [*358]την προσωποκράτησή του. Εόρταζε την ημέρα εκείνη, ως φαίνεται, ο ανακριτής, λόγω της προαγωγής του, και προσέφερε κεραστικά, προφανώς σε όσους τον επισκέπτονταν για να τον συγχαρούν. Δίσκος με χυμούς και αναψυκτικά ήταν τοποθετημένος στο γραφείο του, όπως και καλαμάκια, προς διευκόλυνση της εισρόφησής τους. Ο ανακριτής προσέφερε και στον εφεσείοντα ποτό, το οποίο κατανάλωσε χρησιμοποιώντας το καλαμάκι που ήταν μέσα στο ποτήρι. Μόλις συμπλήρωσε την πόση του χυμού, ο ανακριτής τον πληροφόρησε ότι το καλαμάκι θα χρησιμοποιηθεί προς το σκοπό ανίχνευσης του γενετικού του υλικού και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Κατά πόσο η παρουσία του δίσκου και η προσφορά αναψυκτικών σκηνοθετήθηκε καθ’ όλα για τη λήψη γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα δεν είναι βέβαιο. Ό,τι, όμως, προκύπτει αβίαστα είναι ότι η μεταφορά του κρατουμένου στο γραφείο του ανακριτή και η προσφορά χυμού με καλαμάκι σ’ αυτό είχε ως αποκλειστικό σκοπό την, διά πλαγίων μέσων, εξασφάλιση γενετικού υλικού από αυτόν. Η διάβαση προς το Δικαστήριο δεν περνούσε μέσα από το γραφείο του ανακριτή, ενώ η σημασία που απέδιδε ο ανακριτής στην πόση χυμού ή αναψυκτικού από τον εφεσείοντα με καλαμάκι και ο σκοπός του εγχειρήματος, επιμαρτυρούνται από το γεγονός ότι ευθύς μετά το συμβάν ο ανακριτής του επέστησε την προσοχή του στο νόμο.
Την επαύριο, ενώ ο εφεσείων συνέχισε να τελεί υπό κράτηση, μεταφέρθηκε στην κατοικία του, για σκοπούς έρευνας από τον ίδιο ανακριτή, συνεπικουρούμενο από ανακριτική ομάδα, η οποία περιλάμβανε και τον Λοχία Νικάνδρου, ο οποίος λειτουργούσε στην ίδια υπόθεση ως επίκουρος ανακριτής. Ζητήθηκε εκ νέου από τον εφεσείοντα να δώσει αίμα, πράγμα το οποίο αρνήθηκε. Ο εφεσείων σύμφωνα με τον ανακριτή Λοχία Χατζηπαύλου προσέφερε αναψυκτικά στους παρευρισκόμενους και ήπιε και ο ίδιος ένα χρησιμοποιώντας καλαμάκι. Και πάλι ακολούθησε η ίδια διαδικασία, το καλαμάκι συνελέγη, ο Λοχίας Χατζηπαύλου του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, με τον εφεσείοντα να απαντά: «Κάνε ότι θέλεις».
Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα το δεύτερο περιστατικό. Η εκδοχή του ενισχύεται από την κατάθεση του Λοχία Νικάνδρου, ο οποίος αντεξετάστηκε επιμόνως ως προς το τι περιήλθε σε γνώση του κατά τη διάρκεια της έρευνας στην κατοικία του εφεσείοντος, χωρίς καμιά αναφορά στο συγκεκριμένο συμβάν.
Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας γύρω από τη χρήση και μεταγενέστερα φύλαξη των δύο καλαμακιών, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ολότελα το ακόλουθο απόσπασμα από την [*359]επανεξέταση του Λοχία Χατζηπαύλου, το οποίο εντοπίζεται στη σελ. 464 των πρακτικών:-
«Ε. 13/9 ήταν η ημερομηνία που παραλάβετε το πρώτο καλαμάκι, τεκ. 33, από τον κατηγορούμενο;
Α. Μάλιστα.
Ε. Όντως το καλαμάκι προτού το χρησιμοποιήσει ο κατηγορούμενος βρισκόταν μέσα σε ποτήρι σε δίσκο στο γραφείο σας;
Α. Μάλιστα όπως και άλλα παρόμοια ποτήρια με καλαμάκι.
Ε. Το οποίο αφού το χρησιμοποιήσετε εσείς μετά το παραλάβετε;
Α. Μάλιστα.»
Δεν αποτελεί έργο μας η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Καθήκον μας είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης του Δικαστηρίου. Η σημασία της μαρτυρίας, στην οποία αναφερόμεθα, είναι πρόδηλη, όπως εμφανές είναι και το κενό που αφήνεται από την παράλειψη του Δικαστηρίου να την αξιολογήσει. Ορμώμενος από τις προεκτάσεις αυτού του μέρους της μαρτυρίας, ο εφεσείων υπέβαλε ότι το όποιο γενετικό υλικό εντοπίστηκε στο καλαμάκι αυτό πρέπει να ανήκει στον ανακριτή Χατζηπαύλου και όχι στον ίδιο.
Εναντίον του κατηγορουμένου προσάφθηκαν εννέα κατηγορίες για διάρρηξη και κλοπή και μία κατηγορία για την κατοχή περιουσίας, που γνώριζε ότι ήταν κλοπιμαία, ή ότι αποκτήθηκε κάτω από συνθήκες που συνέθεταν κακούργημα ή πλημμέλημα.
Το Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο σε επτά από τις εννέα κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής, εκφράζοντας «σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ο δράστης της διάρρηξης στις κατοικίες που περιγράφονται στις κατηγορίες 1, 2, 4, 6, 7, 8 και 10».
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής - (τρίτη και ενάτη) - με κύριο αποδεικτικό έρεισμα το γενετικό υλικό που ανευρέθηκε στις δύο κατοικίες και το συσχετισμό του, μετά από ανάλυση, με το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στα δύο καλαμάκια. Ευθέως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, χωρίς την ταύτιση του γενετικού υλικού του εφεσείοντος με το ανευρεθέν στις δύο κατοικίες, δε θα ήταν δυνατή η καταδίκη του. Εξηγεί, στην απόφασή του, ότι η παρουσία γενετικού υλικού τοποθετεί, όπως και τα δακτυλικά αποτυπώματα, τον κατηγορούμενο στη σκηνή του εγκλήματος, γεγονός από το οποίο μπορεί να εξαχθούν ενοχοποιητικά συμπεράσματα – (βλ. Σάββας Πλαστήρα Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195, Γρηγόρης [*360]Σίμου Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 571, Γεώργιος Ιωάννη Γιαννίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7007, 26/4/02). Διευκρινίζει, το Δικαστήριο, ότι πρόκειται για περιστατική μαρτυρία, η οποία μπορεί, συνεκτιμούμενη με το υπόλοιπο της μαρτυρίας, να οδηγήσει στο ασφαλές συμπέρασμα της διάπραξης του εγκλήματος από το φορέα του ανευρεθέντος γενετικού υλικού.
Η άλλη μαρτυρία, η οποία έτεινε να συνδέσει τον εφεσείοντα με τα δύο εγκλήματα, ήταν η ανεύρεση στην κατοχή του αντικειμένων που κλάπηκαν από τις δύο κατοικίες. Και στις κατηγορίες που αθωώθηκε ο εφεσείων εντοπίστηκαν στην κατοχή του, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου, αντικείμενα που κλάπηκαν από τις διαρρηχθείσες κατοικίες, πλην, ως διαπιστώνει, αφ’ εαυτού, το γεγονός αυτό δεν είναι καθοριστικό για την απόδειξη της κατηγορίας της διάρρηξης και της κλοπής από τον εφεσείοντα.
Ως προς την τελευταία κατηγορία, βασισμένη στις διατάξεις του Άρθρου 306 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αποδοχή ή κατακράτηση κλοπιμαίας περιουσίας, την οποία ο δέκτης γνωρίζει ότι ήταν κλοπιμαία, ή αποκτήθηκε με εγκληματική ενέργεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα δεν αποδείχθηκε, παρά την ανεύρεση μέρους της κλοπιμαίας περιουσίας στην κατοχή του εφεσείοντος, εκείνης που αναφέρεται στις κατηγορίες στις οποίες αθωώθηκε. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, αν κρινόταν ένοχος στις κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής στις οποίες αθωώθηκε, δε θα παρεχόταν πεδίο για την καταδίκη του στην κατηγορία βάσει του Άρθρου 306(α) του ΚΕΦ. 154. Ό,τι δεν εξέτασε είναι κατά πόσο αθώωση του κατηγορουμένου για την κλοπή των αντικειμένων θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταδίκη του βάσει του Άρθρου 306(α) του ΚΕΦ. 154. Δε θα διαπραγματευθούμε τις προεκτάσεις αυτού του θέματος, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης του γεγονότος ότι η περιουσία κλάπηκε ή ότι αποκτήθηκε κάτω από περιστάσεις που στοιχειοθετούν κακούργημα ή πλημμέλημα. Θεώρησε όμως το Δικαστήριο ότι του παρεχόταν η δυνατότητα, παρά τη διαπίστωση ότι δεν αποδείχθηκε το αδίκημα κάτω από το Άρθρο 306(α), να καταδικάσει τον εφεσείοντα για αδίκημα ήσσονος σοβαρότητας, όπως αναφέρει, εκείνο που στοιχειοθετεί το Άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα. Έρεισμα για την καταδίκη του σε κατηγορία που δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο άντλησε (το Δικαστήριο) από τις διατάξεις του Άρθρου 85(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο σε ελληνική μετάφραση προβλέπει:-
«85. – (1) Αν μέρος μόνο του κατηγορητηρίου ή του κατη[*361]γορητηρίου που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο αποδεικνύεται και το μέρος που αποδείχτηκε συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος δύναται, χωρίς μεταβολή του κατηγορητηρίου ή του κατηγορητηρίου που καταχωρίστηκε στο Κακουργιοδικείο, να καταδικαστεί για το ποινικό αδίκημα το οποίο αποδεικνύεται ότι διέπραξε.»
Παρίσταται ανάγκη να αναφερθούμε στο πρωτότυπο αγγλικό κείμενο, εφόσον η μετάφραση μέρους του σχετικού άρθρου της Ποινικής Δικονομίας είναι ατελής και δε μεταδίδει επακριβώς ό,τι προβλέπει. (Βλ. Mohamed (1998) 1 Α.Α.Δ. 1304.)
“85. (1) If part only of the charge or information is proved and the part so proved constitutes an offence, the accused may, without altering the charge or information, be convicted of the offence which he is proved to have committed.”
Οι όροι “charge” και “information” αναφέρονται στην κατηγορία σε συνοπτική διαδικασία και κατηγορία ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αντίστοιχα. Το Άρθρο 85(1) του Κεφ. 155, δεν αναφέρεται στο «κατηγορητήριο» στο σύνολό του σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις αλλά σε συγκεκριμένη κατηγορία, της οποίας μόνο μέρος αποδεικνύεται. Και, εφόσον η απόδειξη μέρους των γεγονότων που συνθέτουν την προσαφθείσα κατηγορία αποτελεί αυτοτελές αδίκημα, τότε παρέχεται η δυνατότητα καταδίκης του κατηγορουμένου για το αδίκημα που στοιχειοθετείται. Κλασσικό παράδειγμα κατηγορίας, η απόδειξη της οποίας προϋποθέτει την απόδειξη άλλου αδικήματος, είναι η κατηγορία επίθεσης, προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, κάτω από το Άρθρο 243 του ΚΕΦ. 154. Προϋποθέτει την απόδειξη κοινής επίθεσης, η οποία αποτελεί αυτοτελές αδίκημα βάσει του Άρθρου 242 του ΚΕΦ. 154. Για την απόδειξη της κατηγορίας, βάσει του Άρθρου 243, απαιτείται:-
(α) Η απόδειξη του αυτοτελούς αδικήματος της κοινής επίθεσης που ορίζει το Άρθρο 242. και
(β) Η πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, ως αποτέλεσμα της επίθεσης.
Εάν αποδειχθεί η επίθεση, η οποία στοιχειοθετείται στις λεπτομέρειες του αδικήματος, όχι όμως η σωματική βλάβη, το Άρθρο 85(1) του ΚΕΦ. 155, παρέχει τη δυνατότητα στο δικάζον δικαστήριο να καταδικάσει τον κατηγορούμενο για το αδίκημα της επίθεσης, παρά την απουσία ξεχωριστής κατηγορίας γι’ αυτό.
[*362]
Στη Fatma Mehmet v. The Police (1970) 2 C.L.R. 62, διασαφηνίζεται ότι η εφαρμογή του Άρθρου 85(1) του ΚΕΦ. 155 συναρτάται με την απόδειξη μέρους των λεπτομερειών της κατηγορίας, η οποία προσάπτεται στον κατηγορούμενο.
Στην προκείμενη περίπτωση, το αδίκημα το οποίο στοιχειοθετείται από το Άρθρο 309 του Κεφ. 154, δεν εμπεριέχεται στο αδίκημα που ορίζει το Άρθρο 306(α), ούτε οποιοδήποτε μέρος των λεπτομερειών του αδικήματος, που τέθηκε στο κατηγορητήριο, στοιχειοθετεί αδίκημα κάτω από το Άρθρο 309. Τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων είναι διαφορετικά. Η καταδίκη του εφεσείοντος για αδίκημα, οι λεπτομέρειες του οποίου δεν καθορίζονται στις λεπτομέρειες της σχετικής κατηγορίας που του προσάφθηκε, αποτελεί νομικό σφάλμα. Η αβεβαιότητα του Δικαστηρίου για το δικαιολογημένο του εγχειρήματος καταδίκης του εφεσείοντος σε κατηγορία κάτω από το Άρθρο 309, αποκαλύπτεται και από τη διαπίστωσή του ότι «ενδεχόμενα έχει αποδειχθεί η διάπραξη του αδικήματος της παράνομης κατοχής περιουσίας όπως προσδιορίζεται στο Άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, το οποίο προνοεί». Η χρήση του όρου «ενδεχόμενα» αφενός, αποκαλύπτει την αβεβαιότητα του Δικαστηρίου ως προς το δικαιολογημένο της καταδίκης του εφεσείοντος και, αφετέρου, αντιμάχεται το κριτήριο απόδειξης της κατηγορίας, που είναι η βεβαιότητα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Η καταδίκη του εφεσείοντος στην κατηγορία κάτω από το Άρθρο 309 του Κεφ. 154, δεν μπορεί παρά να παραμεριστεί ως ανυπόστατη. Παράλληλα, πρέπει να καταγραφεί, ως η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μη απόδειξη της κατηγορίας κάτω από το Άρθρο 306(α) του Κεφ. 154, που αποτελούσε το αντικείμενο της κατηγορίας (11η κατηγορία), ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και, συνακόλουθα, η αθώωση και η απαλλαγή του εφεσείοντος από αυτή.
Ο εφεσείων, εκτός από την καταδίκη του για το αδίκημα το οποίο προσδιορίζεται στο Άρθρο 309, προσέβαλε την καταδίκη του και στις άλλες δύο κατηγορίες, διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, με κύριο έρεισμα το απαράδεκτο της μαρτυρίας που λήφθηκε για τη συλλογή του γενετικού του υλικού. Εκτός από τις ενστάσεις του στη λήψη του γενετικού υλικού ο εφεσείων αμφισβήτησε και το βάσιμο των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τη συλλογή, τη φύλαξη και τελικά τα αποτελέσματα των αναλύσεων.
Τα γεγονότα που περιστοιχίζουν τη συλλογή του γενετικού υλικού, που αποδόθηκε στον εφεσείοντα, εύλογα μπορεί να συνο[*363]ψισθούν ως ακολούθως:-
Ο εφεσείων αρνήθηκε να δώσει αίμα στις Αστυνομικές Αρχές για σκοπούς λήψης του γενετικού του υλικού. Τούτου δοθέντος, οι ανακριτικές αρχές μηχανεύθηκαν τρόπους εξασφάλισης του γενετικού του υλικού διά πλαγίων μέσων. Αβίαστα προκύπτει ότι η μεταφορά του εφεσείοντος στο γραφείο του ανακριτή, ως ενδιάμεσου σταθμού για τη μεταφορά του στο Δικαστήριο, ήταν αχρείαστη. Δεν υπήρχε κανένας αντικειμενικός λόγος για την παρουσία του στο γραφείο του ανακριτή. Μεταφέρθηκε εκεί προς το σκοπό συλλογής, με τον πλάγιο τρόπο που έχουμε περιγράψει, του γενετικού του υλικού. Η κράτησή του χρησιμοποιήθηκε ως μέσο όχι για τον περιορισμό του χάριν του ανακριτικού έργου αλλά προς εξασφάλιση μαρτυρίας για τους σκοπούς της ανάκρισης. Η πρόσκληση προς τον εφεσείοντα να καταναλώσει ένα από τα ποτά, που φαινομενικά κερνούσε ο ανακριτής, είχε ως αποκλειστικό σκοπό τη συλλογή του γενετικού του υλικού. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο ανακριτής του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, που έχει ως λόγο την προειδοποίηση ότι μαρτυρία, η οποία ενδεχομένως θα συλλεγεί από συγκεκριμένο διάβημα της Αστυνομίας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του, μετά την κατανάλωση του χυμού. Δεν του επεστήθη η προσοχή στο νόμο πριν την κατανάλωση του ποτού, που επιβαλλόταν, εφόσον αντικείμενο της συγκεκριμένης πράξης της Αστυνομίας ήταν η συλλογή μαρτυρίας και, μάλιστα, σε σχέση με θέμα που ο ίδιος ο κρατούμενος προηγουμένως είχε εκδηλώσει την άρνηση του να παράσχει τέτοια μαρτυρία.
Ως προς το δεύτερο περιστατικό, και σ’ αυτή την περίπτωση, το συμπέρασμα το οποίο προκύπτει είναι ότι, διά πλαγίων μέσων, η Αστυνομία αποπειράθηκε να συλλέξει γενετικό υλικό από τον εφεσείοντα, ο οποίος επιμόνως, ως είχε δικαίωμα, αρνήθηκε να παράσχει. Αναφορικά με τη δεύτερη συλλογή γενετικού υλικού, αφήνονται αμφιβολίες από τη μαρτυρία του Λοχία Νικάνδρου κατά πόσο έλαβε χώρα το περιστατικό, μαρτυρία προς την οποία δεν έστρεψε την προσοχή του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η ανάλυση της νομικής πτυχής του θέματος, που περιβάλλει τη συλλογή γενετικού υλικού από τον εφεσείοντα, μπορεί να αρχίσει από τις πρόνοιες του Άρθρου 7.1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, το οποίο αποκλείει τη διά βίας λήψη αίματος από τον ύποπτο. Το επόμενο βήμα οδηγεί στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου, το οποίο εμπεριέχει, όπως έχει δικαστικά αποφασιστεί, δικαίωμα κατά της αυτοενοχο[*364]ποίησης. Η απόφαση στην Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, (απόφαση πλήρους Ολομέλειας), είναι καθοριστική για την ύπαρξη και τη διασφάλιση δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Funke v France A 256-A [1993], κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα θεωρώντας το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης ως συνακόλουθο του δικαιώματος της σιωπής το οποίο εκπηγάζει από το τεκμήριο της αθωότητας.
Η τρίτη συναφής προς το θέμα μας αρχή είναι η προκύπτουσα από τις αποφάσεις στις Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227 και Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5, η οποία ορίζει ότι η κράτηση υποδίκου για τους σκοπούς ανάκρισης δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για αλλότριους σκοπούς. Η κράτηση υποδίκου έχει ως αντικείμενο, όπως κατά συρροή καθορίζει η νομολογία, τη διευκόλυνση του ανακριτικού έργου και όχι τη χρήση του υπόπτου ως μέσου για την εξασφάλιση μαρτυρίας εναντίον του. Στην τελευταία ανάλυση η προειδοποίηση (caution) προς τον ύποπτο εξικνείται στη διασφάλιση του δικαιώματος της σιωπής και του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης.
Στη Γιαννίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 7007, 26/4/002, επικυρώθηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αποδεχτεί μαρτυρία, συγκείμενη από αποτσίγαρα, τα οποία άφησε ο εφεσείων κατά τη διάρκεια της κράτησής του, ως μαρτυρίας προς ανίχνευση του γενετικού του υλικού. Εξετάστηκε το παραδεκτό της μαρτυρίας, υπό το πρίσμα των δικαιωμάτων του ατόμου που κατοχυρώνει το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος - ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Επί του προκειμένου, διατυπώνεται η θέση, σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης: «Αλλά και αν ακόμα είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, η εγκατάλειψή τους στο σταχτοδοχείο χωρίς οποιαδήποτε ένδειξη πρόθεσης ότι τα διεκδικεί, λογικά θεωρείται ότι εγκατέλειψε κάθε δικαίωμα επί των εν λόγω αντικειμένων». Επίσης, κρίθηκε ότι η λήψη της μαρτυρίας δεν προσέκρουε στις διατάξεις του Άρθρου 8 του Συντάγματος, που απαγορεύει κάθε μορφή βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής τιμωρίας ή μεταχείρισης. Δεν εξετάστηκαν - (ούτε ηγέρθη τέτοιο ζήτημα, λόγω των ευρημάτων του Δικαστηρίου) - οι επιπτώσεις της παγίδευσης του υπόπτου κατά τη διάρκεια της κράτησής του να αποστεί του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης που επάγεται την παραβίαση του. Και στην Ιωάννου, άλλως Άθως κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 171, κάτω από όμοιες συνθήκες κρίθηκε ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής του κατηγορουμένου (Άρθρο 15.1 του Συντάγματος). Σε καμιά από τις δύο υποθέσεις δεν τέθηκε, [*365]ούτε εξετάστηκε θέμα παραβίασης του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης.
Η διαπίστωσή μας είναι ότι παγιδεύτηκε ο εφεσείων από τις Αστυνομικές Αρχές, διά πλαγίων μέσων, να παράσχει γενετικό υλικό, κατ’ αντίθεση προς την εκφρασθείσα θέλησή του και κατά παράβαση του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης. Σύμφωνα με τη Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, που οριοθέτησε τη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσδιόρισε τις συνέπειες που ενέχει παράβασή τους, μαρτυρία η οποία λαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα, κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, δε γίνεται δεκτή ως μαρτυρία. Και η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δέχεται ότι μαρτυρία η οποία προκύπτει από μολυσμένη πηγή, συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαίας δίκης και για το λόγο αυτό είναι απαράδεχτη ως διαπιστώνεται στην Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 6918 κ.ά., 28.6.2002. (Βλ.επίσης Teixeira de Castro v. Portugal [1998] 4 BHRC 533, ECct HR.)
Κρίνουμε ότι η μαρτυρία για το γενετικό υλικό του εφεσείοντος λήφθηκε κατά παράβαση του θεμελιώδους δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης, Το γεγονός αυτό έπρεπε να οδηγήσει στον αποκλεισμό της. Και, εφόσον η μαρτυρία αυτή αποτέλεσε το θεμέλιο λόγο για την καταδίκη του εφεσείοντος στις δύο κατηγορίες για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή, η απαλλαγή και η αθώωσή του είναι το βέβαιο επακόλουθο. Ενόψει της κατάληξης αυτής, δε θα ασχοληθούμε με τους άλλους λόγους έφεσης, ούτε θα εξετάσουμε τη μαρτυρία του ανακριτή στη σελ. 464 στα πρακτικά της δίκης, ή τις προεκτάσεις της στην καταδίκη του εφεσείοντος.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται σ’ όλες τις κατηγορίες.
Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων αθωώνεται σ’ όλες τις κατηγορίες.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο