Παναγιώτου Λουκαΐδου Στέλλα ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 375

(2003) 2 ΑΑΔ 375

[*375]30 Ιουλίου, 2003

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΕΛΛΑ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7482)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Κριτήριο για έκδοση του διατάγματος είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η αστυνομία ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού, στο στάδιο της προσωποκράτησης υπόπτου.

Η εφεσείουσα προσβάλλει το διάταγμα οκταήμερης προσωποκράτησής της από το Δικαστήριο για διερεύνηση του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και αδικημάτων συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ποινικού Κώδικα και του Νόμου 61(Ι)/96 αντίστοιχα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της αστυνομίας που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης για προσωποκράτηση, η εφεσείουσα ως υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου Λεμεσού ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πώληση χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων για λογαριασμό του Συλλόγου. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε, οι λογαριασμοί που τηρούσε η εφεσείουσα, κατέδειξαν ότι το ταμείο που τηρούσε παρουσίαζε έλλειμμα £47.656,53. Η εφεσείουσα αδυνατούσε να δώσει εξηγήσεις για το έλλειμμα που εντοπίστηκε, ζήτησε ωστόσο τη μεσολάβηση μελών του Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου προκειμένου να την βοηθήσουν να εξασφαλίσει δάνειο για την κάλυψη του ελλείμματος.

Υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ο ισχυρισμός ότι τα γεγονό[*376]τα τα οποία τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου, δεν αποκάλυπταν τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία αυτή θεωρήθηκε ύποπτη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου εύλογα δημιουργούν υπόνοια τέλεσης του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και κατά λογική προέκταση, συνδέεται η εφεσείουσα με τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.

2.  Η αναγκαιότητα κράτησης της εφεσείουσας χάριν της διεκπεραίωσης των αστυνομικών ανακρίσεων ήταν υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη.

3.  Ο πρωτόδικος Δικαστής ορθά διαπίστωσε ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την κράτηση της εφεσείουσας για ολόκληρο το διάστημα των οκτώ ημερών ενόψει του όγκου του ανακριτικού έργου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζαφίροβα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 284,

Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Kράτησης.

Έφεση από την κατηγορούμενη η οποία ενδέχεται να ενέχεται στη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και αδικημάτων συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ποινικού Kώδικα και του Nόμου 61(Ι)/96 αντίστοιχα, εναντίον του διατάγματος κράτησής της το οποίο εκδόθηκε από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού στις 23/7/2003.

Χρ. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.

Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*377]ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δoθεί από τον Δικαστή Α. Κραμβή.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αστυνομίας τέθηκε υπό κράτηση με την υπόνοια ότι ενέχεται στη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και αδικημάτων συγκάλυψης κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του Ποινικού Κώδικα και του Νόμου 61(Ι)/96 αντίστοιχα.

Η κράτηση της εφεσείουσας κρίθηκε αναγκαία χάριν της διενέργειας των αστυνομικών ανακρίσεων.

Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.

Προβάλλεται ως πρώτος λόγος έφεσης ότι ο πρωτόδικος δικαστής εσφαλμένα έκρινε ότι η διάπραξη ποινικού αδικήματος δεν ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης και ότι συνεπώς το Σύνταγμα και ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος παρείχαν στο Δικαστήριο εξουσία να εκδώσει ένταλμα προσωποκράτησης αν τα γεγονότα δημιουργούσαν εύλογη υπόνοια περί πιθανής διάπραξης αδικήματος.

Προβάλλεται επίσης ότι ο πρωτόδικος Δικαστής άσκησε τη διακριτική του εξουσία λανθασμένα αφού παρέλειψε να αξιολογήσει τα ενώπιόν του γεγονότα σφαιρικά, ορθά και δίκαια. Αναφέρθηκε συναφώς ότι το ιστορικό και η φύση της υπόθεσης ήταν τέτοια που δεν μπορούσαν να οδηγήσουν εύλογα στο συμπέρασμα ότι η προσωποκράτηση ήταν αναγκαία για την αποτελεσματική διεξαγωγή της αστυνομικής έρευνας ούτε στοιχειοθετήθηκε επαρκώς ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει ορθά τα γεγονότα (α) ότι σημαντικό έλλειμμα εντοπίσθηκε από τον περασμένο Ιανουάριο και (β) ότι το τελικό έλλειμμα διακριβώθηκε μέρες πολλές πριν την καταγγελία της υπόθεσης στην αστυνομία και ότι η καταγγελία έγινε μετά που η εφεσείουσα αρνήθηκε ότι ήταν υπεύθυνη για το έλλειμμα.

Τα στοιχεία που είχε στα χέρια της η αστυνομία και έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης για προσωποκράτηση προκειμένου να εξασφαλιστεί η προσωποκράτησης της εφεσείουσας είναι τα εξής:

(α)   Η εφεσείουσα ως υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου [*378]Λεμεσού ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για την πώληση χαρτοσήμων και δικηγοροσήμων για λογαριασμό του Συλλόγου σε χώρο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

(β)   Η εφεσείουσα τηρούσε λογαριασμούς των δοσοληψιών της αναφορικά με τις πωλήσεις και τα αποθέματα των χαρτοσήμων / δικηγοροσήμων που είχε στην κατοχή της.

(γ)   Λογιστικοί έλεγχοι που διενεργήθηκαν κατέδειξαν ότι το ταμείο που τηρούσε παρουσίαζε έλλειμμα £47.656,53.

(δ)   Η εφεσείουσα δεν ήταν σε θέση να δώσει εξηγήσεις για το έλλειμμα που εντοπίστηκε, ζήτησε ωστόσο μεσολάβηση κάποιων μελών του Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου προκειμένου να την βοηθήσουν να εξασφαλίσει δάνειο για την κάλυψη του ελλείμματος.

Το πιο κάτω απόσπασμα από τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας αποτέλεσε το βάθρο της επιχειρηματολογίας που αναπτύχθηκε ενώπιόν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας στην προσπάθειά του να καταδείξει σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση. Παραθέτουμε το απόσπασμα:

«Ε. Υπάρχουν δηλαδή συμφωνάς μαζί μου υποψίες ότι διαπράχθηκε αδίκημα;

Α. Μα γι’ αυτό εξετάζουμε την υπόθεση δεν τη δικάζουμε.»

Υποβλήθηκε εκ μέρους της εφεσείουσας ότι τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αποκαλύπτουν τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία η εφεσείουσα θεωρήθηκε ύποπτη. Υποβλήθηκε επίσης ότι είναι νομικά εσφαλμένη η προσέγγιση του Δικαστηρίου αναφορικά με το θέμα της ανάγκης απόδειξης τέλεσης αδικήματος.

Η σχετική περικοπή από την εκκαλούμενη απόφαση παρατίθεται:

«Το πρώτο ζήτημα το οποίο έθεσε ο συνήγορος είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί η τέλεση ποινικού αδικήματος. Θα ήτο άτοπο, να ψάξει το Δικαστήριο κατά πόσο η ύποπτη εύλογα συνδέεται με την ενδεχόμενη διάπραξη του. Ότι στην ουσία, εισηγήθη ο συνήγορος, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί εις τι βαθμό πρέπει να καταδεικνύεται η τέλεση του αδικήματος είναι [*379]ότι τούτο θα πρέπει πρώτα να «καταδεικνύεται» ως δεδομένο και μετά να αναζητείται η σύνδεση του οποιουδήποτε υπόπτου. Δεν συμφωνώ με την εισήγηση της υπερασπίσεως. Εν τοιαύτη περιπτώσει όταν δεν τίθεται ζήτημα σύνδεσης άλλη προσώπου δηλαδή είτε ο ύποπτος διέπραξε το αδίκημα είτε τέτοιο δεν διαπράχθηκε, όπως προφανώς εδώ, δεν θα υπήρχε διερευνητικό έργο αν το αδίκημα αποδεικνύετο ή «καταδεικνύετο» ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει το αίτημα προφυλακίσεως. Όταν προνοεί το σύνταγμα για εύλογη υπόνοια ότι το ύποπτο πρόσωπο διέπραξε αδίκημα δεν σημαίνει κατά πρώτο λόγο δεδομένη διάπραξη αδικήματος στο βαθμό που απαιτείται εις την ποινική δίκη και κατά δεύτερο λόγο εύλογη υποψία σύνδεσης.»

Υπήρξε ενδεχόμενα ατυχής διατύπωση από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστή. Αυτό που προσπάθησε να πει και συνάγεται από τα συμφραζόμενα στο πιο πάνω απόσπασμα είναι ότι δεν χρειάζεται η απόδειξη της διάπραξης του αδικήματος στον ίδιο βαθμό που αποδεικνύεται σε ποινική δίκη, αλλά ότι είναι αρκετή η ύπαρξη υπόνοιας διάπραξης αδικήματος. Αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή στις τελευταίες τρεις γραμμές του πιο πάνω αποσπάσματος.

Στο στάδιο της προσωποκράτησης υπόπτου για τέλεση αδικήματος χάριν της διεξαγωγής των αστυνομικών ανακρίσεων, δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η αστυνομία ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού. Όπως έχει ειπωθεί στην Άνκα Ζαφίροβα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 284, τα κρίσιμα ερωτήματα εστιάζονται στο γνήσιο των υπονοιών της αστυνομίας και στο εύλογο της υπό το φως  των στοιχείων που έχουν συλλεγεί. Η υπόνοια είναι εύλογη, εφόσον η μαρτυρία στη διάθεση της αστυνομίας τείνει, κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος. Βλ. επίσης Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495.

Στην προκείμενη περίπτωση η αστυνομία είχε συλλέξει στοιχεία που παρουσίαζαν σημαντικό χρηματικό έλλειμμα του ταμείου που αποκλειστικά διαχειριζόταν η εφεσείουσα ως υπάλληλος του Δικηγορικού Συλλόγου χωρίς η ίδια να ήταν σε θέση να δικαιολογήσει το έλλειμμα. Επιπλέον, η ίδια η εφεσείουσα ζήτησε βοήθεια από μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου για να καλύψει το έλλειμμα που εντοπίστηκε.

[*380]Αυτά τα στοιχεία εύλογα δημιουργούν υπόνοια τέλεσης του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και κατά λογική προέκταση, συνδέεται η εφεσείουσα με τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.

Η αναγκαιότητα κράτησης της εφεσείουσας χάριν της διεκπεραίωσης των αστυνομικών ανακρίσεων ήταν υπό τις περιστάσεις επιβεβλημένη.

Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση.

Ο πρωτόδικος Δικαστής συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για την κράτηση της εφεσείουσας για ολόκληρο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ενόψει του όγκου του ανακριτικού έργου.

Καταλήγουμε ότι δεν υφίσταται λόγος επέμβασής μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο