Lobjanidje Nugzar ν. Αστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 401

(2003) 2 ΑΑΔ 401

[*401]11 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

NUGZAR LOBJANIDJE,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7501)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Στο στάδιο της προσωποκράτησης υπόπτου για τέλεση αδικήματος, δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων στη διάθεση της αστυνομίας ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού ― Κριτήριο για έκδοση του διατάγματος είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα ― Η υπόνοια είναι εύλογη, εφόσον η μαρτυρία στη διάθεση της αστυνομίας τείνει, κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος.

Ο εφεσείων προσβάλλει το διάταγμα οκταήμερης προφυλάκισής του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για διερεύνηση των αδικημάτων διάρρηξης διαμερίσματος και κλοπής και απόπειρα διάρρηξης. Τα στοιχεία που έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου η αστυνομία ήταν η ανεύρεση γενετικού υλικού έξω από το διαρρηχθέν διαμέρισμα το οποίο ταυτίστηκε με το γενετικό υλικό του εφεσείοντος. Αναφέρθηκε επίσης ότι η αστυνομία θα κατέβαλλε προσπάθεια εντοπισμού και ανάκρισης ατόμων του οικογενειακού, φιλικού και επαγγελματικού περιβάλλοντος του εφεσείοντος προς διαπίστωση των κινήσεων του τελευταίου κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων σε συνάρτηση με τους δικούς του ισχυρισμούς.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε την κράτηση του πελάτη του. Εισηγήθηκε επίσης ότι η αστυνομία απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του εφεσείοντος και των προσώπων που ασαφώς κατατέθηκε ότι επρόκειτο να ανακριθούν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το γενετικό υλικό που βρέθηκε επί τεκμηρίου στη σκηνή του εγκλή[*402]ματος και το οποίο έχει ταυτιστεί με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα αποτελεί σημαντικό στοιχείο σύνδεσης του εφεσείοντα με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και συνακόλουθα δημιούργησε την εύλογη υπόνοια ότι ο εφεσείων πιθανό να ενέχεται.

2.  Ο πρωτόδικος Δικαστής συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις κράτησης του εφεσείοντα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ενόψει του ανακριτικού έργου που επρόκειτο να επιτελέσει η αστυνομία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ζαφίροβα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 284,

Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση η οποία στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 4/9/03, με την οποία διατάχθηκε η προφυλάκιση του εφεσείοντα για οκτώ ημέρες προς διευκόλυνση αστυνομικών ανακρίσεων σε σχέση με αδικήματα διάρρηξης διαμερίσματος και κλοπής και απόπειρας διάρρηξης που διαπράχθηκαν το πρωί της 6/6/03 στη Λευκωσία και για τα οποία ο εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος από την αστυνομία.

Αλ. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης του [*403]Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διατάχθηκε η προφυλάκιση του εφεσείοντα για οκτώ ημέρες προς διευκόλυνση αστυνομικών ανακρίσεων σε σχέση με αδικήματα διάρρηξης διαμερίσματος και κλοπής και απόπειρας διάρρηξης που διαπράχθηκαν το πρωί της 6.6.03 στη Λευκωσία και για τα οποία ο εφεσείων θεωρήθηκε ύποπτος από την αστυνομία.

Δόθηκε μαρτυρία ότι έξω από τη θύρα του διαρρηχθέντος διαμερίσματος βρέθηκε τεκμήριο με γενετικό υλικό το οποίο, κατόπιν επιστημονικής εξέτασης, ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που λήφθηκε από τον εφεσείοντα. Κατατέθηκε επίσης ότι ο εφεσείων διαμένει και εργάζεται στην Πάφο και ότι ανακρινόμενος, ανέφερε πως η τελευταία φορά που ήρθε στη Λευκωσία ήταν το Μάιο 2003. Ο ίδιος, δεν έχει αυτοκίνητο ή μοτοσικλέτα ούτε κατέχει άδεια οδηγού και ως εκ τούτου, η αστυνομία θα διερευνούσε προς εντοπισμό του προσώπου ή των προσώπων που μετέφεραν τον εφεσείοντα στη Λευκωσία και το ενδεχόμενο συνεργασίας στη διάπραξη του αδικήματος. Αναφέρθηκε επίσης ότι η αστυνομία, στα πλαίσια των ερευνών της  προς εξιχνίαση των αδικημάτων θα κατέβαλλε προσπάθεια εντοπισμού και ανάκρισης ατόμων του οικογενειακού, φιλικού και επαγγελματικού περιβάλλοντος του εφεσείοντα προς διαπίστωση των κινήσεων του τελευταίου κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, και αυτό βέβαια, σε συνάρτηση προς τους δικούς του ισχυρισμούς. Η αστυνομία θα ερευνούσε ακόμα χώρους προς εντοπισμό των κλοπιμαίων και των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν στη διάρρηξη.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου δεν παρείχε έρεισμα για την κράτηση του πελάτη του. Ανέφερε συναφώς ότι η αστυνομία ουσιαστικά δεν είχε να επιτελέσει ανακριτικό έργο καθότι δεν είχε υπόψη της συγκεκριμένα άτομα προς τα οποία θα έστρεφε την προσοχή της ούτε γνώριζε τους χώρους που θα ερευνούσε. Ο συνήγορος εισηγήθηκε επίσης ότι η αστυνομία απέτυχε να αποδείξει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του εφεσείοντα και των προσώπων που ασαφώς κατατέθηκε ότι επρόκειτο να ανακριθούν.

Θεωρούμε ανεδαφικές τις πιο πάνω εισηγήσεις του κ. Αλεξάνδρου. παρόλον ότι η έρευνα  βρισκόταν στο αρχικό της στάδιο εν τούτοις η αστυνομία είχε υπόψη της συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων τα οποία είχαν σχέση με τον εφεσείοντα. Η λήψη κατάθεσης από τα πρόσωπα εκείνα ήταν απαραίτητη για τη διαπίστωση της εμπλοκής του εφεσείοντα στο υπό διερεύνηση αδίκημα καθώς και για την ανεύρεση των κλαπέντων. Είχε επομένως, θεμελιωθεί η [*404]σχέση μεταξύ των προσώπων εκείνων και του εφεσείοντα.

Στο στάδιο της προσωποκράτησης υπόπτου για τέλεση αδικήματος χάριν της διεξαγωγής των αστυνομικών ανακρίσεων, δεν αξιολογείται η μαρτυρία και η αποδεικτική αξία των στοιχείων που έχει στη διάθεσή της η αστυνομία ή η δραστικότητα του μαρτυρικού αυτού υλικού. Οπως έχει ειπωθεί στην Άνκα Ζαφίροβα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 284, τα κρίσιμα ερωτήματα εστιάζονται στο γνήσιο των υπονοιών της αστυνομίας και στο εύλογο της, υπό το φως  των στοιχείων που έχουν συλλεγεί. Η υπόνοια είναι εύλογη, εφόσον η μαρτυρία στη διάθεση της αστυνομίας τείνει, κατά λογική προέκταση, να συνδέσει τον ύποπτο με τη διάπραξη του αδικήματος. Βλ. επίσης Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 495.

Στην προκείμενη περίπτωση, το γενετικό υλικό που βρέθηκε επί τεκμηρίου στη σκηνή του εγκλήματος και το οποίο έχει ταυτιστεί με το γενετικό υλικό του εφεσείοντα αποτελεί σημαντικό στοιχείο σύνδεσης του εφεσείοντα με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και συνακόλουθα δημιούργησε την εύλογη υπόνοια ότι ο εφεσείων πιθανό να ενέχεται.

Η αναγκαιότητα κράτησης του εφεσείοντα χάριν της διεκπεραίωσης των αστυνομικών ανακρίσεων, που ας σημειωθεί ήταν στο αρχικό τους στάδιο, ήταν υπό τις περιστάσεις δικαιολογημένη. Ο πρωτόδικος Δικαστής συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα ότι συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις  κράτησης του εφεσείοντα για ολόκληρο το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ενόψει του ανακριτικού έργου που επρόκειτο να επιτελέσει η αστυνομία.

Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην εκκαλούμενη απόφαση και συνεπώς δεν υφίσταται λόγος επέμβασης προς ανατροπή της.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο