Σουτζιής Σάββας ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 424

(2003) 2 ΑΑΔ 424

[*424]29 Σεπτεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΣΟΥΤΖΙΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 7290)

 

Ποινή ― Κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4)(δ) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε ― Φυλάκιση οκτώ, δύο και ενός χρόνου ― Κατοχή πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του Περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74, όπως τροποποιήθηκε ― Φυλάκιση πέντε και δύο χρόνων ― Κατοχή πυροβόλου όπλου μη προβλεπομένου τύπου κατά παράβαση του Άρθρου 5(2) του ιδίου Νόμου ― Φυλάκιση τριών χρόνων ― Κατοχή περιστρόφου άνευ ειδικής άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου κατά παράβαση του Άρθρου 4(1)(2)(β) του ιδίου Νόμου ― Φυλάκιση πέντε χρόνων ― Κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 ― Φυλάκιση δύο χρόνων ― Όλες οι ποινές να συντρέχουν ― Χαρακτηρισμός των ποινών κατ’ έφεση ως κάπως αυστηρών ενόψει της μη ύπαρξης πρόθεσης χρήσης των όπλων και του τρόπου που αυτά περιήλθαν στην κατοχή του εφεσείοντος καθώς και των άλλων ελαφρυντικών στοιχείων, αλλά όχι ως έκδηλα υπερβολικών.

Ποινή ― Έκδηλα υπερβολική ποινή ― Η υπερβολή πρέπει να είναι εμφανής, όταν το θέμα αντικρίζεται από αντικειμενική σκοπιά ―Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο: (1) Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και (2) Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Συνέπειες στη σταδιοδρομία αδικοπραγούντα ― Όπου το έγκλημα προκύπτει από την εργοδότηση του κατηγορούμενου και μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της θέ[*425]σης εμπιστοσύνης, οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα ― Αποτελεί μετριαστικό παράγοντα που μπορεί να ληφθεί υπόψη.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και παραδοχή ― Είναι ήσσονος σημασίας μετά τη σύλληψη και την ύπαρξη ήδη μαρτυρίας εναντίον του κατηγορουμένου για ενοχή σε υπό εξέταση αδικήματα.

Ωφελήματα κατηγορουμένου ― Απώλεια ωφελημάτων καταδικασθέντος σε ποινή φυλάκισης ― Δεν είναι επιτρεπτή σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Azinas v. Cyprus.

O κατηγορούμενος είναι αντισυνταγματάρχης της Εθνικής Φρουράς και κατά τους τελευταίους 18 μήνες υπηρετούσε ως διοικητής Τάγματος Πεζικού που εδρεύει στα Κελιά Λάρνακας.

Στις 9.8.2001 ο κατηγορούμενος συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα μετά από θεληματική κατάθεση κάποιου Φάνου Μαχάττου, του οποίου γενετικό υλικό είχε εντοπιστεί σε χαρτομάντηλο σε τσάντα με εκρηκτικές ύλες που είχε βρεθεί στο Παραλίμνι. Ο εν λόγω Φ. Μαχάττος ανέφερε στην κατάθεσή του στην αστυνομία ότι ο κατηγορούμενος του έδωσε τη τσάντα. Ακολούθησε έρευνα στο σπίτι του κατηγορουμένου όπου ανευρέθηκαν 6 ξιφολόγχες αυτόματου όπλου και έρευνα στο γραφείο του στα Κελιά όπου ανευρέθηκαν 2 καπνογόνες χειροβομβίδες, 4 γεμιστήρες G3, 1 κομμάτι βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, 40 αβολίδοτα φυσίγγια και 40 πλήρη φυσίγγια.  Στις 10.8.2001 οι στρατιωτικές αρχές παρέδωσαν στην αστυνομία στρατιωτικό σάκκο που περιείχε 26 κουτιά από 24 φυσίγγια, 1008 σφαίρες, 1 αυτόματο όπλο χωρίς γεμιστήρα, τα οποία είχαν παραδοθεί από τον κατηγορούμενο στο διαχειριστή του τάγματός του για να του τα φυλάξει.  Την ίδια ημέρα ο κατηγορούμενος οδήγησε τους ανακριτές σε χώρο στην περιοχή Λάρνακας όπου είχε κρυμμένες εκρηκτικές ύλες και πυροβόλα όπλα.  Στη συνέχεια τους οδήγησε σε ακινητοποιημένο αυτοκίνητο του μέσα στο Τάγμα, όπου μετά από έρευνα ανευρέθηκαν ένα όπλο Στεν, ένα κυνηγετικό όπλο, 4 περίστροφα, 4 πιστόλια, 12 φυσιγγιοθήκες, 5018 πλήρη φυσίγγια, 3 πλάκες ΤΝΤ, 25 πυροκροτητές, 5 πυροσωλήνες χειροβομβίδας, 3 αντιαρματικά βλήματα, βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, 2 καπνογόνες χειροβομβίδες, 3 προωθητικά όλμου, 4 φωτοπαγίδες, 11 χειροβομβίδες, 2 πυροκροτητές φωτοβολίδας, 9 φωτοβολίδες, 4 βομβίδες 50m.m. Όλα τα όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες που ανευρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείο[*426]ντος βρίσκονταν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.

Ο εφεσείων δεν εβαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες. Το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη τους ελαφρυντικούς παράγοντες του , του επέβαλε τις πιο πάνω συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τις οποίες εφεσίβαλε ως έκδηλα υπερβολικές. Κατά την έφεση προβλήθηκαν οι λόγοι ότι: 

1.  Δεν λήφθηκαν σοβαρά υπόψη ο εξαίρετος χαρακτήρας του εφεσείοντος, οι μόνιμες σωματικές του κακώσεις, τις οποίες υπέστη κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του από τους πραξικοπηματίες και οι εξαίρετες υπηρεσίες του προς το κράτος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας.

2.  Δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο οπλισμός και οι εκρηκτικές ύλες βρέθηκαν στην κατοχή του, και ότι τα είχε για συλλεκτικούς σκοπούς, ούτε στο γεγονός ότι συνεργάστηκε με την Αστυνομία.

3.  Ο συνένοχος του Μαχάττος, δεν τιμωρήθηκε.

4.  Ο οπλισμός δεν περιήλθε στην κατοχή του κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας.

5.  Ο προπηλακισμός και διασυρμός του από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης δεν λήφθηκε υπόψη.

Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης στην αγόρευσή του ότι η οκταετής φυλάκιση του θα οδηγήσει σε απώλεια όλων των ωφελημάτων του.

Αποφασίστηκε ότι:

Το Κακουργιοδικείο έλαβε σοβαρά υπόψη τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, αντιπαραβάλλοντας τους και με τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων ήταν κάτοχος ολόκληρου οπλοστασίου.  Εν όψει της απουσίας πρόθεσης χρήσης των όπλων και του τρόπου που αυτά περιήλθαν στην κατοχή του εφεσείοντος, καθώς και της ύπαρξης των άλλων μετριαστικών παραγόντων, ίσως η επιβληθείσα ποινή να είναι κάπως αυστηρή.  Εντούτοις δεν εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων κάτω από τις συνθήκες και ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, για να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου. 

Η έφεση απορρίφθηκε.

[*427]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Philippou v. Republic (1983) 1 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S.) 142,

R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720,

R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74,

Ghafari v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 14025/01), ημερ. 25/4/02, με την οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, σε τρεις κατηγορίες που αφορούσαν κατοχή εκρηκτικών υλών, ποινή φυλάκισης 8 χρόνων σε κάθε μία, σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν επίσης κατοχή εκρηκτικών υλών, ποινές φυλάκισης 2 χρόνων και ενός χρόνου αντίστοιχα, σε δύο κατηγορίες που αφορούσαν κατοχή πυροβόλου όπλου, επιβλήθηκε ποινή 5 χρόνων και στην κατηγορία 59, που αφορούσε το ίδιο αδίκημα, ποινή 2 χρόνων για κατοχή πυροβόλου όπλου μη προβλεπομένου τύπου, στην κατηγορία 41, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων, ενώ για την κατοχή περιστρόφου σε σχέση με τις κατηγορίες 56 και 57 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 χρόνων σε κάθε μία και για το αδίκημα κλοπής, στην κατηγορία 55 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.

Ε. Ευσταθίου με Ν. Παυλίδου, για Εφεσείοντα.

Μαίρη Ανν Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας με Η. Στεφάνου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η παρούσα είναι έφεση εναντίον ποινής που επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας. Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και τα γεγονότα φαίνονται εκτενώς [*428]στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, μέρος της οποίας παραθέτουμε  αυτούσιο, γιατί έτσι παρουσιάζεται σαφώς η εικόνα με βάση την οποία επιβλήθηκαν οι εφεσιβαλλόμενες ποινές:

«Ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή σε 5 κατηγορίες για κατοχή εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια, κατά παράβαση του άρθρου 4(4)(δ) του Περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε, (κατηγορίες 7, 11, 34, 58 και 60), 3 κατηγορίες κατοχής πυροβόλου όπλου η εισαγωγή του οποίου απαγορεύεται, κατά παράβαση του άρθρου 3(1)(γ)(2)(β) του Περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74, όπως τροποποιήθηκε, (κατηγορίες 17, 39 και 59), 1 κατηγορία κατοχής πυροβόλου όπλου μη προβλεπομένου τύπου κατά παράβαση του άρθρου 5(2) του ιδίου Νόμου (κατηγορία 41), 2 κατηγορίες για κατοχή περιστρόφου άνευ ειδικής άδειας του Υπουργικού Συμβουλίου κατά παράβαση του άρθρου 4(1)(2)(β) του ιδίου Νόμου (κατηγορίες 56 και 57) και 1 κατηγορία κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 (κατηγορία 55).

Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι παραδεκτά και σε συντομία έχουν ως ακολούθως:

Ο κατηγορούμενος είναι στρατιωτικός που φέρει το βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Προσελήφθη ως μόνιμος αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς την 1.3.1976 και κατά τους τελευταίους 18 μήνες υπηρετούσε ως διοικητής στο 612 Τάγμα Πεζικού που εδρεύει στα Κελιά Λάρνακας.

Στις 30.4.2001, κατόπιν πληροφορίας, η αστυνομία εντόπισε απέναντι από την είσοδο του κέντρου ΚΟΛΟΣΣΟΣ στο Παραλίμνι μία νάιλον τσάντα που περιείχε 2 πλάκες στρατιωτικής εκρηκτικής ύλης τύπου ΤΝΤ της ½ λίβρας η κάθε μια, ελληνικής προέλευσης, 2 πλάκες στρατιωτικής εκρηκτικής ύλης τύπου ΤΝΤ της 1 λίβρας η κάθε μια, αμερικανικής προέλευσης, 1 κοινό πυροκροτητή εμπορίου, αυστριακής προέλευσης, 2 τεμάχια βραδύκαυστου πυραγωγού σχοινιού και ένα άσπρο χαρτομάντιλο. Τα αντικείμενα αποστάληκαν για εξετάσεις στο κλάδο πυροτεχνουργών και στο Ινστιτούτο Γενετικής. Από τις εξετάσεις που έγιναν στα εν λόγω αντικείμενα από τον Δρ. Μ. Καριόλου στο Ινστιτούτο Γενετικής απομονώθηκε στο άσπρο χαρτομάντιλο γενετικό υλικό άγνωστου άνδρα το οποίο ταυτίστηκε με γενετικό υλικό που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα κάποιου Φάνου Μαχάττου που λήφθηκε με τη συγκατάθεση του στις 6.6.2001, στα πλαίσια διερεύνησης πρόσφατων σοβαρών εγκλη[*429]μάτων. Το αποτέλεσμα αυτό κοινοποιήθηκε στην αστυνομία στις 2.8.2001. Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Φάνος Μαχάττου συνελήφθη και προέβη σε θεληματική κατάθεση στην οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι περί τις αρχές του 1999 ο κατηγορούμενος του παρέδωσε μια τσάντα που περιείχε 20 πλάκες ΤΝΤ της 1 λίβρας, έξι κομμάτια βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, έξι πυροκροτητές και επτά χειροβομβίδες.

Στις 9.8.2001 συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος ο κατηγορούμενος και αφού του επεστήθη η προσοχή του στο Νόμο απάντησε «Προς το παρόν δεν έχω να πω τίποτε». Ακολούθησε έρευνα στο σπίτι του όπου ανευρέθησαν 4 ξιφολόγχες αυτόματου όπλου G3 και 2 ξιφολόγχες αυτόματου όπλου Μ16. Επίσης ερευνήθηκε το γραφείο του στο 612 Τ.Π. στα Κελιά, όπου ανευρέθησαν και παρελήφθησαν μέσα από συρτάρια του γραφείου του, 2 καπνογόνες χειροβομβίδες, 4 γεμιστήρες G3, 1 κομμάτι βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, 36 αβολίδοτα φυσίγγια τα οποία ευρίσκοντο πάνω στο γραφείο του 40 πλήρη φυσίγγια που βρίσκονταν μέσα σε βιτρίνα και ακόμα 4 αβολίδοτα φυσίγγια.  Ακολούθως στις 10.8.2001 οι στρατιωτικές αρχές παρέδωσαν στην αστυνομία ένα στρατιωτικό σάκο που περιείχε 1 ξύλινη κάσια η οποία περιείχε 26 κουτιά από 24 φυσίγγια έκαστο διαμετρήματος 7,62 καλασνίκοφ, 1 σιδερένιο κιβώτιο με 1008 σφαίρες, 1 αυτόματο όπλο Μ58 τσέχικο χωρίς γεμιστήρα με αρ. 15112 τα οποία είχαν παραδοθεί από τον κατηγορούμενο στο διαχειριστή του 612 Τ.Π. Ιωάννη Φυτίδη ένα μήνα προηγουμένως για να του τα φυλάξει.

Την ίδια ημέρα, 10.8.2001, ο κατηγορούμενος εξέφρασε την επιθυμία να οδηγήσει τους ανακριτές σε χώρο στη περιοχή Λάρνακας όπου είχε κρυμμένες εκρηκτικές ύλες και πυροβόλα όπλα.  Στη συνέχεια οδήγησε την αστυνομία στο 612Τ.Π. στα Κελιά Λάρνακας όπου τους υπέδειξε το αυτοκίνητο με αριθμούς εγγραφής JX 873, που ανήκει στον ίδιο και ήταν κλειδωμένο και ακινητοποιημένο κάτω από υπόστεγο μέσα στο Τάγμα.

Στην παρουσία του κατηγορούμενου και με τη γραπτή του συγκατάθεση ερευνήθηκε το εν λόγω αυτοκίνητο όπου ανευρέθησαν τα ακόλουθα όπλα και πυρομαχικά: Ένα όπλο Στεν, ένα κοντόκανο κυνηγετικό όπλο με διακριτικά “Made in USSR LJ8M”, ένα περίστροφο με διακριτικά 51457, ένα περίστροφο μάρκας Smith & Wesson με αριθμό 24600, ένα περίστροφο μάρκας ENFIELD με αριθμό Ε3512, ένα περίστροφο μάρκας ENFIELD με αριθμό Υ797, ένα πιστόλι μάρκας LUGER με [*430]αριθμό 64125, ένα πιστόλι μάρκας TOKAREV με αριθμό 15476, ένα πιστόλι με αριθμό C1058 με διακριτικά V15, ένα πιστόλι μάρκας Beretta με αριθμό 426433, 12 φυσιγγιοθήκες, 5018 πλήρη φυσίγγια, 3 πλάκες ΤΝΤ της ½ λίβρας, 25 κοινοί πυροκροτητές, 5 πυροσωλήνες χειροβομβίδας, 3 εκπαιδευτικά αντιαρματικά βλήματα, 3 τεμάχια βραδύκαυστο πυραγωγό σχοινί, 2 καπνογόνες χειροβομβίδες, 3 προωθητικά όλμου, 4 φωτοπαγίδες, 11 χειροβομβίδες, 2 πυροκροτητές φωτοβολίδας, 9 φωτοβολίες, 4 βομβίδες 50 mm.

Στις 11.8.2001 ο κατηγορούμενος προέβη σε θεληματική κατάθεση στην οποία, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι από τον καιρό που υπηρετούσε στο χωριό Λιοπέτρι γνώρισε τον Φ. Μαχάττο ως επίσης και τον Musa Hilmi El Akad.  Επίσης κατά την ίδια περίοδο 1994 – 1995 γνώρισε τον αποβιώσαντα Φώτη Πετρακίδη ο οποίος του αποκάλυψε ότι ήταν ειδικός αστυνομικός και κατά διαστήματα του έδειχνε πυρομαχικά και πιστόλια. Κατά την περίοδο 1996, ο Πετρακίδης άρχισε να του δίδει οπλισμό και πυρομαχικά τα οποία ο κατηγορούμενος τα φύλαξε στο γραφείο του. Το 1998 όταν ο κατηγορούμενος μετατέθηκε στη Λάρνακα πήρε μαζί του τα όπλα και τα πυρομαχικά. Επίσης αναφέρει ότι το κοντόκανο ΔΟΚΟ του το έδωσε ο Musa Hilmi El Akad για να του το φυλάξει.  Περί τις αρχές του 1999 παρέδωσε στον Μαχάττο διάφορες εκρηκτικές ύλες όπως ΤΝΤ, χειροβομβίδες και πυροκροτητές με σκοπό να τα απαλλαγεί. Μετά το θάνατο του Πετρακίδη δεν παρέδωσε τα πιο πάνω όπλα και εκρηκτικές ύλες στην Αστυνομία φοβούμενος ότι θα θεωρηθεί ύποπτος.

Αργότερα τοποθέτησε όλα τα όπλα και εκρηκτικές ύλες στο όχημα του υπ αρ. εγγραφής JX 873 που το είχε σταθμευμένο σε γκαράζ μέσα στο 612 Τ.Π. Το τσέχικο όπλο το τοποθέτησε μέσα σε στρατιωτικό σάκο και το έδωσε στον διαχειριστή του 612 Τ.Π. Φυτίδη για να το φυλάξει στην αποθήκη του στρατοπέδου.

Όλα τα όπλα, πυρομαχικά και εκρηκτικές ύλες που ανεβρέθηκαν στη κατοχή του κατηγορουμένου βρίσκονταν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Όλα τα ανευρεθέντα που αναφέρονται στις κατηγορίες 55 και 58 ανήκουν στην Εθνική Φρουρά.»

Στις κατηγορίες 34, 58 και 60, που αφορούσαν κατοχή εκρηκτικών υλών, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 8 χρόνων σε κάθε μία.  Επίσης στις κατηγορίες 7 και 11, που αφορούσαν επίσης κατοχή εκρηκτικών υλών, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 2 χρόνων και [*431]ενός χρόνου αντίστοιχα. Στις κατηγορίες 17 και 39, που αφορούσαν κατοχή πυροβόλου όπλου, επιβλήθηκε ποινή 5 χρόνων και στην κατηγορία 59, που αφορούσε το ίδιο αδίκημα, ποινή 2 χρόνων. Για την κατοχή πυροβόλου όπλου μη προβλεπομένου τύπου, στην κατηγορία 41, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων ενώ για την κατοχή περιστρόφου σε σχέση με τις κατηγορίες 56 και 57 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 χρόνων σε κάθε μία. Σε αδίκημα  κλοπής στην κατηγορία 55 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων.  Διατάχθηκε όπως όλες οι ποινές συντρέχουν.

Με την παρούσα έφεσή του ο εφεσείων προσβάλλει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Όπως διευκρινίστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορό του, η έφεση αφορά μόνο τις ποινές οκταετούς φυλάκισης.

Στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 αναλύθηκαν οι αρχές επέμβασης του Εφετείου σε επιβαλλόμενες ποινές. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 250:

“As the word “manifest” implies, the element of excess or inadequacy must be apparent and, speaking of a sentence manifestly excessive, the excess must be obvious, looking upon the matter from an objective angle. Certainly not from the viewpoint of the Judges of the Court of Appeal putting themselves in the position of the trial Court. The element of excess must be such as to provide an objective basis for its ascertainment.  Such basis may be provided either by the facts of the case bearing no proportion to the sentence imposed, or by the sentence being altogether out of range with sentences approved by the Supreme Court on previous occasions.”

Σε μετάφραση:

«Όπως υποδηλώνει η λέξη «έκδηλος», το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να είναι εμφανές και, μιλώντας για ποινή έκδηλα υπερβολική, η υπερβολή πρέπει να είναι εμφανής, όταν αντικρίζεται το θέμα από αντικειμενική σκοπιά. Σίγουρα όχι από τη σκοπιά των Δικαστών του Εφετείου, θέτοντας τον εαυτό τους στη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να παρέχει αντικειμενική βάση για τη διαπίστωσή του.  Τέτοια βάση μπορεί να δημιουργείται είτε από το ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν έχουν καμιά αναλογία με την επιβληθείσα ποινή, ή από το ότι η επιβληθείσα ποινή είναι εντελώς εκτός των [*432]ορίων ποινών που έχει εγκρίνει το Ανώτατο Δικαστήριο σε προηγούμενες περιπτώσεις».

Οι ίδιες αρχές αναπτύχθηκαν και στην Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 , όπου στις σελ. 530 – 531 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Το στοιχείο της υπερβολικότητας της ποινής πρέπει να είναι έκδηλο ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς εξουδετέρωση της υπερβολής και αποκατάσταση της πρέπουσας αναλογικότητας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος, έννοιας που είναι συνυφασμένη και με το άτομο και τις συνθήκες του παραβάτη (Βλ. Νicosia Police and Djemal Ahmed, 3 R.S.C.C. 50) αφενός, και της ποινής η οποία επιβάλλεται, αφετέρου, όπως ορίζει η νομολογία (Philippou v. Republic (ανωτέρω), Βλ. επίσης μεταξύ άλλων Demetriou v. Republic (1988) 2 C.L.R. 175, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Φιλίππου άλλως «Φαλκονέτι» ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245).  Η υπερβολή πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα όπως υποδηλώνει ο όρος έκδηλη, δηλαδή να είναι φανερή σε οποιοδήποτε έχει να συσχετίσει με το μέτρο του δικαίου, τη σοβαρότητα του εγκλήματος με την τιμωρία η οποία επιβάλλεται. Έκδηλη υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή και σε συνδυασμό των δύο:

(1)  Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται, και

(2)  Ουσιώδη απόκλιση της ποινής που επιβάλλεται από το πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νοουμένου ότι οι δικαστικές αποφάσεις παρέχουν σταθερές ενδείξεις για την ύπαρξη τέτοιου πλαισίου. Η ομοιομορφία στη μεταχείρηση των παραβατών που συνάδει και με την αρχή της ισότητας που καθιερώνει το άρθρο 28, αποτελεί βασική αρχή του δικαίου.  το πλαίσιο το οποίο διαγράφεται από τη νομολογία ως προς την τιμωρία συγκεκριμένων τύπων εγκλημάτων είναι απαρέγγλιτα ευρύ ανάλογο με την ανομοιογένεια των γεγονότων που μπορεί να συνθέσουν το ίδιο αδίκημα.»

Με αυτές τις αρχές υπόψη θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τα εγειρόμενα ενώπιόν μας θέματα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στην απόφαση του, αφού [*433]αναφέρθηκε εκτενώς στη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αντανακλάται και στις προβλεπόμενες ποινές που είναι 15 χρόνια για την κατοχή εκρηκτικών υλών και 10 για την κατοχή πυροβόλων όπλων και, αφού εξέτασε, με αναφορά στη νομολογία, τα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιόν του για να ληφθούν υπόψη υπέρ του κατηγορούμενου. Μεταξύ των ελαφρυντικών αυτών ήταν και η προηγούμενη καλή διαγωγή του κατηγορούμενου και ο εξαίρετός του χαρακτήρας, η συνεργασία του με την Αστυνομία και η ταλαιπωρία και οι συνέπειες που θα υφίστατο από την απώλεια της εργασίας και της καριέρας του.

Η έφεση βασίστηκε σε τέσσερις λόγους καθώς και σε πέμπτον επιπρόσθετο λόγο, που καταχωρήθηκε στις 23.1.03.

Με τον πρώτο λόγο υποβάλλεται ότι η ποινή είναι υπερβολική γιατί δεν λήφθηκαν σοβαρώς υπόψη ο εξαίρετος χαρακτήρας του εφεσείοντα καθόλη τη διάρκεια της ζωής του, οι μόνιμες σωματικές του κακώσεις, τις οποίες υπέστη κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του από τους πραξικοπηματίες και οι εξαίρετες υπηρεσίες του προς το κράτος κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δε δόθηκε η δέουσα σημασία στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο οπλισμός και οι εκρηκτικές ύλες βρέθηκαν στην κατοχή του και ότι τα είχε για συλλεκτικούς σκοπούς, ούτε το γεγονός ότι συνεργάστηκε με την Αστυνομία και με δική του πρωτοβουλία παρέδωσε και επιπρόσθετο οπλισμό. 

Με τον τρίτο λόγο, προβλήθηκε ότι ο συνένοχος του εφεσείοντα Μαχάττος, δεν οδηγήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για να τιμωρηθεί, αλλά αντίθετα τυγχάνει και προστασίας από τις αστυνομικές αρχές, και τούτο δε λήφθηκε υπόψη, όπως υπήρξε ισχυρισμός, στην επιμέτρηση της ποινής.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι κακώς δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι ο οπλισμός δεν περιήλθε στην κατοχή του κατόπιν δικής του πρωτοβουλίας αλλά παραδόθηκε σε αυτόν από τον ειδικό αστυφύλακα Φώτη Πετρακίδη, ο οποίος συνέλεγε οπλισμό και τον παρέδιδε στο κράτος και ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να τον κρατήσει μέχρις ότου αυτός θα τον παρέδιδε, αλλά λόγω του θανάτου του Πετρακίδη ο εφεσείων παρέμεινε κάτοχος του οπλισμού και ολιγώρισε να τον παραδώσει στις αρχές. 

[*434]Με τον επιπρόσθετο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε ο ισχυρισμός ότι ο προπηλακισμός και διασυρμός του εφεσείοντα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, είχε ως αποτέλεσμα «να επηρεάσει τη δικαστική κρίση και ανεξαρτησία αναφορικά προς την επιμέτρηση της ποινής» και δεν λήφθηκε υπόψη «ότι ο πρωτοφανής διασυρμός του, παραβιάζει μία από τις βασικότερες Αρχές του Δικαίου να τυγχάνει ένας κατηγορούμενος ανεπηρέαστης κρίσης ως επίσης και ότι οπωσδήποτε τούτο αποτελούσε μία πολύ σημαντική εξωδικαστική τιμωρία η οποία θα έπρεπε να προσμετρήσει κατά την ποινική του μεταχείριση αναφορικά με την ποινή του στο Δικαστήριο».

Ενώ πρωτόδικα τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο προπηλακισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως μέρος της τιμωρίας του για να του επιβληθεί ελαφρότερη ποινή, με τον τέταρτο λόγος έφεσης, που είναι, κατά την άποψη μας, ασαφής, αφήνετο ίσως να νοηθεί ότι προβάλλεται λόγος μη διεξαγωγής δίκαιας δίκης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα,  όμως, δήλωσε ενώπιόν μας ότι το παράπονο δεν ήταν αυτό, αλλά ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα και δεν επιδείχθηκε η αναγκαία επιείκεια, αφού θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέρος της τιμωρίας που ήδη ο εφεσείων υπέστη.

Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως τα δημοσιεύματα εναντίον του εφεσείοντα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ήταν εξωγενής παράγων που δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής για να δικαιολογεί μείωσή της, εν όψει της σοβαρότητας των αδικημάτων στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείων. Η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους και τονίζουμε πως τέτοια δημοσιεύματα δεν μπορεί να θεωρηθούν ως τιμωρία που να οδηγεί σε μείωση της ποινής.

Προβάλλει επίσης στην αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ότι η οκταετής φυλάκιση θα οδηγήσει σε απώλεια όλων των ωφελημάτων του εφεσείοντα.  Επισημαίνουμε πως τέτοιο θέμα δεν εγέρθηκε πρωτόδικα, αλλά ούτε και καλύπτεται από οποιοδήποτε λόγο έφεσης.  Επί του προκειμένου, εντούτοις, θα θέλαμε να κάνουμε και αναφορά στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση Αzinas v. Cyprus, Application No. 56679/00, 20th June 2002, όπου κρίθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτή η στέρηση τέτοιας φύσης ωφελημάτων του εφεσείοντα. 

Επίσης, παρατηρούμε ότι, με τους λόγους έφεσης δεν καλύπτεται το θέμα των συνεπειών από την καταδίκη και φυλάκιση του εφεσείοντα στην καριέρα του.  Εν πάση περιπτώσει το θέμα είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υπήρξε αντικείμενο της  από[*435]φασής του. Επιπρόσθετα, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε πως, όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Sentencing and Criminal Justice, A. Ashworth, έκδοση 2000, στη σελ. 152, οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του αδικοπραγούντα, όπου τα αδικήματα είναι άσχετα με την εργασία του, είναι παράγων που μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντικός. Αλλά όπου το έγκλημα προκύπτει από την εργοδότηση του κατηγορούμενου και μπορεί να θεωρηθεί ως κατάχρηση της θέσης εμπιστοσύνης, οι συνέπειες στη σταδιοδρομία του δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής. (Δέστε και Barrick [1985] 7 Cr. App. R. (S.) 142). Στην παρούσα περίπτωση τα αδικήματα δεν είναι άσχετα με την εργασία του εφεσείοντα, αλλά, αντίθετα συνδέονται άμεσα με την θέση του.

Παραπονέθηκε, όπως είδαμε, με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας, ότι δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη ο καλός του χαρακτήρας και η προηγούμενη διαγωγή του. Επί του προκειμένου το Δικαστήριο είχε ενώπιον του σωρεία πιστοποιητικών για τον καλό του χαρακτήρα  και την εκτίμηση που  έχαιρε στην κοινωνία. Είναι νομολογημένο πως ορθή συμπεριφορά μη σχετιζόμενη με το υπό κρίση αδίκημα, αποτελεί ελαφρυντικό που μπορεί να ληφθεί υπόψη (δέστε R. v. Reid [1982] 4 Cr. App. R (S.) 720, R. v. Alexander [1997] 2 Cr. App. R. (S.) 74), όπως και ο καλός χαρακτήρας του κατηγορούμενου.

Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αναγνωρίζει την προσφορά του κατηγορούμενου στο κράτος, αλλά ορθά επισημαίνει πως ανέτρεψε τα πάντα με το να συλλέγει οπλισμό και να τον παραδίδει σε χέρια τρίτων εκτός των αρμοδίων υπηρεσιών του κράτους, απ’ όπου δε μπορούσε να ελέγξει τη χρήση του,  παρόλον ότι ο ίδιος ο εφεσείων δεν είχε καμμιά πρόθεση να τον χρησιμοποιήσει. Η προσφορά προς το κράτος και την πολιτεία εν γένει, είναι πράγματι σοβαρός ελαφρυντικός παράγοντας, αλλά τονίζουμε πως η μεγαλύτερη προσφορά προς την πατρίδα είναι η υπακοή στους νόμους της.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του για συνεργασία με την Αστυνομία και παραδοχή ενώπιον του Δικαστηρίου, είναι πράγματι στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη προς μετριασμό της ποινής και το πρωτόδικο Δικαστήριο τα θεώρησε ως τέτοια. Δεν μπορούμε όμως να μην παρατηρήσουμε πως η συνεργασία του με την Αστυνομία έγινε μετά που συνελήφθηκε και είχε ήδη αποκαλυφθεί η διάπραξη ορισμένων από τα αδικήματα, για τα οποία τελικά καταδικάστηκε. Η συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές και η παραδοχή είναι έτσι ήσσονος σημασίας μετά τη σύλληψη και την [*436]ύπαρξη ήδη μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντα για ενοχή σε υπό εξέταση αδικήματα (δέστε και Ghafari v. Aστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 442).

Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ένας από τους συνενόχους δεν έχει υποστεί οποιεσδήποτε συνέπειες, αφού δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του, δηλαδή ο Φάνος Μαχάττος, παρατηρούμε πως, όπως υπεδείχθη ενώπιόν μας στην αγόρευση της συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής, η συνενοχή του τελευταίου αφορά μόνο την κατηγορία 58, ενώ με τις άλλες κατηγορίες στις οποίες επιβλήθηκε ποινή οκταετούς φυλάκισης, το εν λόγω πρόσωπο δεν σχετίζεται. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του.

Εξετάσαμε με προσοχή την απόφαση του Κακουργιοδικείου και είμαστε ικανοποιημένοι ότι τούτο έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες που τέθηκαν ενώπιον του, αντιπαραβάλλοντας τους και με τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία παραδέχθηκε ενοχή ο εφεσείοντας. Από τη νομολογία φαίνεται πως και για κατοχή ακόμη και μεμονωμένου όπλου, όπως πιστολιού, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης γύρω στα 4 χρόνια. Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων ήταν κάτοχος ολόκληρου οπλοστασίου. Θεωρούμε, εν όψει της μη ύπαρξης πρόθεσης χρήσης των όπλων και του τρόπου που αυτά περιήλθαν στην κατοχή του εφεσείοντα, καθώς και της ύπαρξης των άλλων ελαφρυντικών στοιχείων, πως ίσως η επιβληθείσα ποινή να είναι  κάπως αυστηρή. Εντούτοις κρίνουμε πως δεν εκφεύγει των επιτρεπτών ορίων κάτω από τις συνθήκες και ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων, για να δικαιολογείται επέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο