(2003) 2 ΑΑΔ 455
[*455]27 Οκτωβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΕΤΡΟΣ Μ. ΠΕΤΡΑΚΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7416)
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων και κατάληξη σε διαπιστώσεις επί των γεγονότων με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων ― Είναι θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι λογικά εφικτά, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Μαρτυρία ― Αξιολόγηση κατάθεσης ― Είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Tροχαία αδικήματα ― Υπέρβαση ορίου ταχύτητας ― Επίδειξη ταχύμετρου ― Θα ήταν ίσως χρήσιμη για σκοπούς επιβεβαίωσης.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία υπέρβασης ορίου ταχύτητας, δηλαδή η ταχύτητα με την οποία οδηγούσε το όχημά του στο δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας ήταν 128 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του και πρόβαλε δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα την ενώπιον του μαρτυρία και ιδιαίτερα την αξιοπιστία του Μ.Κ. 1 και με τον δεύτερο υποστηρίζει ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία αναφορικά με τη λειτουργία του ταχύμετρου που κατέγραψε την ταχύτητα του αυτοκινήτου του, δεν ήταν ικανή να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το ταχύμετρο λειτουργούσε σωστά.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων, κατά την [*456]αγόρευσή του, επεσήμανε πως ο Μ.Κ. 1 είχε υποπέσει σε αντιφάσεις, ιδιαίτερα στο σημείο που ο μάρτυρας αυτός ισχυρίστηκε ότι προθυμοποιήθηκε να δείξει στον εφεσείοντα την ένδειξη του ταχυμέτρου, αλλά ο εφεσείων αρνήθηκε.
Το Εφετείο αφού επανέλαβε τις αρχές επεμβάσεως του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποφάνθηκε ότι:
1. Το κατά πόσο ο Μ.Κ. 1 επέδειξε ή όχι το ταχύμετρο στον εφεσείοντα είναι επουσιώδες, είτε προς απόδειξη της ενοχής του, είτε ως προς την αξιοπιστία του, ανκαι θα ήταν ίσως χρήσιμο το ταχύμετρο να επιδεικνύεται πάντα για σκοπούς επιβεβαίωσης.
2. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντος αναφορικά με τη λειτουργία του ταχύμετρου δεν ευσταθούν. Ο Μ.Κ. 1 ανέφερε ότι έκαμε τρεις ελέγχους, που είναι απαραίτητοι για να διαπιστωθεί η ορθή λειτουργία του ταχύμετρου, εξηγώντας στη συνέχεια με κάποια λεπτομέρεια τους δύο από αυτούς. Το συμπέρασμα του εφεσείοντος ότι αφού δεν ανέφερε τίποτε για τον τρίτο έλεγχο σημαίνει ότι δεν τον πραγματοποίησε, είναι αυθαίρετο. Ούτε στη μαρτυρία του Μ.Κ. 2 την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ουσιαστικά αναντίλεκτη, διαπιστώνεται οτιδήποτε που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 30,
Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,
Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον Eφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Yπόθεση Aρ. 1215/2002) ημερ. 27/1/2003, με την οποία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της υπέρβασης του ορίου ταχύτητας δηλαδη ότι στις 8/2/2001 οδηγούσε στο δρόμο Λευκωσίας - Λάρνακας το αυτοκίνητό του με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 128 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.
[*457]Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Χρ. Χρυσάνθου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία υπέρβασης ορίου ταχύτητας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δέκτηκε ότι στις 8.2.2001 οδηγούσε στο δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας το αυτοκίνητό του με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 128 χ.α.ω. αντί 100 χ.α.ω.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και ιδιαίτερα την αξιοπιστία του Μ.Κ.1, Aστυφύλακα 757 Α. Πέτρου.
Κατά την ενώπιόν μας αγόρευσή του, ο εφεσείων επεσήμανε ορισμένες κατά τη γνώμη του αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσε ο Μ.Κ.1. Στάθηκε ιδιαίτερα στο σημείο ότι ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι προθυμοποιήθηκε να δείξει στον εφεσείοντα την ένδειξη του ταχύμετρου, αλλά ο εφεσείων αρνήθηκε να το δει. Αντίθετα, η Μ.Υ.1 Μ. Σωτηριάδου, πελάτισσα και συνεπιβάτιδα του εφεσείοντα, της οποίας τη μαρτυρία το Δικαστήριο δέκτηκε ως αληθινή ως προς τα περιστατικά της υπόθεσης, είχε αναφέρει ότι, αντίθετα, όταν ο εφεσείων ζήτησε να δει το ταχύμετρο ο Μ.Κ.1 απάντησε ότι το είχε κλείσει. Κατά τον χρόνο εκείνο το ταχύμετρο κρατούσε άλλος αστυφύλακας, λίγα μέτρα πιο κάτω.
Σχολιάζοντας τη σχετική μαρτυρία το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο όπως είπαμε δέκτηκε τη μαρτυρία της αναφορικά με τα περιστατικά της υπόθεσης, κατέληξε ότι αν ο αστυφύλακας έδειξε ή όχι στον εφεσείοντα την ένδειξη του ταχύμετρου είναι τελείως επουσιώδες και άσχετο με την αξιολόγηση της μαρτυρίας του.
Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή και αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν λογικά εφικτά, τότε το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Κλεοβούλου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 30, 34).
Στην υπόθεση Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, 322 τονίστηκε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Εφε[*458]τείο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις επί των γεγονότων του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 190, 192, το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει ότι επιβάλλεται διαφορετική βαρύτητα σε διάφορα μέρη κατάθεσης ή και μικρότερη σημασία ή και να απορρίψει ένα ή περισσότερα μέρη αυτής. Με άλλα λόγια η εκτίμηση κατάθεσης είναι θέμα που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Δεν έχουμε παρά να επαναλάβουμε ή και να επιβεβαιώσουμε τις πιο πάνω αρχές. Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και κατέληξε σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων. Συμφωνούμε ότι το κατά πόσο ο Μ.Κ.1 επέδειξε ή όχι το ταχύμετρο στον εφεσείοντα είναι επουσιώδες, είτε προς απόδειξη της ενοχής του, είτε ως προς την αξιοπιστία του, άνκαι θα ήταν ίσως χρήσιμο το ταχύμετρο να επιδεικνύεται πάντα για σκοπούς επιβεβαίωσης.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης υποστηρίζει ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία αναφορικά με τη λειτουργία του ταχύμετρου που κατέγραψε την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, δεν ήταν ικανή να αποδείξει ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο το ταχύμετρο λειτουργούσε σωστά.
Βρίσκουμε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι έκαμε τρεις ελέγχους, που είναι απαραίτητοι για να διαπιστωθεί η ορθή λειτουργία του ταχύμετρου, για να προχωρήσει στη συνέχεια να εξηγήσει με κάποια λεπτομέρεια τους δύο από αυτούς. Το συμπέρασμα του εφεσείοντα ότι αφού δεν ανέφερε τίποτε για τον τρίτο έλεγχο σημαίνει ότι δεν προέβη σ’ αυτόν, είναι αυθαίρετο. Ούτε στη μαρτυρία του Μ.Κ.2, την οποία το Δικαστήριο θεώρησε ουσιαστικά αναντίλεκτη, βρίσκουμε οτιδήποτε που να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα. Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο