Iωάννου Aνδρέας Aλή ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 475

(2003) 2 ΑΑΔ 475

[*475]30 Οκτωβρίου, 2003

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7525)

 

Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα ακρόασης της υπόθεσής του, η οποία είχε εκδοθεί με μόνο κριτήριο το αδικαιολόγητο της μη εμφάνισης του κατά την προηγούμενη δικάσιμο και χωρίς να διερευνηθεί το κατά πόσο οι όποιες ανησυχίες ενόψει της στάσης του κατηγορουμένου θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο ― Ακυρώθηκε κατ’ έφεση.

Στις 23.10.03 το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος για οκτώ ημέρες μέχρι τις 31.10.03 που ορίστηκε ως η ημέρα για την συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης του στην οποία αντιμετώπιζε κατηγορίες για παράνομη κατοχή μιας μοτοσυκλέτας, περίπου πέντε χρόνια προηγουμένως. Στις 23.10.03 ο εφεσείων είχε προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον του επειδή παρέλειψε να εμφανιστεί κατά την ημερομηνία που είχε ορισθεί για τη συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσης του. Η υπόθεση είχε αναβληθεί σε δύο περιπτώσεις δια διάφορους λόγους και η ακρόαση άρχισε στις 26.9.03. Ο εφεσείων ήταν παρών και κατά τις τρεις πιο πάνω ημερομηνίες αλλά παρέλειψε να εμφανιστεί την τέταρτη υποστηρίζοντας ότι η μη προσέλευσή του οφειλόταν σε σύγχιση ημερομηνιών. Ο εφεσείων ανέφερε στο Δικαστήριο ότι η κράτηση του επί 12 ώρες μέχρι την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου και η κατάσχεση της προσωπικής εγγύησης των £500 με την οποία αυτός είχε δεσμευθεί, αποτελούσαν επαρκή τιμωρία.

Ο κατηγορούμενος υποστήριξε κατ’ έφεση ότι η απόφαση για την κράτησή του ήταν αναιτιολόγητη και πάντως, πως χωρίς καν τέτοιο αίτημα από την κατηγορούσα αρχή, δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις. Αναφέρθηκε συναφώς στη φύση του αδικήματος για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μόνο μέχρις 6 μηνών και στο γε[*476]γονός ότι δεν υπήρχαν δεδομένα που θα δικαιολογούσαν τον φόβο ότι δεν θα εμφανιζόταν κατά την ημέρα που ορίστηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

Η παράλειψη εμφάνισης σε προηγούμενη ημερομηνία αναμφιβόλως συνιστά παράγοντα σε σχέση με τον κίνδυνο μη προσέλευσης, ο οποίος συνυπολογίζεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, είναι προφανές πως η διαταγή για την κράτηση του κατηγορουμένου είχε εκδοθεί με αναφορά μόνο στο αδικαιολόγητο της μη εμφάνισης του κατά την προηγούμενη δικάσιμο. Παράλληλα, δεν διερευνήθηκε ούτε το κατά πόσο οι όποιες ανησυχίες ενόψει της στάσης του κατηγορουμένου, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος ως πλημμελήματος, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο, ιδιαιτέρως με τη διαφοροποίηση των όρων υπό τους οποίους θα αφηνόταν ελεύθερος.

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση  παραμερίσθηκε και παρέμεινε σε ισχύ η αρχική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τους όρους απόλυσης του εφεσείοντος.

Aίτηση εναντίον Διατάγματος Kράτησης.

Aίτηση από τον αιτητή ο οποίος κατά το κατηγορητήριο διέπραξε το αδίκημα της παράνομης κατοχής μιας μοτοσυκλέττας κατά παράβαση των Άρθρων 309 και 20 του Ποινικού Kώδικα,�Kεφ. 154, κατά της διαταγής του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθ. Aρ. 2797/2003) ημερ. 23/10/2003, για την κράτησή του μέχρι τις 31/10/2003 που ορίστηκε ως η ημέρα για συνέχιση της ακρόασης, δηλαδή για χρονικό διάστημα οκτώ ημερών.

Α. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Κατά το κατηγορητήριο, ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα της παράνομης κατοχής μιας μο[*477]τοσικλέτας κατά παράβαση των άρθρων 309 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 περίπου πέντε χρόνια προηγουμένως, δηλαδή το 1998. Για διάφορους λόγους η υπόθεση αναβλήθηκε σε δυο περιπτώσεις και η ακρόαση άρχισε στις 26.9.03.

Ο εφεσείων ήταν παρών και κατά τις τρεις ημερομηνίες αλλά παρέλειψε να εμφανιστεί κατά την τέταρτη που ορίστηκε για τη συνέχιση της ακρόασης. Εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή του, αυτό εκτελέστηκε και ο εφεσείων προσάχθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 23.10.03.  Απέδωσε τότε τη μή προσέλευσή του σε σύγχυση ημερομηνιών, αναφέρθηκε στην κράτησή του επί 12 ώρες μέχρι την προσαγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου και εισηγήθηκε πως αυτό αποτελούσε επαρκή τιμωρία. 

Ό,τι ακολούθησε ήταν η χωρίς άλλα διαταγή του Δικαστηρίου για την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τις 31.10.03 που ορίστηκε ως η ημέρα για συνέχιση της ακρόασης, δηλαδή για χρονικό διάστημα οκτώ ημερών. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

“Όσα έχουν λεχθεί δεν αποτελούν δικαιολογία για την απουσία του κατηγορούμενου. Ήταν παρών ο κατηγορούμενος όταν δόθηκε η ημερομηνία και είχε την υποχρέωση να εμφανιστεί. Δεν εμφανίστηκε σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο στο δικαστήριο σχετικά με την υπόθεση και χρειάστηκε να εκδοθεί ένταλμα σύλληψης για την προσαγωγή του στο Δικαστήριο. Αυτά που ανέφερε ο συνήγορος του ότι έχει παραμείνει 12 ώρες υπό κράτηση και πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι εντελώς άσχετο.  Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο δεν είναι θέμα τιμωρίας αλλά θέμα εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορούμενου.

Υπό τις περιστάσεις θεωρώ ότι η απουσία του κατηγορούμενου κατά την προηγούμενη δικάσιμο ήταν εντελώς αδικαιολόγητη.

Η υπόθεση ορίζεται 31.10.2003 και ώρα 11.00 π.μ.  Δίδονται οδηγίες ο κατηγορούμενος να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε.”

Ο εφεσείων θεωρεί πως η απόφαση για την κράτηση του εφεσείοντα ήταν αναιτιολόγητη και, πάντως, πως χωρίς καν τέτοιο αίτημα από την κατηγορούσα αρχή, δεν εδικαιολογείτο από τις περιστάσεις. Αναφέρθηκε συναφώς στη φύση του αδικήματος για το οποίο προβλέπεται ποινή φυλάκισης μόνο μέχρις 6 μηνών και στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν δεδομένα που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν το φόβο ότι ο εφεσείων δεν θα εμφανιζόταν κατά [*478]την ημέρα που ορίστηκε.

H εφεσίβλητη υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Κατά την εισήγησή της η απόφαση ενέχει ως αιτιολογία το κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντα κατά τη δίκη, ευλόγως ενόψει της προηγούμενης συμπεριφοράς του.

Η παράλειψη εμφάνισης σε προηγούμενη ημερομηνία αναμφιβόλως συνιστά παράγοντα σε σχέση με τον κίνδυνο μή προσέλευσης, ο οποίος συνυπολογίζεται. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, είναι προφανές πως εκδόθηκε η διαταγή για την κράτηση του εφεσείοντα με αναφορά μόνο στο αδικαιολόγητο της μη εμφάνισης του κατά την προηγούμενη δικάσιμο.  Δεδομένου δε ότι η κατηγορούσα αρχή δεν είχε θέσει θέμα κράτησης του εφεσείοντα οπότε, βεβαίως, θα είχε δικαίωμα απάντησης ο εφεσείων, χωρίς να γνωστοποιήσει τον προβληματισμό του προς τα μέρη ώστε να έχει και τις δικές τους τοποθετήσεις. Δηλαδή το διάταγμα εκδόθηκε επειδή δεν είχε εξηγηθεί ικανοποιητικά η προηγούμενη παράλειψή του, χωρίς να είχαν απασχολήσει και χωρίς να είχαν διερευνηθεί και άλλοι σχετικοί παράγοντες όπως αυτοί προσδιορίζονται από τη νομολογία. Παράλληλα, δεν διερευνήθηκε ούτε το κατά πόσο οι όποιες ανησυχίες ενόψει της στάσης του εφεσείοντα, λαμβάνοντας υπόψη και τη φύση του αδικήματος ως πλημμελήματος, μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με άλλο τρόπο, ιδιαιτέρως με τη διαφοροποίηση των όρων υπό τους οποίους θα αφηνόταν ελεύθερος. Και αυτά, με ασυμπλήρωτη τη διαδικασία σε σχέση με τις επιπτώσεις από τη μή προσέλευση του εφεσείοντα έστω όπως αυτή είχε τροχιοδρομηθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Σημειώνουμε επί του προκειμένου την παράλειψη τήρησης των οριζομένων από το άρθρο 164 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Όταν εκδόθηκε το ένταλμα σύλληψης διατάχθηκε και η κατάσχεση της προσωπικής εγγύησης των £500 με την οποία είχε δεσμευθεί ο εφεσείων.  Αυτό, όμως, νοουμένου ότι δεν θα έδειχνε “ικανοποιητικό λόγο για την απουσία και ήταν προφανές σε σχέση με το ζήτημα της εγγύησης που ο εφεσείων είχε αναφερθεί σε επαρκή τιμωρία του.  Για να εξηγήσει όμως το πρωτόδικο δικαστήριο πως αυτά ήταν άσχετα και πως εκείνο που εξέταζε ήταν εξασφάλιση της παρουσίας του κατά την επόμενη δικάσιμο.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Παραμένει σε ισχύ η αρχική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με τους όρους της απόλυσής του.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο