Δημοκρατία ν. Έκτωρα K. Kυριάκου (2003) 2 ΑΑΔ 479

(2003) 2 ΑΑΔ 479

[*479]31 Οκτωβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑ,

Αιτητές,

v.

EΚΤΩΡΑ Κ. ΚΥΡΙAΚΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση.

(Ποινική Αίτηση Αρ. 8/2003)

 

Έφεση ― Αίτηση για παράταση προθεσμίας άσκησης έφεσης για ανεπάρκεια ποινής από τον Γενικό Εισαγγελέα ― Κατά πόσο ο χρόνος μέσα στον οποίο μπορεί να ασκηθεί η έφεση συναρτάται με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή με την ημερομηνία που η απόφαση περιήλθε στην προσωπική γνώση του Γενικού Εισαγγελέα ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 137(2) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινική Δικονομία ― Εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα σε ποινικές υποθέσεις ― Μεταβίβαση εξουσιών από Γενικό Εισαγγελέα ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 156 ― Τελεί υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα ασκούνται «είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού».

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 188.1 ― Η προϊσχύουσα του Συντάγματος νομοθεσία διασώζεται υπό τον όρο προσαρμογής της στα συνταγματικά θέσμια.

Στις 11 Ιουλίου, 2003 το Κακουργιοδικείο έκρινε τον Έκτωρα Κ. Κυριάκου ένοχο του αδικήματος της παράνομης πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα και επέβαλε σ’ αυτόν, κατά πλειοψηφία, φυλάκιση δύο ετών. Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστάληκε βάσει των προνοιών του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72 και τροποποιητικού Νόμου Ν.41(I)/97).

[*480]Στις 25 Ιουλίου, 2003, τελευταία ημέρα εκπνοής του χρόνου προς υποβολή έφεσης ο εισαγγελέας που εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα στο Κακουργιοδικείο, υπέβαλε σημείωμα στο Γενικό Εισαγγελέα με το οποίο του γνωστοποιούσε την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Το σημείωμα του εισαγγελέα «αναμείχθηκε κατά λάθος με άλλους φακέλους με αποτέλεσμα να χαθεί». Ο φάκελος της υπόθεσης και το σημείωμα του εισαγγελέα αναβρέθηκαν και τέθηκαν υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα στις 6 Αυγούστου 2003. Την επόμενη ο Γενικός Εισαγγελέας, έδωσε οδηγίες όπως υποβληθεί η παρούσα αίτηση για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, η οποία καταχωρήθηκε στις 8 Αυγούστου 2003. Ο καθ’ ου η αίτηση έφερε ένσταση.

Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα αναγνώρισε, υπό το φως της νομολογίας το εξαιρετικό του μέτρου της παράτασης του χρόνου για την υποβολή έφεσης, διάβημα που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εφόσον καταδεικνύεται ουσιαστική αδυναμία άσκησης του δικαιώματος αυτού. Παρά ταύτα υποστήριξε ότι στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα τα καθιερωθέντα συναρτώνται με το χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας λαμβάνει γνώση της απόφασης, την οποία επιδιώκει να εφεσιβάλει.

Ο δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση υπέβαλε ότι το αίτημα για παράταση είναι αβάσιμο. Δεν αποδείχτηκε ουσιαστική αδυναμία άσκησης έφεσης που συνιστά την πρωτεύουσα αρχή, που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου στο πεδίο αυτό.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Ο περιορισμός του χρόνου άσκησης έφεσης είναι συνυφασμένος με την τελεσιδικία και την οριστικότητα των πρωτόδικων αποφάσεων, ως του συντελεστή για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδεται στο δικό μας σύστημα στην οριστικότητα των αποφάσεων των πρωτόδικων δικαστηρίων είναι και το γεγονός ότι η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση.

2. Μόνο όπου καταδεικνύεται ουσιαστική αδυναμία άσκησης έφεσης μέσα στην καθορισμένη περίοδο και για όσο χρόνο συντρέχει μετά την εκπνοή της, μπορεί δικαιολογημένα να παραταθεί ο χρόνος για την άσκηση έφεσης.

3. Το Άρθρο 137(2) του Νόμου, με το οποίο περιορίζεται σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημέρα έκδοσης της απόφασης ο χρόνος για υποβολή έφεσης εναντίον ποινής από το Γενικό Εισαγγελέα, συναρτά το [*481]χρόνο μέσα στον οποίο μπορεί να ασκηθεί έφεση με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης και όχι με τη λήψη γνώσης από τον ίδιο τον Γενικό Εισαγγελέα του αποτελέσματος ποινικής υπόθεσης. Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος ορίζει ότι η άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα, ως διωκτικής αρχής σε ποινικές υποθέσεις γίνεται προσωπικά από τον ίδιο ή μέσω υπαλλήλων της υπηρεσίας του. Οι πράξεις του Γενικού Εισαγγελέα που διενεργούνται από υπαλλήλους του φέρουν τη δική του σφραγίδα.  Λογική προέκταση της θέσης αυτής είναι ότι και γνώση που λαμβάνεται για την απόφαση του Κακουργιοδικείου από λειτουργό της υπηρεσίας του που τον εκπροσωπεί, αποτελεί και δική του γνώση.  Οποιαδήποτε αδυναμία άσκησης έφεσης εκ μέρους του δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό το γεγονός.  Η αδυναμία άσκησης έφεσης που προβάλλεται σ’ αυτή την υπόθεση δεν συναρτάται προς την πιο πάνω διαπίστωση, ούτε προς το γεγονός ότι κρίσιμος χρόνος για την άσκηση έφεσης είναι η ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης και όχι η ημερομηνία κατά την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας λαμβάνει αυτοπροσώπως γνώση του περιεχομένου της.

4. Και αν ήθελε κριθεί ότι η προσωπική γνώση του Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου, η καθυστέρηση λήψης γνώσης θα έπρεπε να δικαιολογηθεί με την ύπαρξη ουσιαστικής αδυναμίας του αντιπροσώπου του στη δίκη, να του κοινοποιήσει το αποτέλεσμα μετά την έκδοση της απόφασης, πράγμα που όμως δεν έγινε.

Η αίτηση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτη (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 148,

Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβουλίου Βελτ. Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 374,

Komurgu & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83,

Χόππη ν. Παναγή (1993) 1 Α.Α.Δ. 140,

Ηλιάδη ν. Δήμου Λάρνακας (1996) 2 Α.Α.Δ. 236,

Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 A.A.Δ. 698,

Eurohouse Finance Ltd κ.ά. ν. Αστυνομικού Διευθυντή Επαρχίας Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 52,

Fame Transports Ltd v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 658/97, ημερ. 29.9.2000,

Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251.

Aίτηση.

Aίτηση από το Γενικό Eισαγγελέα για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Πάφου (Yπόθ. Aρ. 1436/2003) ημερ. 11/7/2003, με την οποία στον κατηγορούμενο ο οποίος κρίθηκε ένοχος του αδικήματος της παράνομης πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Kώδικα (αδίκημα τιμωρητέο με φυλάκιση επτά ετών) επιβλήθηκε, κατά πλειοψηφία, φυλάκιση δύο ετών, ως ποινής έκδηλα ανεπαρκούς.

Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Αιτητές.

Α. Δημητριάδης, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το άρθρο 137(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155,* o Νόμος, παρέχει δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να εφεσιβάλει την ποινή που επιβάλλεται στον κατηγορούμενο από το Κακουργιοδικείο για το λόγο ότι αυτή είναι ανεπαρκής. Ο χρόνος για την υποβολή έφεσης περιορίζεται σε δεκατέσσερις ημέρες από την ημέρα έκδοσης της απόφασης του δικαστηρίου, Άρθρο 137(2) του Νόμου.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον Έκτωρα Κ. Κυριάκου ένοχο του αδικήματος της παράνομης πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση του Άρθρου 231 του Ποινικού Κώδικα (αδίκημα τιμωρητέο με φυλάκιση επτά ετών) και επέβαλε σ’ αυτόν, κατά πλειοψηφία, φυλάκιση δύο ετών. Η βία ασκήθηκε σε βάρος του συνομήλικου συμμαθητή του στο Λύκειο, Σάββα Κυριάκου, στον οποίο προκλήθηκε σωματική βλάβη.

Η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης αναστάληκε βάσει των προνοιών του περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν.95/72 και τροποποιητικού Νόμου Ν.41(I)/97)*. Το τρίτο μέλος του Κακουργιοδικείου, η μειοψηφία, έκρινε ότι η πρέπουσα τιμωρία ήταν τριετής και όχι διετής φυλάκιση, ποινή που δεν είναι δεκτική αναστολής.

Το Γενικό Εισαγγελέα εκπροσώπησε στο Κακουργιοδικείο ο εισαγγελέας Μάτσας, ο οποίος ως συνάγεται έλαβε γνώση της απόφασης κατά την ημέρα της έκδοσής της στις 11 Ιουλίου, 2003.  Την τελευταία ημέρα που εξέπνεε ο χρόνος προς υποβολή έφεσης στις 25 Ιουλίου, 2003, ο κ. Μάτσας υπέβαλε σημείωμα στο Γενικό Εισαγγελέα με το οποίο του γνωστοποιούσε την απόφαση του Κακουργιοδικείου, καθιστώντας παράλληλα γνωστή τη θέση του, ότι ήταν σύμφωνος «με την απόφαση της πλειοψηφίας όσον αφορά την ποινή». Εκτός από την καθυστέρηση του εισαγγελέα Μάτσα να θέσει υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα το αποτέλεσμα της απόφασης, σημειώθηκε και δεύτερη περιπλοκή η οποία παρέτεινε την καθυστέρηση στο να περιέλθει η απόφαση σε γνώση του Γενικού Εισαγγελέα. το σημείωμα του κ. Μάτσα «αναμείχθηκε κατά λάθος με άλλους φακέλους με αποτέλεσμα να χαθεί». Ο φάκελος της υπόθεσης και το σημείωμα του κ. Μάτσα αναβρέθηκαν και τέθηκαν υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα στις 6 Αυγούστου 2003. Την επόμενη ο Γενικός Εισαγγελέας, έδωσε οδηγίες όπως υποβληθεί η παρούσα αίτηση για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, η οποία καταχωρίστηκε στις 8 Αυγούστου 2003. 

Η θέση του καθ’ ου η αίτηση η οποία προβάλλεται στην ένορκη ομολογία της μητέρας του, που συνοδεύει την ένστασή του στο αίτημα, ότι ο Γενικός Εισαγγελέας κίνησε το μηχανισμό για παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης, ωθούμενος κάτω από την πίεση του παραπόνου του πατέρα του θύματος του εγκλήματος, για την ανεπάρκεια της ποινής, αντικρούεται από τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη του αιτήματος και τα στοιχεία που συνάπτονται σ’ αυτή.

Η επιστολή του πατέρα του παραπονούμενου παραλήφθηκε από τη νομική υπηρεσία στις 6 Αυγούστου 2003 και τέθηκε υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα μετά την έκδοση των οδηγιών για την υποβολή της παρούσας αίτησης.  Ο καθ’ ου η αίτηση όχι μόνο δεν αντέκρουσε τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση, αλλά υιοθέτησε το περιεχόμενό της ως ενισχυτικό της ένστασής του.

Ο κ. Τιμοθέου, ο οποίος εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα  υποστήριξε κατά πρώτο ότι το άρθρο 156 του Νόμου, περιορίζει το δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά αποφάσεων δικαστηρίου, ως η υπό εξέταση απόφαση, στον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα.  Το επιχείρημα εγκαταλείφθηκε όταν υποδείχθηκε στον κ.Τιμοθέου, ότι: (α) η εξουσία η οποία δεν μπορεί να εκχωρηθεί βάσει του άρθρου 156 περιορίζεται σε εφέσεις κατά αθωωτικών αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου, και (β) το άρθρο 156 τελεί υπό την αίρεση των διατάξεων του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ότι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ασκούνται «είτε αυτοπροσώπως είτε δι’ υπαλλήλων υπαγομένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συμφώνως προς τας οδηγίας αυτού.». Ως αποφασίστηκε στην Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 (απόφαση πλειοψηφίας), το άρθρο 154(1), του Νόμου, (άσκηση του δικαιώματος αναστολής ποινικής δίωξης), τυγχάνει εφαρμογής υπό τον όρο της προσαρμογής του προς το Σύνταγμα, ως επιβάλλει το Άρθρο 188.1  του Συντάγματος.  Ως σημειώνεται στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Μαλιώτη (Αρ. 1) (1998) 2 Α.Α.Δ. 148, «Η προϊσχύουσα του Συντάγματος νομοθεσία διασώζεται υπό τον όρο της προσαρμογής της στα συνταγματικά θέσμια.» (σελ. 150) - (βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858). Ο κ. Τιμοθέου αναγνώρισε, υπό το φως της νομολογίας* το εξαιρετικό του μέτρου της παράτασης του χρόνου για την υποβολή έφεσης, διάβημα που μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εφόσον καταδεικνύεται ουσιαστική αδυναμία άσκησης του δικαιώματος αυτού. Παρά ταύτα υποστήριξε ότι στην περίπτωση του Γενικού Εισαγγελέα τα καθιερωθέντα συναρτώνται με το χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας λαμβάνει γνώση της απόφασης, την οποία επιδιώκει να εφεσιβάλει. Ο κ. Δημητριάδης αντέτεινε ότι αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο χρόνος άσκησης έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου θα μπο[*485]ρούσε να παραταθεί επ’ αόριστο. 

Ο κ. Δημητριάδης καθοδηγούμενος από τις αρχές που έθεσε η νομολογία για την παράταση του χρόνου υποβολής έφεσης στις οποίες αναφέρθηκε ο κ. Τιμοθέου, υπέβαλε ότι το αίτημα για παράταση είναι αβάσιμο. Δεν αποδείχτηκε ουσιαστική αδυναμία άσκησης έφεσης που συνιστά την πρωτεύουσα αρχή, που διέπει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου στο πεδίο αυτό.

Η νομολογία αποκαλύπτει ότι ο περιορισμός του χρόνου άσκησης έφεσης είναι συνυφασμένος με την τελεσιδικία και την οριστικότητα των πρωτόδικων αποφάσεων, ως του συντελεστή για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Ως υποδεικνύεται στην Αδελφοί Λαμπριανίδη (ανωτέρω), όχι μόνο το συμφέρον των διαδίκων αλλά κι εκείνο του δημοσίου δικαιολογεί τη «διασφάλιση της οριστικότητας των δικαστικών αποφάσεων και κατ’ επέκταση της ευνομίας». Ενδεικτικό της σημασίας που αποδίδεται στο δικό μας σύστημα στην οριστικότητα των αποφάσεων των πρωτόδικων δικαστηρίων είναι και το γεγονός ότι η άσκηση έφεσης δεν αναστέλλει την πρωτόδικη απόφαση. (Βλ. Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251.)

Μόνο όπου καταδεικνύεται ουσιαστική αδυναμία άσκησης έφεσης μέσα στην καθορισμένη περίοδο και για όσο χρόνο συντρέχει μετά την εκπνοή της, μπορεί δικαιολογημένα να παραταθεί ο χρόνος για την άσκηση έφεσης.

Το άρθρο 137(2) του Νόμου, δεν συναρτά το χρόνο μέσα  στον οποίο μπορεί να ασκηθεί έφεση με τη λήψη γνώσης από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα του αποτελέσματος ποινικής υπόθεσης, αλλά με την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Ο Γενικός Εισαγγελέας λειτουργεί ως διωκτική αρχή σε ποινικές υποθέσεις υπέχων ρόλο διαδίκου. Ασκεί τα καθήκοντα αυτά ως ορίζει το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος προσωπικά ή μέσω υπαλλήλων της υπηρεσίας του. Στη Γιάγκου (Aρ. 2) (1998) 1 Α.Α.Δ. 2276, αποφασίστηκε ότι πράξεις του Γενικού Εισαγγελέα που διενεργούνται από υπαλλήλους του φέρουν τη δική του σφραγίδα.  Τοιουτοτρόπως κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε από υπάλληλο της υπηρεσίας του, κρίθηκε έγκυρο ως προερχόμενο από τον ίδιο. Λογική προέκταση της θέσης αυτής είναι ότι και γνώση που λαμβάνεται για την απόφαση του Κακουργιοδικείου από λειτουργό της υπηρεσίας του που τον εκπροσωπεί, αποτελεί και δική του γνώση. Οποιαδήποτε αδυναμία άσκησης έφεσης εκ μέρους του δεν μπορεί να διαχωριστεί από αυτό το γεγονός. Η αδυναμία άσκησης έφεσης που προβάλλεται σ’ αυτή [*486]την υπόθεση δεν συναρτάται προς την πιο πάνω διαπίστωση, ούτε προς το γεγονός ότι κρίσιμος χρόνος για την άσκηση έφεσης είναι η ημερομηνία έκδοσης της δικαστικής απόφασης και όχι η ημερομηνία κατά την οποία ο Γενικός Εισαγγελέας λαμβάνει αυτοπροσώπως γνώση του περιεχομένου της.

Και αν ήθελε κριθεί ότι η προσωπική γνώση του Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας, η καθυστέρηση λήψης γνώσης θα  έπρεπε να δικαιολογηθεί με την ύπαρξη  ουσιαστικής αδυναμίας του αντιπροσώπου του στη δίκη, του κ. Μάτσα, να του κοινοποιήσει το αποτέλεσμα μετά την έκδοση της απόφασης. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε για τη μη έγκαιρη κοινοποίηση της απόφασης στο Γενικό Εισαγγελέα.

Η αίτηση απορρίπτεται.

H αίτηση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο