(2003) 2 ΑΑΔ 492
[*492]5 Νοεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 7514)
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για κράτηση κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα εκδίκασης της υπόθεσής του από το Κακουργιοδικείο ― Διακριτική ευχέρεια ― Βασικοί λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επιβεβλημένη την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του ― Το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις και για σοβαρούς λόγους.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος παραπέμφθηκε από Επαρχιακό Δικαστή στο Κακουργιοδικείο για δίκη για τα αδικήματα του βιασμού, της απαγωγής, της απειλής βιαιοπραγίας και της οπλοφορίας για διέγερση τρόμου, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Η υπεράσπιση προσβάλλει αυτή την απόφαση ως λανθασμένη υποστηρίζοντας ότι:
1. Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της είναι ικανός παράγοντας για την κράτηση ενός κατηγορουμένου.
2. Το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι το βάρος απόδειξης ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν απόλυση παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος το έχει η υπεράσπιση.
3. Το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου.
4. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι ο χρόνος των 43 ημερών από την παραπομπή μέχρι την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο δεν ήταν μεγάλος για να μετρήσει υπέρ του κατη[*493]γορουμένου, ήταν λανθασμένη.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και δε τις συνεκτίμησε μαζί με άλλους παράγοντες.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του είναι θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνον σ’ εξαιρετικές περιστάσεις και για σοβαρούς λόγους. Το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επιβεβλημένη την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του όταν υπάρχει πιθανότητα:
α) μη προσέλευσής του στη δίκη,
β) διάπραξης του ιδίου ή άλλου εγκλήματος, και
γ) επηρεασμού μαρτύρων.
Το πρώτο στοιχείο εξετάζεται στη βάση και σε συσχετισμό, με τη σοβαρότητα του εγκλήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και την πιθανότητα καταδίκης του.
Οποιοσδήποτε από τους λόγους που δέχεται η νομολογία μας, η οποία είναι σε απόλυτη αρμονία με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ή συνδυασμός τους, είναι αρκετός για να δικαιολογήσει την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του.
Κάθε απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά με την απομόνωση προτάσεων και φράσεων που η ερμηνεία τους δυνατόν να αλλοιώνεται ένεκα ακριβώς της απομόνωσής τους.
2. Το Δικαστήριο δεν αποφάσισε την κράτηση του κατηγορουμένου ένεκα μόνον της σοβαρότητας του αδικήματος και δεν έκρινε ότι η υπεράσπιση είχε το βάρος να μειώσει τις συνέπειες της σοβαρότητας, από τη στιγμή που παράλληλα με τη σοβαρότητα έλαβε υπόψη και τον άλλο σχετικό παράγοντα της πιθανότητας καταδίκης του κατηγορουμένου.
Οι λόγοι έφεσης επομένως που στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές για τον παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος απορρίπτονται.
[*494]3. Με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα καταδίκης είναι μεγάλη.
4. Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η περίοδος των 43 ημερών από την παραπομπή μέχρι την εμφάνιση του εφεσείοντος στο Κακουργιοδικείο δεν μπορούσε να κριθεί υπερβολική συνεκτιμούμενη μάλιστα με τους άλλους λόγους που βάρυναν υπέρ της κράτησής του, είναι ορθή.
5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του στους παράγοντες που, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να συνεκτιμούνται μαζί με τις προσωπικές περιστάσεις. Συνεκτίμησε το νεαρό της ηλικίας του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και βρήκε ότι αυτά δεν ήταν ικανά να μεταβάλουν την κρίση του για την ανάγκη κράτησης.
6. Δεν υπήρχαν στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου που να δικαιολογούν το συμπέρασμα για πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων. Όμως αυτό δεν επηρεάζει το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου για την κράτηση του εφεσείοντος.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κτηματίας ν. Αστυνομίας (1987) 2 Α.Α.Δ. 109,
Κάννας ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444,
Τσιάκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 7264, 7265, 7266 ημερ. 26/4/02,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,
Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Matznetter v. Austria A10 p.33 [1969].
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο ο οποίος παραπέμφθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού ως ύποπτος για τα αδικήματα του βιασμού, της απαγωγής, της απειλής βιαιοπραγίας και της οπλοφορίας για διέγερση τρόμου, εναντίον της απόφασης του [*495]Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 14886/03), ημερ. 2/10/03, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τη δίκη του στις 11/11/03.
Μ. Κυπριανού με Ε. Φλωρέντζου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Αρέστης.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Στις 30/9/03 επαρχιακός δικαστής παρέπεμψε τον εφεσείοντα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο συνεδριάζει στις 11/11/03 στη Λεμεσό. Παραπέμφθηκε για τα αδικήματα του βιασμού, της απαγωγής, της απειλής βιαιοπραγίας και της οπλοφορίας για διέγερση τρόμου. Με βάση την προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή σοβαρότερο θεωρείται αυτό του βιασμού για το οποίο είναι η ποινή της ισόβιας φυλάκισης.
Η κατηγορούσα αρχή ζήτησε την κράτηση του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του, αίτημα στο οποίο η υπεράσπιση έφερε ένσταση. Το δικαστήριο αφού άκουσε τις δύο πλευρές αποφάσισε την κράτηση του μέχρι τη δίκη του. Η υπεράσπιση προσβάλλει αυτή την απόφαση ως λανθασμένη. Στο εφετήριο δίδονται επτά συνολικά λόγοι έφεσης. Με την αγόρευση του ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα τούς συμπύκνωσε και σε κάποια έκταση τους περιόρισε. Θα θέσουμε σε συντομία την επιχειρηματολογία του όπως αναπτύχθηκε ενώπιον μας.
Εν πρώτοις γίνεται εισήγηση ότι το δικαστήριο λανθασμένα αποφάνθηκε ότι η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της είναι ικανός παράγοντας για την κράτηση ενός κατηγορουμένου. Ο κ. Κυπριανού αναφέρθηκε για υποστήριξη της θέσης αυτής στο πιο κάτω τμήμα της πρωτόδικης απόφασης:
«Σημειώνω επίσης ότι δεν ευσταθεί η θέση του κ. Χατζηλοϊζου ότι η σοβαρότητα του αδικήματος από μόνη της δεν αρκεί για την κράτηση του κατηγορουμένου. Η υπόθεση Κρίνου Θεοχάρους (ανωτέρω) δεν διαφοροποιεί την νομολογία επ’ αυτού του θέματος. Τα κριτήρια προσθέτει η νομολογία, πάντοτε συνεκτιμούνται επί τη βάση άλλων σχετικών δεδομένων.»
[*496]Αντίθετα εισηγείται ο κ. Κυπριανού η σοβαρότητα του αδικήματος θα πρέπει να συνεκτιμηθεί μαζί με άλλους παράγοντες και ιδιαίτερα τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου τις οποίες το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη καίτοι μπορούσαν ν’ αντληθούν στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσης. Τέτοιες περιστάσεις είναι η ηλικία του, 21 ετών, η μόνιμη εργασία και ο μόνιμος τόπος διαμονής, το καθαρό του ποινικό μητρώο.
Προβλήθηκε περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι το δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε, εγκαταλείποντας τη σχετική αρχή, ότι το βάρος απόδειξης ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν απόλυση παρά τη σοβαρότητα του αδικήματος το έχει η υπεράσπιση. Μας παρέπεμψε στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:
«Είναι εμφανές ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος είναι πολύ σοβαρά. Σύμφωνα με την Νομολογία που παρέθεσα πιο πάνω θα πρέπει να υποδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις για την απόλυση με εγγύηση. Τέτοιες περιστάσεις δεν μου υπεδείχθησαν στην περίπτωση του κατηγορουμένου πλην του νεαρού της ηλικίας του και το λευκό του μητρώο.»
Ήταν συναφώς η θέση του κ. Κυπριανού ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα ακολούθησε την αρχή που έθεσε η υπόθεση Κτηματίας ν. Αστυνομίας (1987) 2 Α.Α.Δ. 109, η οποία όμως δεν ακολουθήθηκε στην υπόθεση Κάννας ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444. Είναι ορθό ότι το Εφετείο στην τελευταία υπόθεση διαφώνησε με όσα αποφασίστηκαν στην πρώτη ότι, δηλαδή, όπου το έγκλημα είναι σοβαρό, χωρίς άλλο πρέπει να διατάσσεται η κράτηση, εκτός αν αποδεικνύονται εξαιρετικές περιστάσεις ώστε ν’ αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση. Πρέπει όμως εδώ να σημειώσουμε ότι το Εφετείο στην υπόθεση Κάννας (ανωτέρω), τόνισε ότι ένας από τους παράγοντες για την κράτηση του κατηγορουμένου είναι η πιθανότητα μη προσέλευσης στη δίκη του, πράγμα που «εξετάζεται στη βάση και σε συσχετισμό με τη σοβαρότητα του εγκλήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και την πιθανότητα καταδίκης του».
Ο κ. Κυπριανού εισηγήθηκε εξάλλου ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλλε διότι ενώ επικαλείται τις σχετικές αρχές δεν τις ακολούθησε με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης.
Περαιτέρω είναι εισήγηση της υπεράσπισης ότι λανθασμένα το [*497]δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα καταδίκης του κατηγορουμένου. Ήταν η εισήγηση ότι δεν υπήρξε επιστημονική μαρτυρία σχετική με τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος και οι φερόμενες ομολογίες του κατηγορουμένου έγιναν υπό συνθήκες που κάμνουν ευάλωτη τη δεκτότητα τους.
Το συμπέρασμα εξάλλου του δικαστηρίου για την πιθανότητα ο κατηγορούμενος να διαπράξει άλλα αδικήματα δεν στηρίζεται σε καμιά μαρτυρία.
Τέλος προσβάλλεται σαν λανθασμένη η κρίση του δικαστηρίου ότι ο χρόνος των 43 ημερών από την παραπομπή μέχρι την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο δεν ήταν μεγάλος για να μετρήσει υπέρ του κατηγορουμένου.
Παραλείπουμε επί του παρόντος να αναφερθούμε στην επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιόν μας η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη. Θα το κάμουμε στο βαθμό που χρειάζεται στην πορεία της απόφασής μας.
Εν πρώτοις θα υπομνήσουμε την αρχή ότι η κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του είναι θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου στην οποία το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνον σ’ εξαιρετικές περιστάσεις και για σοβαρούς λόγους. Περιοριζόμαστε ν’ αναφερθούμε στην υπόθεση Τσιάκας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Π.Ε. 7264, 7265, 7266, ημερ. 26/4/02) στην οποία και η κα Ευθυβούλου μας παρέπεμψε.
Υπάρχει πλούσια νομολογία του δικού μας Ανωτάτου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αρχές που ρυθμίζουν τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε τέτοιου είδους υποθέσεις και οι αρχές είναι απόλυτα αποσαφηνισμένες. Θα περιοριστούμε να παραπέμψουμε στην υπόθεση Κάννας (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τη σελ. 447:
«Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους το Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επιβεβλημένη την κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του. Η πιθανότητα:
(α) μη προσέλευσής του στη δίκη,
(β) διάπραξης του ιδίου ή άλλου εγκλήματος, και
(γ) επηρεασμού μαρτύρων.
Το πρώτο στοιχείο εξετάζεται στη βάση, και σε συσχετισμό, με [*498]τη σοβαρότητα του εγκλήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος και την πιθανότητα καταδίκης του.»
Όπως δε διαπιστώνεται η νομολογία μας είναι σε απόλυτη αρμονία με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109). Οι αναφορές του συνηγόρου του εφεσείοντα στο σύγγραμμα Ben Emmerson, “Human Rights and Criminal Justice” δείχνουν ακριβώς την ταυτόσημη ερμηνεία άρθρων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο με την ερμηνεία που δόθηκε στα αντίστοιχα άρθρα του δικού μας Συντάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Οποιοσδήποτε από τους λόγους που δέχεται η νομολογία ή συνδυασμός τους είναι αρκετός για να δικαιολογήσει την κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του (βλ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ 7).
Θέλουμε επίσης να τονίσουμε ότι μια απόφαση θα πρέπει να εξετάζεται στο σύνολο της και από μια ευρεία οπτική γωνία και όχι αποσπασματικά με την απομόνωση προτάσεων και φράσεων που η ερμηνεία τους δυνατόν ν’ αλλοιώνεται ένεκα ακριβώς της απομόνωσης τους.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε ορθά τις νομικές αρχές που ρυθμίζουν θέματα κράτησης ή απόλυσης του κατηγορουμένου πριν τη δίκη του. Διαφωνούμε δε με τη θέση της υπεράσπισης ότι τις εφάρμοσε λανθασμένα στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης με εξαίρεση όσα πιο κάτω θα πούμε επί ειδικού θέματος που εγείρεται στην υπόθεση. Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών αποφάσισε να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου για δύο λόγους: για τον κίνδυνο να μην εμφανισθεί κατά τη δίκη του ενώπιον του δικαστηρίου και για τον κίνδυνο διάπραξης στο μεσοδιάστημα άλλων παρόμοιων αδικημάτων. Θα μπορούσε να το κάμει και για μόνο τον ένα από τους δύο αυτούς λόγους. Αιτιολογώντας την απόφαση του για την κράτηση για τον πρώτο λόγο, εξήγησε ότι κατέληξε σ’ αυτό το συμπέρασμα στηριγμένος σε δύο βασικά παράγοντες. Τη σοβαρότητα του αδικήματος και την πιθανότητα καταδίκης.
Η σοβαρότητα του αδικήματος ήταν αυταπόδεικτη από τη στιγμή που για ένα από τα αδικήματα για τα οποία ο εφεσείων κατηγορείται προβλέπεται φυλάκιση διά βίου. Το πρωτόδικο δικαστήριο προσπάθησε να εξηγήσει με αναφορά στη νομολογία τη [*499]σημασία αυτού του παράγοντα απαντώντας μάλιστα σε θέσεις του συνηγόρου υπεράσπισης. Ήταν σ’ αυτό το πλαίσιο που διατύπωσε τα όσα πιο πάνω παρατέθηκαν και για τα οποία ο συνήγορος του εφεσείοντα έκαμε την κριτική του. Ίσως να μην επέλεξε την πλέον επιτυχή διατύπωση όμως δεν διέπραξε σφάλμα και αυτό φαίνεται από όσα ακολουθούν στην απόφαση. Δεν αποφάσισε την κράτηση του κατηγορουμένου ένεκα μόνον της σοβαρότητας του αδικήματος και δεν έκρινε ότι η υπεράσπιση είχε το βάρος να μειώσει τις συνέπειες της σοβαρότητας, από τη στιγμή που παράλληλα με τη σοβαρότητα έλαβε υπόψη και τον άλλο σχετικό παράγοντα της πιθανότητας καταδίκης του κατηγορουμένου. Η κριτική ενδεχομένως να είχε κάποια βάση αν το δικαστήριο στηριζόταν μόνο στη σοβαρότητα του αδικήματος.
Οι λόγοι έφεσης επομένως που στηρίζονται στον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές για τον παράγοντα της σοβαρότητας του αδικήματος απορρίπτονται.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα καταδίκης είναι μεγάλη λέμε ότι είναι πλήρως αβάσιμος. Ήταν ορθή η κρίση του δικαστηρίου με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιον του. Ήταν αρκετό να λάβει υπόψη την κατάθεση του κατηγορουμένου και την απάντηση του στη γραπτή κατηγορία παρόλο ότι υπήρχε και άλλη σχετική μαρτυρία. Ζητήσαμε να έχουμε αντίγραφα των δύο, ενόψει των θέσεων που ο κ. Κυπριανού ανέπτυξε ενώπιόν μας. Περιοριζόμαστε να πούμε ότι στην απάντηση του ο εφεσείων έκαμε μια χωρίς περιστροφές παραδοχή. Ο κ. Κυπριανού προσπάθησε να μειώσει τη σημασία αυτού του γεγονότος κάμνοντας κριτική στον τρόπο λήψης των πιο πάνω. Αυτά όμως είναι θέματα για συζήτηση στο πλαίσιο της ακρόασης της υπόθεσης, όχι για τη διαδικασία κράτησης του κατηγορουμένου όπου το μαρτυρικό υλικό εκτιμάται στην όψη του, όπως εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου. Και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα εισηγείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του και δεν τις συνεκτίμησε μαζί με τους άλλους παράγοντες. Είναι γεγονός ότι η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι τέτοιοι παράγοντες όπως ο χαρακτήρας, η κατοικία, το επάγγελμα, οι οικογενειακοί δεσμοί και άλλα σχετικά δυνατό να ληφθούν υπόψη (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Όμως, όπως υπογραμ[*500]μίσθηκε στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) δεν «υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης».
Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν παρέλειψε να στρέψει την προσοχή του και σ’ αυτούς τους παράγοντες. Συνεκτίμησε το νεαρό της ηλικίας του και το γεγονός ότι ήταν λευκού ποινικού μητρώου και βρήκε ότι αυτά δεν ήταν ικανά να μεταβάλουν την κρίση του για την ανάγκη κράτησης. Ο κ. Κυπριανού εισηγείται ότι από το φάκελο της υπόθεσης μπορούσαν να αντληθούν και άλλα στοιχεία για τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Προφανώς τέτοια άλλα στοιχεία δεν υποδείχθηκαν στον πρωτόδικο δικαστή αλλ’ ούτε και σε μας αναφέρθηκε συγκεκριμένα από πού μπορούσαν να είχαν αντληθεί. Η γραπτή κατάθεση του εφεσείοντα που εξετάσαμε δεν παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια. Θεωρούμε εν κατακλείδι το παράπονο αβάσιμο.
Όσον αφορά το παράπονο της υπεράσπισης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι υπήρχε πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων λέμε ότι το παράπονο είναι βάσιμο. Δεν υπήρχαν τέτοια στοιχεία ενώπιον του δικαστηρίου που να δικαιολογούν τέτοιο συμπέρασμα. Ο πρωτόδικος δικαστής άντλησε καθοδήγηση επί του θέματος με αναφορά στην υπόθεση Κωνσταντινίδης (ανωτέρω), και από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Matznetter v. Austria A10 p. 33 (1969), στην οποία η πρώτη παραπέμπει. Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, και η υπόθεση Τσιάκκας, (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Στην πολιτική του δικαίου για την πρόληψη του εγκλήματος εντοπίζεται η προέλευση του κανόνα που επιτρέπει την κράτηση, όπου διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος. Όπως υπογράμμισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι «ευλογοφανής» (plausible): Βλ. Clooth v. Belgium A225, para 40 [1991]. Στην Matznetter v. Austria, A10, p. 33 [1969], το ίδιο Δικαστήριο καθόρισε κάποια κριτήρια για την αποτίμηση του κινδύνου επανάληψης. Η Κωνσταντινίδης, ανωτέρω, επιδοκιμάζοντας την παραπάνω υπόθεση, αναφέρει:
Ο τρόπος προσέγγισης της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος διαγράφεται στην υπόθεση Matznetter v. Austria A10, p. 33 [1969] στην οποία τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την «πολύ παρατεταμένη συνέχιση των [*501]αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του». Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούσαν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την άρνηση απόλυσης με εγγύηση για λόγο που σχετίζεται με την αποτροπή διάπραξης άλλου αδικήματος.»
Πιστεύουμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι εφαρμόζεται η αρχή που τέθηκε στις πιο πάνω δύο αποφάσεις.
Όμως αυτό δεν επηρεάζει το τελικό συμπέρασμα του δικαστηρίου για την κράτηση του εφεσείοντα. Θα μπορούσε να καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα με βάση την απόφασή του ότι υπήρχε κίνδυνος ο εφεσείων να μην εμφανισθεί κατά τη δίκη του.
Τέλος όσον αφορά το θέμα του χρόνου κράτησης παρατηρούμε ότι το δικαστήριο πρωτόδικα εξέτασε το θέμα, και έκρινε ότι η περίοδος των 43 ημερών από την παραπομπή μέχρι την εμφάνιση του εφεσείοντα στο Κακουργιοδικείο δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπερβολική συνεκτιμούμενη μάλιστα μαζί με τους άλλους λόγους που βάρυναν υπέρ της κράτησης του. Θεωρούμε την κρίση του δικαστηρίου απόλυτα ορθή και δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο.
Εν κατακλείδι βρίσκουμε, έχοντας μάλιστα υπόψη την απόφαση στο σύνολο της, ότι ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και δεν χρειάζεται να επέμβουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο