Δημητρίου Iωσήφ και Άλλοι ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 549

(2003) 2 ΑΑΔ 549

[*549]5 Δεκεμβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7552)

ΙΩΣΗΦ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7553)

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7554)

ΗΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7552, 7553, 7554)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Διάταγμα προσωποκράτησης υπόπτων προς διευκόλυνση ανακρίσεων σε σχέση με διερευνόμενα αδικήματα ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Απόρριψη έφεσης, επειδή με την προσαχθείσα μαρτυρία αναδεικνύονταν στοιχεία που δημιουργούσαν εύλογη υποψία για εμπλοκή των υπόπτων στα αδικήματα και επίσης επειδή υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

Το διάταγμα προσωποκράτησης των τριών εφεσειόντων για 8 [*550]ημέρες εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 2.12.03 μετά από αίτημα της Αστυνομίας προς διευκόλυνση των ερευνών για αδικήματα που αφορούσαν 4 περιπτώσεις αγοραπωλησίας κτημάτων, στις οποίες οι τρεις ύποπτοι ενήργησαν προφανώς ως εκπρόσωποι του Αρχιεπισκόπου Κύπρου.

Της σύλληψης των εφεσειόντων και της προσαγωγής τους ενώπιον του Δικαστηρίου για την έκδοση των υπό συζήτηση διαταγμάτων, είχαν προηγηθεί έρευνες της Αστυνομίας μετά από καταγγελία της Διερευνητικής Επιτροπής που διόρισε η Ιερά Σύνοδος για τα Οικονομικά της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου για την πιθανή διάπραξη αδικημάτων που αφορούσαν στις πιο πάνω δοσοληψίες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε αμέσως μετά την ακροαματική διαδικασία την απόφασή του αφού διαπίστωσε ότι προέκυπτε εύλογη υπόνοια για ανάμειξη των υπόπτων στη διάπραξη των αδικημάτων και πιθανότητα επέμβασης τους στις ανακρίσεις της Αστυνομίας.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Η βασική του επιχειρηματολογία έχει δύο σκέλη, τα ακόλουθα:

α) Η μαρτυρία που προσάχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποδείκνυε τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία η Αστυνομία υπέβαλε το αίτημα προσωποκράτησης των εφεσειόντων.  Ο ισχυρισμός αυτός εστιάζεται στο γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι, καθώς εισηγήθηκε ο συνήγορος, εν ενεργεία και δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ρωτήθηκε ή εξουσιοδότησε την καταγγελία προς την Αστυνομία.

β) Η παρέμβαση στις ανακρίσεις της Αστυνομίας – εάν οι εφεσείοντες είχαν τέτοια πρόθεση – θα μπορούσε να γίνει πριν τη σύλληψη τους, εφόσον η ίδια η Αστυνομία είχε προαναγγείλει την έρευνα της υπόθεσης, και μάλιστα ότι επέκειντο συλλήψεις φωτογραφίζοντας τους υπόπτους μέρες πριν από τη σύλληψή τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δεν κατήγγειλε την υπόθεση προσωπικά ή δεν τον προσήγγισε η Αστυνομία για να δώσει κατάθεση, είναι άνευ σημασίας για την εξεταζόμενη υπόθεση.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι:

[*551]α) Υπήρχε πιθανότητα εμπλοκής των εφεσειόντων στα αδικήματα. Δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται σύνδεση ενός εκάστου των υπόπτων με όλα τα αδικήματα που διερευνούνται.  Φτάνει να συνδεθεί με ένα ή περισσότερα απ’ αυτά.

β) Υπήρχε εύλογη υποψία για διάπραξη των αδικημάτων που περιέχονται στο αίτημα της Αστυνομίας.

γ)  Υπήρχε πιθανότητα παρέμβασης στο ανακριτικό έργο ενόψει της φύσης της σχέσης μεταξύ των προσώπων που θα κληθούν να δώσουν κατάθεση και των εφεσειόντων, και που είναι συγγενείς των εφεσειόντων και πρώην συνάδελφοι τους.  Το γεγονός πως η έρευνα της Αστυνομίας ήταν γνωστή προτού συλληφθούν οι εφεσείοντες δεν αναιρεί την πιο πάνω πιθανότητα, εφόσον η Αστυνομία έχει να πάρει ακόμη πολλές καταθέσεις από τα πρόσωπα που αναφέρονται πιο πάνω.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Eφέσεις εναντίον Διαταγμάτων Kράτησης.

Eφέσεις από τους Kατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 606/2003), ημερομηνίας 2/12/2003, με την οποία εγκρίθηκε το αίτημα το οποίο υπέβαλε η Aστυνομία κατόπιν σχετικής καταγγελίας της Iεράς Συνόδου και διατάχθηκε η οκταήμερη κράτηση των τριών εφεσειόντων προς διευκόλυνση των ανακρίσεων αναφορικά με την πιθανή διάπραξη αδικημάτων σχετικών με πλαστογραφία για αγοραπωλησίες κτημάτων στις οποίες οι ύποπτοι ενήργησαν ως εκπρόσωποι του Aρχιεπισκόπου Kύπρου.

E. Eυσταθίου με A. Παπαντωνίου και Δ. Θεοδώρου, για τους Eφεσείοντες.

Δ. Θεοδώρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Στις 2.12.03 επαρχιακός δικαστής του δικαστηρίου Λευκωσίας εξέδωσε διάταγμα οκταήμερης  προσωποκράτησης των τριών εφεσειόντων, μετά από μακροσκελή διαδικασία στην οποία οι δικηγόροι τους αμφισβήτησαν έντονα  το δικαιολογημένο της αίτησης της εισαγγελικής αρχής. Το αίτημα υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο υπαστυνόμος [*552]Θεμιστός Αρναούτης, που υπηρετεί στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων του Αρχηγείου Αστυνομίας. Στη μαρτυρία του αναφέρθηκε σε 4 περιπτώσεις σχετικές με αγοραπωλησία κτημάτων, στις οποίες οι τρεις ύποπτοι ενήργησαν προφανώς ως εκπρόσωποι του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. 

Η Ιερά Σύνοδος διόρισε Διερευνητική Επιτροπή για τα Οικονομικά της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, η οποία, ενεργούσα εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου, κατήγγειλε στην Αστυνομία την πιθανή διάπραξη αδικημάτων που αφορούσαν στις πιο πάνω δοσοληψίες. Η Αστυνομία επελήφθη ερευνών με αποτέλεσμα τη σύλληψη των εφεσειόντων και την προσαγωγή τους στο Δικαστήριο για την έκδοση των υπό συζήτηση διαταγμάτων προσωποκράτησης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε αμέσως, μετά την ακροαματική διαδικασία, την απόφαση του η οποία είναι εμπεριστατωμένη και με ειδική αναφορά στη νομολογία, και βεβαίως με ξεχωριστή εξέταση των γεγονότων της κάθε δοσοληψίας, για να διακριβώσει αν από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του προέκυπτε εύλογη υπόνοια ότι ενέχονταν σ’ αυτά. Η απάντηση του ήταν καταφατική.  Συζήτησε επίσης  την άλλη εισήγηση που έγινε ενώπιον του, ότι δηλαδή η κράτηση των εφεσειόντων δεν είναι αναγκαία, γιατί δεν υπάρχει ενδεχόμενο επηρεασμού των ανακρίσεων ή επέμβασης σε πιθανά τεκμήρια της υπόθεσης.  Έκρινε δε πως οι τρεις εφεσείοντες συνδέονται με οικογενειακούς δεσμούς ή είναι πρώην συνεργάτες έμμισθων στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου και επομένως υπάρχει η πιθανότητα να επέμβουν στις ανακρίσεις της Αστυνομίας. 

Ο κ.Ευσταθίου, που αγόρευσε εκ μέρους και των υπολοίπων δύο δικηγόρων που εμφανίζονται στην υπόθεση, εισηγήθηκε πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Η βασική του επιχειρηματολογία έχει, κατά τη γνώμη μας, δύο σκέλη. Διατείνεται πως από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποδείχτηκε ότι διαπράχθηκαν τα αδικήματα για τα οποία η Αστυνομία υπέβαλε το αίτημα προσωποκράτησης των εφεσειόντων. Ο ισχυρισμός αυτός εστιάζεται στο γεγονός πως ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι, καθώς εισηγήθηκε, εν ενεργεία και δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι ρωτήθηκε ή εξουσιοδότησε την καταγγελία προς την Αστυνομία.  Διατείνεται δε πως από τη μαρτυρία, εν πάση περιπτώσει, που έχει προσαχθεί δεν αποδεικνύεται πλαστογραφία και συνακόλουθα ούτε τα υπόλοιπα αδικήματα που αφορούν στην έρευ[*553]να της Αστυνομίας. Στο δεύτερο σκέλος της εισήγησης του ισχυρίστηκε πως η ίδια η Αστυνομία είχε προαναγγείλει την έρευνα της υπόθεσης, και μάλιστα ότι επέκειντο συλλήψεις φωτογραφίζοντας τους υπόπτους μέρες πριν από τη σύλληψη τους. Επομένως, εισηγείται, εάν οι εφεσείοντες είχαν οποιαδήποτε πρόθεση να επέμβουν στις ανακρίσεις της Αστυνομίας θα μπορούσαν να το κάνουν ενώ ήσαν ελεύθεροι.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αντέκρουσε την επιχειρηματολογία του κ.Ευσταθίου, υποστηρίζοντας βασικά την πρωτόδικη απόφαση.

΄Εχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή αυτά που ανέφερε ο δικηγόρος των εφεσειόντων. Οι εισηγήσεις του όμως δεν μας βρίσκουν σύμφωνους για τους λόγους που ακολουθούν. Το γεγονός ότι ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου δεν κατήγγειλε την υπόθεση προσωπικά ή δεν τον προσήγγισε η Αστυνομία για να δώσει κατάθεση, δεν έχει καμιά σημασία στην υπόθεση που εξετάζουμε. Η καταγγελία έγινε από την Ιερά Σύνοδο και μιας και υπήρχαν στοιχεία για διάπραξη αδικημάτων η Αστυνομία ήταν υπόχρεη να τα διερευνήσει. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολείται με τις επί μέρους εισηγήσεις αναφορικά με την πιθανότητα εμπλοκής των εφεσειόντων στα αδικήματα. Έχουμε τη γνώμη πως δεν χρειάζεται να αποδεικνύεται σύνδεση ενός εκάστου των υπόπτων με όλα τα αδικήματα που διερευνούνται. Φτάνει να συνδεθεί με ένα ή  περισσότερα απ’ αυτά. Κατ’ ακολουθίαν η κρίση του Δικαστηρίου και επ’ αυτού του ζητήματος είναι ορθή.  Συμφωνούμε επίσης με την πρωτόδικη απόφαση σε ό,τι αφορά τα στοιχεία που αναδεικνύονται με την προσαχθείσα μαρτυρία αναφορικά με τη διάπραξη των αδικημάτων.  Ενδεικτικά παρατηρούμε πως το γεγονός και μόνο ότι εδηλώνοντο διαφορετικά ποσά για την αξία των κτημάτων στη μεταβίβαση, ενώ οι ύποπτοι εισέπρατταν πολύ μεγαλύτερα, δημιουργεί πράγματι εύλογη υποψία για διάπραξη αδικημάτων που περιέχονται στο αίτημα της Αστυνομίας. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό πως η παρούσα διαδικασία δεν είναι εκδίκαση ποινικής υπόθεσης εις βάρος των εφεσειόντων. 

Αναφορικά με την πιθανότητα επηρεασμού των μαρτύρων από τους οποίους η Αστυνομία θα πάρει κατάθεση στα πλαίσια των ερευνών της, και την επέμβαση σε πιθανά τεκμήρια, πάλιν υιοθετούμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η Αστυνομία έχει να πάρει ακόμη αρκετές καταθέσεις. Μεταξύ δε των προσώπων [*554]που θα κληθούν να δώσουν κατάθεση είναι συγγενείς των εφεσειόντων και πρώην συνάδελφοι τους. Η φύση δε της σχέσης αυτής ασφαλώς δικαιολογεί το εύρημα του Δικαστηρίου για πιθανότητα επέμβασης. Το γεγονός πως η έρευνα της Αστυνομίας ήταν γνωστή προτού συλληφθούν οι εφεσείοντες δεν αναιρεί την πιο πάνω πιθανότητα, εφόσον η Αστυνομία έχει να πάρει ακόμη πολλές καταθέσεις από τα πρόσωπα που αναφέραμε πιο πάνω.

Ενόψει των ανωτέρω οι εφέσεις απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο