(2003) 2 ΑΑΔ 565
[*565]12 Δεκεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΣΩΤΗΡΗΣ ΖΑΧΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΚΑΜΜΟΥΓΙΑΡΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7479)
Ποινή ― Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή – Διάρρηξη εκκλησίας και κλοπή ― Εφεσείων 22 ετών, νυμφευμένος με παιδί ηλικίας 19 μηνών, πάσχει από βαριά διαταραχή προσωπικότητας ― Δύο προηγούμενες καταδίκες ― Λήφθηκαν υπόψη 6 υποθέσεις για διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων ― Μέρος των κλαπέντων μετρητών και της κλαπείσας περιουσίας ανευρέθηκε ― Παραδοχή στο Δικαστήριο και στις ανακριτικές αρχές ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2½ ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες ― Δεν κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.
Ποινή ― Υπερβολική ποινή ― Δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου για μείωση έκδηλα υπερβολικής ποινής παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.
Ποινή ― Προηγούμενες καταδίκες ― Δεν πρέπει να δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι ένας παραβάτης τιμωρείται για δεύτερη φορά ― Ωστόσο είναι δυνατό η προηγούμενη εγκληματική συμπεριφορά να επηρεάσει το βαθμό επιείκειας που το Δικαστήριο θα ήταν διατεθειμένο να επιδείξει.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται αναφορικά με το [*566]αδίκημα της διάρρηξης και κλοπής ενόψει της έξαρσης στη διάπραξή του, η οποία έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις.
Ο εφεσείων καταδικάσθηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2½ ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες για τη διάπραξη των αδικημάτων διάρρηξης καταστήματος και κλοπής και διάρρηξης εκκλησίας και κλοπής. Η εγκληματική δράση του εφεσείοντος στην κυρίως υπόθεση και στις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη συνοψίζεται σε 6 διαρρήξεις επαγγελματικών υποστατικών, 33 διαρρήξεις εκκλησιών, 3 κλοπές απο κλειδωμένα κιβώτια εισφορών εκκλησιών και 8 κοινές κλοπές – 5 από οχήματα και 3 από κουτιά εισφορών. Η συνολική περιουσία που κλάπηκε έχει ως εξής: Μετρητά που δεν βρέθηκαν £860,50 πλέον $35 Αυστραλίας, μετρητά που βρέθηκαν £41,45, περιουσία που δεν ανευρέθηκε αξίας £1.011,65 και περιουσία που ανευρέθηκε £960.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή του ως έκδηλα υπερβολική. Υποστήριξε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες, (β) εσφαλμένα επηρεάστηκε από τις προηγούμενες καταδίκες του κατά παράβαση της νομολογιακής αρχής ότι η ποινή που πρέπει να επιβάλλεται πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σοβαρότητα των αδικημάτων και (γ) η εκκαλούμενη ποινή είναι πολύ μεγαλύτερη της τελευταίας ποινής φυλάκισης των 9 μηνών που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στην αμέσως προηγούμενη καταδίκη του.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194,
Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,
Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113,
All-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160,
Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104,
[*567]Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ. 546,
Κυριάκου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7308, ημερ. 12.12.2002,
Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7200, ημερ. 26.3.2002,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Fields v. Aστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.316,
Κουφού και Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,
Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245,
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Kατηγορούμενο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος, κατόπιν παραδοχής, σε 8 κατηγορίες για τη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής, κατηγορίες 1 και 2 και διάρρηξης εκκλησίας και κλοπής, κατηγορίες 3-8, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yποθέσεις Aρ. 28167/2002), ημερομηνίας 4/7/2003, με την οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 1/2 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες, ως ποινών έκδηλα υπερβολικών.
Αλ. Σαουρής, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, με Γ. Αργυρού, για την Εφεσίβλητη.
Ex-tempore
[*568]ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε 8 κατηγορίες για τη διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής (οι κατηγορίες 1 και 2) και διάρρηξης εκκλησίας και κλοπής (οι κατηγορίες 3-8). Καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 2½ ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες. Οι ποινές να συντρέχουν. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη ακόμη 6 υποθέσεις για τη διάπραξη παρόμοιας φύσεως αδικημάτων. Η εγκληματική δράση του εφεσείοντος στην κυρίως υπόθεση και στις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη συνοψίζεται σε 6 διαρρήξεις επαγγελματικών υποστατικών, 33 διαρρήξεις εκκλησιών, 3 κλοπές από κλειδωμένα κιβώτια εισφορών εκκλησιών και 8 κοινές κλοπές – 5 από οχήματα και 3 από κουτιά εισφορών. Η συνολική περιουσία που κλάπηκε έχει ως εξής: Μετρητά που δεν βρέθηκαν £860.50 πλέον $35 Αυστραλίας, μετρητά που βρέθηκαν £41.45, περιουσία που δεν ανευρέθηκε αξίας £1.011,65 και περιουσία που ανευρέθηκε £960.
Ο εφεσείων βαρυνόταν με δύο προηγούμενες καταδίκες, τις εξής:
(1) Στις 13.5.99 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 6 μηνών με τριετή αναστολή για διάπραξη διάφορων αδικημάτων κατά περιουσίας. Λήφθηκαν υπόψη άλλες 4 υποθέσεις παρόμοιας φύσεως.
(2) Στις 26.11.2001 καταδικάστηκε σε φυλάκιση 9 μηνών για διάπραξη των αδικημάτων της διάρρηξης και της κλοπής. Λήφθηκαν υπόψη άλλες 17 υποθέσεις παρόμοιας φύσεως.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη την παραδοχή του εφεσείοντος η οποία – όπως το έθεσε – επιδεικνύει τη μεταμέλεια του. Έλαβε, επίσης, υπόψη την παραδοχή του στις ανακριτικές αρχές, «η οποία διευκόλυνε τα μέγιστα το έργο των ανακριτικών αρχών». Τέλος έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος – πάσχει από βαριά διαταραχή προσωπικότητας, είναι ηλικίας 22 ετών, νυμφευμένος με παιδί ηλικίας 19 μηνών. Η σύζυγος του έχει πρόβλημα υγείας.
Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη φύση και σοβαρότητα του αδικήματος της διάρρηξης, το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση 7 ετών. Τόνισε την ανάγκη επιβολής αποτρε[*569]πτικών ποινών ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και της ανησυχητικής εξάρσης τους. Υπέδειξε πως ο μεγάλος αριθμός εγκλημάτων που διέπραξε ο εφεσείων «δείχνει πως στο στάδιο τούτο αποτελεί κίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο».
Η έφεση.
Η πιο πάνω ποινή έχει προσβληθεί με την παρούσα έφεση. Ο κ. Σαουρής, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι η ποινή είναι υπερβολική. Υποστήριξε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες που αφορούσαν τον εφεσείοντα. Περαιτέρω υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα επηρεάστηκε από τις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος στην επιβολή της ποινής, παραβλέποντας τη νομολογιακή αρχή ότι δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από αυτή που επιβάλλει η σοβαρότητα των γεγονότων της κάθε υπόθεσης.
Τέλος ο κ. Σαουρής υποστήριξε ότι η εκκαλούμενη ποινή είναι πολύ μεγαλύτερη της τελευταίας ποινής φυλάκισης των 9 μηνών που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στην αμέσως προηγούμενη καταδίκη του. Σε σχέση με την τελευταία θέση του ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στο “Principles of Sentencing, 2nd ed. του D.A. Thomas, σελ. 204, 205:
“It has been argued that progressive increases in the lengths of sentences imposed on a particular offender reflect his gradual loss of credit for good character as the number of his previous convictions expands, rather than an aggravation of the basic penalty for the offence. It follows that until all mitigation for good character is exhausted, his sentences should increase in length by gradual stages rather than by sudden large jumps. ……………………………..............................................……….
As these cases suggest, the existence of a substantial difference between the present and the longest previous sentence is most likely to be an effective mitigating factor when the offender has generally committed offences of a similar kind. Where he changes the pattern of his behaviour and commits for the first time offences of a much more serious character than he has been accustomed to commit in the past, his is not entitled to complain that he has now received a much more severe sentence than he expected.”
Σε μετάφραση:
«Έχει υποστηριχθεί ότι προοδευτικές αυξήσεις επί του ύψους των ποινών που επιβάλλονται σε ένα συγκεκριμένο κατηγορούμενο αντανακλούν την βαθμιαία απώλεια της έκπτωσης για τον καλό του χαρακτήρα λόγω της αύξησης των προηγούμενων καταδικών του, μάλλον παρά την επιδείνωση της βασικής τιμωρίας για το αδίκημα. Ακολουθεί πως μέχρι την εξάντληση όλης της μείωσης για τον καλό χαρακτήρα οι ποινές του πρέπει να αυξάνονται σε ύψος με βαθμιαία στάδια μάλλον παρά με ξαφνικά μεγάλα άλματα ...........................
Η ύπαρξη ουσιαστικής διαφοράς ανάμεσα στην παρούσα και την πιο μακρά προηγούμενη ποινή πολύ πιθανόν να αποτελεί ένα αποτελεσματικό μετριαστικό παράγοντα όπου ο κατηγορούμενος έχει γενικώς διαπράξει αδικήματα της ίδιας φύσεως. Όπου μεταβάλλει το σχέδιο της συμπεριφοράς του και διαπράττει για πρώτη φορά αδικήματα πολύ πιο σοβαρού χαρακτήρος από εκείνα τα οποία είχε συνηθίσει να διαπράττει στο παρελθόν δεν δικαιούται να παραπονείται ότι έλαβε μια κατά πολύ πιο αυστηρή ποινή από ότι ανέμενε.»
Κατά την ενασχόληση του με το θέμα των προηγούμενων καταδικών το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε ότι «η υπάρξη προηγούμενων καταδικών δεν είναι επιβαρυντικό στοιχείο, απλώς ελλείπει το ελαφρυντικό στοιχείο του καθαρού ποινικού μητρώου». Ακολούθως αναφέρθηκε στην Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, 142, 143* στην οποία έγινε επισκόπηση της σχετικής νομολογίας.
[*571]Η επί του προκειμένου θέση της Αγγλικής Νομολογίας όπως παρατίθεται στο “Sentencing and Penal Policy” του Andrew Ashworth, σελ. 209, στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Σαουρής, έχει ως εξής:
«The general principle: progressive loss of mitigation
The general principle is that with each subsequent conviction an offender progressively loses the mitigation which he had as a first offender; but, on the other hand, no matter how long his record of previous convictions, this ‘will not justify the imposition of a term of imprisonment in excess of the permissible ceiling for the facts of the immediate offence’. The gravity of his present offence sets the ceiling for the sentence and, although a long criminal record loses him mitigation, it should not be allowed to operate as an aggravating factor. The proper approach is for the court to determine the sentence appropriate for the offence, and then to consider whether it can extend some leniency to the offender, having regard to his record. If the record is bad, it probably cannot.»
Σε μετάφραση:
«Η γενική αρχή: προοδευτική απώλεια της μείωσης
Σύμφωνα με τη γενική αρχή με κάθε μεταγενέστερη καταδίκη ο κατηγορούμενος προοδευτικά χάνει την μείωση την οποία είχε ως κατηγορούμενος με λευκό μητρώο, πλην όμως από την άλλη, ανεξάρτητα από το πόσο βεβαρυμένο είναι το μητρώο των προηγούμενων καταδικών του, αυτό δεν θα δικαιολογήσει την επιβολή ποινής φυλάκισης πέρα από την παραδεκτή οροφή για τα γεγονότα του υπό κρίση αδικήματος. Η σοβαρότητα του παρόντος αδικήματος θέτει την οροφή για την ποινή, και ανκαι ένα μακρό ποινικό μητρώο του στερεί την μείωση, δεν πρέπει να του επιτραπεί να λειτουργήσει ως επιβαρυντικός παράγων. Η ορθή προσέγγιση είναι ο καθορισμός από το Δικαστήριο της ποινής που είναι κατάλληλη για το αδίκημα και μετά να εξετάσει κατά πόσο μπορεί να παράσχει κάποια μείωση στον κατηγορούμενο λαμβανομένου υπόψη του μητρώου του. Αν το μητρώο είναι βεραρυμένο, πιθανόν να μη μπορεί.»
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα αδικήματα τα οποία διέπραξε ο εφεσείων βρίσκονται σε έξαρση. Έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Προέχει επομένως η αυστηρή αντιμετώπισή τους [*572]για την προστασία της κοινωνίας. Αυτό έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, All-Awar κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, Παναγίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 104, Παναγιώτου (πιο πάνω), Λοΐζου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 A.A.Δ. 546, Κυριάκου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7308/12.12.2002. Βλ. και Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7200/26.3.2002 στην οποία τονίστηκε η ανάγκη ανοκοπής αυτού του είδους της εγκληματικότητας γιατί έχει κλονίσει σοβαρά την εμπιστοσύνη του κοινού στους θεσμούς της δημόσιας ασφάλειας και υποδείχθηκε ότι η αυστηρότητα των ποινών είναι ένας τρόπος πάταξης του φαινομένου).
Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Fields v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316, Κουφού και Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Σουπουρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Φιλίππου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245 και Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227). Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (Βλ. Philippou, πιο πάνω, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 132, 136, Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, 226, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530, 553 και Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, 43, 44).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τις σχετικές εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος. Έχουμε λάβει υπόψη το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς και δράσης του εφεσείοντος (έχει παρατεθεί στη σελ. 568, πιο πάνω) σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και φύση των αδικημάτων. Περαιτέρω έχουμε λάβει υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντος και τους υπόλοιπους ελαφρυντικούς παράγοντες – παραδοχή και συνεργασία με την Αστυνομία. Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει προσεγγίσει με τον ορθό τρόπο το θέμα των προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντος και έχει [*573]ενεργήσει εντός των πλαισίων που προδιαγράφονται από τη νομολογία. Η όλη εγκληματική συμπεριφορά και δράση του εφεσείοντος δικαιολογούσαν πλήρως την επιβολή της εκκαλούμενης ποινής. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής στην επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η δε εκκαλούμενη ποινή δεν μπορεί να κριθεί ως υπερβολική.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο