Πετρόπουλος Δήμος ν. Aστυνομίας (2003) 2 ΑΑΔ 574

(2003) 2 ΑΑΔ 574

[*574]12 Δεκεμβρίου, 2003

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΔHΜΟΣ ΠΕΤΡOΠΟΥΛΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣTYNOMIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7417)

 

Ποινικός Κώδικας ― Κοινή επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Σύζυγος απώθησε τη σύζυγό του, σπρώχνοντάς την, για να αποτρέψει επίθεσή της κατά της οικιακής βοηθού ― Κατά πόσο το στοιχείο της ένοχης διάνοιας (mens rea) συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος ― Κατά πόσο η πράξη του συζύγου καθιστούσε εφαρμοστέα την υπεράσπιση της ανάγκης, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 17 του Κεφ. 154.

Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Διαπίστωση των κρίσιμων γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα, υπό μορφή ευρημάτων ― Η διαπίστωση των γεγονότων αυτών συνιστά αναπόσπαστο μέρος της στοιχειοθέτησης της δικαστικής απόφασης, στην απουσία της οποίας η δικαστική κρίση μένει έκθετη ως, αναιτιολόγητη.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Δικαίωμα διασφάλισης σωματικής ακεραιότητας ― Σύνταγμα Άρθρο 7(1).

Ο σύζυγος αντιμετώπιζε κατηγορία για κοινή επίθεση εναντίον της συζύγου του κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (ο Νόμος).  Οι εκδοχές των διαδίκων διίσταντο αναφορικά με το βαθμό βίας που άσκησε ο σύζυγος κατά τη διάρκεια επεισοδίου που τους έφερε να αντιδικούν για τη μεταχείριση της αλλοδαπής οικιακής βοηθού τους και που έδωσε έναυσμα στην όλη υπόθεση.  Κατά τη σύζυγο, ο σύζυγος της τη κτύπησε βάναυσα στο πρόσωπο και άλλα μέρη του σώματος και την έσπρωξε κάτω στο πρώτο σκαλί της σκάλας που οδηγούσε στο ανώγειο, επειδή αυτός δεν συμφωνούσε προς τις προθέσεις της να απολύσει την οικιακή βοηθό.  Η εκδοχή του συζύγου ήταν ότι παρενέβη για να ανακόψει τη σύζυγό του από του να κτυπήσει τη βοηθό.

[*575]Η διαπίστωση για τη μαρτυρία της παραπονούμενης στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη ήταν η ακόλουθη: “Εξετάζοντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης παρατηρώ ότι η παραπονούμενη αναφέρθηκε στα γεγονότα με υπερβολή”. Δέχθηκε, όμως, τη θέση της ότι ο κατηγορούμενος την έσπρωξε, χωρίς να προσδιορίσει κάτω από ποίες συνθήκες. Ούτε αναφορικά με τον κατηγορούμενο το Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα για την αξιοπιστία της μαρτυρίας του, πλην άφηνε να νοηθεί ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η εκδοχή του για τα γεγονότα. Το Δικαστήριο έκρινε τον κατηγορούμενο ένοχο, ενόψει της παραδοχής του ότι απώθησε τη σύζυγό του, σπρώχνοντας την για να αποτρέψει επίθεση κατά της βοηθού, άτομο, το οποίο θεωρούσε εν πολλοίς, ανυπεράσπιστο.  Συνακόλουθα του επέβαλε πρόστιμο £250.

Ο κατηγορούμενος εφεσίβαλε την απόφαση. Ο συνήγορός του υποστήριξε ότι απουσιάζει από την υπόθεση το στοιχείο της ένοχης διάνοιας (mens rea) και επίσης ότι η πράξη του εφεσείοντος – απώθηση επίθεσης κατά της βοηθού – καθιστά εφαρμοστέα την υπεράσπιση της ανάγκης που στοιχειοθετεί το Άρθρο 17 του Νόμου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 242 του Νόμου δε συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση άσκησης βίας σε βάρος του θύματος. Απαγορεύει τη χρήση βίας ή την εκδήλωση πρόθεσης για τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα – παρανόμως – (unlawfully).  Καθιστά, όμως, ο ίδιος ο Νόμος, με τις διατάξεις του Άρθρου 17, συγχωρητέα τη χρήση βίας προς αποτροπή μεγαλύτερου και ανεπανόρθωτου κακού σε άλλο πρόσωπο, το οποίο ο ασκών τη βία έχει υποχρέωση να προστατεύσει, νοουμένου ότι η βία, η οποία ασκείται, είναι εύλογη, υπό τις συνθήκες, και όχι δυσανάλογη προς το κακό το οποίο αποτρέπεται.

2.  Η αποτροπή χρήσης βίας σε βάρος της οικιακής βοηθού αποτελούσε εκδήλωση προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος της σωματικής της ακεραιότητας, που κατοχυρώνει το Άρθρο 7(1) του Συντάγματος, και πράξη κοινού ανθρωπισμού. Πέραν τούτου, η βοηθός όντας στην υπηρεσία των διαδίκων, τελούσε σε κατάσταση εξάρτησης από αυτούς, οπόταν η αποτροπή άσκησης βίας εις βάρος της από τον εργοδότη της προσλάμβανε νομικό έρεισμα και από αυτή τη σχέση.

Η έφεση επιτράπηκε. Η πρωτόδικη απόφαση και, συν αυτή, η ποινή παραμερίσθηκαν.

[*576]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235,

Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Γλυκύ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319,

Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ ν. Γεωργίου (2003) 1 A.A.Δ. 980.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 5969/2002), ημερομηνίας 19/2/2003, με την οποία κρίθηκε ένοχος του αδικήματος της κοινής επίθεσης, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 242 του Ποινικού Kώδικα, ενόψει της παραδοχής του ότι απώθησε την σύζυγό του, σπρώχνοντάς την, για να αποτρέψει επίθεσή της κατά της οικιακής τους βοηθού και του επιβλήθηκε πρόστιμο £250,-.

Χρ. Κληρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Γ. Αργυρού, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Πρόεδρος Γ.Μ. Πικής.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων και η σύζυγός του (η «παραπονούμενη») απασχολούσαν στο σπίτι τους οικιακή βοηθό από τη Σρι Λάνκα. Με αφορμή την απαρέσκεια της παραπονούμενης προς τη βοηθό, δημιουργήθηκε ένα επεισόδιο, που έφερε τους συζύγους να αντιδικούν για τη μεταχείρισή της. 

Κατά την παραπονούμενη, ο σύζυγός της, εναντιούμενος προς τις προθέσεις της να απολύσει τη βοηθό, την κτύπησε βάναυσα στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος και, στη συνέχεια, όταν έτρεξε για να φύγει από τα χέρια του, την έσπρωξε κάτω στο πρώτο σκαλί της σκάλας που οδηγούσε στο ανώγειο. Με τα δικά της λόγια, ο σύ[*577]ζυγός της «είχε σκοπό να τη σκοτώσει στο ξύλο».

Ο σύζυγος αρνήθηκε ότι άσκησε βία σε βάρος της συζύγου του, ή ότι της επιτέθηκε με οποιοδήποτε τρόπο. Το μόνο που έκαμε ήταν να παρέμβει, ενώ κρατούσε το μικρό παιδί τους στα χέρια του, και να ανακόψει τη σύζυγό του από του να κτυπήσει τη βοηθό. Την ίδια ώρα, το παιδί αναφωνούσε, κλαίοντας, υπέρ της προστασίας της Λίλας - αυτό ήταν το όνομα της βοηθού - για την οποία, προφανώς, έτρεφε αισθήματα αγάπης. Μετά το συμβάν, ο σύζυγος κάλεσε την Αστυνομία. Εξηγώντας στη μαρτυρία του γιατί το έπραξε, είπε: «Όταν η γυναίκα μου είχε πάθει κρίση και για 20 λεπτά προσπαθούσε να κάμει επίθεση μπροστά στο παιδί στην οικιακή βοηθό και το παιδί να ουρλιάζει δεν είχα άλλη επιλογή». Θεώρησε, όπως εξήγησε, τη βοηθό μια ανυπεράσπιστη κοπέλα, την οποία έπρεπε να προστατεύσει, απωθώντας τη σύζυγό του από την εκπλήρωση της εκδηλωθείσας πρόθεσής της να την κτυπήσει.

Ο αστυνομικός, ο οποίος προσήλθε στην κατοικία του ζεύγους και κατέθεσε για την Κατηγορούσα Αρχή, έδωσε τις απαντήσεις, που καταγράφονται πιο κάτω, στις ακόλουθες τρεις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν στην αντεξέταση:-

«Ε.  Εσύ πρόσεξες αν την είχε ‘σκοτώσει στο ξύλο’ ο κατηγορούμενος;

Α. Για το όνομα του Θεού, δεν υπάρχει έτσι πράγμα, δεν πρόσεξα έτσι πράγμα.

Ε. Θα το πρόσεχες;

Α. Σίγουρα θα το πρόσεχα και θα το κατέγραφα.

Ε. Και θα το καταλάβαινες;

Α. Οπωσδήποτε.»

Η σύζυγος πρόβαλε, σε κατάθεσή της στην Αστυνομία, την εκδοχή ότι υπήρξε θύμα άσκησης άγριας βίας από το σύζυγό της.  Η Αστυνομία την παρέπεμψε σε ιατρική εξέταση, στην οποία όμως η παραπονούμενη αρνήθηκε να υποβληθεί, με το δικαιολογητικό ότι δεν ήθελε «να ξεντυθεί σε ξένο άνθρωπο». 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι η  μαρτυρία της παραπονούμενης «Δεν συνάδει με την κατηγορία που ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει, αυτή δηλαδή της κοινής επίθεσης η θέση της ότι σκοπός του ήταν να την ‘σκοτώσει στο ξύλο’ ή ‘να της βγάλει το χέρι’». Η διαπίστωση για τη μαρτυρία της, στην οποία προέβη, ήταν η ακόλουθη: «Εξετάζοντας τη μαρτυρία της παραπονούμενης παρατηρώ ότι η παραπονούμενη ανα[*578]φέρθηκε στα γεγονότα με υπερβολή». Δέχτηκε, όμως, τη θέση της ότι ο κατηγορούμενος την έσπρωξε, χωρίς να προσδιορίσει κάτω από ποιες συνθήκες. 

Ούτε αναφορικά με τον εφεσείοντα το δικάσαν Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα για την αξιοπιστία της μαρτυρίας του, πλην αφήνει να νοηθεί ότι η εκδοχή του για τα γεγονότα δεν μπορούσε να αποκλειστεί. 

Η Δικαστής διέγνωσε κοινά στοιχεία στην εκδοχή των δύο συζύγων, εν διαστάσει έκτοτε, παρά τις διαμετρικά αντίθετες εκδοχές τους για τα διαδραματισθέντα. Αναφέρει:-

«Τόσο η θέση της παραπονούμενης, όσο και του ίδιου του κατηγορούμενου στην προφορική του μαρτυρία, καταδεικνύουν ότι ο ίδιος έσπρωξε την παραπονούμενη για τους λόγους βεβαίως που ο ίδιος προβάλλει, ότι δηλαδή ο σκοπός που μπήκε στη μέση για να απωθήσει την παραπονούμενη, ήταν για να προστατεύσει την οικιακή βοηθό.»

Το τελεσφόρο της δικαστικής λειτουργίας εξυπακούει και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιερώνει ότι αποτελεί καθήκον του δικάζοντος δικαστηρίου η διαπίστωση των κρίσιμων γεγονότων που περιβάλλουν τα επίδικα θέματα, υπό μορφή ευρημάτων. Η διαπίστωση των γεγονότων αυτών συνιστά αναπόσπαστο μέρος της στοιχειοθέτησης της δικαστικής απόφασης, στην απουσία της οποίας η δικαστική κρίση μένει έκθετη, ως αναιτιολόγητη - (βλ. Theodora Ioannidou v. Charilaos Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235. Pioneer Candy Ltd. v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540. Καννάουρου κ.α. ν. Σταδιώτη κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35. Γλυκύ ν. Δήμου Λεμεσού (1998) 1 Α.Α.Δ. 2319. Παναγιώτης Κουντουρίδης Λτδ. ν. Γεωργίου (2003) 1 A.A.Δ. 980).

Το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο του αδικήματος της κοινής επίθεσης, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα, ενόψει της παραδοχής του ότι απώθησε τη σύζυγό του, σπρώχνοντάς την, για να αποτρέψει επίθεσή της κατά της βοηθού, άτομο, το οποίο θεωρούσε, εν πολλοίς, ανυπεράσπιστο. Συνακόλουθα, του επέβαλε πρόστιμο £250,00. Επαναλαμβάνει δε ότι οι θέσεις των δύο συζύγων συμπίπτουν στο σημείο αυτό, λέγοντας:-

«Η θέση αυτή του κατηγορούμενου συνάδει και με τη θέση της παραπονούμενης, η οποία όμως επαναλαμβάνω, στη δική της μαρτυρία έδωσε υπερβολή στα γεγονότα με τους χαρακτηρι[*579]σμούς που έχω αναφέρει.»

Η απώθηση, από τον εφεσείοντα, της παραπονούμενης από του να πραγματοποιήσει τις προθέσεις της - να κτυπήσει τη βοηθό - δε συνιστούσε, ως αναφέρει το Δικαστήριο, πράξη άμυνας, η οποία να προσδίδει νομικό έρεισμα στις πράξεις του. Λέγει:-

«Σίγουρα ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει τεθεί με την έννοια της άμυνας, στοιχείο που το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει.»

Προφανώς, το Δικαστήριο, με τον όρο «άμυνα» εννοεί «αυτοάμυνα». 

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι, κάτω από οποιαδήποτε οπτική γωνία και αν ήθελε ιδωθεί η πράξη του εφεσείοντος να αποτρέψει επίθεση κατά της οικιακής βοηθού, απουσιάζει το στοιχείο της ένοχης διάνοιας (mens rea). Κατά δεύτερο λόγο, υποστήριξε ότι η πράξη του εφεσείοντος - απώθηση επίθεσης κατά της βοηθού - με το σύμμετρο τρόπο που λειτούργησε, καθιστά εφαρμοστέα την υπεράσπιση της ανάγκης, που στοιχειοθετεί το Άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (ο «Νόμος»). 

Το Άρθρο 242 του Νόμου δε συναρτά το νοητικό στοιχείο του αδικήματος της επίθεσης με πρόθεση άσκησης βίας σε βάρος του θύματος. Απαγορεύει τη χρήση βίας ή την εκδήλωση πρόθεσης για τη χρήση βίας χωρίς νομικό έρεισμα – παρανόμως – (unlawfully). Καθιστά, όμως, ο ίδιος ο Νόμος, με τις διατάξεις του Άρθρου 17, συγχωρητέα τη χρήση βίας προς αποτροπή μεγαλύτερου και ανεπανόρθωτου κακού σε άλλο πρόσωπο, το οποίο ο ασκών τη βία έχει υποχρέωση να προστατεύσει. νοουμένου ότι η βία, η οποία ασκείται, είναι εύλογη, υπό τις συνθήκες, και όχι δυσανάλογη προς το κακό το οποίο αποτρέπεται.

Ερωτάται: Κατά πόσο η οικιακή βοηθός ήταν πρόσωπο, το  οποίο ο εφεσείων είχε υποχρέωση να προστατεύσει. Κατά τα άλλα, η βία που άσκησε δεν ήταν, με κανένα κριτήριο, δυσανάλογη προς το κακό που αποσόβησε.

Δε θα επεκταθούμε σε εξαντλητική ερμηνεία των προνοιών του Άρθρου 17 του Νόμου, αναφορικά με την κατηγορία προσώπων, που ο άνθρωπος έχει υποχρέωση να υπερασπίζεται έναντι επιβουλής κατά του ατόμου τους. Στον προσδιορισμό των ατόμων αυτών υπεισέρχεται και το ανθρώπινο δικαίωμα του καθενός για τη διασφάλιση της σωματικής του ακεραιότητας, που κατοχυρώνει το [*580]Άρθρο 7(1) του Συντάγματος. Η αποτροπή χρήσης βίας σε βάρος του πλησίον αποτελεί εκδήλωση προστασίας του θεμελιώδους δικαιώματος της σωματικής ακεραιότητας και πράξη κοινού ανθρωπισμού.  Πέραν τούτου, η αλλοδαπή οικιακή βοηθός, όντας στην υπηρεσία του εφεσείοντος και της παραπονούμενης, τελούσε σε κατάσταση εξάρτησης από αυτούς, οπόταν η αποτροπή άσκησης βίας εις βάρος της από τον εργοδότη της προσλάμβανε νομικό έρεισμα και από αυτή τη σχέση. 

Η κατάληξή μας είναι ότι η εκκαλούμενη απόφαση είναι ανυπόστατη.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση και, συν αυτή, η ποινή παραμερίζονται.

Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

H έφεση επιτρέπεται. H πρωτόδικη απόφαση και, συν αυτή, η ποινή παραμερίζονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο