Ντούμα Φωτεινή ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 1

(2004) 2 ΑΑΔ 1

[*1]2 Ιανουαρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΩΤΕΙΝΗ ΝΤΟΥΜΑ,

Εφεσείουσα,

v .

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7573)

 

Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα κράτησης κατηγορουμένης μέχρι τη συνέχιση της δίκης ― Έφεση εναντίον σχετικού διατάγματος ― Ενδεχόμενο μη προσέλευσης της κατηγορουμένης στη δίκη ― Δεν τεκμηριώθηκε λόγος επέμβασης του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ποινική Δικονομία ― Διάταγμα κράτησης υποδίκου μέχρι τη δίκη ― Χρονική διάρκεια κράτησης ― Συνιστά στοιχείο κρίσης προς διαπίστωση του δικαιολογημένου της κράτησης ― Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με την παράταση κράτησης υποδίκου όπως διαμορφώθηκαν στη Μιχάλης Ανδρέας Ψύλλας ν. Δημοκρατίας.

Στις 30.12.03, η εφεσείουσα, της οποίας η δίκη σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό αδικήματα βίας στην οικογένεια βρισκόταν σε εξέλιξη, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημέρα που ορίσθηκε για συνέχιση της δίκης της στις 7.1.04. Η εφεσείουσα είχε διαταχθεί να παραμείνει υπό κράτηση και στις 11.12.03 που είχε εμφανι[*2]στεί στο Δικαστήριο αυτοβούλως. Το ένταλμα σύλληψης το οποίο είχε εκδοθεί εναντίον της στις 22.10.03 επειδή δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για την ακρόαση της υπόθεσής της, δεν είχε εκτελεσθεί λόγω του ότι είχε εγκαταλείψει τη διεύθυνσή της και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση. Η εφεσείουσα δεν είχε εμφανιστεί ούτε στις επόμενες τρεις ημερομηνίες εντός του Νοεμβρίου 2003 που ήταν ορισμένη η ακρόαση της υπόθεσής της. Η εφεσείουσα δεν άσκησε έφεση εναντίον της απόφασης ημερ. 11.12.03.

Το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση της εφεσείουσας στις 30.12.03 αφού διαπίστωσε πως υπήρχε κίνδυνος να μη παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Με την έφεση της η εφεσείουσα καλεί το Δικαστήριο να εξετάσει στη σωστή του διάσταση το γεγονός ότι είχε επικαλεστεί προβλήματα υγείας αναφορικά με τη μη εμφάνισή της κατά τις πολλές ημερομηνίες που είχαν προηγηθεί, την αυτόβουλη εμφάνισή της στις 11.12.03, το γεγονός ότι προσφέρθηκε να εξασφαλίσει αξιόχρεο εγγυητή και το ότι θα αντιμετώπιζε δυσκολίες στην υπεράσπισή της. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όσα προβλήθηκαν ως λόγοι που θα έπρεπε να είχαν επενεργήσει υπέρ της απόλυσης της εφεσείουσας υπό όρους, είχαν προβληθεί και εξεταστεί και στις 11.12.03. Και επιπλέον η εφεσείουσα δεν ήγειρε θέμα κατ’ έφεση σε σχέση με τη διάσταση της χρονικής περιόδου διάρκειας της κράτησής της.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως όφειλε, εξέτασε εκ νέου το ζήτημα και αποφάσισε την κράτηση της εφεσείουσας αφού διαπίστωσε πως υπήρχε κίνδυνος να μην παρουσιαστεί στο δικαστήριο. Δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για ανατροπή αυτής της κρίσης, όπως ούτε και για ανατροπή της κρίσης ότι δεν υπάρχει κίνδυνος να επηρεαστεί από την κράτηση η ετοιμασία της υπεράσπισής της.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 388,

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15,

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109.

[*3]Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.

Έφεση από την κατηγορούμενη, η οποία αντιμετωπίζει μεγάλο αριθμό κατηγοριών σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό αδικήματα, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν. 119(Ι)/2000], με θύματα της βίας τα ανήλικα παιδιά της, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο, εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18109/2002), ημερομηνίας 30/12/2003, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή της μέχρι τη συνέχιση της ακρόασης της υπόθεσής της, στις 7/1/2004.

Ε. Χειμώνας, για την Εφεσείουσα.

Η. Στεφάνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα αντιμετωπίζει μεγάλο αριθμό κατηγοριών σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό αδικήματα κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 [Ν. 119(Ι)/00].  Ως θύματα της βίας αναφέρονται τα ανήλικα παιδιά της.

Στις 30.12.03 η εφεσείουσα κατέθετε ως μάρτυρας και χρειάστηκε να αναβληθεί η υπόθεση.  Το πρωτόδικο δικαστήριο όρισε την επομένη, δηλαδή την 31.12.03, ως την ημέρα για τη συνέχιση της ακρόασης αλλά ο δικηγόρος της εφεσείουσας δήλωσε αδυναμία. Η υπόθεση ορίστηκε να συνεχιστεί στις 7.1.04 και η παρούσα έφεση αφορά στη διαταγή που εκδόθηκε για την κράτηση της εφεσείουσας μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία.

Διαπιστώνεται ότι όσα προβλήθηκαν ως λόγοι που θα έπρεπε να είχαν επενεργήσει υπέρ της απόλυσης της εφεσείουσας υπό όρους, είχαν αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης στις 11.12.03. Είχε και τότε διαταχθεί η κράτηση της εφεσείουσας και εναντίον εκείνης της απόφασης δεν είχε ασκηθεί έφεση.  Θα αναφερθούμε, βεβαίως, στα δεδομένα αλλά πρέπει να έχουμε εξ αρχής υπόψη τη νομολογία μας σύμφωνα με την οποία δεν είναι έργο μας σήμερα η αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης που εκδόθηκε στις 11.12.03. Στη Μιχάλης Ανδρέας Ψύλλας ν. Δημοκρατίας [*4](2002) 2 Α.Α.Δ. 388, με την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Πικής Π., τονίστηκαν συναφώς τα πιο κάτω:

«Το εφετείο δεν υπεισήλθε στη θεώρηση παραγόντων σχετιζόμενων με την κράτηση του εφεσείοντος, όπως οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες που κρίθηκαν σε προγενέστερο στάδιο της δίκης, υιοθετώντας τη θέση ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης του υπόδικου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Αυτό ισχύει για γεγονότα που δεν είναι μεταβλητά. Η κράτηση υποδίκου παρατεινόμενης της  ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του, συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης στο πλαίσιο της κρίσης του δικαστηρίου για την περάτωση της κράτησης του υποδίκου. Άλλωστε αναβαλλομένης της υπόθεσης το διάταγμα κράτησης του υποδίκου ισχύει μέχρι την επόμενη ημερομηνία εμφάνισης του στο δικαστήριο. Η παράταση της κράτησης συναρτάται με νέα απόφαση του δικαστηρίου. Διαφορετικά το διάταγμα κράτησης θα απέληγε στην κράτηση του υποδίκου για ακαθόριστο χρονικό διάστημα.  Είναι νομολογημένο ότι το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω του χρονικά παρατεταμένου της δίκης, για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της δίκης, επενεργεί υπέρ της απόλυσής του με όρους που το δικαστήριο ήθελε κρίνει πρόσφορους για την απονομή της δικαιοσύνης. Ο παράγοντας αυτός, ως στοιχείο κρίσης προς διαπίστωση του δικαιολογημένου της κράτησης υποδίκου, αναγνωρίστηκε ευθέως από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45. Η σημασία του παράγοντα αυτού διαφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από το Νικολάου, Δ.: (σ. 48)

"Πρόκειται για τη δυνατότητα επενέργειας της χρονικής διάστασης της εκκρεμοδικίας με ροπή αντίθετη προς την κράτηση."

Το εφετείο ακύρωσε το διάταγμα για την παράταση της κράτησης του υποδίκου διότι η επενέργεια του χρόνου δεν συσταθμίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο πριν προέλθει στην απόφασή του· συνακόλουθα διέταξε την απόλυσή του υπό όρους αφού στάθμισε και τον παράγοντα αυτό στη λήψη της απόφασής του.»

Σημειώνουμε πως και στην υπόθεση Ψύλλα (ανωτέρω) τελικά το εφετείο διέταξε την απόλυση του υπόδικου, ο οποίος ήδη κρα[*5]τείτο για περίοδο έντεκα μηνών, ενόψει του παράγοντα του χρόνου σε συνάρτηση με το γεγονός ότι δεν διαφαινόταν πότε θα τελείωνε η υπόθεση. Εν προκειμένω, όμως, δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης και στις εισηγήσεις που αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας οτιδήποτε σχετικό προς τη διάρκεια της κράτησης η οποία, εν πάση περιπτώσει, μέχρι τις 7.1.04, θα είναι μικρότερη του ενός μηνός.

Η ακρόαση της υπόθεσης βρισκόταν σε εξέλιξη όταν στις 22.10.03 η εφεσείουσα δεν προσήλθε στο Δικαστήριο και ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους της. Το αίτημα εγκρίθηκε και η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε για τις 3.11.03, με παράλληλη έκδοση εντάλματος σύλληψης κατά της εφεσείουσας. Η εφεσείουσα δεν εμφανίστηκε στις 3.11.03 ούτε και στις δυο επόμενες που ακολούθησαν, δηλαδή στις 12.11.03 και στις 25.11.03. Εμφανίστηκε αυτοβούλως, χωρίς δηλαδή να είχε εκτελεστεί το ένταλμα σύλληψής της, στις 11.12.03.  Εξηγήθηκε τότε από την αστυνομία και ο λόγος για τον οποίο δεν είχε εκτελεστεί το ένταλμα σύλληψης.  Τον σημειώνουμε γιατί συνδέεται προς τους παράγοντες που συνυπολογίστηκαν. Η εφεσείουσα είχε εγκαταλείψει τη διεύθυνσή της και διέμενε για όλο το διάστημα που μεσολάβησε σε άγνωστη διεύθυνση. Έγινε μάλιστα αναφορά σε δήλωση του συζύγου της πως βρισκόταν είτε στη Λάρνακα είτε στις κατεχόμενες περιοχές.

Στις 11.12.03 συνεχίστηκε η ακρόαση και το πρωτόδικο δικαστήριο, για λόγους που εξήγησε, ειδικά ενόψει του κινδύνου που διαπίστωσε ότι υπήρχε να μήν εμφανιστεί η εφεσείουσα στο Δικαστήριο, διέταξε την κράτησή της μέχρι την επομένη, που θα ήταν η νέα δικάσιμος. Ακολούθησαν εμφανίσεις στις 19, 22, 23, 29 και 30.12.03, κατά τη διάρκεια των οποίων εξετάστηκε η εισήγηση της υπεράσπισης πως δεν είχε θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση, κρίθηκε ότι είχε θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση σε σχέση με 20 κατηγορίες, και όπως σημειώσαμε ήδη, άρχισε και συνεχιζόταν η ένορκη κατάθεση της εφεσείουσας.

Δεν ασκήθηκαν εφέσεις σε σχέση με οποιαδήποτε από τα διατάγματα κράτησης που είχαν εκδοθεί προηγουμένως και σήμερα η εφεσείουσα μας καλεί να εξετάσουμε στη σωστή, όπως εισηγείται, διάστασή του το γεγονός ότι είχε επικαλεστεί προβλήματα υγείας αναφορικά με τη μη εμφάνισή της κατά τις πολλές ημερομηνίες που είχαν προηγηθεί, την αυτόβουλη εμφάνισή της στις 11.12.03, το γεγονός ότι προσφέρθηκε να εξασφαλίσει αξιόχρεο πρόσωπο το οποίο θα εγγυάτο με το ποσό των £1.500 την παρουσία της στο Δικαστήριο και το ότι θα αντιμετώπιζε δυσκολίες [*6]στην ετοιμασία της υπεράσπισής της. Από την πλευρά των εφεσιβλήτων, με αναφορά στη νομολογία, υποστηρίχτηκε η πρωτόδικη απόφαση ως πλήρως δικαιολογημένη.

Προσεγγίζουμε το ζήτημα υπό το φως της ιδιαίτερης αρχής όπως τη συνοψίσαμε με αναφορά στη Ψύλλας (ανωτέρω) αλλά και των αρχών που διατυπώθηκαν στις Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, σε σχέση με τη φειδώ με την οποία το εφετείο επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Εξετάσαμε τα δεδομένα και έχουμε καταλήξει πως δεν δικαιολογείται παρέμβασή μας. Όλα όσα η εφεσείουσα υποστήριξε σήμερα, ήταν δεδομένα και στις 11.12.03.  Και το έχουμε σημειώσει πως δεν εγείρεται ενώπιόν μας ζήτημα σε σχέση με τη διάσταση της χρονικής διάρκειας της κράτησης. Δεν μας διαφεύγει, βεβαίως, πως στις 30.12.03 η εφεσείουσα παρουσίασε στο δικαστήριο, για πρώτη φορά, ιατρικό πιστοποιητικό. Αυτό όμως το ιατρικό πιστοποιητικό φέρει ημερομηνία 3.11.03, και αναφέρεται σε προβλήματα υγείας άλλα από εκείνα τα οποία είχε επικαλεστεί η εφεσείουσα στις 11.12.03, αλλά και ενώπιόν μας σήμερα, σε σχέση με το λόγο μη προσέλευσής της. Συγκεκριμένα, ενώ η εφεσείουσα αναφέρθηκε σε ψυχολογικής φύσης προβλήματα, το ιατρικό πιστοποιητικό αναφέρεται σε στομαχικές διαταραχές και ελαφράς μορφής δισκοπάθεια. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε αυτό το θέμα. Πολύ λιγότερο αφού και το πρωτόδικο δικαστήριο, με την απόφασή του της 30.12.03, ενόψει του χρόνου κατά τον οποίο παρουσιάστηκε το πιστοποιητικό, έκρινε σκόπιμο να κληθεί ο γιατρός που το εξέδωσε για να δώσει τις εξηγήσεις του.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, όπως όφειλε, εξέτασε εκ νέου το ζήτημα και αποφάσισε την κράτησή της αφού διαπίστωσε πως υπήρχε κίνδυνος να μην παρουσιαστεί η εφεσείουσα στο δικαστήριο. Δεν θεωρούμε ότι όσα αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας στοιχειοθετούν λόγο για ανατροπή αυτής της κρίσης. Και σε σχέση με το ζήτημα του κινδύνου να επηρεαστεί η ετοιμασία της υπεράσπισης της εφεσείουσας σημειώνουμε την ανυπαρξία τεκμηρίωσής της με οποιονδήποτε τρόπο. Εκ μέρους της εφεσίβλητης έγινε αναφορά στην Κωνσταντινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, στην οποία, με την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Καλλής, Δ., εξηγήθηκε ότι:

«Στο στάδιο της εξέτασης του ζητήματος της κράτησης ή μη του [*7]κατηγορουμένου και χωρίς να είχε προηγηθεί άρνηση των αρμοδίων αρχών για παραχώρηση των διευκολύνσεων που είχε ζητήσει η υπεράσπιση, από μόνες τους οι ιδιάζουσες συνθήκες προετοιμασίας της υπεράσπισης δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν τον αποφασιστικό ρόλο που εισηγείται η υπεράσπιση.»

Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει καν εξηγηθεί για ποιο λόγο η κράτηση της εφεσείουσας, η οποία μάλιστα εκπροσωπείται από δικηγόρο στο πλαίσιο νομικής αρωγής, θα επηρέαζε είτε την κλήση εμπειρογνώμονα είτε με άλλο τρόπο την υπεράσπισή της.  Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο